Selected tags

Further tags

Η παρατεταμένη κατάποση αλκοόλ, κυρίως με παρέα κατά τις μεσημεριανές ώρες που συνεπάγεται άραγμα για μαγείρεμα σε κάποιο σπίτι με σκοπό την ανανέωση και ενδυνάμωση του συστήματος/οργανισμού ώστε να μπορεί να συνεχιστεί το πιώμα.

Κατά πάσα πιθανότητα μαγειρεύει κάποιος ανίδεος από μαγειρική, με τυχαία συστατικά και κάθε ένας από την παρέα προσθέτει/πετάει και κάτι δικό του επικαλούμενος την «μεγάλη» εμπειρία του στη μαγερική.

Κλασσική αντίδραση όταν κάποιος ασκεί «κριτική» με το συστατικό που προστέθηκε είναι: «Άσε ρε μαλάκα, σου λέω θα γίνει τούμπανο».

Βασικά χαρακτηριστικά της κατάστασης:

1) Κανείς δε καταφέρνει να φύγει από το σπίτι.
2) Ενώ ο σκοπός είναι να το ξενέρωμα απ' τό αλκοόλ, όλοι πίνουν μια ζεστή συνήθως μπύρα.
3) Από αυτούς πού πετάνε τα έξτρα υλικά, κάποιος θα πετάξει και μια μαλακία μέσα που είτε θα το καταστρέψει και θα ξαναρχίσει η «συνταγή» με ακόμα χειρότερες προσδοκίες, είτε θα καταλήξει να τρώνε μη φαγώσιμα υλικά (όπως γραβάτες).
4) Σημαντικό βάρος του λήμματος δίνεται στο έξτρα, παντελώς άκυρο υλικό που θα κάνει τους πάντες να πανηγυρίσουν με την μέγιστη μαλακία που μόλις έγινε. Εάν το υλικό που προστέθηκε είναι αβλαβές θα γίνει σίγουρα κάποιο προσποίηση ότι θα φαγωθεί, έτσι για να βγει καμιά φωτογραφία. Αυτός που κάνει ότι το τρώει έχει πάντα σοβαρό ύφος ότι δε τρέχει τίποτα.
5) Κλασσική συνταγή είναι η ομελέτα, με τυρί και μπαλαντέρ την γραβάτα του μάγειρα!!

- Ρε μαλάκα, σόρυ που έφυγα χτες. Μου έπρηξε το παπάρι η δικιά μου.
- Φίλε καλύτερα που την έκανες.
- Γιατί ρε, γαμώ ήταν που μαζευτήκαμε μετά από τόσο καιρό για ουζάκια.
- Ναι ναι, γαμώ.... γραβάτες τηγανίσαμε.
- Χαχα, τι εννοείς ρε μαλάκα;
- Γάμησέ τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρσενικό. 'Η και εμπειριάκιας. Η μάστιγα κάθε παρέας. Πριν αναλυθεί το φαινόμενο εμπειρίας θα πρέπει να τονισθεί ότι η ύπαρξή του σίγουρα προϋπήρχε προ Νεοελληνικών μετά-ογδόνταζ χρόνων αλλά η έξαρση του φαινομένου λαμβάνει χώρα τις τελευταίες δεκαετίες.

Ο εμπειρίας είναι ένα πιο θρασύ είδος ξερόλα, με διαφορετικά ωστόσο κίνητρα, αλλά με παρόμοια απωθητικά χαρακτηριστικά για την παρέα που θα 'χει την ατυχία να τον υποστεί. Διαφέρει με τον ξερόλα στο ότι ο μεν ξερόλας θα προσπαθήσει να πείσει τα μέλη της παρέας του ότι έχει την γνώση των πραγμάτων, καταστάσεων κτλ., ο δε εμπειρίας ότι τα έχει ζήσει. Πρόκειται για το επόμενο, πιο χαρντκόρ και πιο επικίνδυνο στάδιο του ξερόλα.

Μπορεί να δημιουργήσει ακόμα και εντάσεις στην παρέα αν αμφισβητηθεί το μέγεθος ή η ποιότητα των εμπειριών που έχει παραθέσει οι οποίες κατά 99% είναι ασύστολα ψεύδη.

Ο εμπειρίας θα προσπαθήσει να σε πείσει να μην παίξεις στο ΠΡΟ-ΠΟ το Ολυμπιακός~Καλλονή άσσο, γιατί πριν χρόνια του συνέβη κάτι παρόμοιο και παρά τρίχα έχασε το 13άρι. Επίσης να μην ταξιδέψεις Βόλο το σαβ/κο γιατί πριν χρόνια (πάλι) του επιτέθηκε ένα σμήνος ανθρωποφάγων ακρίδων και στο τσακ γλίτωσε όταν έβγαλε το tactical μαχαίρι του και άρχισε να τις ακρωτηριάζει μία προς μία. Το ότι έχει γαμήσει όλες τις γκόμενες της Αθήνας, έχει πάει σε όλα τα κλαμπ από 100 φορές στο καθένα, γυμναστήριο παίζει πάγκο τα 150 για προθέρμανση (κι ας είναι σαν τσίρος), είναι το ψωμοτύρι αυτού του κρετίνου.

Στην πραγματικότητα είναι μόνος χωρίς φίλους και αγκόμενος επί μονίμου βάσεως. Αν τύχει στον δρόμο ή στην παρέα σας αυτός ο αρχικαραγκιόζης έχετε μονάχα 2 επιλογές. Ή να τον αποφύγετε αφού υποστείτε κανά δυο ψεύδη του με διακριτικό τρόπο ή να τον αρχίσετε επιτόπου στα κλωτσομπουνίδια...

- Kαλά τι μας είπε ρε ο άνθρωπας. Ότι πήγε στο Envy, έκανε λογαριασμό 500 και γάμησε 2 γκόμενες μαζί στις τουαλέτες;
- Γάμησε τον μωρέ τον εμπειριάκια. Μαλάκας ψεύτης είναι από τότε που τον ξέρω.

(από Mpiliardakias, 30/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την αγγλική λέξη chill.

Φράση που εκφράζεται συνήθως από πολύ αραχτούς τύπους (στη πλειοψηφία τους χασίκλες) όταν κάποιος από τη παρέα εκφράσει κάποιο προβληματισμό/χάρη/ιδέα για δράση ή σήκωμα από το καναπέ.

1) - Θα παίξουμε κάνα λολάκι;
- Τσίλ ρε

2)
- Ρε, πιάσε λίγο το νερό
- Τσίλ ρε

3)
- Πάμε Bora Bora;
- Τσίλ ρε

4)
- Σκέφτομαι σοβαρά να κόψω τις φλέβες μου
- Τσίλ ρε

chilly willy (από dryhammer, 06/09/14)όλα τα λάικ Χ2 (από dryhammer, 06/09/14)όλα τα λάικ Χ2 (από dryhammer, 06/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντροπαρέα πολλών πούτσων.

- Βγήκες χθες μαν;
- Ναι μωρέ με τη ψωλαρχία, κλασικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοκταίηλ σερβιρισμένο στο σκαμμένο εσωτερικό ενός καρπουζιού, το οποίο χρησιμεύει ως δοχείο και για να δίνει τη γλυκιά γεύση του στο περιεχόμενο. Πίνεται με καλαμάκια από την παρέα - υποτίθεται ότι παίζει και με βιδωτό βρυσάκι στο κάτω μέρος του καρπουζιού.

Πολύ καλοκαιρινό, παρεΐστικο και ταιριαστό με beach bar και ψιλοξεσαλώματα (τα γλυκά κοκταίηλ βαράνε!).

Από εδώ:

Ένα παιδί από την Κω έμαθε στην παρέα την Καρπουζοχαρά. Δες κι εσύ για να μαθαίνεις.
Παίρνεις καρπούζι, ρούμι, χυμούς, πάγο, μαχαίρι, κουτάλι, καλαμάκια και σουρωτήρι.
Από το καρπούζι κόβεις το 1/4.
[...]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάποιος/α μας λείπει πολύ (λέμε τώρα) και τσουπ εμφανίζεται (φτου κακά).

Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο, τα 'χαμε χύμα ήρθαν και τσουβαλάτα, ψωμί περιμέναμε, τυρί μας ήρθε...

Είσαστε μια παρέα και έρχεται ένας ανεπιθύμητος, ένας που δεν το γουστάρεις/ετε, που λέει ξενέρωτα, ένας μπελάς δηλαδή.... αντί να πεις «τώωωρα δέσαμε» ή «καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο», λες «πού ήσουν τόση ώρα και γαμούσαμε τον άλλονε».

Σύγκρινε: είχαμε σκατά σακί, μας ήρθε και ταγάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανήκει στο ιδίωμα του κόσμου του θεάτρου και σημαίνει ότι τα μέλη ενός θιάσου έχουν πολύ καλές σχέσεις μεταξύ τους στην πραγματική ζωή με ευεργετική επίδραση και για το πώς συνεργάζονται για την παράσταση.

Η συνηθέστερη κλισεδιάρικη φράση είναι «κάνουμε καλό καμαρίνι κι αυτό βγαίνει στην σκηνή», ή κάποια παρόμοια (βλέπε παραδείγματα), η οποία όμως όταν λέγεται ως απάντηση σε πρωινατζούδες βγάζει μια ξανθεμετική μικροαστίλα και έναν πολύ έντονο ναρκισσισμό τύπου «χαιρόμαστε που όλοι εμείς τα σελεμπριτόνια περνάμε τόσο καλά μεταξύ μας και αυτό περνάει και σε εσάς που μας θαυμάζετε». Συναφής φράση το «περνάμε υπέροχα και αυτό βγαίνει στον κόσμο». Η κινηματογραφική ή τηλεοπτική εκδοχή είναι «περνάμε υπέροχα/ τέλεια στα γυρίσματα και αυτό βγαίνει στον κόσμο».

Παρόμοιες φράσεις μπορούν να λεχθούν και ευρύτερα όταν μια ομάδα έχει συναίσθηση ότι αποτελεί τρελό παρεάκι και περνάει τόσο καλά, ώστε μεταδίδει το καλό μουντ (τ. αξίζω) και την ωραία ατμόσφαιρα και στους θεατές της, εννοείται με (αυτο)ειρωνική διάθεση.

  1. - Περνάμε καλά στα καμαρίνια κι αυτό βγαίνει στην σκηνή!
    Καλά μιλάμε, τα μέλη του συγκεκριμένου κυβερνητικού σχήματος, πρέπει να περνάνε πολύ καλά στα παρασκήνια. Φαίνεται αυτό, κάνει μπαμ από χίλια μέτρα! Εκρήγνυται μπροστά στα μάτια μας αυτό το περίσσευμα αγάπης, η στοργή, η τρυφερότητα, τα βαθιά φιλικά αισθήματα που τρέφουν ο ένας για τον άλλον:
    - Μαζί στη ζωή, μαζί και στον θάνατο (σου)!
    Περνάνε καλά στα καμαρίνια τα παιδιά… Κι αυτό βγαίνει στη σκηνή… Βγαίνει επίσης και στη μικρή οθόνη. Ξέρετε, το κλασικό το πλάνο που μπαίνουν ένας – ένας για υπουργικό συμβούλιο. Η κάμερα είναι τώρα… που να σου πω… πως κάνουμε το σταυρό με το δεξί το χεράκι; Καμία σχέση! Έξω αριστερά. Και περνάει ο θίασος να μπει μέσα. Και τη βλέπεις, αγάπη μου, την ξινίλα! Το βλέπεις το μάτι το στριτζωμένο, το κολλημένο χαμόγελο – η χαρά του συρραπτικού. Βλέπεις πως καρφώνουν το βλέμμα στην πλάτη του μπροστινού. Αυτό δεν είναι βλέμμα… Αυτό είναι «ένα μικρό μικρό μαχαίρι» που έλεγε κι ο Λόρκα – μια που μιλάμε για θέατρο… (Όχι κύριοι υπουργοί, ο Λόρκα δεν πήρε μεταγραφή στον Πανιώνιο, συγγραφέας ήτανε, τίποτα σπουδαίο, μην θορυβείστε)…

- Περνάμε καλά στα καμαρίνια κι αυτό βγαίνει στη σκηνή!

Η Μπιρμπίλη σκοτωμένη με τον Ρέππα και τον Ραγκούση. Ο Ραγκούσης με τον δόλιο τον Ντόλιο. Ο Διαμαντίδης με τον Βλάχο. Οι Χρυσοχοΐδης με τον Παπακωνσταντίνου. Ο Παπουτσής με τον Παπακωνσταντίνου. Ο Βενιζέλος με τον Παπακωνσταντίνου. Ο Παπαϊωάννου με τον Παπακωνσταντίνου. Ο Καστανίδης δεν θυμάμαι. Ο Πάγκαλος με το σύμπαν: Όσους τα φάγανε κι όσους τα φτύσανε. (Εδώ).

  1. (Κυριολεκτική χρήση εδώ)

«Περνάμε καλά στα καμαρίνια και αυτό βγαίνει και προς τα έξω». Αυτή είναι μια κλισέ φράση που χρησιμοποιούν συχνά οι ηθοποιοί. Σε κάποιες περιπτώσεις όμως φαίνεται να ισχύει, αφού και το καμαρίνι παίζει το ρόλο του… [...] Δεν είναι όμως ένα καμαρίνι σαν όλα τα άλλα… Όπως έγραψε και ο ίδιος ο Αργύρης Αγγέλου, είναι: «Το ωραιότερο θερινό καμαρίνι!». Μεγάλο, ανοιχτό, καθαρό και γεμάτο αφίσες από ταινίες του Hollywood. Πώς να μη σου φτιάξει τη διάθεση προτού βγεις στη σκηνή, λοιπόν;

  1. Στις πρόβες περνάμε υπέροχα και αυτό βγαίνει προς τα έξω και το εισπράττει ο κόσμος. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακόμη να γυρνάει, εννοείται «το τσιγάρο στην παρέα».

Από τις πιο κλασικές μπαφοκουβέντες, απευθύνεται σε άτομα που απ' τη χασισολογοδιάρροια, τη μαστούρα, ή απλά από κουτοπονηριά, κροκοδειλιάζουν, καβατζώνουν το τσιγάρο και δεν το περνάνε στον επόμενο, ως είθισται, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.

Η φράση είναι τόσο διαδομένη που θα την ακούσεις συχνά και μακριά από χασίσια, μεταφορικά, σε καταστάσεις που κάποιος διεκδικεί ετσιθελικά τη μερίδα του λέοντος.

  1. Μια φορά σταμάτησα την παράσταση γιατί κάποιος κάπνιζε μπάφο Του είπα- να γυρίζει φίλε - κι η παράσταση συνεχίστηκε κανονικά (από τουίτερ)

  2. «Να γυρνάει ρε να γυρνάει όχι όλο δικό σου είμαστε τόσοι εσύ το έσκασες». Μια τζούρα και το μυαλό σου έφυγε για μια στιγμή.. (από ιστολόι)

  3. Έλα να γυρίζει ρε φίλε να την ακούσουμε & εμεις (από τουίτερ)

  4. - Στην υγειά μου ...
    - Σού'χω πει να γυρνάει ρε παρτάκια.
    (από φόρουμ)

Χασισοσοφία: να γυρίζει, στρίφτης σκάστης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιο έδεσμα είναι τόσο καλό που δε θες να το μοιραστείς με κανέναν.

- Πώς σας φάνηκε το τιραμισού;
- Να τρώει ο Λυριτζής και στον Οικονόμου να μη δίνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι αστεία για πούστηδες γενικά κι' αόριστα, ούτε και ύπουλα ή μοχθηρά αστεία, όπως ίσως θα προϊδέαζε το αργκοπρόθημα πουστο-, αλλά: είδος χαβαλέ σε αντροπαρέα στρέηδων που εκδηλώνεται με παιγνιώδη θηλυπρέπεια ή γενικότερα με προσβολή του ανδρισμού μελών της παρέας. Μ' άλλα λόγια, αντρίλες που γίνονται συνειδητά και για πλάκα.

Τα πουστοαστεία είναι συχνό μοτίβο στις αντροπαρέες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρόκειται για κρυφοαδερφές –αν και θα μπορούσε κάποιος να εικάσει ότι όταν πρόκειται για το συχνότερο μοτίβο χαβαλέ στην παρέα, τότε η παρέα θα διαλυθεί αργά ή γρήγορα λόγω αναπάντεχης διείσδυσης πάνω σε κάποιο μεθύσι δίχως αύριο.

Συνήθως πάντως, τα πουστοαστεία, πέρ' απ' την απλή πλάκα, εξυπηρετούν βασικές ανάγκες, όπως (α) η ανάγκη εξοικείωσης με το άγνωστο που σκανδαλίζει (σε φάση, το μαύρο χιούμορ εξοικειώνει με το θάνατο), (β) η ανάγκη να ταπώσουμε τον φίλο που χθες έχυσε κώλο ενώ εμείς τη χαρτοπετσέτα (ώ ναί: είναι ανησυχητικά πολλοί αυτοί που τον παίζουν πάνω απ' τη χαρτοπετσέτα να περιμένει... η δικαιολογία: «ε τί ρε; να τα κάνω όλα μουνί;»...), (γ) η ανάγκη απλά να τσιγκλήσουμε και να έρθουμε στα χέρια με ένα φίλο χωρίς να υπάρχει κανένας σοβαρός λόγος έξω απ' τα τσαμπουκοντουζένια της ηλικίας. Τέτοιες ανάγκες.

Σε μεγαλύτερες ηλικίες που τέτοιες ανάγκες λίγο-πολύ εκλείπουν, τα πουστοαστεία είτε εκλείπουν κι' αυτά, ή γίνονται εισμνήμιν του παλιού καλού και ξέγνοιαστου καιρού.

Από την όποια εμπειρία μου, να πω ακόμη ότι τα πουστοαστεία δεν είναι βέβαια καθόλου ελληνική πατέντα. Μόνο η λέξη είναι, την οποία όμως και δεν βρίσκω πουθενά στο διαδίκτυο, και μπαίνω στον πειρασμό να το παίξω επαρχιώτης και να πω ότι πρόκειται για εντελώς δικό μου σαλονικιό νεολογισμό... Αλλά δυστυχώς, την κουβέντα την έχω ακούσει αρκετά ώστε να ξέρω ότι παίζει. Είναι άλλωστε κι' αυτή ευκολάκι.

- Έπ! Έλα ρε μαλάκα Μάκης, πού ησουν χθές, και σού 'χα φέρει και μωρά απ' τη σχολή και δέ μπορούσα να τα κουμαντάρω μόνος;
- Όχι ρε σύ! μαλακία... τσκ... Πέρασα απο Λάκη ρε, στο γραφείο, μάζεψε τους δικούς του, Τάκη, Σάκη, Πάκη, ξές, και θα παίζαμε Χόν μέχρι να πεθάνουμε, δίκτυο κι' έτσι έχει εκεί βασικά.
- Ε ωραία ρε, σκατοκυρίλα... Καλά ητανε;
- Ντάξ... όλα καλά βασικά, μέχρι που άρχισαν τα πουστοαστεία τους να πούμε, και όχι «όλο εγώ παω μπότομ ρε κορίτσια, πώς την έχετε δεί», και όχι «καλε αυτός ειναι ήδη λέβελ έξι, θα μας πισωκολλάει αόρατα», και όχι «άλλο πράμα πάντως να το παίζουμ' ο καθένας απ' το σπίτι κι' αλλο η λάιβ πεντούζα», και όχι «βάλε μας κι' ένα ward εκεί που δε βλέπει ο ήλιος» και –Α ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ!... τους σιχάθηκε το μουνί μου να πούμε...
- Αχ πές μου κι' άλλα!...
- Θα σ' τα γρατζουνήσω αργότερα στη πλάτη, αγόρι...
- ...
- ...Και γιά πές, τα μωρά θα σκάσουνε και σήμερα;...
- Ε ναί, στάνταρ! Κάτσ' πάρω κανα τηλέφωνο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified