Further tags

Η άσχημη γυναίκα.

α. (www.petrakas.gr) -...Φωνάρα, αλλά η μούρη της έχει μία αρρενωπότητα, σαν τραβέλι ένα πράγμα...
β. (www.infobeto.com) -M'αυτήν είναι παντρεμένος ; Ρε εσύ, αυτή είναι σα τραβέλι...

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τραβεστί. Ο άντρας που ενθουσιάζεται σεξουαλικά όταν ντύνεται γυναικεία.

α. (www.mpakouros.net) Ψιτ τραβέλι, θες καρβέλι;
β. (www.adslgr.com) Σαν αποτυχημένο τραβέλι είναι εδω που τα λέμε...
γ. (Των Βλάχων το Κοθώνι, ποίημα) Τραβέλι με φουστάνι΄ Που τα αγγούρια ίσιωνες σαν ήσουν στο μποστάνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψεύτης. Αυτός που λέει μούσια.

α. (www.alfisti.gr) Μην αρχίσετε τώρα να με λέτε φιδέμπορα , αλήθεια λέω , πιστέψτε με!

β. (www.say.gr) Φοβάμαι ότι θα με παρεξηγήσει και θα με περάσει για κανένα φιδέμπορα

(από Hank, 28/06/09)

Βλ. και αρχιδέμπορας, ψωλέμπορας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κάνει αστεία, έχει πλάκα. Προκύπτει από το «αστεί(ο) + (εστι)άτορας». Λέγεται συνήθως ειρωνικά για κάποιον όταν δεν μας άρεσε το αστείο του.

Ο Γιάννης, μεγάλος αστειάτορας, τι να σου πω; Πιο πολύ γελάγαμε με τα μούτρα του παρά με τα αστεία του να φανταστείς.

http://www.tzimakos.gr/paroxes.php (από xalikoutis, 02/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ακούει punk μουσική και πρέπει να το αποδεικνύει συνεχώς με την εμφάνιση αλλά και την συμπεριφορά του. Συνήθως συναντάται στα Εξάρχεια (στην Αθήνα) και στην Ναυαρίνου (στην Θεσσαλονίκη). Υιοθετεί την στερεότυπη εικόνα του punk, επιβιώνει μόνο με μπύρα και ρετσίνα και οι κοινωνικές του ανησυχίες περιορίζονται στο «μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι».

Πήγα να δω συναυλία των Exploited που τους άκουγα μικρός αλλά ξενέρωσα. Γεμάτο μεθυσμένους κατσαπάνκηδες ήταν το μέρος. Μοϊκάνες, δερμάτινα μπουφάν και ύφος «σας γαμάω όλους».

(από patsis, 15/04/13)

Βλ. και πανκιό, χαοτικός πάνκης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος που βρίσκεται σε κατάσταση μέθης.

  1. - Έγινα ντίρλα απ' τα μπυρόνια χθες βράδυ.

  2. - Ντίρλα οι Άγγλοι!

  3. - Με πήρε στις τρεις τα μεσάνυχτα -ντίρλα ο παπάρας- και μου κλαιγότανε για την δικιά του.

(από panos1962, 13/11/09)(από poniroskylo, 04/03/11)

Δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον δρόμο, αυτός /-ή που οδηγεί αργά και παρεμποδίζει.

(αφού πατηθεί η κόρνα για κανα λεπτό) - Άντε μωρή κότα προχώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δειλός άνθρωπος.

  1. - Ααα ρε κότα λυράτη...

  2. - Θα έρθεις ρε μαλάκα να μιλήσουμε στις γκόμενες, ή θα κάνεις πάλι την κότα;

  3. - Τι μιλάς ρε κότα;

μάγκας ή κότα ; (από xalikoutis, 23/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διευθύντρια οίκου ανοχής.

Για ρώτα την τσατσά πόσο έχει το τσιμπουκάκι σήμερα...

(από patsis, 25/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτοικος Ινδίας / Πακιστάν / Μπανγκλαντές κτλ. Ο όρος χρησιμοποιέιται συχνά από Έλληνες κάτοικους της Αγγλίας.

-Πήγα να πάρω μια εφημερίδα, και ο παλιο-μπανιάνος πήγε να με κλέψει.

Βλέπε και πάκης, πάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified