Selected tags

Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!

Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.

Ο παλαιός Κρης, εις την προσπάθεια να θίξει το αεικίνητο ενούς συμπατριώτη του, χρησιμοποιούσε τοιαύτη φράση, δεδομένου του ότι ο «διάολος» (δηλ. ο δαίμων) αεικίνητος και ακατάπαυστος εστί. Πόσω μάλλον οι χίλιοι διαόλοι! Καμία σχέση δεν υπάρχει μετ' εξορκισμών, μαγείες τε και βουντού. Έμφαση δίδεται εις τον τονισμόν της αρχικής φράσεως, τουτέστιν η φράση εκφέρεται ως εξής: «ΣΣχχίλιοιοιοι διαόλοιοι μέσα σουου!»

Καυλαγόρας: -Τοιαύτο κλαμπ φοβερό εστί! Κοίταξον χορός! (ακολουθεί αερότουμπα και θραυσματoχορός ήτοι break dance)
Τσιμπουκίων: - Μα κάθισε κάτω πλέον και απήλαυσε το ποτό σου!«
Καυλαγόρας (εν μέσω θραυσματοχορού, κινήσεων καράτε τε και Ταρζάν): - Δε δύναμαιααιαι!
Καυλαγόρας: - Χίλιοι διαόλοι μέσα σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι που διαρκεί λίγο.

Δώσε μου 20 ευρώ και γράφ' τα στο χιόνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω γρήγορα και συνήθως σε μεγάλες ποσότητες, καταβροχθίζω. Συνώνυμα: περιδρομιάζω, γουρουνιάζω (χρησιμοποιείται συνήθως από διαιτομανικές γκόμενες), τρώω τον περίδρομο/άμπακα/αγλέουρα, τρώω σαν ζώο.

  1. Bλέπω όλους αυτούς στις διαφημίσεις για παγωτά και τσιπς, να τα χλαπακιάζουν ξένοιαστοι στις παραλίες χωρίς να επηρεάζονται οι κοιλιακοί τους. Kανονικά με τόσες θερμίδες δεν θα έπρεπε τουλάχιστον να έχουν μια μικρή μπάκα; (απο τη σελίδα της Athens Voice).

  2. [Τραπέζωσαν] τους συμπαίκτες τους, την τεχνική ηγεσία και τη διοίκηση, πριν το ντέρμπι με τον Ολυμπιακό. [...] Μαζεύτηκαν 35 νοματαίοι. Οι περισσότεροι χλαπάκιασαν μπιφτέκια και μπριζολίδια, σαλατικά, κάτι ψιλά ορεκτικά και λίγο κρασί. Αθλητές είναι οι άνθρωποι και πριν από ντέρμπι, δεν μπoρούσαν να ανοίξουν την κάνουλα και να γίνουν τσαλμπουράνια.

  3. «Θες το υπόλοιπο; Δε θα φάω άλλο». Μου πρόσφερε το γιαούρτι της. Δεν είχε φάει ούτε το μισό.
    «Δεν πεινάς;» τη ρώτησα.
    «Πώς δεν πεινάω. Απλά κάνω δίαιτα. Έχω πάρει μισό κιλό».
    Σκέφτηκα ότι, έτσι κι έχανε κι άλλα κιλά, θα εξανεμιζόταν. Παρ' όλα αυτά, της άρπαξα το γιαούρτι από το χέρι και το χλαπάκιασα με δυο μπουκιές. Είχα να φάω από το πρωί. (Χ. Φασούλας, «Με λένε Μοίρα»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντάσσεται με το ρήμα έχω. Είμαι βλαμμένος, έχω μεγάλη τρέλλα.

Μην του απαντάς. Θα γίνει καυγάς. Τούτος έχει χοντρή φελάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι μεγάλης σημασίας, με αρνητική έννοια. Το λέμε συνήθως για κάτι που οδηγεί σε καυγά ή τσακωμό (π.χ. όταν ο άλλος σου παίξει πουστιά).

- Είδες καθόλου το Μανώλη τελευταία;
- Όχι, έχουμε να μιλήσουμε 2 μήνες. Βασικά έχουμε τσακωθεί.
- Ναι ε; Γιατί;
- Άσε, δεν έχω όρεξη τώρα να σου εξηγώ... έγινε κάτι χοντρό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κάρφωμα, η μη επαρκής συγκάλυψη μιας πράξης.

Όπως την κοιτάγαμε σα λιγούρια, λογικό ήταν να γίνουμε χου.

Συνώνυμο: κάρτα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παράξενη συνήθεια κάποιου, με την αρνητική έννοια.

Τι χούι είναι αυτό, να τινάζεις το τσιγάρο σου όπου βρεις! Πάρε ένα τασάκι να μη λερώνεις τον τόπο!

Κακό χούι ρε γαμώ να μην χτυπάνε την πόρτα... (από MXΣ, 16/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κάρφωμας, αυτός που φαίνεται τι κάνει αφού δεν έχει συγκαλυφθεί επαρκώς.

- Καλά ρε μαλάκα, στον Τάκη το χουίτη έδωσες τα λεφτά να μας φέρει το πράμα; Θα τον δέσουν!

Βλέπε και χου και τα σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτυπος αρχιτεκτονικός όρος. Λέγεται για κτίρια που κάνουν μπαμ ότι είναι χτισμένα επί χούντας, δηλ. δεν είναι απλώς δωρικά (πράγμα διόλου κακό, βλ. πχ λιτά αρχιτεκτονήματα-αποπαίδια του Λε Κορμπυζιέόπως ορισμένα Ξενία), αλλά ευτελή, αρπακολλάτα και άσχημα.

Καλά ρε μαλάκα, σε χουντικό βρήκες να νοικιάσεις; Μόνο για μπατσάδικο κάνει!

βλ. και τούρτα,ορισμός 3.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται μόνο για τις γάτες και είναι ο ήχος που βγάζουν (με κάποιον άγνωστο μέχρι τώρα τρόπο) από το σώμα τους, μέσω της μύτης τους, όταν τις χαϊδεύεις ή όταν γενικά είναι ευτυχισμένες και χαλαρές. Το κάνουν όμως και σε πολύ δύσκολες στιγμές, όταν είναι πονεμένες ή ετοιμοθάνατες, πράγμα ιδιαίτερα σπαρακτικό, μπορώ να σας πω. Το κάνουν επίσης οι θηλυκές γάτες όταν θηλάζουν και περιποιούνται τα μικρά τους. Ο ήχος αυτός, μαζί με την ελαφρά δόνηση που τον ακολουθεί, λειτουργεί καταπραϋντικά, και για τις ίδιες (επενεργεί ως αγχολυτικό), αλλά και για τον άνθρωπο που τις έχει στην αγκαλιά του, στα πόδια του, στο κρεβάτι του, πάνω στο σώμα του γενικά.

Πολύ σπανιότερα λέγεται και «ρονρονίζω», από την γαλλική (για τις γάτες πάλι) ονοματοποιία «ron ron» (ρ. ronronner). Επίσης λέμε «γουργουρίζω», αλλά έτσι συγχέεται με τον ήχο που βγάζει το στομάχι μας όταν πεινάμε ή έχουμε καούρες.

Ο ήχος λέγεται «χουρχούρ».

Σήμερα η γάτα μου κρύωνε και δεν ξεκόλλησε από πάνω μου, όλη μέρα ήθελε αγκαλιά και χουρχούριζε.

αυτοί είναι άντρες! (από ironick, 04/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published