Selected tags

Further tags

Through pass.

Κάθετη πάσα στο προ (και γενικά στο ποδόσφαιρο). Γίνεται με το κουμπί Δ (δέλτα ή τρίγωνο), και είναι η γαμιστερώτατη λειτουργία του υπέρτατου αυτού παιχνιδιού. Γίνεται και σκαφτή με ταυτόχρονη χρήση του «ελ-ένα» (L1-φτερό).

Είναι φυσικά η κάθετη πάσα στον κενό χώρο, ώστε ο παίκτης που τη δέχεται να βρεθεί στην πλάτη της άμυνας. Ο παίκτης που κάνει την πάσα (καλύτερα να είναι το δεκάρι μας), πρέπει να τη στείλει μπροστά από τον παίκτη μας, ώστε να κερδίσει χώρο, μακριά από τους αντίπαλους αμυντικούς, πριν τον αντίπαλό τερματοφύλακα, την κατάλληλη στιγμή, πριν μαρκαριστεί ο φορ μας και βγει οφ σάιντ, αλλά όχι και πολύ νωρίς, ώστε να εκμεταλλευτούμε όσο το δυνατόν περισσότερο κενό χώρο και να μεγιστοποιήσουμε τις πιθανότητες για γκολ.

Ακούγεται περίπλοκο, και έτσι είναι. Η θρου πας είναι μία τομή στο χωροχρόνο, μια επίδειξη ανώτερης τεχνικής, που μόνο ένας καλός παίκτης του προ μπορεί να εκτελέσει σωστά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από επωνυμία γνωστού προϊόντος περιποίησης μαλλιών - «ζελές» και φυσικά το γνωστό σε όλους παίγνιο των πάλαι ποτέ ουφάδικων, το φλίπερ αποτελεί και όρο που απαντάται στον εξαίρετα δημοφιλή και προσφιλή τρόπο να ροκανίζει κανείς την ώρα που κανονικά θα έπρεπε να δουλεύει για να πληρώνει τα χρωστούμενα, το προ.

Όπως τραγούδησαν μια γαμημένη φορά οι λοκομόντοι και εν συνεχεία άκουσαν τρισεκατομμύρια φορές οι άμοιροι παίκτες, το προ αποτελεί τον Νο. 1 λόγο πρόκλησης οικιακών ατυχημάτων, διάλυσης χρόνιων φιλιών/σχέσεων, βλασφημίας αλλά και μέσο χαλάρωσης αν συνοδεύεται από τα κατάλληλα αξεσουάρ. Είναι φυσικό λοιπόν μια τόσο έντονη διαδικασία να διαθέτει δικό της λεξιλόγιο.

Ως φλίπερ ή, αν το κατέχετε και θέλετε να δείξετε μια κάποια οικειοτητα, φλιπεράκι νοούνται οι ασσύληπτα, από τους παίκτες του αντιπάλου, γρήγορες εναλλαγές της μπάλας με μπαλιές-τρύπες, 1-2 ή κορόιδο. Η μπάλα την στιγμή δημιουργίας του φλίπερ στο ηλεκτρονικό ποδοσφαιράκι ακουμπά την ταχύτητα της μπίλιας σε κανονικό παιχνίδι φλίπερ αφήνοντας τον άμοιρο αντίπαλο να αναρωτιέται με ποια σειρά προτεραιότητας πρέπει να κάνει δολοφονικό τάκλιν κόκκινης κάρτας και να ψάξει σακούλα για τον εμετό.

- Τι θα γίνει ρε Κικίτσα; Θα τελειώσεις καμιά φορά το παιχνίδι με 11 παίκτες;
- Σ' το έχω ξαναπεί Τασούλα μου, αν δεν σταματήσεις αυτά τα φλιπεράκια σου δεν σταματάω κι εγώ τα τάκλιν.
- Πάντα τα ίδια κάνεις ρε Κική, είτε παλεύουμε στη λάσπη με τα μαγιώ μας, είτε παίζουμε μαξιλαροπόλεμο με τα εσώρουχα πριν ξεκινήσουμε λεσβιακά, είτε παίζουμε στριπ πόκερ, είτε τεστάρουμε τις γνώσεις μας στα αυτοκίνητα πάντα τα ίδια. Δεν ξέρεις να χάνεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μερικές σημασίες του σλανγκενεργού εντόμου:

  1. Κλασικότατα, ως συμπεριφορά είναι ο τεμπέλης, και κυρίως αυτός που ασχολείται με τέχνες και διασκεδάσεις αντί να δουλεύει, ο άεργος. Βλ. και αρχαίο μύθο με το τζιτζίκι και το μυρμήγκι. Ενδιαφέρουσα και η έκφραση «τζιτζίκι του χειμώνα», αυτός που επιμένει να σχολάζει και τον χειμώνα, λ.χ. δες.

  2. Στην στρατοσλάνγκ είναι:
    α. Ο στρατιώτης του πεζικού, ο τζίτζικας. Λέγεται και τζιτζικάριος, κατά το πεζικάριος. Για να τους θίξουν λένε και την κραυγή «αντρίκια αντρίκια και όχι σα τζιτζίκια».
    β. Ο φαντάρος των διαβιβάσεων, λόγω των κεραιών των ασυρμάτων με τους οποίους είναι φορτωμένος (Πάτσης).
    γ. Γενικά, κάποιος σε βυσματική θέση που δεν δουλεύει ούτε χώνεται.

  3. Στην μουσοσλάνγκ είναι:
    α. Το ακουστικό αποτέλεσμα από το ξύσιμο. Ξύσιμο, όπως το ορίζει ο σύσσλανγκος Mr Cadmus είναι «μία ακόμη τεχνική παιξίματος της ηλεκτρικής (κατά κανόνα) κιθάρας, στην οποία ο (οι) κιθαρίστας (-ες) παίζει σε ταχύτατο ρυθμό είτε συγχορδίες πέμπτης είτε μεμονωμένες ή διπλές χορδές (στα μπάσα ή στα πρίμα) με μονοπενιά ή διπλοπενιά (alternate picking ή downstrokes), ενώ έχει τιγκάρει τα πρίμα και έχει εξαφανίσει τα μεσαία του ενισχυτή και της κιθάρας του».
    β. Κλασικότατα, μεταφορά για τον τραγουδιστή εν γένει.

Πρβλ. και τις εκφράσεις εγώ τζιτζίκια πεταλώνω;, περί ορέξεως... τζιτζίκια γιαχνί, σκάει ο τζίτζικας.

Πλέον ονομάζεται 542 ΤΠ και είναι μονάδα τζιτζικιών. (Εδώ).

Μια σειρα μου μου ειχε πει: Στον πολεμο ειμαστε ολοι 30 δραχμες. Βατραχος η τζιτζικι, φανταρος ή στρατηγος, η σφαιρα που θα σε βρει κανει 30 δραχμες. (Εδώ).

Suicidal black metal με ωραιο τζιτζικι στις κιθαρες. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται σε μια παρτίδα μπιλιάρδου τύπου γαλλικό, μια καραμπόλα που βγαίνει με απροσδόκητο, κωλόφαρδο τρόπο.

Συγκεκριμένα, στο γαλλικό υπάρχουν δύο άσπρες και μία βυσσινί μπάλα και σκοπός του παίκτη είναι να χτυπήσει με μια από τις άσπρες, τις άλλες δύο. Αν αυτό συμβεί με κατάφωρη τύχη μετά από ένα αδέξιο χτύπημα, τότε μιλάμε για φάφα.

Τοκερατόμου, πάλι φάφα έβγαλε το άτομο!

Βλέπε και φάβα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιστορική φράση παρμένη από ιστορικό σύνθημα των 80ιζ μετά από ιστορικές μάχες του εν λόγω ιστορικού ποδοσφαιριστή με τελικό προορισμό την ιστορική κατάκτηση του πρωταθλήματος από την ΑΕΛ το 1988, ομάδα στην οποία ο ίδιος ήταν αρχηγός. Ο ποδοσφαιριστής υπήρξε μπαλαδότερος των μπαλαδοτέρων και χάρη στην υψηλή, αέρινη σχεδόν τεχνική του κατατάχθηκε ανάμεσα στους αγαπημένους της κερκίδας οι οποίοι τον έκαναν σύνθημα. Και κανονικά έπρεπε να λεχθεί πως «οι οπαδοί με καλλιτεχνικές φλέβες τον έκαναν σύνθημα», αλλά σιγά την πρωτότυπη ρίμα που εμπνεύστηκαν εδώ που τα λέμε.

Από τότε το εύληπτο αυτό σύνθημα ξεπέρασε τα στενά (πολύ στενά όπως με ενημερώνει ένας φίλος μου Βολιώτης) όρια των οπαδών της Λάρισας και έγινε σύνθημα στα στόματα όλων («ούλων» όπως μου θύμισε ένας φίλος Λαρισαίος ότι είπε ο Βολιώτης). Και φυσικά οι υπόλοιποι χρήστες της έκφρασης δεν την χρησιμοποιούσαν οπαδικά αλλά για χίλιες τρεις άλλες χρήσεις που τις αφήνω για τους μάστερς των λιστών.

Για να δώκω όμως ένα γενικό πλάνο χρησιμοποιείται μόνο όταν πρόκειται να ακολουθήσουν μεγάλες στιγμές για κάποιον/την ανθρωπότητα/μέρος της ανθρωπότητας:

  • Προ χεσίματος γιατί ο τύπος παραλίγο να σκάσει/ο τύπος είναι ιδιοφυΐα και θα ανακαλύψει φτηνές πηγές ενέργειας/ο τύπος έχει τρελάνει τους δίπλα του στο κλάσιμο.
  • Προ μεγάλης απόφασης που πρέπει να λάβει κάποιος γιατί δεν γίνεται να είναι συνέχεια καληνυχτάκιας/γιατί είναι ο πλανητάρχης και δεν δέχεται χυλόπιτες/γιατί έχει ζαλίσει τα αρχίδια στην παρέα του για την Κικίτσα που δεν-είναι-σαν-τα-άλλα-τα-κορίτσα.
  • Προ πράξης που ανέβαλλε συνεχώς αλλά κάποτε έπρεπε να γίνει γιατί δεν γίνεται να αποφεύγει για πάντα την περίεργη μαγειρική/γιατί είναι πρέσβης της Γης σε ειρηνευτική αποστολή στον πλανήτη Γκρουνξτς και πρέπει να δοκιμάσει τοπικές γεύσεις/γιατί οι γεύσεις είναι τα υπόλοιπα μέλη της αποστολής.

- Ήρθε η ώρα του Γιάννη Βαλαώρα.
Λέει ο ΕΠΟΠ με κατεύθυνση τις τουαλέτες.
- Ήρθε η ώρα του Γιάννη Βαλαώρα.
Λένε οι φαντάροι σε ακτίνα 5 μέτρων από τις τουαλέτες που δεν είναι συναχωμένοι, φεύγοντας.
- Ήρθε η ώρα του Γιάννη Βαλαώρα.
Λένε τα πουστόνεα που έχουν αγγαρεία τουαλέτες.
- Ήρθε η ώρα του Γιάννη Βαλαώρα.
Λέει ο λέλουρας που καταλαβαίνει πότε πρέπει να καταχωρίσει τι στο slang.gr

Το παράδειγμα-τα παστάκια-η ασκημούλα-το παστάκι στη μέση-το φτηνό τηλεπαιχνίδι στο μέγκα-τα χαρτομάντηλά μου-που είναι; (από knasos, 22/09/10)(από Khan, 23/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική ατάκα προπονητών, πραγματικών ή της κερκίδας. «Βλέπω γήπεδο» σημαίνει έχω καλή αντίληψη του χώρου σε ένα ομαδικό παιχνίδι. Δηλαδή, ξέρω ανά πάσα στιγμή πού είναι οι συμπαίκτες μου (γιατί δεν βλέπω μήπως σκουντουφλήσω με την μπάλα) και επίσης ξέρω σε ποιο σημείο και με τι δύναμη πρέπει να πασάρω, ώστε να μην ξελιγώσω τον συμπαίκτη προς τον οποίο πασάρω.

Χαρακτηριστικό κάποιου που βλέπει γήπεδο είναι η ικανότητά του να βγάζει τυφλές μπαλιές. Πάσες ή σέντρες, χωρίς να έχει άμεσα οπτική επαφή με τον συμπαίκτη. Και όχι κατά τύχη στα κουτουρού (όπως καμιά φορά συμβαίνει στον Βύντρα)! Να τις θέλει.

Η ικανότητα (να βλέπει γήπεδο) που έχει κάποιος παίκτης είναι ένα από τα χαρακτηριστικά που ανήκουν στην αθλητική ιδιοφυΐα (για ομαδικά αθλήματα). Χαρακτηριστικά παραδείγματα παιχταράδων με τεράστια αντίληψη χώρου είναι (ή ήταν) ο Κρόιφ, ο Φραντσέσκο Τότι και προσφάτως ο Κακά (στη μούρη σου). Στην Ελλάδα ένας παίκτης που, εκτός όλων των άλλων χαρισμάτων του (πολλά κιλά μπάλα), έβλεπε και γήπεδο, ήταν ο Βάσια. Μετά από πέντε ή έξι τρίπλες, με κάτω το κεφάλι, έβγαζε συμπαίκτη τετ α τετ με το τέρμα, και το μόνο που είχε να κάνει (ο συμπαίκτης) ήταν να φυσήξει την μπάλα μέσα.

Τώρα, η έκφραση εκτός αθλητικής σλανγκ, χρησιμοποιείται και:

  • για να χαρακτηρίσει εργαζόμενους /-ες σε μπαρ. Δλδ ένας μπάρμαν γατόνι είναι αυτός που βλέπει γήπεδο, ξέρει πότε να πλησιάσει τον πελάτη, δεν αφήνει ποτέ τον πελάτη να περιμένει και πάντα βέβαια τσεκάρει με το κεφάλι ψιλά τι γίνεται γύρω από την μπάρα. Έχει δλδ τον έλεγχο.
  • για να χαρακτηρίσει γκόμενες και γκόμενους που παίζουν με τα μάτια.
  1. - Τι νέα παλικάρια;
    - Μια χαρά, εσύ;
    - Καλά. Γιατί δεν πίνετε τίποτα. Αφραγκιές, αφραγκιές;
    - Μπααααα. Μια ώρα είμαστε εδώ, αλλά ο καινούριος δεν λέει να μας δει. Φτιάχνει ένα κοκτέιλ και μετράει τα παγάκια.
    - Μιλάμε δεν βλέπει γήπεδο με τίποτα. - Αντιθέτως η γκόμενα απέναντι μοιράζει παιχνίδι...

  2. από ιστότοπους:

α. βυντρα δεν πρεπει ποτε να παιζει λιμπερο διοτι πρωτον δεν βλεπει γηπεδο, δευτερο ειναι ατσαλος και καντεμης και τριτον δεν εχει διαρκεια ...

β. ... Καλή κοψιά,τεχνηταράς ,με μάτι που βλέπει γήπεδο,δυνατό μακρυνό σουτ και μεγάλη μπαλλιά. Αλλά...

γ. ... Δεν βλέπει γήπεδο γι' αυτό και στα στατιστικά του δεν υπάρχει ενδιαφέρον στις ασίστ. Παρότι έχει μεγάλα άκρα και μεγάλο κορμί δεν είναι ...

(από electron, 31/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευρηματική πατέντα που λύνει ιδιαίτερα πολύπλοκα προβλήματα χρησιμοποιώντας ευτελή εργαλεία της καθημερινότητας.

Από το τηλεοπτικό γατόνι των έητηζ Μαγκάιβερ (που μπορούσε να αφοπλίσει πυρηνικές κεφαλές με έναν ελβετικό σουγιά, δύο συνδετηράκια και λίγη μονωτική ταινία) και του σλανγκοεπιθήματος -ιά.

Αγγλιστί: MacGyverism.

Πάσα: Señor Cadmus στο Δ.Π., Βίκαρ.

- Το ξηλωνω, του βαζω διακοπτη η μηπως γινεται καμια Μαγκαιβερια σε επιπεδο BIOS ή S/W και υπακουσει στας διαταγας μου;
(εδώ)

- Ωραιος! Χρησιμοτατο μηχανημα και το κολπακι με το κομπουτερακι πολυ μαγκαιβερια!!!!
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει (ή κατέχει) 100 κιλά από ένα άθλημα, μια επιστήμη, μια επιδεξιότητα ή άλλη τέχνη ή γνώση, εννοούμε ότι είναι ειδήμων, βαθύς γνώστης, ή μάστορας στο είδος του. Το γελοίον του πράγματος έγκειται στο ότι ποσοτικοποιούμε μη μετρήσιμα μεγέθη, ευτελίζοντάς τα.
Έτσι, ο Keith Richards των Rolling Stones ξέρει 100 κιλά κιθάρα, ο Ριβάλντο 100 κιλά μπάλα, ο Γιακούμπ 100 κιλά ιατρική κ.ο.κ. Τη φράση έχει μεταχειριστεί ο γνωστός σλάνγκαρχος Νίκος Αλέφαντος.

Θα κάνει μεγάλο λάθος ο Πρόεδρος αν διώξει τον Μέλμπεργκ από την άμυνα του Θρύλου. Το παληκάρι ξέρει 100 κιλά μπάλα και το δείχνει σε κάθε αγώνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξύσιμο είναι μία ακόμη τεχνική παιξίματος της ηλεκτρικής (κατά κανόνα) κιθάρας, στην οποία ο (οι) κιθαρίστας (-ες) παίζει σε ταχύτατο ρυθμό είτε συγχορδίες πέμπτης είτε μεμονωμένες ή διπλές χορδές (στα μπάσα ή στα πρίμα) με μονοπενιά ή διπλοπενιά (alternate picking ή downstrokes), ενώ έχει τιγκάρει τα πρίμα και έχει εξαφανίσει τα μεσαία του ενισχυτή και της κιθάρας του. Το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα αυτού του παιξίματος είναι ένας οξύς, χαοτικός και ενίοτε ψυχρός ήχος, ο οποίος μπορεί να γίνει εξαιρετικά ενοχλητικός για το ανθρώπινο αυτί (για το ζωικό δεν το συζητάμε...), ιδιαίτερα σε συναυλιακό περιβάλλον ηχητικού εξοπλισμού και κάλυψης αμφιβόλου ποιότητας, ή σε παλιότερες παραγωγές μέταλ δίσκων. Το ξύσιμο αποτελεί στάνταρ χαρακτηριστικό του παιξίματος συγκροτημάτων που ανήκουν στον ακραίο χώρος τη μέταλ μουσικής, αλλά συναντάται επίσης και σε πανκ / χάρντκορ χώρους.

Το ακουστικό αποτέλεσμα του ξυσίματος περιγράφεται πολλές φορές ως τζιτζίκια.

Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να γίνει μία διευκρίνηση: το ξύσιμο είναι ουσιαστικά απλά μία ακόμη εκτελεστική τεχνοτροπία, ένας άλλος τρόπος να παίξεις κάποια ριφάκια. Λόγω όμως του μεγάλου κύματος των βλακμεταλλάδικων συγκροτημάτων (και κάποιων ντεθάδικων) που χαρακτηρίζονταν σε πολύ μεγάλο βαθμό τόσο από την έλλειψη συνθετικής πρωτοτυπίας και ταυτότητας, όσο και από τις (συχνά τραγικές) τεχνικές τους ελλείψεις ως προς το παίξιμο τους, το ξύσιμο κατέληξε να είναι συνώνυμο της κιθαριστικής / μπασιστικής κουλαμάρας. Αναληθές και άδικον, καθότι ως τεχνική χρησιμοποιείται συχνά από κιθαρίστες και μπασίστες τόσο του μεγάλου, όσο και πιο μικρού βεληνεκούς (ασχέτως αναντιστοιχίας με το πραγματικό τους ταλέντο).

  1. Οχι, δεν τους συγκρινω με τους Immortal, απλα θελω να δωσω εμφαση στο old schoolαδικο της υποθεσης, που μοιαζει λιιιιιγο κιτς τωρα που το σκεφτομαι, αλλα με την καλη εννοια. Αν δεν το χαν δλδ, δε νομιζω να γουστερνα και τοσο. Βαλτε ολιγη απο ξυσιμο, λιγο κρυο, καμποσα (πετυχημενα) αργα doomy περασματα κι εχετε ενα απλαυστικοτατο δισκακι. Χωρια που ναι κιε ψιλοπιασαρικο. (Από εδώ)

  2. Το ομώνυμο κομμάτι του δίσκου “Endless Echoes” κάνει φοβερή εντύπωση με το ξύσιμο της κιθάρας και τις γρήγορες αρμονικές που πλαισιώνονται από κοφτά ντραμς και το ελαφρά emo ρεφρέν. (Από εκεί)

  3. Ο κομπρέσορας χρειάζεται, γιατί θα του δώσει πιο σφιχτό «κρουστό» palm-muting στις ρυθμικές του, με λιγότερο πλαδαρά μπάσα, και επίσης (επειδή τα γνωστά πεταλάκια είναι compressor sustainer) όταν ανεβάζεις το sustain έχω παρατηρήσει οτι στο palm-muting εκτός απο τα σχετικά σφιχτά σου μπάσα ακούγεται ωραία και το απαραίτητο μη-τζιτζικέ «ξύσιμο». Τελικά τον αμέσως επόμενο σχετικό καλύτερο ήχο, μετά απο high gain λάμπα, τον έχω ακούσει με ds-1, λαμπάτο πετάλι παραμόρφωσης που δυστυχώς δεν θυμάμαι ποιο είναι, κομπρέσορα και εκουαλαιζερ. (Παρακάτω)

Δεν είναι χαρακτηριστικό, αλλά έχει γέλιο! (από Mr. Cadmus, 10/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το χώρο του ποδοσφαίρου, σημαίνει το να ντριμπλάρω κάποιον, να τον κάνω χαζό. Ο όρος καθιερώθηκε από τον Νίκο Αλέφαντο. Πράγματι, δεν είναι σπάνιες οι φορές που έχουμε ακούσει τον εν λόγω προπονητή να περιγράφει εξαιρετικά ντριμπλαρίσματα με τις φράσεις «τον ζωγράφισε», ή «τους ζωγράφισε όλους», ή «τον εζωγράφισε» κλπ.

Παρ όλ' αυτά ο όρος χρησιμοποιείται και για το κατσάδιασμα, η το μπινελίκωμα. Λέμε, π.χ. «άσε τον φώναξε ο γενικός και τον ζωγράφισε». Ουσιαστικά, όμως, πρόκειται για την ίδια λειτουργία, καθώς και στις δυο περιπτώσεις έχουμε επιβολή της υπεροχής με μη προσχηματικό, αλλά μάλλον με κραυγαλέο τρόπο.

  1. - Πω, ρε μαλάκα. Είδες πώς τους πέρασε όλους;
    -Τους ζωγράφισε.

  2. - Τι σου είπε η Μαίρη; Τσαντισμένη την άκουσα.
    - Άσε, με ζωγράφισε και είχε και δίκιο. Είχαμε ραντεβού χθες και την έστησα.

Νίκος Αλέφαντος (από panos1962, 12/11/09)Ο Πελέ "ζωγραφίζει" (από panos1962, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified