Selected tags

Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!

Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.

Σχήμα ευγενικής άρνησης σε προσφορά φαγητού, ποτού και τέτοια. Δεν είμαι φίλος ίζολ δεν το συνηθίζω, δε μ'αρέσει.

Χρησιμοποιείται και ως γείωση.

  1. (στο πιο ορίτζιναλ)
    - Γλυκεράκι να κεράσω;
    - Όχι ευχαριστώ, δεν είμαι φίλος...

  2. - Χικ...ένααα...κόκι τζόνικο να κε'άσω φι'α'άκ';
    - Ευχαριστώ μάστορα, δεν είμαι φίλος.

  3. - Ρε τι θες ρε γαμημένε, να σε γαμήσω;
    - Νά 'σαι καλά, δεν είμαι φίλος.

  4. - Ωπ, παλλικάρι, εδώ είσαι. Τσιμπουκάκι, πισωκολλητό, ελεύθερα πιασίματα πενήντα γιούργια. Τι ψυχή έχουνε; Να στανιάρεις να πούμε, να ξεχαρμανιάσεις, να γραδάρεις, να 'ρθείς στα ίσα σου, πώς το λένε.
    - Την είδες τη γριά πού 'χεις μέσα; Ευχαριστώ, δεν είμαι φίλος.

Μια ζωή παρουσιάστε, σαν εκπαιδευμένος σκύλος - εγώ δε θα πάρω άλλο, φχαριστώ δεν είμαι φίλος (από HODJAS, 14/10/11)-Ποια είναι η γνώμη σας για τα Ημισκού; [...] εντάξει, δεν είμαι και πολύ φίλος του ψαριού.  (από xalikoutis, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτυπος αρχιτεκτονικός όρος. Λέγεται για κτίρια που κάνουν μπαμ ότι είναι χτισμένα επί χούντας, δηλ. δεν είναι απλώς δωρικά (πράγμα διόλου κακό, βλ. πχ λιτά αρχιτεκτονήματα-αποπαίδια του Λε Κορμπυζιέόπως ορισμένα Ξενία), αλλά ευτελή, αρπακολλάτα και άσχημα.

Καλά ρε μαλάκα, σε χουντικό βρήκες να νοικιάσεις; Μόνο για μπατσάδικο κάνει!

βλ. και τούρτα,ορισμός 3.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιφραστικός επιρρηματικός προσδιορισμός που δηλώνει λόγο ασυνάρτητο, με άσχετες και ασύνδετες μεταβάσεις από το ένα θέμα στο άλλο, που δε βγάζει νόημα.

- Και του λέει η Αννούλα, ξέρεις, εκείνη που τα είχε με τον Τάσο όταν δούλευε στου Βερόπουλου, αυτός δούλευε στην αποθήκη, είχε κι ένα γκολφ, αλλά τα χαλάσανε μετά γιατί ο Τάσος τα'φτιαξε με τη Λίτσα, μεγάλο τσουλί, τη φιλενάδα της Μερόπης, την ξέρεις τη Μερόπη, αυτή ντε, την ξανθούλα, τη μικροκαμωμένη, που έμενε στην Τριανδρία μαζί με την Ντίνα, αλλά μετά έφυγε, γύρισε πίσω στη Βέροια, είχα πάει να τη δω μια φορά, ωραία είχαμε περάσει, είχαμε φάει και ένα στιφάδο είχε κάνει η μαμά της φοβερό, όταν χώρισε με το Νίκο, κρίμα, ωραίο παλικάρι, αλλά παλιοχαραχτήρας, ρεμάλι, τεμπελόσκυλο, μα σάμπως τα είχαν φτιάξει και ποτέ; Ωραίος κύριος ο μπαμπάς της, ομορφάντρας...
- Από τον Αλή στον κατή πας μωρέ Κικίτσα μου, δεν μπορώ να σε παρακολουθήσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Κυκιρίες Κυσπιρίες» λέμε όταν μπερδευόμαστε κατά τον δημόσιο χαιρετισμό μας, αντί του Καλησπέρα σας Κυρίες και Κύριοι.

Νιουσκάστερ προς Ρεπόρτερ: - Καλησπέρα Τάδε .
Ρεπόρτερ (σε ζωντανή σύνδεση με το κανάλι): - Κυκιρίες Κυσπιρίες, ...
(έκτοτε δεν ξαναφάνηκε στα κανάλια ο νεαρός)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Να ζήσεις». Από το εις πολλά έτη.

  1. Σπολάτη, κυρά μου!

  2. ...αν όλα τα άλλα ήταν εντάξει, προσωπικά θα έλεγα σπολάτη γι'αυτό το πταίσμα. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

«Κάνω βαρελάκια» σημαίνει κάνω απανωτές πλαϊνές τούμπες λες και είμαι βαρέλι και τσουλάω στον κατήφορο.

Αγαπημένο αυτομασάζ παιδιών και ενηλίκων.

Παλιό στέκι του κέντρου της Αθήνας για βαρελάκια: το πάρκο Ελευθερίας -προτού το γαμήξει ο Λαμπρακάκης.

  1. Χτες πηγα στο παρκο του βενιζελου και εκανα βαρελακια,τα χερια μου εχουν γεμισει μικρες μικρες κοκκινες μαλακιες και με τρωνε συνεχεια

  2. Τα βαρελακια ολες οι γατες - περα του οιστρου- τα κανουν απο χαρα. Η δικια μου ειναι στειρωμενη και κανει βαρελακια μολις μπουμε σπιτι.

από το νέτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημοσιοκαφρικό κλισέ για κάποιο πολιτικό πρόσωπο (i.e. βουλευτή) που έχει αυτονομηθεί και κινείται απρόβλεπτα, εκτός κομματικής γραμμής και πειθαρχίας και είναι ικανός να φτάσει στα άκρα, π.χ. να ρίξει την κυβέρνηση.

Υποτίθεται πως προσομοιάζει σε μια χειροβομβίδα που της έχει αφαιρεθεί η περόνη και είναι έτοιμη να εκραγεί.

Απασφαλίσθηκε, μου έλεγε χαραχτηριστικά ένας σύντροφος του και ένας απασφαλισμένος Κεγκέρογλου είναι ένας...απρόβλεπτος Κεγκέρογλου! Κατανοητό;

Μά τι είσαι Βύρωνα κι έχεις απασφαλίσει; Χειροβομβίδα και θα σκάσεις ή οπλοφόρος που έχει σκοπό να πυροβολήσει;

(παραπολιτικές μπουρδολογίες από εδώ και εδώ)

βλ. και απασφαλίζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι άκουσα στην Κρήτη να λένε κάποια φασόλια, δεν ξέρω όμως ποιο είδος, ούτε βρίσκω κάτι στο νέτι. Το καταγράφω όμως και αν κάποιος ξέρει, συμπληρώνει!

Συνταγή για πέρκα με αποστολάκια εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παιδαριώδης απάντηση στην ερώτηση ''Τι ώρα είναι;''. Ο ενοχλημένος ερωτώμενος δεν έχει πρόχειρο κανένα ρολόι ή κινητό, οπότε κοιτάζει το υποθετικό ρολόι χειρός πάνω στον βραχίονά του και αποφαίνεται το παραπάνω.

Μια παραφθορά της έκφρασης είναι «πετσί και κόκκαλο, πάρε μια φλέβα».

- Τι ώρα λες;
- Λέω, πετσί και κόκκαλο παρά μια φλέβα.

Δες και γειώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φρούτο το οποίο έχει υπερωριμάσει, αλλά δεν έχει σαπίσει και ακόμα τρώγεται -είναι στο όριο βέβαια. Λόγω του ότι έχει αρχίσει να υφίσταται ζύμωση, έχει πολύ έντονη γεύση και άρωμα, που φέρνουν λίγο σε αυτά του (φτηνού) κρασιού ή ακόμα και του ξιδιού. Τα μεθυσμένα φρούτα είναι κατάλληλα μόνο για ορισμένα ιδιότυπα γλυκά, όπως ένα αχλαδόψωμο (Birnenbrot) που κάνουν οι ελβετογερμανοαυστριακοί (βλ. μήδι) ή κάποια γλυκίσματα με σύκο, ή λικέρ, κλπ, βλ. εδώ.

Η λέξη χρησιμοποιείται όμως και για κανονικά ώριμα φρούτα ή και για εδέσματα άλλου τύπου (ψωμιά, κρέατα, τυριά, κλπ) που έχουν υποστεί επεξεργασία (μαρινάρισμα) με αλκοόλ, βλ. παράδειγμα 3.

  1. - ΠΦΦΦΧΦΤΟΥ!!!!!!!!! Μπλιαχ!!! Πέτα τα ρε μαλάκα, σαπίσανε, μου τα δίνεις και να φάω κιόλας!
    - Πώς κάνεις έτσι καλέ, είναι μεθυσμένο, δεν χάλασε, δώς μου το να τα κάνω μαρμελάδα μαζί με τα άλλα.

  2. Στη μαρμελάδα βάζω και μερικά μεθυσμένα φρούτα, της δίνουν πιο έντονη γεύση.

  3. Βανίλιες μεθυσμένες
    Υπέροχο, ελαφρύ γλυκό που το σερβίρουμε σε ψηλά ποτήρια με λίγη χτυπημένη κρέμα και πασπαλίζουμε με καρύδια.

στο Appenzell κάνουν τα καλύτερα, μην το χάσετε. Κι άμα είστε κτήνη ή έχει -15, μπορείτε να το φάτε και αλειμμένο με βούτυρο και ζάχαρη... (από ironick, 27/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified