Τρώω γρήγορα και συνήθως σε μεγάλες ποσότητες, καταβροχθίζω. Συνώνυμα: περιδρομιάζω, γουρουνιάζω (χρησιμοποιείται συνήθως από διαιτομανικές γκόμενες), τρώω τον περίδρομο/άμπακα/αγλέουρα, τρώω σαν ζώο.

  1. Bλέπω όλους αυτούς στις διαφημίσεις για παγωτά και τσιπς, να τα χλαπακιάζουν ξένοιαστοι στις παραλίες χωρίς να επηρεάζονται οι κοιλιακοί τους. Kανονικά με τόσες θερμίδες δεν θα έπρεπε τουλάχιστον να έχουν μια μικρή μπάκα; (απο τη σελίδα της Athens Voice).

  2. [Τραπέζωσαν] τους συμπαίκτες τους, την τεχνική ηγεσία και τη διοίκηση, πριν το ντέρμπι με τον Ολυμπιακό. [...] Μαζεύτηκαν 35 νοματαίοι. Οι περισσότεροι χλαπάκιασαν μπιφτέκια και μπριζολίδια, σαλατικά, κάτι ψιλά ορεκτικά και λίγο κρασί. Αθλητές είναι οι άνθρωποι και πριν από ντέρμπι, δεν μπoρούσαν να ανοίξουν την κάνουλα και να γίνουν τσαλμπουράνια.

  3. «Θες το υπόλοιπο; Δε θα φάω άλλο». Μου πρόσφερε το γιαούρτι της. Δεν είχε φάει ούτε το μισό.
    «Δεν πεινάς;» τη ρώτησα.
    «Πώς δεν πεινάω. Απλά κάνω δίαιτα. Έχω πάρει μισό κιλό».
    Σκέφτηκα ότι, έτσι κι έχανε κι άλλα κιλά, θα εξανεμιζόταν. Παρ' όλα αυτά, της άρπαξα το γιαούρτι από το χέρι και το χλαπάκιασα με δυο μπουκιές. Είχα να φάω από το πρωί. (Χ. Φασούλας, «Με λένε Μοίρα»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω κατεβάσει ρολά και είμαι έτοιμος για ύπνο. Συνήθως το άτομο που έχει λήξει δεν έχει επαφή με το περιβάλλον και δεν μπορεί να αντιληφθεί τι γίνεται γύρω του. Χρησιμοποιείται κυρίως στον παρακείμενο.

Μπάμπης: - Ρε, κοίτα αυτό το γκομενάκι!!! Τρελά μπαλκόνια η τύπισσα!!!
Μήτσος: - Μμμ.. Τι έγινε;... Τι είπες ρε;..
Νίκος: - Άσ' τον βρε βλάκα ήσυχο, δεν βλέπεις ότι έχει λήξει;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπαταλήσαμε τον χρόνο μας χωρίς να κάνουμε τίποτε, άσκοπα.
Παραφράζει τον τίτλο του θεατρικού του Μπέκετ Περιμένοντας τον Γκοντό (En attendant Godot)

- Χθες όλη τη μέρα την περάσαμε περιμένοντας τον κοντό.

(από Khan, 26/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο περίεργος, ανώμαλος, διαφορετικός, άχαρος. Μπρεί να περιγράψει και πρόσωπα και καταστάσεις.

Ρε κοίτα πως περπατάει ο ψηλός ρε, πολύ αλούμπαρδος.

ή

Πω ρε μαλάκα, το μυστήριο εκεί στο Lost όσο πάει γίνεται και πιο αλούμπαρδο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη προερχόμενη από τη παλαιολιθική περίοδο, τότε που η επικοινωνία στηριζόταν σε φωνήεντα. Στις μέρες μας έρχεται σα μπαλαντέρ να καλύψει γεγονότα, πρόσωπα και καταστάσεις με τρόπο που να γίνεται αντιληπτός μόνο από τους χρήστες.

  1. - Έχω ξεμείνει από αούα, μπορούμε να βρούμε;
  2. - Θα έρθει και ο Αούα μαζί μας;
  3. - Μάκη, βάλε ένα αούα!
  4. - Έχουμε ένα τύπο στη δουλεία που είναι πολύ αούα.
  5. - Κοζάρεις από αούα;

Η αούα του Πετεφρή (από poniroskylo, 03/02/10)(από fitifititis, 06/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μπαίνω στη θέση μου.
  2. Ξεθυμαίνω, ξεχαρμανιάζω, ηρεμώ, χαλαρώνω, έρχομαι στα ίσα μου.
  1. - Πολύ γκομενάρα το έπαιζε, της έριξε όμως ο Τάκης ένα φτύσιμο και ίσιωσε!

  2. - Αγάπη μου, έχω υπερένταση... Δεν μπορώ να κοιμηθώ...
    - Να σου ρίξω ένα γαμήσι να ισιώσεις; (Ο σύζυγος ήταν ο Γκουσγκούνης)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απο τη λέξη χαμάλης, που ήταν αυτός που έκανε τις βαριές εργασίες, κουβάλαγε βαριά φορτία στη πλάτη του και ήταν γενικά αγράμματος. Στη σημερινή εποχή περιγράφει τις δύσκολες χειρωνακτικές εργασίες, που γίνονται από άτομα όχι απαραίτητα χαμηλού μορφωτικού επιπέδου μόνο, αλλά και λόγω ανάγκης για εργασία.

-Τελικά ο Δημήτρης τι έκανε στη ζωή του; Θυμάμαι σπούδασε οικονομικά, βρήκε κάτι στον τομέα του;
-Τι να βρήκε, στην Ελλάδα ζούμε... Αποθηκάριος είναι σε μια βιομηχανία, χαμαλοδουλειές κάνει για να τα βγάζει πέρα...

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που σημαίνει βαρεμάρα, πρήξιμο, ενόχληση κτλ. Συνήθως αναφέρεται σε μια υποχρεωτική διαδικασία.

-Πωπω ρε φίλε, αυτό το δίωρο έκθεσης με σκοτώνει.
-Μεγάλο τσουρέκι ρε συ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παίζουν τα κουλ άτομα δίνοντας έμφαση στο χύμα αραλίκι και στο ύφος «που να σου εξηγώ τώρα, είμαι αλλού».

... όπως τα super τυπάκια, τα χωμένα σε φάσεις
που το παίζουν αού, και καλά ξέρεις τώρα
ό,τι να 'ναι...

Από το τραγούδι «ο γαμάτος» των Kill the Cat.

Kill The Cat - Ο Γαμάτος (από PUNKELISD, 26/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έπειτα από ουσιώδη ή επουσιώδη αλλαγή το υποκείμενο που «δείχνει» παρουσιάζει ραγδαία βελτίωση της εξωτερικής του εμφανίσεως.

- Καλά Γιάννο, πήρα μια ταυτότητα για το χέρι... 'Αλλο πράμα... Πλατίνα... και με διαμαντάκια 4 καράτια γράφει «Μάκης»...
- Πσσσσσςς... Μάκη... Τώρα έδειξες...!

Got a better definition? Add it!

Published