Ο έχων χαίτη. Η λέξη προέρχεται από τη γνωστή φυλή, ινδοευρωπαϊκής προέλευσης, της Μικράς Ασίας. Παραμένει άγνωστο αν πρόκειται απλά για ένα λογοπαίγνιο ή για εναν σαφή συσχετισμό, λόγω του «χαιτικού» κουρέματος των πολεμιστών.
Ο έχων χαίτη. Η λέξη προέρχεται από τη γνωστή φυλή, ινδοευρωπαϊκής προέλευσης, της Μικράς Ασίας. Παραμένει άγνωστο αν πρόκειται απλά για ένα λογοπαίγνιο ή για εναν σαφή συσχετισμό, λόγω του «χαιτικού» κουρέματος των πολεμιστών.
Λέξεις για τη χαίτη: (μαλλί-)λασπωτήρας, μάλετ, μουλέτι, χαιτικό
Σε άλλες γλώσσες: mullet (αγγλικά), nuque longue (γαλλικά), Vokuhila (γερμανικά), svenskerhår (δανέζικα), czeski piłkarz (πολωνικά), hockeyfrilla (σουηδικά), takatukka (φινλανδικά)
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που σημαίνει βαρεμάρα, πρήξιμο, ενόχληση κτλ. Συνήθως αναφέρεται σε μια υποχρεωτική διαδικασία.
-Πωπω ρε φίλε, αυτό το δίωρο έκθεσης με σκοτώνει.
-Μεγάλο τσουρέκι ρε συ.
Got a better definition? Add it!
Ο αργόμισθος, αργόστροφος, ή γενικότερα, αργός άνθρωπος.
Απ' το επάγγελμα του καστανά της Πανεπιστημίου που 8+ ώρες την ημέρα κάθεται στον κώλο του και ψήνει 5 κάστανα. Κάθε 24 λεπτά τα γυρνάει κιόλας μην αρπάξουν απ' τη μία.
(14:19) -Πιάσε γρήγορα μια τυρόπιτα γιατί βλέπω το λεωφορείο μου να έρχεται!
...
(14:26) -Έτοιμος!
(14:26) -Άντε ρε καστανά 10 ώρες να μου βάλεις μια τυρόπιτα σε μια χαρτοπετσέτα! Το 'χασα το λεωφορείο! Φα' τη μόνος σου τώρα...
Got a better definition? Add it!
Τρελός, «φευγάτος», αυτός που χαζοφέρνει, αυτός που λέει ασυναρτησίες, αλλά και όποιος από την κούραση δεν βλέπει μπροστά του.
Είσαι εντελώς γκάου, παιδάκι μου;
Τόση δουλειά σήμερα, κι είμαι τόσο γκάου που δεν μπορώ να λειτουργήσω καθόλου.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται αντωνυμικά, είτε ουδέτερα είτε και φορτισμένα (βλέπε και άτομο).
Θηλυκό: τύπισσα και τύπα, ουδέτερο: τυπάκι.
Ό,τι και να λες για τον Βούλη εγώ τον πάω, είν' ωραίος ο τύπος. Μια ζωή με τα καλύτερα καυλιά κυκλοφορεί, και είναι και ξηγημένος.
- Ρε συ, αυτή ρε δεν είναι η πρώην του Σάκη;
- Αχά.
- Τι φοράει ρε η τύπα, πάει καλά;
- Απο τότε που την έστειλε ο άλλος, το παίζει παρταόλα να του τη σπάσει.
- Στην πράξη;
- Αρχίδια καπαμά. Βγαίνει μόνο όπου μαθαίνει οτι θά 'ναι ο Σάκης και κατά τ' άλλα έχει βουτηχτεί στην κατάθλιψη.
Βλέπε επίσης τυπάς.
Got a better definition? Add it!
Χαμένος, αφηρημένος. Προέρχεται από την έκφραση Είναι στον κόσμο του (κόσμος -> Κοσμάς!)
-Έχει χαζέψει τελείως ο Θανάσης τώρα τελευταία.
-Έ, καλά τώρα, πάντα Κοσμάς ήταν αυτός...
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για το άτομο που κινδυνεύει να γίνει αντιληπτός από τους γύρω του για κάτι που έχει κάνει. Συχνά για χρήση ναρκωτικής ουσίας.
- Ρε σεις, ποιος θα πάει να πάρει γαριδάκια, κόκα κόλα, κρουασάν, σοκολάτα και να νοικιάσει το pro;
- Εγώ δεν πάω θα 'μαι κάρτας, αυτά έπρεπε να τα κανονίσουμε από πριν.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που λέει σώτα, δηλαδή πράγματα που δεν είναι σωστά ή είναι ψέματα.
- Από τον Νίκο το άκουσες; Καλά αγνόησέ το. Αυτός είναι μεγάλος Σωτήρης!
Got a better definition? Add it!
Τύπος χωμένος στο μουνί της γκόμενας μέχρι το λαιμό. Αλλιώς και σκαλτσόνας ή πεϊνιρλής.
-Πάμε στο galea σήμερα να βρούμε κανα μουνί;
-Όχι, δεν μπορώ απόψε. Θα είμαι με την Βαρβάρα.
-Ε είσαι και πολύ τυρόπιτας!
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται κυρίως ως χαρακτηρισμός ανθρώπου ανάξιου λόγου, τιποτένιου. Πολλές φορές όμως προσδίδεται κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης.
- Γαμώ τον διευθυντή μου τον μαλάκα, κωλοσφούγγι μ' έχει καταντήσει για 600 ευρώ το μήνα...!
- Πάρτα, κωλοσφούγγι! Θέλεις κι άλλο μωρή άρρωστη;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified