Selected tags

Further tags

Παράγω ήχους όπως νιιιι συνεχόμενο, ναιαιαια γεμάτο νάζι και γενικότερα όλες οι λέξεις που χρησιμοποιώ από- και κλείεται να μην έχουν ένα ερωτηματικό γεμάτο απορία ή έστω μια γλυκιά κατάληξη.

Συνήθως οι γυναίκες που νιαουρίζουν, πειράζουν ταυτόχρονα και τις άκρες των μαλλιών τους. Όταν τσιρίζουν ή διαμαρτύρονται για κάτι, το νιαούρισμα παύει να είναι όσο να πεις σέξι και καταντάει τσιρίδα σκέτη που σου σπάει τα τύμπανα. Οι κοπέλες που νιαουρίζουν δεν πρέπει να συγχέονται με τις χαζογκόμενες (είναι εντελώς διαφορετική κατηγορία). Επίσης το ότι νιαουρίζουν δεν σημαίνει ότι δεν έχουν άποψη πάνω στο θέμα, απλά το λένε πιο ναζιάρικα (βρε παιδί μου). Δεν είναι απαραίτητο πως τους αρέσουν οι γάτες, το διευκρινίζω.

Τους άντρες ή που τους φτιάχνει πολύ το συγκεκριμένο νιαούρισμα ή που τις κοροϊδεύουν ή στην τελική τις θεωρούν φάκαμπλ. Η γυναίκα που νιαουρίζει θέλει ειδικές οδηγίες χρήσης, όπως και τα γατάκια όταν νιαουρίζουν κάτι ζητάνε αλλά το θέμα είναι να βρεις τι :-)

- Έλα ρε μωρό μουυυυ, πάλι δεν θα’ ρθεις; Έλα (συνεχόμενα), με νευριάζεις (το ν παρατεταμένο, περικαλώ).

*Το παράδειγμα χρειάζεται ηχητική βοήθεια, όπως καταλάβατε.

βλ. και πεινιάω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τριζάτο προέρχεται από παλιά διαφήμιση απορρυπαντικού πιάτων όπου, η ηθοποιός, κρατώντας ένα πιάτο καθαρισμένο από το Χ απορρυπαντικό, έσερνε τον αντίχειρά της στην επιφάνειά του και από την πολλή καθαριότητα (έλλειψη λίπους και από τις δυο επιφάνειες) ακουγόταν ο τριζάτος ήχος.

Τώρα, αν ακολουθήσουμε την παροιμία που μιλά για τριζάτα στήθια, θα φανταστούμε πόσο άσπρα και καθαρά και τριζάτα είναι που αν τα χαϊδέψεις ακούς «τριιιιιιιιζζζζζζζ» και ανάποδα τον αντίχειρα «τροοοοοοοοζζζζζζζζ».

από ΔΠ βουβις

Πρόσεχε πρόσεχε μωρό μου μη μου τα τρίψεις και ξυπνήσει ο άνδρας μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το βλάχικο «τζάτσι» που σημαίνει δέκα (10).

Ο μύθος λέει ότι όταν οι βλάχοι φτιάχνανε τη γλώσσα τους και ειδικά την αρίθμηση (1: ούνου, 2: ντόι, 3: τρέι... 9: νουάουα), δεν μπορούσαν να σκεφτούνε κάτι για να βαφτίσουνε το δέκα. Τότε ένας γάιδαρος πέρασε και πάτησε μια δυνατή κλανιά (ΖΑΤΣ!) και έτσι βγάλανε το δέκα τζάτσι!

Σήμερα λόγω ακριβώς της ομοιότητας με τον ήχο της κλανιάς, χρησιμοποιείται για να περιγράψει το «τάπωμα» λεκτικό ή φυσικό. Χρησιμοποιείται συνήθως στην αρχή ή στο τέλος περιπαικτικών προτάσεων.

Συνηθίζεται πιο πολύ στη Λάρισα και γενικά στη Θεσσαλία πλην Βόλου, όπως επίσης και στα ορεινά του νομού Γρεβενών.

1: Πειραγμένοι πενηντάρηδες (ένας ΠΑΣΟΚ και ένας ΝΔ) παρακολουθούν το ντιμπέιτ των πολιτικών αρχηγών.

(ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ): -Δε θα μας μιλήσετε εσείς για διαφάνεια κ. Καραμανλή!
Πασόκος στο ΝΔ φίλο του: ΖΑΤΣ! Του την είπε τώρα, την πάτησε ο δικός σας!

2: - …και του πάτησε ένα μπουκέτο ρε φίλε... ΖΑΤΣ! Παρ' τον κάτω.

Δες και ζαρτ, κλάσιμο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγελάδα αποκαλείται ο ήχος της σειρήνας, ο οποίος μοιάζει με αυτόν της αγελάδας, με ένα σύντομο αλλά δυνατό «μουυυυυ».

Νοσοκομειακά, πυροσβεστικά και αστυνομικά οχήματα, πέραν της σειρήνας, έχουν την δυνατότητα να βγάλουν από τα ηχεία και τον ήχο της αγελάδας. Συνήθως τον χρησιμοποιούν, όταν κάποιος αγνοήσει τη σειρήνα, λόγω αφηρημάδας, και ο οδηγός για αφύπνιση του βαράει μια γελαδιά.

Επίσης, είναι σήμα κατατεθέν των ασφαλίτικων αυτοκινήτων. To FBI βγάζει την αποσπώμενη σειρήνα, οι ασφαλίτες χρησιμοποιούν την αγελάδα, για να δείξουν τα διακριτικά τους. Ίσως επικράτησε γιατί η πλειονότητα των αστυνομικών (μέχρι πριν και δέκα χρόνια) ήταν βοσκοί από την Πελοπόννησο, που έμπαιναν με καθαρά ρουσφετολογικό τρόπο στα σώματα ασφαλείας.

-Έλα ρε μαλάκα, αργείς;
-Όχι, σε ένα λεπτό είμαι έξω.
-Καλά κάνω ένα γύρω το τετράγωνο, γιατί πίσω είναι η δημοτική με τη 'γελάδα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ποδοσφαιρο-σλάνγκ όρος αναφερόμενος στην κλωτσιά στον αέρα λόγω κακής εκτίμησης της πορείας της επερχόμενης πάσας ή, σε ακραίες περιπτώσεις αμπαλίας, της σταθερής θέσης της μπάλας κατά την εκτέλεση «στημένου».

  2. Ηχοληπτικός σλανγκ όρος αναφερόμενος σε ανεπιθύμητο ακαριαίο ήχο «μικρής έκρηξης» που ακούγεται από τα ηχεία, είτε οφείλεται στην ποιότητα των διασυνδεδεμένων συσκευών (ενισχυτές, όργανα, όφωνα) είτε στην αμπαλία του καλλιτέχνου.

  3. Ηλεκτρικο-ηλεκτρονικός σλανγκ όρος αναφερόμενος στο «κάψιμο» συσκευής ύστερα από βραχυκύκλωμα, το οποίο επίσης συνοδεύεται από ακαριαίο ήχο «μικρής έκρηξης» και πτώση ασφάλειας.

Ντισκλέημερ:

  1. Όπου κάνω λάθος, οι αρμόδιοι ένεκα τεχνογνωσίας ας με διορθώσουν.
  2. Ασφαλώς και υπάρχουν και άλλες σλανγκικές χρήσεις του τσαφ (όπως ξαφνική λάμψη στον ουρανό τύπου διάττοντος αστέρος, κ.α.). Παρακαλείται η κοινότης όπως προσθέσει ό,τι και εφόσον αγαπάει.
  1. Τι τον πήραμε για τέρμα; Για να κάνει τσαφ στο βολέ και να λαχταρούμε;

  2. Στο ιστορικό live-album των Deep Purple «Made in Japan», στο β' μέρος του άσματος «Child In Time», ακούγεται ένα ισχυρό τσαφ, το οποίο οφείλεται σε έκρηξη λάμπας ενισχυτού του κιθαριστού Ριχάρδου Μαυροκιάλλου (ή Μαυροπερισσότερου). Βέβαια, ο αστικός μυθολόγος, επί δεκαετίες διέδιδε ότι επρόκειτο περί πυροβολισμού αυτοκτονούντος Ιάπωνα οπαδού, ο οποίος δεν άντεξε τη συγκίνηση, πράγμα που δεν ισχύει τελικά.

Εθνικός Πειραιώς 1974-75 (από poniroskylo, 17/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντοπιολαλιά από νομό Ηλείας (ΒΑΡΔΑ) που σημαίνει κροτίδα.

Τάκης:
- Κοίτα πώς κυκλοφορεί το τσόκαρο, θέλει να φορέσει και μίνι...
Ανδρέας:
- Ε, ρε σφόκα που θέλει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονοματοποιητική μεταφορά του τυπικού soundtrack που παίζουν τα 150.000 Megawatt ηχητικά συστήματα των απανταχού Καγκούρων (λέγε με ICE στην καγκουροσλάνγκ). Όπως καταλαβαίνει κανείς, η φράσις περιγράφει τον χαρακτηριστικό ήχο των τριανταπεντάλεπτων daaaance χιτακίων, όπου το μπιτάκι τονίζεται με το αντίστοιχο χτύπημα της μπότας, συνοδεία μπάσου ακολουθούμενο από το «τσσστ» του ανασηκωμένου hi-hat (βλ. μήδιον 1 καθώς και τον DJ Κάγκουρα στην δεύτερη καταχώρηση του εξαίρετου σλανγκολήμματος).

Οι πουριτανοί σλανγκομάστορες μπορεί ορθώς να αναρωτηθούν για την δημοφιλία τής εν λόγω έκφρασης (άρα και τον λόγο καταχώρησης του λήμματος), ωστόσο είναι τόσο εύστοχη και αστεία που θεωρώ ότι η διάδοσή της από το έγκριτο τούτο ιστολόγιον είναι επιβεβλημένη.

Σλανγκασίστ από το Νο 338 Tweet του Forrest Gump του Νίκου Ζαχαριάδη στην Athens Voice.

Παράδειγμα από την εν λόγω ασσίστ:

- Κάγκουρας δεν αποκαλείται η επιδειξιοµανής εκείνη µορφή ζωής που περιφέρει τις εξατµίσεις-µπουρί, τις αεροτοµές και το «ντούφτιν-ντούφτιν» ενός επαγγελµατικού ηχητικού συστήµατος σε έναν οποιοδήποτε δρόµο για να το δουν όλοι; - Συνεπώς, µία επαγγελµατίας «ξοδεύτρια διατροφής» που περιφέρει τις αντίστοιχες δικές της αεροτοµές, τις αντίστοιχες δικές της εξατµίσεις και το αντίστοιχο δικό της «ντούφτιν-ντούφτιν» σε ένα οποιοδήποτε κανάλι, για να το δουν όλοι, δεν είναι η θηλυκή εκδοχή του «Κάγκουρα;»
- Άρα η εκποµπή δεν θα µπορούσε κάλλιστα να λέγεται «Real Καγκουρίνες of Athens»;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θόρυβος, φασαρία, δυνατός θόρυβος με την μορφή δυνατού και συνεχόμενου βόμβου.

Κάνω τσαχαλί: κάνω φασαρία για ένα θέμα (όχι με την μορφή καυγά, αλλά δίνω έκταση σε ένα θέμα).

Αναφέρεται στο θόρυβο που κάνουν τα ζώα περνώντας ανάμεσα από χορτάρια (τσάχαλα). Προέρχεται από την λέξη τσάχαλο, την οποία συναντάμε συνήθως στην περιοχή της Ηπείρου. Τσάχαλο (το): τρίμμα ξύλου, αχύρου κ.ά. (άχει – άχι: χορταράκι).

Μεταφορικά: κάτι πολύ αδύνατο και ασθενικό, π.χ. έχει χέρια σαν ~ (πάπυρος larousse, το παπυράκι).

Και στο διαδίκτυο: σκουπιδάκι, μικρόν μόριον κονιορτού (Αραβ.), τρίμμα και ό,τι ξένο σώμα αιωρείται στο νερό, στο γάλα κλπ. Από το ψίχαλο (ψυχίον) =>ψάχαλο =>τσάχαλο

Σημ. σλαγκογράφου (sic): με μεγάλη έκπληξη διαπίστωσα ότι για τη λέξη “τσαχαλί”, που είναι πολύ συνηθισμένη για μένα, δεν υπήρχε αναφορά πουθενά στο διαδίκτυο.

1 Παιδιά γιατί κάνετε όλο αυτό το τσαχαλί; Φορέστε πιτζάμες και πέστε για ύπνο.

  1. - Τι έγινε ρε Μπάμπη και κάνεις τέτοιο τσαχαλί;
    - Δεν είδες τι μου είπε η κουφάλα;
    - Άσε ρε Μπάμπη, δεν είναι για τα μούτρα σου η γκόμενα.

Συμπληρωματικά, βλ. και τσαχάλισμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρέπεται έτσι μειωτικά το όνομα του κόμματος ΣΥνασπισμός ΡΙΖοσπαστικής Αριστεράς, ΣΥ.ΡΙΖ.Α., άκα ΣφΥΡΙΖΑ. Το αντικείμενο της ειρωνικής τροπής είναι η έφεση του συγκεκριμένου κόμματος στον καταγγελτικό λόγο και την διαμαρτυρία, τα οποία εκλαμβάνονται από αντιπάλους του ως απλή τσυρίδα (με ύψιλον μπαμπουινιστί εκ του συρίζω).

  1. Σκίζουν τα στριγκάκια τους στον τΣΥΡΙΖΑ για τους «Τούρκους» (Εδώ).

  2. Η ματαιοπονία του ΤΣΥΡΙΖΑ...
    Η σύμπτυξη των απόμαχων της ανανεωτικής κομμουνιστικής αριστεράς, των ανθρώπων (και αγωνιστών), που έχουν περάσει προ πολλού την κλιμακτήριο της ιδεολογικής και πολιτικής παραγωγικότητας, δημιούργησε το ΣΥΡΙΖΑ.
    Στην κύρια... συνιστώσα του, το Συνασπισμό, η απόπειρα να παντρευτούν η, ανεξίτηλη, ΚΝίτικη κουτοπονηριά, με το σύγχρονο life style, οδήγησε στην επιλογή του …Αλέξη. ( Είναι, περίπου, σίγουρο πως αν τον έλεγαν …Βρασίδα, δεν θα επιλέγονταν !...).
    Για μια σειρά λόγους – δεν είναι απαραίτητη η ανάλυσή τους σ΄ αυτό το σημείωμα – η λέξη και η μεταφορική έννοια «φούσκα», βρήκε σημείο αναφοράς της, εκτός από το χρηματιστήριο και στο όνομα Τσίπρας… (Εδώ).

  3. Κι ἐσὺ τέκνον Τσίριζα;
    syriza watch
    Τελικὰ δὲν εἶναι/ἦταν προνόμιο καὶ τακτικὴ ἀγῶνος μόνον τῶν τεταρτοδιεθνιστῶν! Ἀκροδεξιοὶ προφανῶς, ἔχουν μπουκάρει καὶ στὰ σεπτὰ μετερίζια τῆς Συριζᾶ.
    Διότι... δὲν ἐξηγεῖται ἀλλιῶς...
    Ποιὸς φασίστας ἐνεπνεύσθη τὴν ἀφίσσα αὐτὴ καὶ δὲν ἔβαλε κἄνα σκοῦρο χρωματάκι σὲ (κάποιο ἀπὸ τὰ) προσώπατα τῶν ἀνθρωπακίων-ψηφοφόρωνε; Ποιὸς ῥατσίστας τοὺς ἔκανε ὅλους λευκούς; Ποιὸς ἀποκλείει τοὺς ἀφροαφρικανούς, ἔγχρωμους, χαλκόχρωμους,ἐρυθρόδερμους, κίτρινους ἀπὸ τὸ γίγνεσθαι τῆς χώρας μας ἡ ὁποία τόσα χρωστᾷ σὲ αὐτούς; Ποιὸς προκρίνει τὴν πολιτικὴ γκετοποιήσης; Γιατὶ ἐνθαρρύνονται τέτοια σκοταδιστικὰ φαινόμενα ἐντὸς μάλιστα τοῦ τεμένους τῆς ἀνοχῆς τοῦ διαφορετικοῦ, τοῦ πολυχρονεμένου μας συριζᾶ; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράφει κινητήρες πετρελαίου που κροταλίζουν περισσότερο από το κανονικό. Ενδεικτικό είτε αρρύθμιστου κινητήρα, είτε σοβαρότερης βλάβης.

Έχει να κάνει με τον τενεκεδένιο ήχο που κάνει το καπάκι στις φθηνές παλαιές κατσαρόλες, όταν αυτό χτυπάει επάνω της όταν βράζει το νερό / φαγητό.


Ο ίδιος όρος επίσης χρησιμοποιείται και για τα «απρόσωπα» αυτοκίνητα, δηλαδή εκείνα που έχουν φτιαχτεί κυρίως για να εξυπηρετούν απλώς τις ανάγκες μεταφοράς από ένα σημείο στο άλλο και όχι για, ή και για οδηγική απόλαυση.

Έχει να κάνει με το ότι μία κατσαρόλα είναι ένα απλό χρηστικό αντικείμενο που υπάρχει απλά και μόνον για να κάνει την δουλειά του και όχι για να προσφέρει διασκέδαση, απόλαυση ή χαρά (το φαγητό που μαγειρεύεται μέσα στην κατσαρόλα είναι άλλη ιστορία βέβαια...).

  1. Σαν κατσαρόλα ακούγεται το μοτέρ σου...

  2. Αυτό το αυτοκίνητο δεν έχει «ψυχή», σκέτη κατσαρόλα είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified