Selected tags

Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!

Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.

Ένδειξη έκπληξης, είτε με θετική είτε με αρνητική έννοια.

  1. - Γκόοοολ!
    - Πω ρε φίλε, αυτά είναι!!!

  2. - Άκουσα ότι από αύριο θα έχουμε πάλι καταλήψεις στο ΤΕΙ.
    - Πωωω ρε φίλε, μπουρδέλο τελείως έχουμε γίνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δυνατό πνευμόνι για βήχα.

Συναχωμένο καναρίνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρόπος για να σφάξουμε κάποιον με το μπαμπάκι! Συνήθως λέγεται ανάμεσα σε άσπονδους φίλους. Στηρίζεται στο γεγονός ότι ένα νόμισμα έχει πάντα δύο πλευρές και στο ότι δεν υπάρχουν κακές λέξεις, αλλά κακές σκέψεις. Με αυτή την έκφραση αποφεύγουμε τις άμεσες συγκρούσεις με τον συνομιλητή μας.

  1. Είσαι πολύ λαμόγιο! Με την καλή έννοια βέβαια!
  2. Είσαι κουκλάρα ν΄ανοίξουμε το μύδι; Με την καλή έννοια βέβαια!!

(από Khan, 14/02/13)(από Khan, 16/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος που είναι τόσο πολύ κάγκουρας ώστε όταν πεθάνει θα βάλουν το σώμα του στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας για να το βλέπουν οι επόμενες γενιές και να παραδειγματίζονται. Διότι «όποιος λαός δεν ξέρει την ιστορία του, είναι αναγκασμένος να την ξαναζήσει».

Εντάξει, ο τύπος είναι Καγκουρόσαυρος Ρεξ. Φοράει λουστρίνι παπούτσι με τζην και άσπρη κάλτσα! Πως τόλμησε να γυρίσει να με κοιτάξει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός γυναίκας της οποίας χόμπι είναι να αλλάζει άντρες συχνά, με μία όμως ιδιαιτερότητα: δεν αφήνει αυτόν που έχει, αν δεν βρει νέο.

Παρομοιάζεται, δηλαδή, η κίνηση της τσίτας στα κλαδιά ενός δέντρου (πηδάει από κλαδί σε κλαδί, αλλά αν δε πιάσει το επόμενο, δεν αφήνει το προηγούμενο), με την αλλαγή των συντρόφων.

- Αφού η Χριστίνα δεν τον ήθελε τον Γιάννη, γιατί δε του το έλεγε, τόσο καιρό;
- Ρε, αυτή είναι τσίτα... Βρήκε πρώτα τον καινούργιο, βολεύτηκε και μετά τον χώρισε....

Σχετικά: μελιτσούλα, σχεσάκιας.

Βλ. επίσης και ελαιώνας, ια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανεγκέφαλη έκφραση - πλεονασμός, που υποδηλώνει απαξίωση ή/και (αυτο)σαρκασμό. Με άλλα λόγια, είμαστε επιεικώς απαράδεκτοι, για τα πανηγύρια ή απλά δε βλεπόμαστε, είμαστε ένα μάτσο χάλια.

Χρησιμοποιείται σε όλα τα πρόσωπα, ανάλογα με την περίσταση.

- Έλα ρε... Δε σ' ακούω καλά... Γήπεδο είσαι; Πόσο είναι;
- Άσε φίλε, είμαστε για να 'μαστε. Σέρνονται τα παλτά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παραδοσιακό ελληνικό σουβλάκι (αν και οι ρίζες του είναι ανατολικές), τυλιγμένο σε πίτα. Συνήθως με τζατζίκι και κρεμμύδι, αλλά υπάρχουν διάφορες παραλλαγές στα διάφορα μέρη τις Ελλάδας.

- Τι κρέπες και μαλακίες μωρέ; Πάμε να φάμε τίποτα πιτόγυρα, να πιούμε και μια δυο μπύρες να χορτάσουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφιλής λέξη για την έκφραση συναισθημάτων όπως η αποτυχία, η απαισιοδοξία, η ματαιότητα, η απογοήτευση κ.ο.κ.

Σκατά! Πάλι μου πήραν τις πινακίδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για τους σοβιετικούς σύμφωνα με τους αυτοαποκαλούμενους αντιρεβιζιονιστές χοτζαϊστές, απ' όταν το καθεστώς Χότζα έκοψε κάθε επαφή με τις πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ. Πιθανότατα να χαρακτήριζαν έτσι και τους οπαδούς των τότε ΕΣΣΔ.

Ετυμολογείται από το αρχαιοελληνικό ἀστός που σημαίνει πλουτοκράτης και το γαλλικό révisionniste που σημαίνει αναθεωρητής. Δεν υφίσταται στον ενικό.

Όταν ήμουν πιτσιρίκος διασκέδαζα να ακούω στα μεσαία ελληνικές εκπομπές από το καθεστώς του Χότζα (του αλβανού, όχι του δικού μας), Έβριζαν τους πάντες (Δύση, Κίνα, Γιουγκοσλαβία) αλλά τα πιο σκληρά λόγια τα φύλαγαν για τους Σοβιετικούς που αποκαλούσαν αστικορεβιζιονιστάδες.(sic) -Vrastaman- Από εδώ.

μία από τις πολλές σημαίες των αστικορεβιζιονιστάδων, γιατί οι αστικορεβιοζιονιστάδες έχουν πολλές σημαίες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συζητώ με κάποιον υποψήφιο ερωτικό σύντροφο, αφήνοντας συνεχώς υποννοούμενα σεξουαλικού περιεχομένου και περιστρέφοντας εν γένει την κουβέντα γύρω από το σεξ. Κατά το καυλάντισμα (ουσ.), οι δύο (ή περισσότεροι) συνομιλητές έχουν σχεδόν ειλημμένη την απόφαση να συνευρεθούν σεξουαλικώς, ωστόσο οι αφροδισιακές ιδιότητες του, καθυστερούν προσωρινά τη συνεύρεση και προάγουν το διάλογο.

Χάρη στην πρόοδο της τεχνολογίας, πλέον μπορεί κάποιος να καυλαντίζει κάνοντας χρήση:

  1. κινητού τηλεφώνου (εκτός του μιλητού, με SMS/MMS)
  2. ηλεκτρονικού υπολογιστή (instant messengers/IRC/e-mail κτλ)

- Τι έγινε ρε; Πού εξαφανίστηκε ο Μπάμπης;
- Να, εκεί! Καυλαντίζει με μια γκόμενα στο μπαρ.
- Χε χε! Α, την κουφάλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified