Πρόκεται για τον ανεγκέφαλο, τον ατζαμή, τον άνθρωπο που τα κάνει θάλασσα σε όλες του τις προσπάθειες, από την προσωπική του ζωή μεχρι το gaming.

(Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως : Ο τελευταίος των μοϊκανών, ο τελευταίος μαλάκας, τελευταίος μόγγολος κλπ)

  1. Ρε μαλάκα τελευταίε, σκατά τά 'κανες, γέμισες καφέ το κάθισμα!!

  2. Πόσο τελευταίος μπορεί να είσαι, μου λες; Πάλι έκλεψες τη σύνταξη του παππού σου;

  3. Ρε τελευταίε, πού πας, πάρε το level, θα σε κόψουν ψωμί άμα χωθείς, xpare καλύτερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο επιδέξιος χαρτοπαίκτης.

Κάθησες να παίξεις μαζί του στο ίδιο τραπέζι και περίμενες να κερδίσεις;
Αφού είναι χαρτογιακάς ο άνθρωπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σεφ, στην γλώσσα των μαγείρων.

Τελειώνετε, να ετοιμάσουμε το μενού. Θα έρθει ο σερίφης και ποιος τον ακούει.

(από dryhammer, 14/05/14)(από dryhammer, 14/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που βρίσκεται διαρκώς σε υπερένταση, που είναι στην τσίτα.

- Πάμε άλλο ένα μπασκετάκι ως τα 21...
- Ρε τσιτάκια, έχουμε ξεθεωθεί να παίζουμε τρεις ώρες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Ελ είναι οι πρώτο-πρώτο-πρώτο-πρώτο-πρώτο-Ελλήνες. Αν δεν ήταν αυτοί, θα μαζεύαμε ακόμα κουκουνάρια από τα δέντρα και θα τρώγαμε πέτρες. Είναι οι φυσικοί οχτροί των ΑνθΕΛλήνων (γνωστών και ως Serb) και των πρωτόγονων, οι επίσημοι φύλακες του ΝεοΕΛληνικού Πολιτισμού. Αυτοί που ήρθαν από τον Σείριο. Επίσης έχουν κάποιους συμμάχους στην ΕΛβετία, στη Φινλανδία στο ΕΛσίνκι οι οποίοι είναι μεταλλάδες (συγκεκριμένα φαν των lordi) και κάποιους μεταλλωρύχους μεταλλάδες (συγκεκριμένα φαν των Manowar) στο ΕΛ-Ντοράντο, όπου στηρίζεται η οικονομία τους στην γη και το ΕΛ-Πάσο που είναι το κέντρο εμπορίου. ΕΛ υπάρχουν και στην Κύπρο, οργανωμένοι στο κόμμα του ΑΚΕΛ. Ο αρχηγός τους λέγεται Τάσσος και είναι σε άλλο κόμμα, για ξεκάρφωμα. Παίρνει εντολές κατευθείαν από το Σείριο μέσω δέκτη ενσωματωμένου στη μύτη.

Ταυτόχρονα κατάγονται από τον Αρχάνθρωπο των Πετραλώνων, γεγονός που συνεπάγεται πως έχουμε να κάνουμε με σύνθετες οντότητες που κατοικούν σε πολλαπλές διαστάσεις.

Φήμες σχετικά με τους ΕΛ
Λέγεται ότι η ΕΛλη Κοκκίνου είναι κατάσκοπος των Ελ του Σειρίου, o ΕΛβις Πρίσλεϋ ήταν ο πρωθυπουργός τους και ζει ακόμα στο Νότιο Πόλο, κοντά στο καταφύγιο του Σούπερμαν (Καλ-ΕΛ), διεθύνοντας απόρρητα ερευνητικά προγράμματα (π.χ. τα Χανεμπού). Σήμερα η πρωθυπουργός τους είναι η ΕΛ-ένη Μενεγάκη. Εξάλλου, ο ΜπορΕΛι ήταν υφυπουργός αθλητισμού των ΕΛ αλλά του έφαγε τη θέση ο Αλέφαντος, που κανονικά ονομάζεται ΕΛέφαντος. Μετά τον ανασχηματισμό υπουργός Πολιτισμού ανέλαβε ο ΕΛ-των John και Τύπου η ΕΛλη Στάη. Επίσης ο υπουργός Πολιτισμού αποτελεί ο κύριος ΆξΕλ Ρόουζ, δημιουργός του γνωστού αποσμητικού και και της γνωστής ποικιλίας λουλουδιών.

Οι ΕΛέφαντες είναι πολεμικές μηχανές των Ελ, με πυροβόλα τοξικού ΕΛαιόλαδου με τις οποίες θα κατακτήσουν την Γη, αφού πρώτα κάνουν πλύση εγκεφάλου στους πάντες απ' την εφημερίδα ΕΛευθεροτυπία. Αρχηγός τους ήταν ο ΕΛέφαντος, ο οποίος όμως τώρα είναι στημένος πάνω από το τηλέφωνο και περιμένει να τον καλέσει ο Δούρος.

Ακόμα στον ΕΛεύθερο Τύπο γράφτηκε οτι το αντιτορπιλλικό ΈΛλη δεν βυθίστηκε ποτέ αλλά τηλεμεταφέρθηκε στον ΕΛλήσποντο, κάτι σαν το πείραμα της ΦιλαδΕΛφιας ένα πράμα.

Οπλα Μαζικής Καταστροφής των Ελ
αγΕΛαδίτσες 1% λιπαρά μΕΛι με γάλα φανΕΛες με ραντάκι ζΕΛεδάκι μαλλιών έξτρα κράτημα ζΕΛεδάκια φρούτων γιώτης ΕΛεφαντάκια πουά άτζΕΛα δημητρίου ΕΛεημοσύνες

ΕΛ που έμειναν στην ιστορία (και σε άλλα μαθήματα) ΕΛ Πάσος ΕΛ ντοράντος ΕΛ ντορίτος ΕΛ Αμουν Ίστον Τόπος Ου (σε κώδικα νταβίντσι)

ΕΛ που πέρασαν την ιστορία (αλλά κόπηκαν σε άλλα μαθήματα) πΕΛεκούδης Ελένος μαραμπΕΛ η αγελαδίτσα

(Απόσπασμα από το βιβλίο του Λιακόπουλου για τους ΕΛ)
Έχουν διαφθείρει το σώμα και το πνεύμα μας.
Έχουν γεμίσει τον κόσμο με απληστία και απελπισία.
Έχουν καταλάβει το μυαλό και την καρδιά των ηγετών μας.
Έχουν στρατολογήσει τους πλούσιους και τους ισχυρούς.
Έιναι τα φίδια που ύπουλα προσπαθούν να εξαφανίσουν το χαμόγελο ακόμη κι απ' τα παιδικά χείλη.
Προσπαθούν να ορίσουν τη ζωή μας από τη γέννηση μέχρι τον θάνατό μας.
Μας φοβούνται όμως και θέλουν να μας ελέγχουν, γι αυτό, έχοντας τη μορφή ανθρώπων, «ζουν ανάμεσά μας».

Από τη Φρικηπαίδεια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο σκακιστής-ατζαμής που χρόνια παίζει σκάκι αλλά δεν μαθαίνει τίποτα. Παραμένει στάσιμος, παίζει βιαστικά, κάνει συχνά λάθη και αβλεψίες. Δεν πρέπει να συγχέεται με τον αρχάριο παίχτη.
Λέγεται και πάτσερ.
Μεταφορικά σημαίνει αργόσχολος, άχρηστος στην κοινωνία.

-Έπαιξα χτες μια παρτίδα σκάκι με τον Σπύρο τον σκακιστή και έχασα...
-Είσαι τελείως άχρηστος... Αυτός είναι μαζέττας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν ξέρω τι σημασία έχει, αλλά το άκουγα από έναν σουρωμένο εργάτη πριν καμιά εικοσαριά χρόνια στον σταθμό Λαρίσης.

(Πέρναγε ο Διευθυντής του τελωνείου και του πετάει ο τύπος:)
- Γεια σου ρε κλαστέ!

Πιθανόν η συγκεκριμένη λέξη να σημαίνει κλασάτος, υψηλόβαθμος, αφου απευθυνόταν σε Διευθυντή.
Από: Big Daddy
την: 20/02/08

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τη γερμανική λέξη mein που αποδίδεται στα Ελληνικά ως «δικός / -ή / -ό μου». Έκφραση που ακούγεται συχνά στις δυτικές συνοικίες Θεσσαλονίκης και έξω από το γήπεδο της Τούμπας αλλά και στην Βέροια και αντικατέστησε το '80ς, παρωχημένο αλλά και χαμουτζίδικο «δικέ μου».

Συνώνυμα : ψηλός, κολλητός, φάιλος.

Οδήγησε στην παράφραση του θρυλικού άσματος των Olympians, αλλά και αργότερα του καλλιτέχνη Λιβιεράτου.

Σε λενε, το κορίτσι του mein..
μαααα
στην καρδιά σου, η αγάπη
είναι klein (εννοείται πάλι το mein)

- Πού 'σαι ρε Μάιν, θα πάμε γήπεδο σήμερα;
- Και τι να πάω να δω ρε Μάιν, τον Μπαλάφα και τον Λάκη; Κλάιν Μάιν... Πονάν τα μυαλά μου και που τους βλέπω σε λέω... Πάμε για Τούμπα Λίμπρε να πιάσουν τόπο και τα λεφτά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο cool, αυτός που είναι άνετος, χαλαρός.

Πω, ρε φίλε είσαι πολύ κουλ με αυτό το γυαλί... Θα πέσουν οι γκόμενες σαν φύλλα.

(από Khan, 29/04/14)

Σχετικά: αού, κούλαρε, κουλαριστά, κουλέζικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αύτος που το κούρεμά του χαρακτηρίζεται απο το μακρύτερο των τριχών του σβέρκου. Πρόκειται για τον γνωστό κάγκουρα ή κάβουρα αφού κυρίως οι νέοι αυτού του στυλ έχουν αντίστοιχα κουρέματα. Είναι κυρίως προσβλητικός όρος.

Κοίτα αυτούς τους χετταίους που αράζουν με τα glx!

(από Khan, 01/02/14)

Λέξεις για τη χαίτη: (μαλλί-)λασπωτήρας, μάλετ, μουλέτι, χαιτικό

Σε άλλες γλώσσες: mullet (αγγλικά), nuque longue (γαλλικά), Vokuhila (γερμανικά), svenskerhår (δανέζικα), czeski piłkarz (πολωνικά), hockeyfrilla (σουηδικά), takatukka (φινλανδικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified