Φράση που ειπώθηκε προ καιρού από γνωστό μόδιστρο, με σκοπό να χαρακτηρίσει κοπέλα η οποία είχε ντυθεί λες και είχε μετωπική με την ντουλάπα του Φλωρινιώτη.
Νομίζω το παράδειγμα περιττεύει.
Φράση που ειπώθηκε προ καιρού από γνωστό μόδιστρο, με σκοπό να χαρακτηρίσει κοπέλα η οποία είχε ντυθεί λες και είχε μετωπική με την ντουλάπα του Φλωρινιώτη.
Νομίζω το παράδειγμα περιττεύει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τάχα υπαινιγμός, για να ειπωθεί οτι κάποιος έχει τoν μεγαλύτερo ή μακρύτερο μπούτζο/ πέοντα, ή την μεγαλύτερη -άντε και μακρύτερη-, μαλαπέρδα/ ψωλή.
Εν αρχή ην ο επιστημονικός λόγος:
Γιατί ο άντρας τον έχει μεγαλύτερο από τους συγγενείς του;
Μάλλον οι άντρες δεν χρειάζεται να ανησυχούν για το μέγεθος του πέους τους, καθώς, όσο μικρό κι αν είναι, είναι από τα μεγαλύτερα στον κόσμο των πρωτευόντων.Οπως έχει παρατηρηθεί οι γορίλες έχουν μικρό πέος και όρχεις, ενώ οι χιμπατζήδες έχουν μέσο μέγεθος πέους και μεγάλους όρχεις. Σε σύγκριση με τα δύο είδη ο άνθρωπος έχει το μεγαλύτερο όργανο και μέσου μεγέθους όρχεις. Ψάχνοντας το θέμα ο εξελικτικός βιολόγος Darren Curnoe πιθανολογεί ότι ο αντρας το έχει μεγαλύτερο μάλλον για φαίνεται περισσότερο ώστε να "τραβάει" τις γυναίκες. Δηλαδή το όργανό του λειτουργεί σαν "κράχτης"...
Υπάρχει και η περίπτωση όμως το μέγεθος να είναι μεγαλύτερο ώστε να δροσίζεται καλύτερα το κάτω μέρος του σώματος.
--Κάποτε οι άντρες είχαν αγκαθωτό πέος!«Το πέος του χιμπαντζή έχει αγκάθια, με σκοπό να τραυματίσει, προσωρινά, το θηλυκό όταν ζευγαρώνουν για να την καθυστερήσει από το ζευγάρωμα με άλλα αρσενικά σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Μια μελέτη του 2011, ανακάλυψε στοιχεία που έδειχναν ότι και ο άνθρωπος, κάποτε, είχε "αγκάθια" στο πέος του, αλλά εξελίχθηκε και έγινε λείο, αφού ακολουθήθηκε μια πιο μονογαμική αναπαραγωγική τακτική από τους προγόνους του.
69magazine
Α.
Τους βγάζουν ή τις βγάζουν λοιπόν έξω και μετρούν κυριολεκτικά και κυνικά συγκρίνοντας μεγέθη και μήκη. Στο ντημπέη αυτό παίζουν όλα τα φύλα και όλα τα θέματα· σεξουαλικά, πολιτικά, αθλητικά.
Ο Βαρουφακης να παει με τον Τζήμερο. Όλη μέρα θα μετράνε ποιος την εχει μεγαλύτερη #ekloges2015_round2 (εδώ)
Β.
Με λογοπαίγνια /γειώσεις/ δηθενιές, ότι και καλά δεν εννοούσαν αυτό που καταλαβαίνει ο πάσα ένας, συγκρίνουν ... κοιλιές, φόρους, πατριωτισμό, κομμουνισμό, νεποτισμό, λαϊκισμό, κ.ά.
-Βγήκαν τα μόρια στις #panellinies2015.
-Καί;
-Όπως το φαντάστηκα, ο Τόλης τον έχει μεγαλύτερο.
Βρέθηκαν Τσίπρας με Μεϊμαράκη τυχαία λέει και συνέκριναν ποιος την έχει μεγαλύτερη την κοιλιά. Λογικά μετά τις βγάλαν έξω να τις μετρήσουν.
Got a better definition? Add it!
Ο γνήσια (ή γουαναμπή) έχων και κατέχων που μονίμως φέρει στο στόμα ευμέγεθες πούρο εν είδει φερετζέ πλούτου και εξουσίας.
Σε αντίθεση με τον πουρόκαυλο πουροφίλ, ο πουράτος δεν είναι γευσιγνώστης αλλά ούτε καν πραγματικός λάτρης του πούρου. Η ραιζόν ντ' έτρ του τυπικού πουράτου είναι να πουλήσει μούρη κραδαίνοντας άκομψα το πιο ακριβό φουσέκι που μπορεί, κατά πεοτίμηση τ. Cohibas. Αντιθέτως, ο πουροφίλ θα επιλέξει με υπερβάλλουσα επιμέλεια το κατάλληλο χώρο και το κατάλληλο συνοδευτικό ποτό για να καπνίσει και θα σπασαρχιδίσει για μείζονα (κατ αυτόν) θέματα όπως την χρονολογία, το χωράφι προέλευσης και την υγρασία του πούρου. Πριν το ανάψει, θα συμβουλευτεί την ΕΜΥ και το μανόμετρό του για την κατεύθυνση του ανέμου, καθώς ο νοτιάς δεν επιτρέπει το απαραίτητο στέγνωμα του πούρου όταν αυτό βγει από τον υγραντήρα.
Ωσεκτουτού και εν κατακαυλείδι, ο χαρακτηρισμός πουράτος συνήθως προσάπτεται με ειρωνική και χλευαστική διάθεση σε νεόπλουτα σούργελα, επιχειρηματικούς ή / και ποδοσφαιρικούς παράγοντες και άλλα λαμόγια. Εμβληματικοί νεοέλληνες πουράτοι είναι ο Big Mac και η Γιάννα. Ο πιο τελειωμένος πουράτος που γνώρισα υπήρξε γνωστός χρηματιστής (συνώνυμος με το Επίτιμο) ο οποίος στα ενενήνταζ κυκλοφορούσε στα ελληνάδικα συνοδεία μπράβου που έφερε ένα τεράστιο υγραντήρα με πούρα τα οποία μοίραζε urbi et orbi. Winston Churchill και Fidel Castro; καμία σχέση!!!
Εκ του πούρου και του γαμοσλανγκοτέτοιου -άτος (< Λατινικού -atus) που παραπέμπει σε πλούτο και εξουσία (π.χ. βλ. σκαφάτος, τζιπάτος, γκλαμουράτος).
Από το δουπού: Khan.
1.
Ο άντρας ο σωστός ο πουράτος, είτε καταστρέφει τράπεζες κ χώρες με στήριξη Μπένυ,είτε χρωστάει στο δημόσιο κ παίρνει ΟΠΑΠ με στήριξη Σαμαρά
2.
Ο «πουράτος» πρώην υπουργός Αλέκος Κοντός. Φέσι αξίας περίπου 5.000 ευρώ άφησε στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης ο Αλέκος Κοντός, σύμφωνα με την εφημερίδα «Έθνος», καθώς παρήγγειλε εκατοντάδες πακέτα πούρων (!) πριν από περίπου δύο χρόνια, χωρίς, ωστόσο, να πληρώσει την οφειλή του.
3.
Big Μακ aka Μάκαρος aka Πουράτος aka πολύ γέλιο λέμε
4.
Απο χθές το βράδυ στο club των «πουράτων» Προέδρων των ομάδων της Γ” Εθνικής που είναι ο Μελισσανίδης, προστέθηκε και ένα νέο μέλος.
5.
ο Αλαφούζος και οι κακοί πουράτοι καταστροφείς της όμαδας πρότυπου της προ πολυμετοχικότητας εποχής
6.
Ολοι αυτοί οι πουράτοι τι θέλουν να δείξουν δηλαδή, τον πλούτο τους, τη μαγκιά τους ; Να σας πω εγώ τι θέλουν να δείξουν: τον κακό τους το φλάρο θέλον να δείξουν και τίποτα άλλο, οι επιδερμικοί τύποι.-
Got a better definition? Add it!
Ο κύκλος θαυμαστριών που σχηματίζεται γύρω από τον 'σούπερ' που χορεύει ζεϊμπέκικο. Συνήθως προηγείται η 'βασική' που γονατίζει κι όλας και κρατάει (ή χαλάει) το ρυθμό με παλαμάκια, κι έπονται οι φίλες της.
Στο νεοφανές να χορεύουν ζεϊμπέκικο (υποτιθέμενο ζεϊμπέκικο) και οι κυρίες, η λεζάντα μπορεί να είναι μεικτή, αλλά προσοχή μην παρεξηγηθεί κανένας.
Από το τραγούδι του Ζαμπέτα (Στράτος Διονυσίου) "ο Σαλονικιός"
Άντε κάντε του λεζάντα...
Got a better definition? Add it!
Χλίδα: η χλιδή, πειραγμένη με το γαμοσλανγκοτέτοιο -α (κατά τα βρόχα, προσβόλα, συνάντα, κ.ταλ.)
Παρομοίως, ο χλιδάτος ο φέρων χλίδα προκύπτει με την προσθήκη του γαμοσλανγκοεπιθήματος -άτος (κατά τα γαμάτος, αρχιδάτος, γκλαμουράτος, κ.ταλ.)
Από τότε που βγήκαν οι λάσπες, η χλίδα και οι χλιδάτοι παραπέμπουν σε λούσα, πολυτέλεια και τρυφηλότητα. Πέον να σημειωθεί ότι η χλίδα είναι ομόρριζη της αγγλικάνικης gl(j)itter. Ωσεκτουτού, οι χλιδάτοι δεν μπορούν να συνευρίσκονται με τους glitterati χωρίς να διαπράττουν ετυμομιξία.
Βλ. επίσης: χλιδαίος, χλιδάμπουρας, χλιδάνεργος κ.ά.
Got a better definition? Add it!
Ειρωνικά γι' αυτόν που κάνει μεγάλη ζωή γεμάτη ταξίδια στο εξωτερικό και καλά, μύτινγκς*, είμαι-πολύ-μπίζι-με-διάφορες-μπίζνες* και γουαζά ναούμ'.
Ο όρος προέρχεται από τη χρυσή δεκαετία τον εϊτιζ και την τότε δημοφιλή τηλεοπτική σειρά «Δυναστεία» με τους Κάρινγκτονς και σια.
Υπήρξε και βιντεοταινία με τον Σωτήρη Μουστάκα το 1985
Got a better definition? Add it!
Για τους φίλους, ο Σωκράτης Κόκκαλης. Όταν στο πετάξει κάποιος, είναι συνήθως γιατί θέλει να δειχτεί ότι και καλά είναι χωμένος στα σχετικά θέματα. Παίζει στα πλαίσια του προσφιλούς εδώ στο ελλαδιστάν, ευγενούς αθλήματος του name dropping (να αραδιάζεις ονόματα διάσημων δεξά κι αριστερά, προς ψάρωμα των αδαών συνομιλητών σου, που θ' αποθαυμάσουν την οικειότητα σου με τα εν λόγω σελέμπριτι. Το name dropping είναι ειδικότης του πιαριτζή, είδος που συγγενεύει στενά με τον αεριτζή. Ανοίγουμε όμως τεράστιο θέμα, οπόταν το λήγω εδώθε.
Ενδιαφέρουσα πάντως η λατινογενής κατάληξη (Crocus). Τι να ήθελε να πει ο ποιητής;
- Για θυμήσου ρε μαλάκα, πόσους προπονητές έχει αλλάξει τα τελευταία πέντε χρόνια ο γαύρος;
- Φίλε μου βάζεις δύσκολα κι είναι περασμένη ώρα... Αφού έτσι είναι, ο Κρόκους γουστάρει να τρώει προπονητές για το πρωινό του.
Got a better definition? Add it!
Από διαφήμιση των 80ς με τον Παπαναστασίου: Ο Παπαναστασίου εμφανίζεται ως ο απόλυτα τρέντι της τότε εποχής, κι αρχίζει να απαριθμεί ένα ένα τα ρούχα του με δομή πρότασης: «-άκι; Εισαγόμενο!». Λ.χ. «Μπλουζάκι; Εισαγόμενο!». (Εννοείται «εισαγόμενο απ' το εξωτερικό»). Καμαρώνοντας. Στο τέλος η διαφήμιση τον δείχνει να πηγαίνει (αν θυμάμαι καλά) ή σε Υπηρεσία για Απόρους ή σε Ταμείο Ανεργίας. Το κοινωνικό μήνυμα της διαφήμισης ήταν ότι αν λόγω τρεντοσύνης δεν στηρίξουμε τα εγχώρια προϊόντα θα καταλήξουμε άποροι κι άνεργοι. Αντιθέτως, ο επιμένων ΕλληΝΙΚΑ!
Αλλά έμεινε ο Παπαναστασίου να λέγεται «ο εισαγόμενος». Κι επειδή ήταν μια προδρομική μορφή τρέντουλου έμεινε η φράση: «Μα ποιος είσαι; Ο εισαγόμενος;». Πρβλ.το «Μα ποιος είσαι; Ο Μερεντόνας;» της ίδιας εποχής.
Συνώνυμα: μεγάλος, τεράστιος, ανοξείδωτος, τρισδιάστατος, ευρυζωνικός, ασύρματος.
Σλάνγκος 1: Κι άλλη αγγλιά λημματογράφησες; Μα ποιος είσαι; Ο εισαγόμενος; Στηρίζουμε τις ελληνικές σλανγκιές ρεεεεεεεε!
Σλάνγκος 2: Καλά ρε φιλάρα, αλλά αν εσένα η γκόμενά σου, αρχίζει να σου λέει έρχομαι, έρχομαι, να μην σου έχει μάθει το slang.gr τι σημαίνει;
Σ.1: Θα της απαντήσω γκελ μπουρντά, που είναι και ελληνικό!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γυναίκα εκλεπτυσμένων ή, απλά, ακριβών εμφανισιακών γούστων.
Η τυπική κυριλογκόμενα δεν θα διάβαζε Άρλεκιν, αλλά βλέπει «Σεξ εντ δε σίτι». Γουστάρει να ακούει μπουζούκια (πρόκειται λοιπόν και για μπουζουκομούνι) ή τζαζ –αλλά σπάνια κάτι το ενδιάμεσο.
Το ενδυματολογικό της προφίλ συχνά πλησιάζει τα όρια του κιτς, υπερβαίνοντάς τα μόνο κατ' άλλες γκόμενες και ποτέ κατά τους επίδοξους εραστές της –τους οποίους, καθώς συνήθως πρόκειται για τρελό παγόμουνο, πρώτα θα τους φαλιρίσει και μετά, ίσως, τους κάτσει από φιλότιμο ή από πλήξη.
Ανομολόγητο όνειρό της, να ήταν διεθνούς φήμης σταρ και να κατοικούσε σε κάποια κοσμοπολίτικη μεγαλούπολη κατά τα στάνταρ των παραγωγών χόλιγουντ, σε διαμέρισμα που κατά το ήμισυ τουλάχιστο θα αποτελούνταν από δωμάτια-γκαρνταρόμπες, σπα και γυμναστήρια.
Προϊόντος του χρόνου η τυπική κυριλογκόμενα συσσωρεύει φαρμάκι για την ξοδευμένη της ζωή, και άνθρωποι απέναντι στους οποίους είναι ακόμα κάπως ειλικρινής μπορούν να είναι μόνο τα παιδιά της –τουλάχιστον μέχρι και αυτά να ενηλικιωθούν.
Η τυπική κυριλογκόμενα τελικά είναι από τους ανθρώπους που, κατά το κλισέ, ακόμα και αν είναι αρκετά έξυπνοι που να μπορούν να αναπτύξουν εκλεπτυσμένο γούστο, την ικανότητά τους αυτή τη διοχετεύουν αποκλειστικά στο λεγόμενο «φαίνεσθαι».
Προφανώς, μπορεί κανείς ανάλογα να μιλά και για κυριλογκόμενους.
Παράβαλε: λαμέ γκόμενα, βλαχομπούρμπερη, ταγάρι, τρέντουλο
Απ' τη δεξιά πόρτα του Ντάτσουν ξεπροβάλλει ένα άπαιχτο, αλφαδιασμένο, δίμετρο, με γαλανά μάτια, σαρκώδη χείλια, φυσικά μεταξένια μαλλιά, φιδίσιο κορμί, μες στα Ντόνα Κάραν και το χρυσαφικό. Μιλάμε για την ιδανική δόση αθωότητας με υποψία προστυχιάς, ένα μωρό 20-22 ετών, κυριλάτο, με φοβερό ταμπεραμέντο και αριστοκρατική κοψιά, με το πανάκριβο φουλάρι του, το καπέλο του, με τα όλα του. Παγώνει, σας λέω, κυριολεκτικά το Κολωνάκι, παθαίνει την πλακάρα της η μπουρζουαζία: «Πού το χτύπησε τέτοιο «παιδί» ο τζίψι;». Χεράκι χεράκι ο Αθίγγανος με την άπαιχτη κυριλογκόμενα, να φιλιούνται και να κοιτάζονται τρυφερά και ν' ακούγεται σ' όλη την πλατεία ένας γδούπος (και ουχί ψίθυρος) καρδιάς που πολύ θα ζήλευε κι αυτός ακόμη ο Μανούσος Μανουσάκης. (από διαδικτυακό φόρουμ)
- Χάζευα αγγελίες και βρήκα μια για ένα Fuego Turbo του '86 με 300 ευρώ, έστω πως το αμάξι δεν είναι κοτέτσι, το χτυπάω και το φέρνω στη νορμάλ μορφή του [...]. Η απορία είναι τι αντίχτυπο θα είχε σε ένα ανυποψίαστο γκομενάκι αν έσκαγα σε ραντεβού με αυτό;
- Αν και δεν είμαι γκομενάκι απαντώ: Το ανυποψίαστο γκομενάκι θα έβγαζε ένα χλευασμό, μια υπεροψία, ένα για ποια με πέρασε, μα τι του βρήκα κτλ, όσο τσόλι και να ήταν ή όσο κυριλογκόμενα και να ήταν. (από διαδικτυακό φόρουμ)
Δες και -γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Φράση-φόρος τιμής στον γνωστό ποδοσφαιριστή. Χαρακτηρίζει τις κοπέλες οι οποίες είναι εμφανίσιμες αλλά συνήθως είναι βαμμένες σαν κλόουν και ντυμένες λες και πάνε στην «κλινική live». Τα άτομα αυτά προσπαθούν να τραβήξουν τα ανδρικά βλέμματα περπατώντας συνεχώς πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά, οριζιντίως-καθέτως, κάνοντας δηλαδή πολλά χιλιόμετρα. Ο δικός τους αγωνιστικός χώρος είναι πανεπιστημιακοί χώροι και κυρίως τα αναγνωστήρια όπου επικρατεί μια σχετική ησυχία και ο χτύπος των τακουνιών τους ταράζει τα λιμνάζοντα νερά.
-Πωωωω ρε Μπάμπη τι μωρό είναι αυτό;
(2 λεπτά μετά)
-Ρε Μπάμπη η κουκλάρα ξαναπέρασε. κοίτα!
(2 λεπτά μετά)
-Μπάμπη Μπάμπη, πάλι πάλι!
(2 λεπτά μετά)
(Μπάμπης):
Ξέρω ρε μαλάκα, τον είδα τον Καραγκούνη, με τόσα χιλιόμετρα που 'χει κάνει, σκάσε και διάβαζε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified