Ο ωραιοπαθής.
Ήταν τρεις άντρες, ωραιόπουλοι, καθισμένοι διάσπαρτα σε μια μεγάλη αίθουσα, κάτι ανάμεσα σε γραφείο και σαλόνι με ανατομικές πολυθρόνες και έπιπλα ντιζάιν. (Μάκης Μαλαφέκας, Deep Fake, Αντίποδες, Αθήνα 2024,σ. 60).
Ο ωραιοπαθής.
Ήταν τρεις άντρες, ωραιόπουλοι, καθισμένοι διάσπαρτα σε μια μεγάλη αίθουσα, κάτι ανάμεσα σε γραφείο και σαλόνι με ανατομικές πολυθρόνες και έπιπλα ντιζάιν. (Μάκης Μαλαφέκας, Deep Fake, Αντίποδες, Αθήνα 2024,σ. 60).
Got a better definition? Add it!
Δοκίμως, σημαίνει μέσο (συχνά γεωργικό) μεταφοράς του ψωμιού.
Σλανγκιστί είναι, κυρίως ειπείν το στομάχι, ως ανατομικό σακούλι που γεμίζει με ψωμί (συνεκδοχικά για όλες τις τροφές). Κατ' επέκταση είναι η πλαδαρή και αγύμναστη κοιλιά, και παραπέρα γενικά ο χοντρός και μαλθακός άνθρωπος, που εξαντλεί την ιδιότητά του στο να είναι ψωμοδοχείο. Πρόκειται γα κλασική αργκό γνωστή και από την ατάκα του Χατζηχρήστου «Πού είσαι; Σε κολλάω μια κουτουλιά στο ψωμοσάκουλο και θα κάνεις δέκα μέρες να φας!».
Σημειωτέον, ότι στο ιντερνέτι πολλά από τα χιτς αναφέρονται σε υπαρξιακά ερωτήματα, τ. «όταν γεμίσεις το ψωμοσάκουλο, αρχίζεις να σκέφτεσαι τους άλλους ανθρώπους» ή «τον νοιάζει μόνο πώς θα γεμίσει το ψωμοσάκουλο», ή «η ζωή δεν είναι μόνο πώς θα γεμίσεις το ψωμοσάκουλο».
Πάσα: Χότζας.
Προς κάθε γυναίκα………
του όποιου Πιλάτου
Από τότε που κατάλαβα τον κόσμο και προφανώς μέχρι να φύγω από αυτόν , τρία πύρινα ερωτήματα
σαν την ομοούσιο τριάδα που μας σερβίρισαν οι Εβραίοι , στριφογυρίσουν μέσα στο μυαλό μου , όντας
βέβαιος , πως απάντηση δεν θα βρω ποτέ . Και το παράδοξο είναι , χωρίς να ξέρω που να το αποδώσω
πως αυτά τα ερωτήματα γίνονται ακόμα πιο βασανιστικά , όταν έχει γεμίσει , έχει τιγκάρει που λέει ο
λαός , το απαίσιο ψωμοσάκκουλο μου , σε βαθμό τέτοιο που να προκαλεί βάρος και ναυτία , χωρίς να
τολμώ να εμέσω ˙ σκεπτόμενος πως είναι δυνατόν , κάποια παιδιά του τρίτου κόσμου όπως τα λένε
να τολμούσαν εάν ήταν εμπρός μου , να φάνε τα εμέσματα .
Όταν έχει γεμίσει το ψωμοσάκουλο αρχίζει η ευαισθητοποίηση, όχι, δυστυχώς απέναντι στο είδος τους (το ανθρώπινο εννοώ) που σε μεγάλο ποσοστό υποσιτίζεται, αλλά απέναντι στις κοτούλες, τα γουρουνάκια, τα σκουληκάκια... Ακολουθούν συνήθως επιχειρήματα του τύπου «οι άνθρωποι είναι εγγενώς »κακοί« σε αντίθεση με τα καημένα »αθώα« ζωάκια», «καλύτερα να πεθαίνουν άνθρωποι (κακούργοι, πτωματοφάγοι, κλπ) παρά τα ζώα» και άλλα τέτοια όμορφα.
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει τον πολύ γερό άνθρωπο, όχι τόσο τον μυώδη, όσο αυτόν που έχει πολύ μεγάλη αντοχή, υπερφυσικές δυνάμεις και φοβερή κράση.
Δεν γνωρίζουμε την ετυμολογία, αλλά εικάζω ότι είναι αρκτικόλεξο από το χώρο του αθλητισμού ή από το στρατό, π.χ. Π.ΣΩ.ΜΥ. ή κάτι τέτοιο.
- Ρε συ, πήγαμε Λιτόχωρο και πέσαμε στον μαραθώνιο του Ολύμπου. Είχε κάτι ψωμιά... Ο ένας ανεβοκατέβηκε Μύτικα σε τέσσερις ώρες και δεν ίδρωσε η πούτσα του.
- Πάμε να φύγουμε, όλοι ψωμιά είναι εδώ, θα μας τσακίσουν.
- Στην παρέλαση οι Ρώσοι είχαν σημαιοφόρο τον Καρέλιν. Τι ψωμί είναι αυτός, ρε μαλάκα; Τη σημαία την κράταγε με το' να χέρι σαν σημαιάκι!

Got a better definition? Add it!
Ο μικρός καυλάγγελος, η ψωλήνα, η καυλομουμούνα, η χαρίεσσα γητεύτρια του πέοντος καυλόπαις. Άλλη μια ανωμαλία του καυλοπυρέσσοντος lyrical gangsta Ανδρέου του Εμπειρίκου.
Να μην συγχέεται με τις σύγχρονες μορφές ψωλόπαιδο ή ψωλοπαίδι που σημαίνουν κωλόπαιδο ή ψωλαράς.
Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἡ ἐξαισία ψωλοπαίς, ἐννοοῦσα τί ἤθελεν ὁ νέος θαυμαστής της καὶ γνωρίζουσα ὅτι αὐτὸ ποὺ ἀνέμενε (ὤ, πῶς!) διὰ νὰ χύσηι καὶ αὐτή, επρόκειτο νὰ λάβηι (καὶ ἀσφαλῶς εἰς μεγάλην ποσότητα) χώραν ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμήν, ἔλαβε τὴν ὑπερσφύζουσαν ψωλάραν εἰς τὸ στόμα της καὶ κλείουσα σφικτὰ τὰ χείλη της γύρω ἀπὸ ὅσον μποροῦσε μεγαλύτερον μέρος τοῦ πελωρίου καυλοῦ ἤρχισε νὰ βυζαίνηι περιπαθῶς τὴν δονουμένην καυλοπούτσαν...
(Μέγας Ανατολικός, Τόμος 4, σ. 247).
Got a better definition? Add it!
(Yβριστικό): ο πολύ άσχημος άντρας.
- Τι κοιτάς ρε ψωλομούρη;!

Got a better definition? Add it!
Η μικρή, προκλητικά ντυμένη, σε συνδυασμό με σνομπισμό, λαγνεία και πουτανιά, η μικρή ψώλα χαϊδευτικά.
- Κοίτα κάτι ψωλίτσες που βγήκαν από το φροντιστήριο!
Got a better definition? Add it!
Υπάρχουν δυο μικραί κατηγορίαι ψωλινών:
Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.
1.
« Να σας πω εγώ τό γιατί;... Γιατί καυλώνετε πάρα πολύ και θέλετε, νοµίζω, να παίξετε πάλι µαζύ µου... Τό βλέπω, ξέρετε, από πολλή ώρα και απ' τό βουνό που σχηµατίζει η φουσκωµένη πούτσα σας στο παντελόνι σας, µπροστά, και απ' τό γλυκοπασπάτεµα που τής κάνετε κάθε τόσο » είπε µε χαριτωµένην φυσικότητα η αγγελική κορασίς, διακόπτουσα τόν Αιµίλιον. « Ωωωχ!... Ωχ, ναι!... Ακριβώς... Και θα δής, Ψωλίνα µου, τι όµορφα που θα σε κάνω να χαρής, και πόσο θα χαρώ και εγώ µαζύ σου! » ανεφώνησε ο καυλωµένος καλλιτέχνης
2.
«Ἄαα!.. Ἄαααα!… Ἄααααχ!…» ἔκαμε πάλιν μὲ ἄκραν ἡδυπάθειαν τὸ ἀγόρι, ενῶ ἡ ψωλή του ἔχουσα πλέον φουσκώσει καὶ επιμηκυνθεῖ πολύ καθώς τῆς ὡμιλοῦσε ό γαργαλῶν αὐτὴν μουσικός, χωρὶς νὰ εἶναι τεράστια ἢ τοῦ τύπου ἐκείνου πού συνήθως ὀνομάζεται «ψωλάρα», εἰς τὸν βαθμόν τῆς εξογκώσεως ποὺ εἶχε φτάσει, δὲν ἦτο πλέον δυνατόν, ἔξω ἀπὸ τὴν χαϊδευτικήν ἔννοια αὐτῶν τῶν λέξεων, νὰ ὀνομάζεται «ψωλίτσα», «ψωλίνα», ἢ «ψωλέττα», ἀλλὰ ψωλή, τοὐτέστιν πούτσα διαστάσεων σεβαστῶν, ἀφοῦ, χωρὶς νὰ ἔχει εἰσέτι διαστάσεις πούτσου ἀνδρὸς πλήρως ἀνεπτυγμένου (καὶ μάλιστα καυλωμένου), εἶχε ἐν τούτοις φτάσει, ὡς πρὸς τὸ μῆκος, τὰς διαστάσεις αλλᾶντος τῆς Φραγκφούρτης κανονικοῦ μεγέθους, ὑπερβαίνουσα ὅμως κατὰ τὸ πάχος αἰσθητῶς, τὸ σύνηθες χόνδρος τῶν λουκανίκων αυτοῦ τοῦ εἴδους.
Got a better definition? Add it!
Η πουτσανάφτρα ή καντηλανάφτρα, δηλαδή το προκλητικό πορνίδιο- καυλοράπανο (ή μιλφίδιο ανάλογα με τα γούστα), που προκαλεί άμεση στύση στους άντρες (λ.χ. με εμφάνιση- ντ(γδ)ύσιμο- νάζια- φλερτ). Ή σε πιο εξειδικευμένες χρήσεις του όρου μπορεί να είναι η ανάφτρα (ορισμός Cunning Linguist), δηλαδή η γυναίκα που ανάβει έναν άντρα παίζοντας με το μυαλό του με προκλητικό φλερτ μόνο και μόνο για να καλλιεργήσει τον ναρκισσισμό της και την αίσθηση εξουσίας της, και μετά αφού τον άναψε τον αφήνει σύξυλο, ή η ανάφτρα (ορισμός Pirate Jenny) δηλαδή η fluffer σε τσόντες.
1. ασε τα οχι μικρη ψωλαναφτρα και εσυ
Φοράει ψηλά τακούνια.
Δεν μιλάει, νιαουρίζει.
Όταν θέλει κάτι κολλάει το στήθος πάνω του καi παίζει με τα μαλλιά της ή τον γιακά του ή την γραβάτα του.
Γενικά παίζει.
Νομίζει ότι είναι σέξι - και μπορεί να είναι μερικές φορές, αλλά κυρίως έχει μπερδέψει το σεξ - απίλ με την ομορφιά και το σεξ με την συμπάθεια.
Γενικώς είναι λίγο ψώνιο, δεν υπολογίζει ούτε τις γυναίκες άλλα ούτε και τους άντρες.
Παντού υπάρχει μια, είναι αυτή που ενώ μιλάτε χαλαρές στην παραλία, θα ρουφήξει το στομάχι της και θα πετάξει το στήθος της διακόπτοντας κάθε συζήτηση, μόλις εμφανιστεί αρσενικό στα 100 μέτρα. Είναι αυτή που μιλάει και πετάει τα μαλλιά της στο πλάι με μια κίνηση κεφαλιού και που βάζει ότι πιο προκλητικό trashy outfit υπάρχει. [...]
Στην αρχή γέλασε και ενώ έφτιαχνε το μολύβι στα μάτια της, μου είπε ότι « αφού δεν κάνω τίποτα και το ξέρεις, ποιο είναι το πρόβλημα με το να φλερτάρω;»
Προσπάθησα να της εξηγήσω ότι αυτό, κατά την ταπεινή μου άποψη, δεν ήταν φλερτ, αλλά δούλεμα κανονικό. Στο φλέρτ δυο άνθρωποι αλληλο-σαγηνεύονται και γοητεύονται χρησιμοποιώντας και το σώμα αλλά και το μυαλό τους. Υπάρχει κάτι που πλανάται, που δεν λέγεται. Το να κολλάς τα στήθη πάνω σε κάποιον και να του λες «Παίρνω τις καλύτερες πίπες.» -δεν είναι φλερτ.
Με κοίταξε τσαντισμένη από τον καθρέφτη.
«Αφού είναι παντρεμένος, ξέρεις ότι δεν είμαι σαν την ξαδέρφη μου, δεν θα κάνω τίποτα.»
«Αυτό που κάνεις είναι πιο ανήθικο!»
Δαγκώθηκα.
Got a better definition? Add it!
Η αγγελομούνα, ο μουνάγγελος, ο καυλάγγελος, ο ψωλάγγελος.
Άλλη μια λατρευτική σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.
«'Ωωωωωχ! Άααααχ!... Άααααχ!... Τι γλύκα!... Τι καύλα!... Μουνάγγελε!... Ψωλάγγελε!... Ψωλέττα!... Μουνέττα!... Πούτα!... 'Ωωωωωχ!...»
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 27)
Got a better definition? Add it!
(πληθ.) Τα πολύ μικρά γράμματα μιας γραμματοσειράς ή ενός γραφικού χαρακτήρα.
Ο υπερβολικά τακτικός και οργανωτικός άνθρωπος. Στην περίπτωση αυτή το ουσιαστικό γίνεται επίθετο: «ψείρας» (αρσ. και για τα δύο φύλα)
Το πολύ μικρού μεγέθους μικρόφωνο που τοποθετείται μέσα από το ρούχο ενός συνεντευξιαζόμενου και πιάνεται στον γιακά, ώστε να μην φαίνεται αλλά αυτός να ακούγεται καλά.
(πληθ.) Τα ψιλά χριστουγεννιάτικα λαμπάκια, πολλά μαζί (συνήθως καμιά 60αριά) ώστε να σχηματίζουν γιρλάντα.
- Ποιον έχουν καλεσμένο στο πάνελ σήμερα;
- Δεν τον ξέρω.
- Δεν έγραφε;
- Και πού θες να διαβάσω εγώ αυτές τις ψείρες χωρίς γυαλιά;
Ωραίος γκόμενος ο Αποστόλης αλλά πολύ ψείρας βρε παιδάκι μου, όλα πρέπει να είναι στην εντέλεια για να μπορέσει να λειτουργήσει. Και άμα του το λες, απαντά «α, όλα κι όλα, είμαι τελειομανής, το ξέρετε». Ένας υποχόνδριος μαλάκας και μισός είναι.
Χθες στα γυρίσματα έγινε μια κόμπλα άλλο πράμα. Πέθανα στα γέλια. Η κυρία Τομπαίζογλου φορούσε φουστάνι και για να περάσει την ψείρα έπρεπε να την βάλει από κάτω. Της είπε ο Τάκης να το κάνει μόνη της καλύτερα κι αυτή απάντησε «Όχι μωρό μου, βάλτο μου εσύ».
Πάλι αγόρασες ψείρες γαμώ την οικονομική μου κρίση μέσα; Κάθε Χριστούγεννα αυτό το βιολί θα έχουμε;
βλ. και τον ορισμό του χρήστη perkins για συμπλήρωμα στο 4 του παρόντος ορισμού
Got a better definition? Add it!