Further tags

  1. Αόρατος δια γυμνού τηλεοπτικού οφθαλμού χώρος, από τον οποίο ξανθιές παρουσιάστριες και ο Μάκης Πουνέντης λαμβάνουν εντολές σχετικά με τη ροή της εκπομπής τους.

  2. Τίτλος must ταινίας για το «εναλλακτικό» κοινό της χώρας τη σεζόν 2007/2008. Κοσμοσυρροή παρετηρείτο έξω από τους κινηματογράφους όπου παιζόταν, μιας και το Sonik και το Avopolis απεφάσισαν και διέταξαν.

  1. «Να φύγει το βίντεο»
    Η εικόνα παραμένει ίδια.
    «Να φύγει το βίντεο»
    Καμιά αλλαγή.
    «Να μας πει το κοντρόλ αν είναι έτοιμο το βίντεο»
    Η παρουσιάστρια ακούει από το ακουστικό της. Χαμογελάει.
    «Συμβαίνουν αυτά στις ζωντανές εκπομπές»

  2. - Μαλάκα, είδες «Κοντρόλ»; Ταινιάρα. - Θα πάω σήμερα. Έλεγα μήπως πήγαινα χτες, αλλά κατέβασα καινούριο Ντεβέντρα και κάθισα μέσα να ακούσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φοιτητική μπουάτ με ροκ κι έντεχνη μουσική.

Συνήθως ο κιθαρωδός (είτε ελπιδοφόρος εικοσάχρονος είτε αποτυχημένος τριάντα-και-κάτι), υποχρεούται απ' τους θαμώνες να παίξει το «Να μ' αγαπάς» του Παύλου Σιδηρόπουλου κατά ν φορές ανά βραδιά, όπου ν ο εκάστοτε μέσος όρος ηλικίας στο κοινό. Συνήθεις τιμές ν: 17≤ν≤23.

  1. (ροκ πρωτοετής και κιθαρωδός)
    - Φίλε θα παίξεις άλλη μια φορά το «Να μ' αγαπάς»;
    - (Μέσα απ' τα δόντια του) ...Να σας γαμήσω κωλόπαιδα... (Φωναχτά) Έγινε φιλαράκι!

  2. - Πάμε στο ναμαγαπάδικο ν' ακούσουμε τον Τέλη και την κιθάρα του;
    - Και να φάμε και κανένα πρωτοετάκι; Γαμώ... Βάζω τη μπαντάνα μου και φύγαμε.

Επιτέλους! Ο γουτσισμός υφίσταται βαρύ πλήγμα από τους Χατζηφραγκέτα! (από Khan, 14/10/10)(από Τσακ εις την μέσην, 01/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη χρησιμοποιείται συνήθως από ηλικίες 14-18 για να δηλώσει μια ξενέρωτη κατάσταση.

Νατάσα: Ο Γιώργος μου 'φερε μια ανθοδέσμη χθες βράδυ που 'λεγε «σ' αγαπώ μωρώ μου θέλω να μαστε μαζί για πάντα!».

Αννα: Και τα 'χετε μονο 1 βδομάδα; Ξενέεεεεεεεεε!!!

Αφρικανέ Αφρικανέ, μου φαίνεσαι πολύ ξενέ! (από Khan, 24/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Το εδωχάμου είναι το εδώ. Στην Καλαμάτα το λένε συχνά, όπως και το εφτού ή εφτουχάμου, δηλ. εκεί.

Αντί να πεις «τι μας λες τώρα;», λες «τι είναι αυτά που λες εδωχάμου;».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέρος όπου επικρατεί μπάχαλο και όπου ο καθένας κάνει ό,τι θέλει, με τον ρυθμό του. Συνήθως πρόκειται περί δημόσιας υπηρεσίας.

- Πήγα στην εφορεία σήμερα και γινόταν χαμός.
- Ε, αφού είναι κωλοχανείο εκεί, τι περίμενες και συ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. «τρώω/τρώει κουρείο» : Η μη εκπλήρωση ραντεβού με ψεύτικη και φαιδρή δικαιολογία, κοινώς το «φτύσιμο». Δεν χρησιμοποιείται για επαγγελματική υποχρέωση αλλά για φιλική/γκομενική συνάντηση. Εμπεριέχει απίστευτα επίπεδα βαρεμάρας και αποτελεί τακτική του 99% των αντρών που λένε στη συμβία τους «Αγάπη μου, θ’αργήσω πολύ στη δουλειά, φάε χωρίς εμένα» ενώ στην πραγματικότητα θα πάνε στο καφέ του Μπάμπη του Χοντρού με τον κολλητό τους να δούνε τη μπάλα (μιας κι έχει και Nova).

  2. «κουρείο, το» : Το αντίθετο του Μουσείου. Εκεί δεν βρίσκονται έργα τέχνης χωρίς αξία, αλλά τρίχες κατσαρές από διάσημους άνδρες ολοζώντανους οι οποίοι επιθυμούν να αποβάλουν τις τρίχες τους.
    Το κουρείο (κουρείον στη καθαρεύουσα) είναι ο χώρος συνάντησης των ανδρών, νέων και γέρων. Ενίοτε, ειδικά στα χωριά, αντικαθιστά το καφενείο. Στον χώρο του κουρείου λαμβάνουν χώρα πολύ σημαντικές συζητήσεις, όπως το μέλλον της χώρας, τα οικονομικά, ποδόσφαιρο, πόσο μεγάλωσε το στήθος της έφηβης γειτονοπούλας, ποια πηδήχτηκε (και ίσως και γκαστρώθηκε) από ποιον και τελικά το πόσο μεγάλη την έχεις και πόσες φορές το κάνεις την ημέρα και με ποιο ξέκωλο. Συνεπώς το κουρείο είναι επέκταση της βουλής των Ελλήνων και της βουλής των Λόρδων της Αγγλίας (αν σκεφτείς ότι στα σύγχρονα κουρεία συχνάζουν και γκέι για αποτρίχωση πλάτης και στήθους).

  1. - Θα πάμε ρε για μπύρες το βράδυ; - Ε σου είπα ναι; - Ρε δεν είπες στη Γωγώ ότι θα βγείτε μαζί; - Ε, σιγά. Θα φάει κουρείο.

  2. Πάμε με τον Κώστα στο κουρείο για φραπεδάκι και ανάλυση.

Πηγή 2ης ερμηνείας (τροποποιημένη) : Φρικηπαίδεια

Got a better definition? Add it!

Published

Μαγαζί στο οποίο θα βρείτε πληθώρα ετερόκλητων ειδών, όπως βίδες, μπουλόνια, βενζίνη, υλικά οικοδομών, φωτοβολίδες, τρόφιμα κ.α.

- Στο τέλος η Άννα ρώτησε τον μαγαζάτορα πού είναι οι σερβιέτες, γιατί σ' αυτό το μπαχάλικο δεν έβρισκε τίποτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νυχτερινό κέντρο διασκέδασης, που σερβίρει ιδιαίτερα αμφισβητούμενης ποιότητας αλκοόλ. Την επόμενη μέρα δεν προλαβαίνεις να δεις το χάρο με τα μάτια σου, γιατί ξυπνάς τυφλός.

Μη μιλάς δυνατά... Πήγαμε χθες σ'ένα χαροστάσιο... και τώρα είμαι χάλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χώρος όπου το Κόμμα είναι στην Κυβέρνηση και ο Λαός «ασκεί» την εξουσία, (τις περισσότερες φορές, κάνοντας μάτι από την κλειδαρότρυπα των ΜΜΕ). Βρίσκεται σε (τέως) βασιλική περιοχή των Αθηνών, καθώς γειτνιάζει, με τα (τέως) βασιλικά ανάκτορα και έχει απέναντί του τον (τέως) βασιλικό κήπο.
ΣΗΜ.: Περιέργως, στο Μέγαρο δεν υπάρχει φυτεμένος βασιλικός ούτε για δείγμα...

Σαφής Ορισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λακκούβες γεμάτες νερό στους αθηναϊκούς δρόμους οι οποίες μπορεί και να αποτελούν πύλες εισόδου στα έγκατα του Άδη, οπότε καλό είναι να τις παρακάμπτετε και όχι να πατάτε μέσα τους.

- Κι έπεσε ο κακομοίρης με το αυτοκίνητο σ'ένα λακκουβάραθρο... ούτε η Νικολούλη δεν τον βρίσκει...

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified