Πιο σλανγκιάρικη εκδοχή του κλισέ (> γαλλ. cliché, στερεότυπο), με τη προσθήκη του γαμοσλανγκοτέτοιου -άρικο (βλ. π.χ. λιμπιντιάρικο, χασιάρικο, κασιδιάρικο).

Περιγράφει προβλέψιμες, τετριμμένες και ντεζαβού μανιέρες, τέχνες, λόγους και άλλοθι. Φοριούνται και αναπαράγονται ad nauseam λόγω βαρεμάρας, έλλειψης φαντασίας ή / και παιδείας, ή απλώς επειδή πουλάνε.

1. «Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα του ΣΥΡΙΖΑ» Συγγνώμη για τον κλισεδιάρικο τίτλο του κειμένου. Το κείμενο εναλλακτικά θα μπορούσε να έχει τίτλο: Δεν είμαι αντι-ΣΥΡΙΖΑ, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αντι-εγώ, αλλά δεν μου φάνηκε καλαίσθητο.

2.
Πράγματι δεν είναι υπάρχει πιό κλισεδιάρικο και ντεκαβλέ πράγμα απο τις τσόντες.

3. Οι περιοχές που επισκεπτόμαστε είναι κλισεδιάρικες όσο δεν πάει (μεσαιωνικά κάστρα, ορυχεία, χιονισμένες περιοχές, δάση, κτλ)...

4.
Στην περιπτωσή μου κατάλαβα ότι αυτό το κλισεδιαρικο βιολογικό ρολόι δεν είναι καθόλου κλισεδιάρικο. Είναι αληθινό και κάθε φορά που βγαίνει ο κούκος (το δικο μου ρολοι είχε και κούκο) σου αστράφτει μια και σε ρωτάει; ” Εσυ, κούκου, πότε θα γίνεις μανα;

Got a better definition? Add it!

Published

Το ναυπηγείο, στη ναυτική αργκό.

Εκ του αγγλικάνικου yard (> shipyard). Πέον να σημειωθεί ότι στις σλανγκιές των ναπτών συγκαταλέγονται μπόλικες αγγλιές, όπως τριμάρω (trim), νετάρω (to net), σλάτζια (sludge), κ.ταλ.

Να μη συγχέεται με την ελληνοαμερικλανιά πίσω γιάρδα (back yard).

1.
Σε μία από τις πρώτες ομιλίες του στους εργαζόμενους ο Παναγιωταρέας είπε κατά λέξη ότι «στον πύργο γαμιούνται και στη γιάρδα κοιμούνται». Εννοούσε ότι στα γραφεία, ή αλλιώς όπως το λέμε εμείς στον «πύργο», πηδιούνται στην κυριολεξία, ενώ οι εργάτες κάτω ξύνονται.

2.
Ανάμεσα στους Ελληνες εφοπλιστές που «χτίζουν» πλοία τους στις κινεζικές γιάρδες βρίσκονται οι Γιάννης Αγγελικούσης, Βίλλυ Παναγιωτίδης, Ντίνος Μαρτίνος, η οικογένεια Τομάζου, ο Βίκτωρας Ρέστης, ο Γιώργος Οικονόμου, ο Νίκος Τσάκος, ο Βασίλης Παπαχρηστίδης, ο όμιλος Λάτση, ο Ανδρέας Μαρτίνος, ο Γρηγόρης Καλλιμανόπουλος, ο Ευάγγελος Μαρινάκης, ο Χάρης Βαφειάς, ο Νίκος Φιστές και ο Διαμαντής Λεμός.

3.
♪♫ If it wasn't for the nips
Being so good at building ships
The yards would still be open on the clyde.
And it can't be much fun for them
Beneath the rising sun
With all their kids committing suicide What have we done
Maggie what have we done;
What have we done to England; ♪♫

(από σφυρίζων, 13/09/13)(από σφυρίζων, 13/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Τω πεποιηκότι το πλείστον της εργασίας γεραρώ συσσλάνγκω Sarant χαίρειν).

Νταξ, σλανγκ δεν το λες ακριβώς, αλλά εφόσον εδώ χάμω πολλάκις ιστορικολεξιλογούμε, και εφόσον υπάρχουν και σχετικά λήμματα, ας το βάλουμε να υπάρχει. Τα εύσημα στον Sarant , του οποίου η πρόσφατη ανάρτηση μου το θύμισε. Εγώ ένας απλός αντιγραφεύς είμαι.

Το Καστιγκάρι (και Καστριγκάρι / Καστεργκάρι ) είναι παραφθορά του δυσπρόφερτου για Έλληνες Castle Garden (πρώην Castle / Fort Clinton ), του πρώτου επίσημου κέντρου υποδοχής και υγειονομικού ελέγχου μεταναστών στις ΗΠΑ.

Γλωσσολογικό tip: Aν και το ίδιο το Castle Garden είχε πάψει να έχει αυτή την χρήση από το 1890, την α' δεκαετία του 20ου αιώνα οπότε μετανάστευσε στην Αμερική ο Α. Κορδοπάτης (παράδειγμα Νο 3) η λέξη είχε ήδη λάβει την σημασία του λοιμοκαθαρτηρίου / τσεκ πόιντ γενικώς, χαρακτηρίζοντας και το διάδοχο Ellis Island, από το οποίο προφ πέρασε ο εν λόγω.

Ετυμολογικό tip: Οι διάφορες ασθένειες (και ιδίως η φθίση και το οφθαλμικό τράχωμα, όπως προκύπτει από πλήθος πηγών παγκοσμίως) θερίζανε τους εξαθλιωμένους μετανάστες. Μας αρέ δε μας αρέ, οι Αμερικάνοι ήταν αναγκασμένοι να λάβουν κάποιες στοιχειώδεις υγειονομικές προφυλάξεις, έστω με τα μέσα και τα μέτρα της εποχής. Οπότε αφήνω να περάσουν ασχολίαστες κάτι χαζομαρίτσες του στυλ ότι επειδή πολλοί φουκαράδες εκεί πήρανε την τσαπού και τους γυρίσανε άναυλα πίσω, η λέξη και καλά προέρχεται από το ισπανικό castigar = τιμωρώ. (Ε, για την Αμέρικα μιλάμε, μου ήταν αδύνατον να μη σερβίρω κι εγώ την πατάτα μου).

Τεσπα, οι υγιείς, μαζί με το ελευθέρας παίρνανε και των ομματιών τους γιά παραμέσα, να πά να προκόψουνε στα κοστρόξια, στσι φάμπρικες, στσι ντάινες με τις χέμπουργκες και να κοιτάξουνε κι αυτοί να γίνουνε μπόσηδες και μπρούκληδες. Παρεχτός κι ήντουσαν τίποτις κόκκινοι και χαΐνηδες, οπότε παίρνανε δυό μέτρα γης οι γκαντέμ μαδαφάκες.

  1. Εκεί κλεισμένους σε μεγάλη αίθουσα εις τη γραμμή τους βάλαν και τους έψαξαν τα ρούχα τελωνειακοί υπάλληλοι. Έπειτα με βαπόρι τους μετέφεραν στο Κάστλ-Γκάρτιν, άλλως Έλλις Άϊλαντ νησί που «καστιγκάρι» το ωνόμασαν οι πρώτοι πρώτοι μετανάστες Έλληνες όπου της Ελληνοαμερικάνικες λέξεις σαν γλωσσολόγοι μας επλάσανε.

Έμμετρη ετυμολογία της λέξης από το 1915, xίαρ

  1. [...]κατευθύνονταν στις βάρκες της Υπηρεσίας Αλλοδαπών που τους περίμεναν γιά να τους μεταφέρουν στο περίφημο Ellis Island, γνωστό στους Έλληνες μετανάστες ως «Καστιγγάρι» [...] Οι περισσότεροι περνούσαν τον έλεγχο και ξεχνούσαν τις ταλαιπωρίες του ταξιδιού [...] οι δύο εβδομάδες που πέρασα στο Έλλις Άιλαντ ήταν οι πιό άθλιες της ζωής μου [...] Ήταν Γενάρης, πολύ κρύο [...] Δεν είχα ούτε ένα σεντ στην τσέπη μου, και ήμουν φοβισμένος [...] Ακούγονταν λυγμοί και ξεφωνητά από τους ανθρώπους που τους έστελναν πίσω [...] δέαρ

  2. Το μεσημέρι μας πήραν να μας παν στο Καστριγκάρι. Μπήκαμε σε μαούνες, μαζί κι αυτοί. Φτάσαμε, γύρω θάλασσα και το Καστριγκάρι μικρό, σαν πολιτεία μικρή.

Θαν. Βαλτινός, Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη, εκδ. Άγρα 1990 (πρώτη δημοσίευση 1964).

  1. Σαν πέσανε, στα σκοτεινά, ξομολογήθηκε ο Νικ τα όσα πέρασε στο Νιού Χάβεν. Τα πιοτά, κοντραμπάτο, τους καυγάδες και τις φυλακές, χτυπήματα με τα πολιτσμάνια, με λίγα λόγια τα πάθια και τα όσα τράβηξε απ' το «Καστιγκάρι» ώσπου να κατασταλάξει στο Νιού Χάβεν.

Στρατή Αναστασέλλη «Απανωγότερη», από τη συλλογή διηγημάτων «Κερατοζωή», εκδ. Θεμέλιο 1975.

(Στο νέτι βρήκα και αναφορά σε κάποιο ρεμπέτικο του 1927, με τίτλο «Ο Μπαρμπα-Γιώργος στο Καστιγκάρι και ο Καραγκιόζης διερμηνέας». Όποιος το βρει, ας κοτσάρει τους στίχους ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εθνοφαυλιστικό για την Ελλάδα (άκα Ελλαδιστάν), το οποίο θίγει το ζήτημα του σήριαλ συνεχών μεταρρυθμίσεων τις οποίες επαγγέλλονται οι πολιτικοί.

Ο όρος χρησιμοποιείται από όσους θεωρούν ότι η λαγνεία των μεταρρυθμίσεων είναι ο βεριτάμπλ σκοταδισμός που θα οδηγήσει σε ζοφερή εσπερία (pun unintended) την Ελλάδα. Με άλλα λόγια χρησιμοποιείται από συριζορθόδοξους και άλλες δυνάμεις της Αριστεράς και της Συντήρησης που χρησιμοποιούν και τους όρους Φωταδιστάν, Διαφωτιστάν, Εκσυγχρονιστάν και ταλιμπάν. Το ενδιαφέρον ρητορικώς είναι ότι αντλούν μια κατηγορία από τους ιδεολογικούς αντιπάλους, ήτοι ότι η Ελλάδα είναι μια ανατολίτικη οπισθοδρομική χώρα, και την στρέφουν εναντίον τους, θεωρώντας το πρώκταγμα των μεταρρυθμίσεων ως τον κατ' εξοχήν φουνταμενταλισμό.

Μπορεί, όμως, ιδίως λόγω της πρόσφατης κρίσης, να χρησιμοποιηθεί και από όσους (από όπου κι αν προέρχονται) θεωρούν ότι ειδικά στην Ελλάδα οι θρυλούμενες μεταρρυθμίσεις γίνονται με υπερβολικά αργό, με μισή καρδιά, αλυσιτελή, και εντέλει ανατολίτικο τρόπο, ένα πράμα σαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία που μεταρρυθμιζόταν επί τρεις αιώνες κι όμως δεν απέφυγε την τελική κατάρρευση.

1. Ένα είναι σίγουρο:ότι θα προσπαθήσουμε εμείς οι φοιτητές να μην γίνουμε η πτωχή (ευρωπαϊκή, ΕΕ-ική, καλλίτερα) επαρχία του Μεταρρυθμιστάν και Ψευδοεκσυγχρονιστάν.

2. Και η «Ε», που φιλοξενεί σίγουρα ΚΑΙ (πλην άλλων αρκετών εξαιρέτων και αξιολογότατων) αρκετούς οπαδούς του προσφυώς επονομαζομένου- Εκσυγχρονιστάν (και κρυφίως Μεταρρυθμιστάν, πολύ φοβούμαι), είναι σημαντικό, ότι αντιπολιτεύθηκε το ΠαΣοΚ...

  1. Κοίτα να τον κολλήσεις [τον Κ. Μητσοτάκη πυρετό], να μη σε ξεπλένει όλο το μεταρρυθμιστάν σύσσωμο μετά. (Από το Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η τουαλέτα, εκ του Αλβανικού hale. Προφέρεται με βαρύ σαλονικιώτικο λ για να είναι πιο χορταστικό. Παρότι η λέξη δεν είναι χυδαία, το άκουσμά της προκαλεί αποτροπιασμό στους «καθωσπρέπει» γύρω μας. Είναι αυτό που λεν οι Άγγλοι «crude expression». Ιδανική η χρήση του όταν θέλουμε να συγχύσουμε καμιά θείτσα.

  2. Το χαμένο κορμί, ο τίποτας, το ρεμάλι, το κατακάθι, ο τελευταίος. Συνήθως άεργος, παράσιτο της κενωνίας, πότης, τζογαδόρος και ό,τι άλλο κουσούρι μπορεί να φανταστεί κανείς. Μία λέξη τα καλύπτει όλα.

  1. Η θεία: - Πού πας αγόρι μου;
    Το οργισμένο νιάτο ανηψιός: - Στο χαλέ πάω ρε θειά! Θες να 'ρθείς;
    Η θεία:- Τσ τσ τσ! Τί εκφράσεις θεέ μου...

  2. - Τα'μαθες; Κόψαν το ρεύμα στο σπίτι του Τάκη.
    - Τελέρε! Έχει δυσκολίες ο Τάκης;
    - Τι δυσκολίες μωρέ; Το ρεμάλι έπαιξε το μισθό του στο στοίχημα.
    - Α καλά μιλάμε για μεγαααααάλο χαλέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως γράφει κι αλλού, κυριολεκτικά σημαίνει στολίζω κάποιον με την ιαχή άι σιχτίρ: άντε γαμήσου δηλαδή (για τους συμβατικούς ετυμολόγους), ή σε οικτίρω (για τους εσπεριδοειδίζοντες).

Πέον όμως να καταγραφεί και μια διαφορετική νυάνς του το λήμμαν αποκτά στον αόριστο χρόνο: σιχτίρισα σημαίνει απηύδησα, έγκωσα, χτύπησα μπιέλα, έβγαλα φλύκταινες εξαιτίας κάποιας κωλοσιχτιροκατάστασης. Το ότι έφτασα και στο σημείο να αναφωνήσω σιχτίρια δεν είναι παρά δευτερογενές σύμπτωμα.

1.
ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ EΒΔΟΜΑΔΑ ΠΟΥ ΣΙΧΤΙΡΙΣΑ ΝΑ ΠΕΤΑΩ

2.
Τη μία είχε κατάθλιψη το ζιγκλέρ και δεν έπαιρνε μπρος, την άλλη δάκρυζε η τσιμούχα, την τρίτη πόρδιζε η φλάντζα, ε, όσο και εάν την αγαπούσα κάποτε κουράστηκα, σιχτίρισα. Η Norton αποστρατεύτηκε με δόξα και τιμή, κι επειδή η τιμή τιμή δεν έχει, δεν την πούλησα ποτέ, την έχω ακόμη και τη βλέπω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός μιας άκρως βαρετής καταστάσης, πληκτικής και κοψοφλεβίτικης φάσης, που λίγο πολύ έχουμε όλοι μας συναντήσει. Θα μπορούσε να χαρακτηρίσει και μια κακή ταινία.

Ξενερουά ματ: δίνουμε έμφαση στην ξενέρα, όταν μάλιστα ακολουθείται από απανωτά και όχι τόσο ευχάριστα γεγονότα!

  1. Κόντεψε να με πάρει ο ύπνος στο σινεμά, ξενερουά ματ η ταινία, άσε που μετά με τραβολογούσαν από τις καφετέριες στα μπαράκια.

  2. Η συνάντηση παλιών συμμαθητών ήταν ότι πιο ξενερουά, ήμασταν ό,τι να 'ναι, σαν άγνωστοι, σαν χαμένοι συγγενείς. Βαρέθηκα τη ζωή μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευχαριστώ τον perketis για το λήμμα.

Το λοιπόν...

for the festivals ~> για τα πανηγύρια.

Το φρασόνι χρησιμοποιείται για τη γελοιοποίηση μιας κατάστασης - ενός ατόμου. Ίσως στα εγγλέζικα να 'ναι πιο κυριλέ, πιο light!

- Φάε μια μουτσούνα - κουτσομούρα ρε... Μου ήθελε και selfie φώτο.
- Φορ δε φέστιβαλς λέμε.

- Πως σου φάνηκε η χτεσινή παράσταση
- Φορ δε φέστιβαλς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαγγελματικός ευφημισμός για τις παράνομες φρουτερί / μανάβικα, εκεί όπου τα καψίδια ταΐζουν τους κουλοχέρηδες μέχρι τελευταίας ρανίδας.

Το γνωστότερο ίσως σπορ καφέ, στο ύψος Συγγρουφίξ ανήκει σε οικογένεια με όνομα που θυμίζει γιαουρτάκι και λέγεται ότι καθαρίζει πάνω από €10 εκατ. Τα μισά από αυτά πάνε δωράκι στις αρχές, γι' αυτό κι ολημερίς το κλείνουνε, το βράδυ αυτί ανοίγει.

Αντίστοιχη κωδική ονομασία: στούντιο, αντί για μπουρδέλο.

1.
Το παράνομο καζίνο στην Πλατεία Μπουρναζίου άρχισε να λειτουργεί με την επωνυμία ROYAL PALACE- All Sports Cafe

2.
ΕΥΚΑΙΡΙΑ !!!!! Πωλειται εν ενεργεια και πληρως εξοπλισμενο Internet sports cafe 130τμ. (οχιφρουτάκια) σε πολυ καλο σημειο στην νεαπολη λογο διαλυσης συναιτερισμου.

3.
«Λερναία Ύδρα» θυμίζουν τα άντρα του παράνομου τζόγου στην Κατερίνη, όπου η συντριπτική πλειοψηφία των Ίντερνετ καφέ «φιλοξενούν» παιχνιδομηχανές και υπολογιστές με απαγορευμένα παιχνίδια τύπου «φρουτάκια».

Ολημερίς το κλείνουνε, το βράδυ αυτό ανοίγει. (από σφυρίζων, 30/05/14)(από σφυρίζων, 30/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βήτα συστατικό της καθομιλουμένης και της αργκό, που σχηματίζει ουσιαστικά θηλυκού γένους.

Η κυριότερη σημασία που προκύπτει είναι η «μπόχα», η «(δυσάρεστη) μυρωδιά» που αναδίνει το πρώτο συστατικό, είτε στην κυριολεξία της (αρχιδίλα, μουνίλα) είτε και μεταφορικά (πιχί κορεκτίλα). Συνηθισμένη χρήση στην καθομιλουμένη είναι και η «απόχρωση» με βάση το πρώτο συστατικό (κοκκινίλα, κιτρινίλα), που και πάλι μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά (μαυρίλα για την «κακή διάθεση»). Οι μεταφορικές χρήσεις είναι τόσο συχνές, που ο Τριαντά πολύ σωστά απομονώνει ως κύρια σημασία και τη «δυσάρεστη κατάσταση» (στην αργκό πιχί τσατίλα, ψοφιμίλα), που εμένα τουλάχιστον μου φαίνεται να προέρχεται από τη σημασία της μπόχας.

Μ' αυτήν την έννοια η σημασία είναι κατά κανόνα μειωτική, καθώς οι συνδηλώσεις είναι συχνότατα μπόχας και βρομιάς, παρά απόχρωσης. Στο βαθμό δε που η βρομιά στην αργκό απενοχοποιείται*, μπορούμε φυσικά να μιλάμε και για θετικές χρήσεις (καφρίλα, σαπίλα), αυθεντικά αργκοτικές.

Άλλες χρήσεις, σε συνδυασμό ή και όχι με τα προηγούμενα, είναι η επίταση (αφαγία -> αφαγανίλα, τζάμπα -> τσαμπίλα, χέσιμο -> χεσίλα, δες και παράδειγμα 3), η περιληπτική (δες πιχί τη ρατσιστίλα εδώ), και είτε ο εξελληνισμός ξένων δανείων (εϊτίλα, τουματσίλα, χαρντκορίλα, δες και παράδειγμα 2) είτε γενικότερα η ουσιαστικοποίηση κατά τ' άλλα δυσουσιαστικοποίητων(!) άλφα συστατικών (θεΐλα, δες και παράδειγμα 5) –παράβαλε και την αντίστοιχη χρήση του -ιά (καμενίλα και καμενιά).

Παράγωγο: -ίλας, για πρόσωπο που χαρακτηρίζεται απο την αντίστοιχη -ίλα (κορεκτίλα -> κορεκτίλας, δες και παράδειγμα 6, όπου το βρομίλας, με έλξη βέβαια απο το βρομύλος, εδώ ωστόσο προέρχεται απο τη βρομίλα).

Λίγες πίπες για τα συστατικά στην αργκό

Με το -ίλα συμβαίνει αυτό που συμβαίνει κατακόρον με επιθήματα και άλλα συστατικά της αργκοτικής: τα ονόματα που σχηματίζονται είναι πολύ συχνά προσωρινά, χωρίς αξιώσεις παγίωσης στη γλώσσα, προορισμένα να υποστηρίξουν μόνο και μόνο τη διατύπωση της στιγμής.

Το φαινόμενο παρατηρείται ήδη στην καθομιλουμένη –βλέπε τη χρήση του ξε- στη σημασία IV του ορισμού εδώ– και στην αργκό ίσως περισσότερο· χαρακτηριστική η περίπτωση του ψιλο-, το οποίο είναι τόσο ισχυρό συστατικό ώστε να έχει αυτονομηθεί ως επιρρηματικό.

Θα το έθετα λοιπόν ως εξής: στην αργκό υπάρχει αυξημένη τάση, μορφολογικά συστατικά να αυτονομούνται συντακτικά. Την αυτονομία αυτή την καταλαβαίνει κανείς αν αναλογιστεί το μάταιο στο να λημματογραφηθεί σε ένα λεξικό κάθε (καταγραμμένη) χρήση τέτοιου συστατικού –το λεξικό του Τριανταφυλλίδη θα έπρεπε τότε να έχει περίπου άλλο μισό λημματολόγιο μόνο και μόνο λόγω του ξε-...

(Το θέμα σηκώνει παραπάνω και συστηματική κουβέντα, ντάξει. Σταϋπόψη...)


* Για την αλλαγή προσήμου της βρομιάς στην αργκό, λέω κάτι χαζά εδώ στα σχόλια.

  1. Παραδείγματα που ήδη υπάρχουν στο σάιτ: ανετίλα, ανιωθίλα, αντρίλα, ανωτερίλα, αριστερίλα, αρχιδίλα, αυνανίλα, αφαγανίλα, βαλκανίλα, βαρβατίλα, βουτυρίλα, διχρονίλα, δωματίλα, εϊτίλα, επικίλα, καινουργίλα, καμενίλα, κατρουλίλα, κλανίλα, κομμουνίλα, κορεκτίλα, κορίλα / χαρντκορίλα, κωλίλα, μαντσίλα, μαυρίλα, μεϊνστριμίλα, μεταχειρίλα, μουνίλα, μπακαλιαρίλα, μπεκρίλα, μπουρντίλα, μπριζολίλα, ξεραΐλα, ουρδίλα, παπαρίλα, πατίλα, περιπτερίλα, πιουρίλα, πουτσίλα, προποτζίλα, σαπίλα, σατανίλα, σκατίλα, σκοτεινίλα, σπαρίλα, τουματσίλα, τραγίλα, τρενιχίλα, χεσίλα, χορτασίλα, ψαρίλα, ψοφιμίλα

  2. Όπλα, επιχειρηματίες που διαπρέπουν στον “αθλητικό χώρο”, συνδεση με την αστυνομία, παράνομες ελληνοποιήσεις, πλαστογραφίες με παρανόμως κτηθείσες αστυνομικές σφραγίδες, ματσίλα και εμφανής σεξουαλική στέρηση: η διάσπαση του πυρήνα της Χρυσής Αυγής στην Κεφαλονιά μάς ανοίγει μια τρύπα για να θαυμάσουμε το στερέωμα του φασιστικού υπονόμου. (από εδώ)

  3. Βαρειά κουβέντα; Για να φανταστείς πόση ανοητίλα τους δέρνει σου λέω το εξής απλό: Εφήυραν και επέβαλλαν την λέξη ανταγωνισμός Αν το καλοεξετάτάσεις θα δείς ότι είπαν πως το μηδέν είναι το άπαν. Πως την πατήσαμε εμείς; Μα οι περισσότεροι θεωρώντας ότι ο καθένας κάνει την δουλειά του σκύβαμε το κεφάλι και δουλεύαμε. Αυτοί το λοιπόν εύρισκαν ευκαιρία και μας ….. Τώρα που άνοιξε ο μάτης να τους δώ τους ξυπνοπουλάκηδους. (εδώ)

  4. — Είχα πάει που λες στην Όταβα, την ομοσπονδιακή πρωτεύουσα του Καναδά.
    — Τι μου λες!
    — Ναι παιδί μου, λούσα, ωραία πόλις, περιποιημένη. Πολλή αγγλίλα όμως βρε παιδί μου. Απαπα! Λες και ήμουν στο Λίντς ή στο Μάντσεστερ ή στο Μπέλφαστ.
    (εδώ)

  5. By the way λόγω τη φύσης του επεισοδίου αυτή ήταν η πρώτη φορά που μου έλειψε ο τρομερός Pierce...η χλαπατσίλα του στο πρώτο D&D ήταν η απόλυτη στιγμή του...στο 2ο D&D ο Dean ήταν απλά επικός...τρομερά δυνατό επεισόδιο (εδώ)

  6. Ο μικρούλης μου είπε 5 ετών και τελευταία παρατήρησα ότι μυρίζει η μασχάλη του!!! Δεν είναι σε φάση που μυρίζει ας πούμε όταν περνάει από δίπλα σου ,αλλά μία μέρα όπως τον πήρα αγκαλίτσα κάτι μου μύρισε και σκέφτομαι, μπα δεν είχαμε σήμερα κεφτεδάκια για φαγητό , τι μυρωδιά είναι αυτή... Και όπως κολλάω τη μύτη μου στη μασχαλίτσα του ...ωχ...μποχίτσα.. [...] Μίλησα με την παιδίατρο και με ρώτησε αν έχει τρίχες στο πουλάκι του ή κάτι τέτοιο , είπα ΟΧΙ.Ε μην ανυσηχείς είναι το δέρμα του τέτοιο , έτσι μου είπε. Εχετε παρατηρήσει κάτι τέτοιο στο μικρό σας; Πω πωωωωωωωω , λέτε να μου γίνει βρομίλας;;;; (αγωνιών γονιός, εδώ)

(από σφυρίζων, 06/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified