Further tags

Αυτός που είναι υπό την επήρεια κουμπιών, δηλαδή ναρκωτικών σε μορφή χαπιού, ο χαπακωμένος.

  1. Από εδώ:
    Σαν χτες φαντάζει εκείνο το σκηνικό όπου, όντας βαριά “κουμπωμένος” σε κάποιο κλάμπάκι που βαρούσε ηλεκτρονική μουσική, σε πλησίασε εκείνο το πολύ καυτό γκομενάκι και σε ρώτησε με νόημα “γουστάρεις τρανς;“

  2. Από εδώ (τροποποιημένο):
    Μέτρησα 1 ώρα, 43 λεπτά και 5 δευτερόλεπτα απαλεψιάς απο την στιγμή που μπήκα, γιατί στα decks επαιζε ενας μικελελές το ίδιο τραγουδι σε λούπα όλη την ώρα, μέχρι που είδα την κράβιτζ γύρω στις 5 να πλησιάζει τα ντεκς και λέω μαλακα θα τα γαμησει ολα η τυπισσα, ολοι είναι εκστασιασμένοι...τελικα όλοι ήταν κουμπωμένοι δεν εξηγείται αλλιως ο όλος χαμός αφού και αυτη έπαιζε το ίδιο ντουπ ντουπ, ήπια το ποτό μου γιατί ράντλερ δεν είχε, λέω ήρθε η ώρα κ γύρισα και κοιμήθηκα και ήρθα το πρωι δουλειά και γαμω την π

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θεόμουνο, ο μουνάγγελος, ο καυλάγγελος. Άλλη μια λατρευτική σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Βλ. επίσης: -μούνα.

«Ωωωωωχ!... Άααααχ!...» έκαμνε συνεχώς και ο θαυμαστής της, τρίβων αδιακόπως την ψωλήν του επί του σφύζοντος προ αυτού ανοικτού μουνέττου, λέγων μεταξύ των στοναχών του γλυκασμού που εδοκίμαζε: «Μουνίτσα μου!... Μικρή μου Μίς:... Αγγελομούνα μου!... Φλώσσυ!... Φλώσσυ!... Μουνάγγελε!... Ψωλέττα μου! Ψωλήνα!...»
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 38)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που χύνει τρελά ή αυτή που προκαλεί μεγάλης ποσότητας και έκτασης εκσπερμάτωση στον άνδρα. Κατά μια παραπλήσια έννοια αυτή που είναι τόσο καυλιάρα ώστε να προκαλεί την ανδρική επιθυμία για εκσπερμάτωση στο μουνί της.

  1. Πο πο, τι χυσομούνα η Καλλιόπη φίλε μου. Με στέγνωσε...

  2. - Τι γκομενάκι είναι αυτό ρε Βλάση;
    - Χμ, την είδες τι χυσομούνα είναι η ψώλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυχερός εραστής μίας όμορφης γυναίκας.

Τον ζηλεύω τον Κώστα, είναι πολύ ομορφομούνης ο μπαγάσας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαρχιώτης, συνήθως μεγαλόσωμος με έντονο κόκκινο χρώμα στα μάγουλα από την έκθεση στον ήλιο ή στο κρύο.

Έφτασε ένα λεωφορείο με κοκκινομάγουλους στην πλατεία και οι σερβιτόροι δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι θέλανε να παραγγείλουν. Ι-ΧΑ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πατσαβουρέξ:

Εκ της πατσαβούρας, στον υπερθετικό βαθμό χάρη στο υποτιμητικό γαμοσλανγκοτέτοιο -εξ.

1.
- γαμωω τηννν πουταναα σουυυ παλιο μαλακισμενηη την νικολετα μην την ξαναενοχλήσεις γτ θα σου γαμησω οτι εχεις και δεν εχεις παλιο πουτανι αντεεε πατσαβουρεξ μπαζοοο εισαιιι εσυ ξεκωλιάρα ψαντεεεε τωραα γτ θα ξεσπάσω σε σενα ολη μου την ψυχολογία!!! .!.‎

2.
- Αγόρασα λάδι 10-40 ημισυνθετικο μάρκας ΜPΜ, 5λιτρο, και ένα φίλτρο λαδιου Πατσαβουρέξ με σύνολο 21€ με ΦΠΑ. το λάδι κάνει 4€ το λίτρο.
- Τι μαρκα λεει το κουτι; Purflux μηπως;

Πατσαβούρα της Βέρμαχτ (από Khan, 16/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σωματώδης άνθρωπος. Πιθανολογείται ότι προέρχεται από τον χαρακτήρα ελαστικών της εταιρίας Michelin (βλ. Bibendum).

Συν. φουσκωτός, μπράβος.

Μιλάμε το καινούργιο κλαμπ που άνοιξε θυμίζει παλαίστρα! Γεμάτο λαστιχένιους ήταν μέσα, νόμιζα ότι αν σκοντάψω σε κανέναν θα με κατεδάφιζαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν έχει πάρει «μυρωδιά», όσον αφορά στο αντικείμενο με το οποίο ασχολείται. Ανάλογα με την ασχετοσύνη, κλιμακώνεται ως εξής: μύρος, μυρώδης, αρχιμύρος, εκατομύριος, μύραρχος.

...

Βλ. και μυρωδιάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν πολλές μεγάλες κατηγορίες φευγάτων ανθρώπωνε, ας τους καταμετρήσουμε:

Δεν υπήρχε, κάποιος δεν θα’ πρεπε να το λημματοδοτήσει;

1.
Επίσης, γνωρίζω πάρα πολύ καλά ότι του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ, όπως λέει η παροιμία, αλλά ο φευγάτος ήρωας δεν έχει γίνει ποτέ. Και την Ελλάδα του 21ου αιώνα, όπως είναι σήμερα, δεν την έκαναν οι φευγάτοι. Την έκαναν αυτοί που έμειναν, αγωνίστηκαν και όταν χρειάστηκε έπεσαν.

2.
Φευγάτο ασιατικό tapas

3.
Ο Πάνος Μουζουράκης έχει χαρακτηριστεί αρκετές φορές ως «αντισυμβατικός» και «φευγάτος»

4.
Το λήμμα είναι για δύο φευγάτους του σάιτ, την Πειρατίνα και τον Τζήζαντα.

5.
Η φαντασία μου αρνιόταν ότι ήταν τέζα
φευγάτος πρόωρα απ’ την πολλή την πρέζα.

6.
Φευγάτος ο Σαλπιγγίδης. Πολύ δύσκολα θα παραμείνει και του χρόνου στον ΠΑΟΚ ο Δημήτρης Σαλπιγγίδης, καθώς εκτός από τον ίδιο επιθυμεί και ο σύλλογος την αποχώρηση του.

(από Khan, 16/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ τσιγκούνης που έχει καβούρια στις τσέπες του.

Σιγά μην κάνει ανακαίνιση στο σπίτι του. Αφού τον ξέρεις τι καβουροτσέπης που είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified