Δεν πρόλαβα να βγάλω λέξη από το στόμα μου, ή να κάνω οτιδήποτε, επειδή κάποιος άλλος μονοπωλούσε την συζήτηση ή, γενικώς, τα 'κανε όλα μόνος του.

Παίζαμε στο ίδιο γήπεδο, σφύριξε η λήξη και την μπάλα στα πόδια μου δεν την είδα, την είχε ο άλλος, ο παράλλος, κάποιος, εγώ μια φορά δεν την είδα. Η μπάλα σε αυτό τον βαθύ στοχασμό είναι η μεταφορική έννοια που εκφράζει την σειρά στην συζήτηση, ή σε μια συνέχεια ενεργειών.

Αφορά συνήθως διαλόγους, συνομιλίες κ.λπ. μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων. Παίζει ιδιαίτερα άμα σου κάτσει συζήτηση με άτομα που διακόπτουν τον εαυτό τους, μπουρμπούραγες και γλωσσοκοπάνες.

Και καλά άμα τον ξέρεις τον άλλο, κολλητός κιέτσ', είσαι προετοιμασμένος αρμοδίως κι όταν τον πιάνει η μαλακία, του παίρνεις την μπάλα από τα πόδια θρασύτατα τ. «πάλι μονότερμα θα με πας ρε, κάτσε να σου πω εγώ και μου λες». Αν δεν τον ξέρεις και σου βρεθεί σε παρέα απρόοπτα την έκατσες, αφενός γιατί σε πιάνει απροετοίμαστο, αφεδύο γιατί τί να του πεις τώρα ξένου ανθρώπα, τόνε ντρέπεσαι και την τρως...

Όταν αφορά ενέργειες, συχνά δεν είναι και χάλια να μην παίρνεις πάσα, μπορείς να ξαπλώσεις κάτω από το πεύκο παίζοντας την φλογέρα σου, όσο ο άλλος κάνει τα πάντα για πάρτη σου κι όταν ολοκληρώσει, να σηκωθείς, να τινάξεις τις πευκοβελόνες και να τον ευχαριστήσεις που σε βοήθησε.

Πάσα: acg από το ΔΠ.

  1. Κρυφό τεύχος της Φραπέ Slangossip (το εξώφυλλο που απορρίφθηκε):

Νέα από την τελευταία συνάντα slang.gr Νοτίου Ελλάδος: «Δεν πήρα πάσα» ομολόγησε ο ρουμάνος. Ποια πρωτοπαλίκαρά του μονοπώλησαν την συζήτηση. Έξτρα cd με τα ροχαλητά όσων δεν είδαν καν την μπάλα... μπόνους μήδι με δαιμονικό γέλιο, έτοιμο για uploading.

  1. (ευγενική χορηγία από poniroskylo)
    - Είχε και κάτι ντολμαδάκια... ωραία φαινόντανε, αλλά δεν πήρα πάσα... μέχρι ν' ανοίξω το κρασί, πέσανε όλοι οι νηστικοί και τα εξαφανίσανε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified