Selected tags

Further tags

Η λεσβία με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά, το αγοροκόριτσο. Από το αγγλικό tomboy, που ιστορείται από τον 16ο αιώνα.

Κλασικά τομ μπόι, αισθανόμουν πάρα πολύ άνετα με τα αγόρια, τα κορίτσια μου έφερναν ένα στρες. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 56).

Got a better definition? Add it!

Published

Σε προέκταση των άλλων ορισμών είναι η λεσβία με στερεοτυπικά αρρενωπό ρόλο, η νταλίκα ή μπουτς ή τζίβα.

Βασίλισσα το έχει το γυναικάκι ο λαχαναγορίτης.

Got a better definition? Add it!

Published

Αλλιώς η νταλίκα, δηλαδή η λεσβία που έχει ρόλο με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά. Είναι σχετικά παλαιακό.

Βασίλισσα το έχει το γυναικάκι ο νταλικιέρης.

Got a better definition? Add it!

Published

Απόδοση στα ελληνικά του όρου μπουτς που σημαίνει τη λεσβία που έχει ρόλο με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά. Κυριότερα συνώνυμα: νταλίκα, τζίβα. Η έκφραση είναι παλαιακή.

Βασίλισσα το έχει το γυναικάκι ο χασάπακλας.

Got a better definition? Add it!

Published

Η λεσβία που έχει στερεοτυπικά αρρενωπό ρόλο, η μπουτς ή νταλίκα ή τζίβα.

Πολύ γαλαντόμα και εγώ τη γυναίκα θα την έχω βασίλισσα, ξέρεις άντρας. (Μαρία, 47 χρονών).(Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 46).

Got a better definition? Add it!

Published

Σε προέκταση του άλλου ορισμού για το τριχωτό του εφηβαίου είναι η λεσβία και μάλιστα αυτή που έχει τα στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά, η μπουτς ή νταλίκα. Ο αντίθετος ρόλος λέγεται μούντζα ή φαμ ή γυναικάκι.

Δεν είναι "ομόφυλο" ζευγάρι, είναι τζίβα και μούντζα. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 46).

Got a better definition? Add it!

Published

Η λεσβία που έχει στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά, η μπουτς ή νταλίκα εκ του αγγλικού dildo που σημαίνει δονητής. Ο αντίθετος ρόλος είναι η φαμ ή γυναικάκι. Η έκφραση είναι παλαιακή, περίπου της δεκαετίας του 1990.

Αυτός είναι καθαρός ντίλντος (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 45).

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορά στα ελληνικά του αγγλικού όρου μπουτς, σημαίνει τη λεσβία η οποία επιτελεί ρόλο με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά. Ο αντίθετος ρόλος λέγεται φαμ.

Μου λέει είσαι μπουτσάκι, επειδή είσαι αρρενωπή, αντροφέρνεις. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 42).

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορά στα ελληνικά του αγγλικού όρου μπουτς, σημαίνει τη λεσβία η οποία επιτελεί ρόλο με στερεοτυπικά ανδρικά χαρακτηριστικά. Ο αντίθετος ρόλος λέγεται φαμ.

  1. Φαμ, δηλαδή η άλλη φοράει τακούνια και μέικ απ και τέτοια που φοράνε οι στρέιτ. Ή ξερωγώ η άλλη είναι μπουτσαριό ή μπουτς. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 42).
  2. Ο όρος μπουτς σηματοδοτεί την υπερβολική και στερεοτυπική αρρενωπότητα, αν και κάποιες διεκδικούν τον "σεβασμό για τα μπουτσαριά", όπως είπε η Αιμιλία λίγο αργότερα, καθώς η ίδια τείνει να αυτοχαρακτηρίζεται ως μπουτσαριό (Ό.π., σ. 43).

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι και ένας σύντομος και πιο βολικός τρόπος να πεις για κάποιον ότι είναι κλαρινογαμπρός, χωρίς να προσφύγεις στο αγγλότροπο κλάριν.

Κλαρίνον το κυριολεκτικόν

Κλαρινογαμπρός ως γνωστόν είναι ο ποζεράς που αγρεύει γκόμενες ή που απλώς εκθέτει με ποζεράδικο τρόπο τα κάλλη του για να τον αγρεύσουν αυτές, κάνοντας διάφορες εμφανισιακές καγκουριές, όπως λ.χ. τατουάζ μανίκια, κουρέματα όπου τα μαλλιά είναι ξυρισμένα στα πλάγια και φουντωτά πάνω με διάφορες φράντζες, γραμμωμένο σώμα με εξαπάκετο, μπλούζες με V για να φαίνονται οι γυμνασμένοι μύες του στήθους, μούσι Λεωνίδας, πατούμενα με αερόσολες κ.ο.κ. Τώρα που αβέλει λατσοτέμπα, κυκλοφορούν και ως κλαρινοπαραλίες, όπου μπορούν να επιδείξουν ακόμη πιο ευχερώς τους μύες και την body art των τατουάζ τους (έως και ταπετσαρία) μαζί με ποζεράδικα μαγιό και σανδάλια.

Κλαρίνα κατά Μikeius

  1. min akouw kagkoures na lene oti eimai klarino ta pairnw!! (Εδώ).
  2. Πούτσες; Τις παιζω στα δαχτυλα τις πουτσες. Ζούμε σε μια κοινωνία γεμάτη παράσιτα. Κάγκουρες, σκατοκέφαλοι, κλαρίνα, χαζογκόμενες, λατέρνες, φιλενάδες, σιχαμένοι χίπστερς κτλ προκαλούν εμετό στα μάτια, τα αυτιά και το στομάχι μας. Ταυτόχρονα. Και επειδή λύση στον ορίζοντα δεν βλέπουμε, πρέπει να κάνουμε κάτι από μόνοι μας γι’ αυτό. (Λίγα λόγια για μας. Η χούντα μας).
  3. αυτές είναι μηχανές! όχι αυτές της αηδίες που καβαλάτε! παλιό κλαρίνα ! (Εδώ).

Κλαρινορονάλντο με ένα σχετικό τζέντερ μπλέντερ που επιτάσσει το Τζιναβονήσι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified