Στα καλιαρντά είναι ο πρωθυπουργός, ο πρωθύ, σαν να είναι υπερθετικός βαθμός του πρίμος. Συνώνυμο: πρωτονταβάς.

Πριμάτσος τσιπρότεκνο

Μετερχόμεθα ιδιόλεκτον ακατανόητον, προσέτι δε γλώσσαν ξυλίνην, λες και κάνομε αδοκήτως σπικραμέντο σε πριμάτσους. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ομιλία ή διάλεξη στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) το ετυμολογεί από το ιταλικό sprecamento, ίσως και με επίδραση από το αγγλικό speaker.

Κατηγορηθήκαμε από κάτι χαμαλομουσκούληδες, που κουλά να χάλουν, λόγιοι τινές, παρεπιδημούντες εν συζητητηρίω, ότι μετερχόμεθα ιδιόλεκτον ακατανόητον, προσέτι δε γλώσσαν ξυλίνην, λες και κάνομε αδοκήτως σπικραμέντο σε πριμάτσους. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο μυώδης, ο σβάρτσος, που όμως είναι και λίγο ούγκανος, εκ του χαμάλης και του μούσκουλο (<ιταλικό muscolo < λατινικό musculus).

Κατηγορηθήκαμε από κάτι χαμαλομουσκούληδες, που κουλά να χάλουν, λόγιοι τινές, παρεπιδημούντες εν συζητητηρίω, ότι μετερχόμεθα ιδιόλεκτον ακατανόητον, προσέτι δε γλώσσαν ξυλίνην, λες και κάνομε αδοκήτως σπικραμέντο σε πριμάτσους. (Μπουντουσουμού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά σημαίνει βάζω χέρι, χουφτώνω, μπαλαμουτιάζω, αβέλω πιασμάν. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το θεωρεί ιταλικής προέλευσης, όπως και το μπράτσο (βλ. braccio, braccietto).

Να τα μπρατελιάσματα, να τα κουταλιάσματα, να τα ντέζια, να τα κοντροσόλια και οι τζόκες, αλλά νάκα κουραβελτόσημο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τη βρώμα στα καλιαρντά. Μάλλον από το τυρί γοργοντζόλα (βλ. εδώ για ετυμολογία) που έχει μια χαρακτηριστική οξεία οσμή.

Λοιπόν νάμαι κι εγώ εδώ η δειλή!!! Εξκιούσμι Λουκίες μου αλλά τέτοιο ξεκατίνιασμα δεν έχω δικέλει ποτές !!! τέτοια γοργόντζα πια, να βγάνετε τα άπλυτά σας στη φόρα και να καταριόσαστε μεταξύ σας, εσείς πρώην φιλινάδες και συναγωνίστριες, σα τις σαρμούτες για τα τσέτουλα, λυσσαγμάν πια!!!! (Αποκατέ).

-ΤΑ ΕΒΑΛΑ στο φαι που τρως μαν.
-Καλη σας ορεξη.
-Μπά μωρή γοργόντζα... Που να βουέλετε πιασμαντό σε μουτζό και φακιροπίπιζα να γίνεται... (Από το μπου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς το ροντοσόλ στα καλιαρντά, δηλαδή το γλείψιμο. Το ροντοσόλ ταιριάζει με το κοντροσόλ (=φιλί και γλείψιμο), ενώ το ροσολιμαντέ ταιριάζει με το πιασμαντέ (=μπαλαμούτι και γλείψιμο). Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το ροσόλι (=σάλιο), που πιθανόν (όχι σίγουρα) ετυμολογείται από το ομώνυμο ιταλικό ηδύποτο (ιταλιστί rosolio).

1. Εισαι θεόλατσος και μπενάβεις μεσίκ. Τζάσε την καθε καλιάρντω, λούγκρα, και ανεμιαρα και άβελε αποκατε να αβελουμε κοντροσόλ και μπιεσμαν. Αβέλω ροσολιμαντε σε καθε διαθεσιμη μπαροτάτη σερμέλα και πούλη, κουραβέλτα, και να πισελουμε μεχρι πρωιας. Με ντέζι, ο τζασλός για εσενα και νταλκαρέτεκνο.

  1. Kουελοσφαλάετε για φακιροπίπιζες και φλοκαρίσματα ή μόνο ροσολιμαντέ; (Από μπουρδελοσάιτ).

  2. Τζασλός ο Λάτσα μαζί με τον Επιτάφιο και έβαλαν τον Λατσολίθαρο να παίρνει τηλ και να λέει ότι εάν ισάντες κάνετε Σωματείο ιμάντες θα σας κυνηγήσουμε στον γιαγκούλα. Και άρχισαν και μπενάβουν ανθυγιεινά κατσίκα και προβάτα ο βλαχοντάνας γιδοσυντηρητής και η ψαμοσκελού ότι θα βάλουν τα τρόκια να τους περιδρομιάσουν.

Δικέλεις άμα γίνει άλλο Σωματείο θα χάσει ο Φίφα τα τιντέλη τα τουρκόζουμα και την σουλάτσα με το τζους λέσι γιατί θα μειωθούν τα ντουλά. Έτσι τους άναψε χαρχάρα όταν έμαθαν τα Χαρχαρότεκνα ότι δεν θα χαλεματούν όπως πρώτα και ότι θα τζάσουν πολλά μέλη τανάκα να δώσουν τον μπερντέ για τις συνδρομές. Διότι τους έχει γίνει μπαρό και ντέζι το καλάμι και τους βγαίνει όλη η λούγκρα τώρα που δικέλουν ότι χάνουν το σουγκρό.

Τους φαίνεται κουλό ότι κάποιοι που ήταν ατζινάβωτοι και μέχρι τώρα τους αβέλαν μπιεσμάν την πούλη ξύπνησαν και θέλουν να τζάσουν.
Άρχισαν και το ροσολιμαντέ στο Πρόεδρο ότι έγιναν λατσά τεκνά και ότι δεν θα πουν άλλα μουσαντά στους Χαρχαροτεκνούς για αυτόν. Όμως με αυτό το πλευρό να πισελάσται. Τα μουσαντά το καπί και το μη μπενά Τέλος. Από εδώ και πέρα θα έχει ντουπ και νταπ για αυτό μαζέψτε τα λυσαγμάν γιατί θα έχουμε μεγάλες κέντες. (Καλιαρντογράφημα που αναλύει την πολιτική ζωή του τόπου σε στυλ ένας πούστης να μιλήσει αποκατέ).

  1. Προτιμώ πομπίνο-φραπέ και ροσολιμαντέ της σερμέλας μου από γκομενίτσες. Δεν σε μπενάβω ανθυγιεινά όμως. Μου άρεσε το ποστάκι σου πολύ. Καλές γιορτές εύχομαι φίλε. (Στρέιτ μπενάβων τα καλιαρντά αποκατέ).

Να ετυμολογείται άραγε από εδώ; Κουλό το κόβω. (από Khan, 30/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κομμουνιστής στα καλιαρντά, ή, όπως εξηγεί ο Ηλίας Πετρόπουλος στο ομώνυμο βιβλίο, ο κόκκινος δημοκράτης, εκ του ρόζος = κόκκινος (< ροζί < γαλλικό rouge ή ιταλικό rosa = τριαντάφυλλο) και του ροβεσπάκης < Robespierre.

Και η Αλέκα η αγαθόκλα αβέλει ντρέσες λουλουδάτο ξώβυζο φουστάνι χωρίς βάτες κι έχει κουρανταρισμένο το παγκρό και κουλικωμένη με ωραία χρώματα και με χαμόγελο colggate λέει ναι στον Αλέξη τον ασούξη, ναι στον Αντώνη τη μπιτζανού, ναι στον Βαγγέλη την μπαλογουγούλφω, ναι στον Φώτη τον ροζοροβεσπάκη, ναι σε όλα……… (Μαρίνα Ζέας αποκατέ).

(από Khan, 08/10/13)(από Khan, 18/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η Πελοπόννησος, επειδή το σχήμα της (με κάμποση φαντασία) μοιάζει με μούντζα, με μια γήινη (βλ. terra στα ιταλικά) παλάμη, με την Τροιζηνία για αντίχειρα, τη Μάνη για μέσο, και ίσως την Ηλεία για μικρό (λέμε τώρα). Η λέξη περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου Τα Καλιαρντά (1971).

Δεν ξερω ποτε θα αριβαρει στην Τερόμουτζα αλλά νομιζω συντομα πρέπει να είναι στο μπεναβοκουσκούσι. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επιτομή του ρητού «πενία τέχνας κατεργάζεται». Πρόκειται για αυτοσχέδιο τσακμάκι που χρησιμοποιούσαν οι ανήλικοι φυλακισμένοι πριν από αρκετές δεκαετίες. Αποτελείται από μια τσακμακόπετρα από αναπτήρα του εμπορίου (αυτό μας δίνει και μια ιδέα για την ηλικία της πατέντας), ένα ξυλαράκι, λίγο βαμβάκι και ένα κομματάκι από σπασμένο τζάμι.

Το βασικό πλεονέκτημα της τιριτόμπας (ή τιριτρόμπας) είναι το αμελητέο μέγεθος των τεμαχίων που την αποτελούν, γεγονός που επιτρέπει την εύκολη απόκρυψή τους σε περίπτωση έρευνας.

Η ετυμολογία της τιριτόμπας παραμένει στο σκοτάδι, το οποίο δεν μπορούν να φωτίσουν ούτε οι φλόγες της φωτιάς που μπορεί κάποιος να ανάψει με το εν λόγω εργαλείο. Λυπάμαι που σας απογοήτευσα. Πάντως, από τα σχόλια εδώ μαθαίνουμε ότι η λέξη είναι μάλλον ιταλικής προέλευσης, ενώ από τα παραδείγματα προκύπτει ότι η τιριτόμπα ήταν σε χρήση τουλάχιστον από το 1947 μέχρι το 1969, αν ληφθεί υπ' όψιν ότι οι συγγραφείς των παρατιθέμενων αποσπασμάτων ήταν φυλακισμένοι εκείνα τα μαύρα χρόνια.

Οι άλλες, θεατρικές ή φαγώσιμες τιριτόμπες κρίνονται παντελώς άσχετες, καθώς δεν συχνάζουν στα μέρη που εχρησιμοποιείτο ο περί ου ο λόγος αναπτήρας.

Τα δικαιώματα επί του ορισμού είναι ευγενής παραχώρηση (muchas gracias) του patsis, ο οποίος και τα είχε κατοχυρώσει προ τριετίας. Για τα σερβιριζόμενα στο λήμμα, αγορανομικώς υπεύθυνος είναι αποκλειστικά ο λημματογράφος.

  1. Κανόνισα [...] και του 'στειλα τσιγάρα και τιριτόμπα. Ξέρεις τι είναι η τιριτόμπα - τι λέω, πού να ξέρεις ; Σ' ένα κομματάκι ξύλο ή στο τακούνι του παπουτσιού, στο πλάι, ανοίγεις μιά τρύπα και φυτεύεις μιά τσακμακόπετρα, που μ' ένα γυαλάκι και λίγο μπαμπάκι γίνεται τσακμάκι πρώτης. 'Οσες έρευνες κι αν κάνουνε, είναι αδύνατο να σ' το βρούνε.

(Χρ. Μίσσιος «...καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», εκδ. Γράμματα).

  1. Στις Φυλακές Εφήβων δεν υπάρχουν τσακμάκια. Οι νεαροί Κατάδικοι για να ανάβουν τα τσιγάρα κατασκευάζουν ένα απλοϊκό τσακμάκι : καρφώνουν σε ένα ξυλαράκι μιά τσακμακόπετρα και μετά (κρατώντας με τον αντίχειρα λίγο μπαμπάκι πλάι στην τσακμακόπετρα) τρίβουν το ξυλαράκι-τσακμακόπετρα σε ένα τζάμι. Αυτό το περίεργο τσακμάκι έχει το περίεργο όνομα τιριτρόμπα. Μέχρι σήμερα ουδείς εζήτησε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την τιριτρόμπα.

(Ηλ. Πετρόπουλος «εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη», εκδ. Νεφέλη).

Ίσκα (από Παπαντώνης, 24/03/12)(από Vrastaman, 25/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified