Οι στερεότυπες, δογματικές, κενές περιεχομένου πλην πάντα καμαρωτές κασέτες πολιτικών, δημοσιοκάφρων, συνδικαλιστών και πάσης φύσεως -πατέρων και λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων.

Η παραδοσιακή αριστερά έχει συνεισφέρει τα μάλα στον πλούτο της ξύλινης γλώσσας, χωρίς όμως να κατέχει οποιαδήποτε αποκλειστικότητα.

Αντιδάνειο εκ των γαλλικών xyloglossie και xylolalie.

- Εξαιρετικός οδηγός ξύλινης γλώσσας άνευ διδασκάλου, εδώ.

Τυχαία δειγματοληψία ξύλινων εκφράσεων που φορέθηκαν τα τελευταία χρόνια:

Κομματική ξύλινη γλώσσα

  • Αγαπητέ σύντροφε, εάν διαβάζεις κάθε μέρα τον Ριζοσπάστη, θα ξεπηδούν από μόνα τους τα αναγκαία επιχειρήματα, χωρίς να χρειάζεται να σκέφτεσαι (Οδηγητής)
  • Αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη
  • Αντιλαϊκή συναίνεση
  • Αντιμνημονιακός
  • Απόψε νίκησε η δημοκρατία
  • Αστικορεβιζιονιστές
  • Αυγό του φιδιού
  • Αυτοδιοικητικοί
  • Βαθύ ΠΑΣΟΚ
  • Βάναυση αντιλαϊκή πολιτική
  • Για ένα καλύτερο αύριο
  • Δάνειες συνάμεις
  • Δεν θα διστάσουμε να θίξουμε κεκτημένα συμφέροντα
  • Διαλεκτικό προτσές
  • Διαρθρωτικές αλλαγές
  • Δημοκρατικές χώρες (κυρίες με αναφορά σε χώρες τ. Β. Κορέα)
  • Δούναβης της σκέψης (ο Νικολάε Τσαουσέσκου)
  • Εθνικά περήφανο και κοινωνικά δίκαιο
  • Εθνοσωτήριος επανάστασις
  • Το Κόμμα μας υποβάλλει σε θυσίες για να γινόμαστε καλύτεροι κομμουνιστές. Είμαστε το Κόμμα των Θυσιών!
  • Είναι «ξύλινη γλώσσα» το ότι υπάρχει ταξική εκμετάλλευση;
  • Εκσυγχρονισμός
  • Επαγρύπνηση
  • Επάρατος επταετία
  • Έχοντες και κατέχοντες
  • Ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε
  • Ή μαζί μας ή εναντίον μας
  • Η μεγάλη δημοκρατική παράταξη
  • Η παράταξη που ανέδειξε έναν Ελευθέριο Βενιζέλο
  • Η μεγάλη φιλελεύθερη παράταξη της Ν.Δ.
  • Θα διαφυλάξουμε με κάθε τρόπο το εισόδημα του ελληνικού λαού
  • Θα λάβουμε πρόσθετα μέτρα αν χρειαστεί
  • Θα χυθεί άπλετο φως
  • Ιδεολογική επιτροπή
  • Ιμπεριαλισμός
  • Κάνουμε πράξη το όραμα
  • Καταδικασμένος στην συνείδηση του λαού
  • Κλιμάκωση του αγώνα
  • Κρέας για κανόνια
  • Λακέδες των ντόπιων και ξένων μονοπωλίων
  • Λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις
  • Μεγάλος Τιμονιέρης (Μάο Τσε Τούνγκ)
  • Με ενότητα κι αγώνα!
  • Μηδενική ανοχή στη διαφθορά
  • Νεροκουβαλητής στον μύλο της αντίδρασης
  • Ο τάδε είναι ένα καταξιωμένο στέλεχος του κινήματος
  • Παραμένω απλός στρατιώτης της παράταξης
  • Περήφανα νιάτα, τιμημένα γηρατειά
  • Πιστός σύντροφος
  • Πλατιές λαϊκές μάζες
  • Πολιτική (αλλά όχι κομματική) αποκατάσταση
  • Πολυκατοικία
  • Πράσινη ανάπτυξη
  • Πρώτοι στα μαθήματα και πρώτοι στον αγώνα
  • Ρήξεις με το κατεστημένο
  • Σκληρό ροκ
  • Στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα
  • Στηρίζω Κουλούρη, να πέσει το αγγούρι
  • Συμμετοχή του κυρίαρχου λαού
  • Το Κόμμα δεν κάνει λάθη
  • Τον πολέμησαν τα γνωστά κέντρα
  • Τον πολέμησαν τα γνωστά συμφέροντα
  • Τροϊκανοί
  • Φόλα στο σκύλο...
  • Χάρτινη τίγρη
  • Χρονοντούλαπο της ιστορίας

Δημοσιοκαφρική ξύλινη γλώσσα

  • Aυξήσεις- φωτιά
  • Βάλτε μια άνω τελεία
  • Βιβλική καταστροφή
  • Εξοστρακίστηκε
  • Επτασφράγιστο μυστικό
  • Εφιαλτικό σενάριο
  • Η αδρεναλίνη είναι στα ύψη
  • Η αστυνομία εξαπέλυσε ανθρωποκυνηγητό
  • Η συνέχεια επί της οθόνης
  • Κατάθεση ψυχής
  • Πύρινη λαίλαπα
  • Τελευταίο αντίο στον τάδε που μετέβη στην «γειτονιά των αγγέλων»
  • Το θερμόμετρο χτυπά κόκκινο
  • Το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκαλο
  • Τσουνάμι αντιδράσεων
  • Ύστατο χαίρε στον στοχαστή, στον πολιτικό, στον άνθρωπο

Διανοουμενέ ξύλινη γλώσσα

  • Αμφιμονοσήμαντη σχέση
  • Aντιήρωας
  • Αποδόμηση
  • Αποξένωση
  • Μετα-

Γιάπικη ξύλινη γλώσσα

  • Λίστα του ντου
  • Σκεφτείτε έξω από το κουτί
  • Στο πίσω μέρος του μυαλού μας
  • Στο τέλος της ημέρας
  • Υπάρχει (δεν υπάρχει) πλαν μπι

Σύγκρινε: ακυρολεξίες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των λέξεων "αστακός" και "δίχτυ", το δίχτυ για το ψάρεμα του αστακού. Το εν λόγω είναι δίχτυ βυθού, από χοντρό και γερό νήμα με μεγάλα μάτια, μανωμένο, χωρίς φελλομόλυβα κι αφού προορίζεται για συγκεκριμένο θήραμα, ανήκει στα λεγόμενα επιλεκτικά αλιευτικά εργαλεία.

Με δεδομένο δε ότι ο αστακός εξαιτίας του τραχέος κελύφους του, περαιτέρω της περιορισμένης κινήσεώς του επί του βυθού και τέλος της έλλειψης ευελιξίας του, αρκεί απλά να πλησιάσει στο δίχτυ για να συλληφθεί, γίνεται κατανοητό ότι το αστακόδιχτο κατά κανόνα δεν χρειάζεται (συνεπές)λέντισμα και νετάρισμα, πολλώ δε μάλλον μαντάρισμα.

Οι περισσότεροι ερασιτέχναι αλιείς άμα τω σαλπαρίσματι, το ξαναμολάρουν για την επόμενη καλάδα κι έτσι το δίχτυ βρίσκεται σε μόνιμη δραστηριότητα, πράγμα που είναι και λογικό και πρακτικό αφού η διάρκεια του συγκεκριμένου ψαρέματος (= παραμονής του διχτυού στο βυθό)ξεκινάει από τις δέκα ώρες και σε περιπτώσεις τρικυμίας μπορεί να φτάσει μέχρι και δύο μέρες.

Επειδή όμως μέχρις εδώ δεν διαφαίνεται η σλανγκική χρήση του αστακόδιχτου, πάμε στα ετρούσκικα:

Αστακόδιχτο είναι το κακοπαθημένο δίχτυ, το οποίο προοριζόταν για άλλη χρήση, αλλά το γαμήσανε οι φώκιες, τα υφαλοπιασίματα με τα επίμονα βιντζοτραβήγματα και κυρίως η βαρεμάρα (και η απογοήτευση) του ψαρά να ασχοληθεί σοβαρά με το εν γένει συγύρισμά/συντήρηση του διχτυού. Για να μην πεταχτεί και βέβαια για να μην αντικατασταθεί(κόστος που απαιτείται για 500 μέτρα νάιλον δίχτυ τη σήμερον Μάη του 2015, γύρω στα 700 ευρώ) ο ψαράς του τροποποιεί τη χρήση, το βαφτίζει αστακόδιχτο, το απογυμνώνει από φελλά- μολύβια (αν έχει)και το πετάει στη θάλασσα κι ό,τι βγάλει.

σ.σ: Προκειμένου να του πιάνει άχρηστο τόπο, καλύτερα να το ψαρεύει. Κι άμα βγάλει; Τότε είναι που δε θα πεταχτεί ποτέ. Οι αλιείς είναι φύσει προληπτικοί κι ότι τους βγάλει μια φορά μεροκάματο το αγαπάνε μέχρι θανάτου. Από βάρκες μέχρι αλιευτικά μέσα, μέχρι σημάδια (τόποι ψαρέματος) και καιρικές συνθήκες, οι εμμονές και η μυστικοπάθεια πάνε και σύννεφο και χέρι-χέρι.

Η καταγωγή του είναι νησιωτική από Χίο, βεβαίως, και φαντάζομαι όχι μόνον. Τα Ψαρρά μπορεί να έχουν τη χάρη της πληθώρας των αστακών, στα Καρδάμυλα όμως το έχω ακούσει να χρησιμοποιείται κατά κόρον από τον Νικόλα και τους συν αυτώ που έχουν βαλθεί να γεμίσουν τις αποθήκες των (αλλά και άλλων, μη τρεφόντων αγάπη εις το hoardıng) με κουρέλια.

Αντώνυμο μάλλον είναι το αψάρευτο δίχτυ, του κουτιού που λέμε.

Συνώνυμο το κουρέλι/κουρελόδιχτο.

Πλάτων καρδαμυλίτης αλιεύς: εδώ δε πως το κάμανε..να γαμήσω και τις χελώνες, να γαμήσω και τα δολφίνια..Τι 'α ράψεις απο έδεφτο το πράμα;

Γιώργος λαγκαδούσος παραγιός: 'Α το κάμεις αστακόδιχτο αφεντικό, όπως έκαμες και τα άλλα δύο που σου πεφτώσανε τα κήτη.

Πλάτων αλιεύς: αστακόδιχτο 'α κάμω το σώβρακό σου που το φορείς από πρόπερσυ...

Γλωσσίδιον:

- νήμα: προφ. το χρυσίζον κομμάτι του διχτυού. Μπορεί να είναι νάιλον, "πολύκλωνο κρυσταλιζέ" και μεταξωτό (για επιδέξια ψαρέματα). Αν και η σκέψη ότι οι Κινέζοι ως πρωτοπόροι στην εν λόγω μέθοδο (από το 2800 πΧ) τα φιάνανε από μετάξι είναι ρομαντικοτάτη, η μέχρι τούδε αλήθεια υποστηρίζει ότι τα πρώτα δίχτυα ήσαν φτιαγμένα μεταξύ άλλων από ήμερη κάνναβη. Οι δικοί μας που ήσαν πιο ξύπνιοι φτιάναν δίχτυα από την εύκαμπτη ιτιά - και τρώγανε τους σπόρους της κάνναβης για να ρίχνουν τα τριγλυκερίδια (αφού ως γνωστόν εμείς είχαμε από τότε χοληστερίνη).

- μάτια: τα ανοίγματα του διχτυού, [μετριέται και τεντωμένο και χαλαρό]. ενδεικτικά 7mm για την αθερίνα, 220mm για τον αστακό. Εξού και το επιλεκτικό του αλιευτικού εργαλείου, μόνο αστακός πιάνεται σε φτούνη τη χοάνη. Μάτι πάντως λένε οι μυημένοι στα αλιευτικά και το άνοιγμα του διχτυωτού καλσόν.

- μανωμένο : με περισσότερα του ενός φύλλα διχτυού (δύο-τρία). το "απλάδι" επί παραδείγματι είναι μονό φύλλο και κερδίζει σε (κατά νόμο)ύψος(έως 10μ αντί των έως 4μ του μανωμένου). "μανός": ο χαλαρός, αραιός βρόγχος που διευρύνει το πάχος του διχτυού και καλύπτει έτσι μεγαλύτερη επιφάνεια σε πλάτος στο βυθό.

- φελλά: φελλοί, τα σαν λουκουμάδες πορτοκαλοκόκκινα κοκκάλινα/από PVC μέρη, που περνώνται από το πάνω σκοινί των διχτυών. Εσχάτως αντικαθίστανται από φελλόσχοινο (σχοινί με καρδιά από φελλό) για να μην ζορίζονται τα δίχτυα στο σήκωμα και να μην κακοπαθαίνουν, όπως τα αστακόδιχτα, κακή ώρα.

- μολύβια: βαρίδια από μολύβι, συνήθως μακρόστενα κυλινδρικά, περνώνται στο κάτω σχοινί. Εσχάτως αντικαθίστανται από μολυβόσχοινο (σχοινί με βάρος έως και 500 γρ. ανά μέτρο) για τους ως άνω λόγους. Πάνω φελλοί και κάτω βαρίδια δια της άνωσης και της βαρύτητος εξασφαλίζουν την επιθυμητή υποθαλάσσια στήση, ναι,ναι στήση του διχτυού.

- Λέντισμα: το ξεμπέρδεμα των διχτυών μετά το μάζεμα. Σε άλλα μέρη (Μεσολόγγι κατά το νετ και Πορτοχέλι όπου μετέφεραν οι Μεσολογγίται την τεχνογνωσία των)το λέντισμα αναφέρεται ως ιδιότυπος τρόπος ψαρέματος που θυμίζει ένα συνδυασμό του ποταμίσhου"παρακλαδιού"(για τους Πελοποννησίους αναγνώστας) με "βολόδιχτο" (για τους μερακλήδες και ατρομήτους μεταμεσονυκτίους αλιείς).

- Νετάρισμα: το καθάρισμα από υπολείμματα οστρακοειδών, φυκιών κλπ. Οι Χίοι το χρησιμοποιούν στην καθομιλουμένη αρκετά:

1) Πα' νετάρω (τελειώσω-σπατσάρω- καθαρίσω) τις δουλειές μου

2) Νετάριζε (βγόδωνε, σάλευγε) να φεύγωμε

- σαλπάρισμα: μάζεμα του διχτυού εκ του ιταλ. salpare, πιθανολογώ ως παραλληλισμό με το σήκωμα της άγκυρας ως τελευταία πράξη των προς αναχώρηση πλοίων. Όποιος γνωρίζει, σχολιάζει.

- μολάρισμα: ρίξιμο των διχτυών εκ του ιταλ. mollare , να αμολάς, να αφήνεις, να χαλαρώνεις. ΟΧΙ εκ του ψωνίζω με τα μάτια στο δα μωλλ.

-Καλάδα: το σύνολο της ψαριάς, αντιδάνειο εκ του ιταλ. calare- να χαμηλώνεις (βυθίζεις) κι αυτό με τη σειρά του από το Χαλάω/Χαλαρώνω. Γενικώς γίνεται της καργιόλας με τη λέξη καλάρω. Άλλος τη χρησιμοποιεί για σηκώματα διχτυών, άλλος για ριξίματα κι άλλος για το σύνολο του ριξιμοσηκώματος.

- μαντάρισμα: ότι κάνουμε και στις τρούπιες κάρτσες.. με τη διαφορά ότι βλέπεις τον άλλο ολόκληρο γαϊδούρι κοκκινόσβερκο να κάθεται με τη σακοράφα στα βότσαλα αξυπόλητος με γυρισμένα τα μπατζάκια και δώστου σταυροβελονιά. Έχει κάτι το σουρεάλ η όλη σκηνή. Ειδικά όταν παρεμβαίνει σε κουβέντες που νομίζεις ότι δεν παρακολουθεί γιατί έχει δήθεν το μυαλό του στον αργαλειό. Μέγιστη αφορμή για κοπροσκύλιασμα μακριά απ' τη γυναίκα το μαντάρισμα..

Και δύο μπόνους που προκύπτουν από το γλωσσάρι αλά ινσέψιο:

βολόδιχτο:δίχτυ μικρού σχετικά μήκους (100-200 μ) με πυκνότατη πλέξη (πολύ μικρά ανοίγματα) με το οποίο κυκλώνεις την περιοχή ενδιαφέροντος, έπειτα προκαλείς θόρυβο χτυπώντας τα κουπιά στη βάρκα για να ωθήσεις τα ψάρια προς το δίχτυ και το μαζεύεις σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα (άμα τη γραφή του κύκλου).

Παρακλάδι: Γαμώ τις φάσεις. Εκτροπή της ροής του ποταμού στα σημεία που διακλαδίζεται με πασσάλους και λοιπά σύνεργα(μουσαμάδες, κλαδιά κτλ) προκειμένου να διοχετευθεί όλο το νερό στο ελεύθερο κλαδί. Στη συνέχεια στερεύει το νερό στο ταμπουριασμένο κλαδί και καταλήγει εν είδει ρυακίου να φιλτράρεται όλο μαζί με τα εντός του ψάρια μέσα από ένα συρμάτινο χωνί ("καλαμωτή") στρατηγικά τοποθετημένο. Μετά από τρεις ώρες δουλειάς δέκα ατόμων βγάζεις κάνα κιλό ψαράκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Το λήμμα είναι για την Σιδηρά Κυρία του σάιτ, η οποία γουστάρει αυτά τα επαγγελματικά και η οποία παραπονιέται ότι έχω αραιώσει. Δεν φταίω εγώ, η πουτάνα η κενωνία φταίει...).

Δεδομένου ότι ο διαφημιστικός χρόνος, τηλεοπτικός τε και ραδιοφωνικός, είναι χρήμα, θα είμαι εξαιρετικά σύντομος. Ο άλλος χρόνος, που καταναλώνεται στην παρακολούθηση των καρπών των κόπων των διαφημιστών είναι κρίμα, but this is another priest's gospel... Για τον άλλο άλλο χρόνο, αυτόν των απλήρωτων υπερωριών των εργαζομένων στον κλάδο, ας μην μιλήσουμε καθόλου. Θα στεναχωρηθούν οι Αγορές....

Πηγή της επαγγελματικιάς αργκούς που ακολουθεί: ο κουμπάρος ο διαφημιστής. Φίλος επί 29 συναπτούς ενιαυτούς και με μακρά θητεία στο επάγγελμα. Ξεκίνησε ως τράφικ νταϊρέκτορ (το παιδί με το παπί ήτανε, μέχρι που του δώσανε καρέκλα μπροστά σε κομπιούτορα). Το πού θα τον φέρουν τα κύματα της κρίσης θα το δούμε. Στον απάνεμο και ασφαλή όρμο μιας αξιοπρεπούς σύνταξης, θέλω να ελπίζω...

Γεια σου φίλε. Να 'σαι πάντα καλά. Για να δούμε τώρα τι καλούδια θα βγάλεις απ' το δισάκι για να φιλέψεις τους σλάνγκουρες. Θα τα σερβίρω όσο πιο λακωνικά, πυκνά και περιεκτικά γίνεται. Λημματογράφος του σλανγκρ είμαι, όχι λογογράφος του Φιντέλ Κάστρο:

  • Τζουρούπι: (από το τζι-αρ-πι, Gross Rating Point) = Βασική μονάδα τηλεθέασης.
  • Σι-πι-αρ (από το Cost Per Rating/sec, δλδ κόστος ανά τζουρούπι ανά δευτερόλεπτο): Μυστήριο κλάσμα με αριθμητή το Κόστος, παρονομαστή τα Τζουρούπια και β' παρονομαστή τη Διάρκεια του διαφημιστικού μηνύματος. Χοντρικά, το αποτέλεσμα είναι η αξιολόγηση μιας διαφημ. επένδυσης σε σχέση με κόστος και απόδοση. Αν το αποτέλεσμα του κλάσματος δεν είναι το επιθυμητό ακολουθούν διαξιφισμοί και αντεγκλήσεις μεταξύ πελάτη και διαφημ. εταιρείας.
  • Tσου-Λου: Δεν πρόκειται για τον χαμένο μπατζανάκη του Φου-μαντσού. Το Champions League είναι. Το οποίο θεωρείται αστάθμητος παράγων και πηγή ανακατωσούρας επειδή δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί κάθε φορά η τηλεθέασή του και άρα να επιλεγεί ο κατάλληλος χειρισμός. Έτσι είναι άλλο να παίζουνε Κάτω Σέκλανα - Fartington κι άλλο Μπάρτσα - Γιούβε...
  • Οφπηκούρες (από το off-peak): Όσοι διαφημιζόμενοι αγοράζουν χρόνο στο διάστημα 06:00 - 19:59 λέμε ότι επένδυσαν σε οφπηκούρες, δλδ σε ώρες εκτός πράιμ τάιμ (αυτό δεν το εξηγώ, το ξέρετε ήδη. Χοντρικά από 20:00 - 24:00). Οι οφπηκούρες προσφέρονται για φτωχομπινέδες πελάτες ή για γυναικεία προϊόντα ευρείας κατανάλωσης εφόσον η γυναικεία τηλεθέαση κατανέμεται ισομερώς στη διάρκεια της ημέρας.
  • Νωρίσμιση / αργάμιση: Τα χρονικά διαστήματα μεταξύ 05:30 - 06:00 και 02:00 - 05:30 αντίστοιχα. Είναι χρονικές ζώνες στις οποίες αποφεύγεται η διαφημιστική επένδυση, με βάση το πανάρχαιο μαθηματικό αξίωμα: Μειωμένο Κοινό = Τηλεθέαση Σκατά.
  • Τυράκι: Φέτα διαφημιστικού χρόνου προσφερόμενη με πολύ ευνοϊκούς όρους και χαμηλή τιμή. Δίνεται από το κανάλι ως αντάλλαγμα για το ρίσκο κάποιου διαφημιζόμενου να προβληθεί σε δυσμενές περιβάλλον, ήτοι με κάποιο δυνατό πρόγραμμα την ίδια ώρα σε ανταγωνιστικό κανάλι. Η φάκα είναι το προαναφερθέν ρίσκο. Το τυράκι μπορεί να είναι και κατόπιν εορτής κέρασμα / αποζημίωση από το κανάλι προς τον διαφημιζόμενο για να τον γλυκάνει σε περίπτωση που δεν του βγει το ρίσκο.
  • Ασσάκι (από τον άσσο): Διαφημιστικός χρόνος αξίας 1 €/sec, δλδ πολύ φτηνός και εγγυημένης απόδοσης, που δίνεται στους μεγάλους διαφημιζόμενους ως έξτρα παροχή.
  • Μισαδάκι: Όπως παραπάνω, αλλά με αξία 0,5 €/sec, παναπεί ακόμα πιο φτηνό. Ρε ασταδγιάλα που μου θέλετε και ετυμολογία...
  • Ρέγγε: Τι λακέρδε και σαρδέλε ρε, από το regular βγαίνει και σημαίνει την ακριβή κατηγορία τιμής. Είναι στην ουσία απειλή του καναλιού προς τον πελάτη να υποχρεωθεί αυτός να παίξει με ακριβή (regular) κατηγορία διαφημιστικού χρόνου επειδή το επενδυόμενο ποσό δεν κρίνεται επαρκές. Αντιθέτως, ο χουβαρντάς πελάτης ανταμείβεται με την πολύ φτηνότερη τιμή χορηγίας (παίζει χορηγία) και τσιμπάει για επιδόρπιο τυράκια.
  • Κορνίζα (πλαίσιο): Διαφήμιση μη καταγραφόμενη από τις αρμόδιες εταιρείες (Media Services μέτρηση δαπάνης / AGB μέτρηση τηλεθέασης). Δεν πιάνει όλη την οθόνη (έχει πλαίσιο ολοτρόϋρα) και προσφέρεται σε μυστική τιμή, μη ανιχνεύσιμη από τον ανταγωνισμό για να θολώσει τα νερά.
  • Μαϊμού (μουσαντό / μουσαντένιο): Εικονική ζήτηση χρόνου που κατατίθεται στα κανάλια από τον διαφημιζόμενο, και η οποία μπορεί να ακυρωθεί ανά πάσα στιγμή, αφήνοντας στα κρύα του λουτρού τους καναλάρχες να ψάχνουν τον χαμένο διαφημιστικό χρόνο που θεωρούσαν ότι είχαν και τον οποίο ενδεχομένως να αναγκαστούν να τον πουλήσουν στην ξεφτίλα. Η μαϊμού αξιοποιείται για λόγους φάκιν ιντέλλιτζενς, για να θολώσει τα νερά και να αποκρύψει τις πραγματικές προθέσεις του πελάτη, αν πχ αυτός θέλει να πέσει ως κεραυνός εν αιθρία η νέα του καμπάνια. Προσοχή όμως, η συχνή απελευθέρωση του χαϊβανιού στα μάτια των καναλιών ισοδυναμεί με απώλεια της αξιοπιστίας τόσο του διαφημιζόμενου, όσο και της διαφημιστικής εταιρείας.
  • Τρασίλα (από το trash): Εκπομπές τ. Πάνια, τις οποίες αποφεύγουν όπως ο Πάγκαλος την δίαιτα οι σοβαροί διαφημιζόμενοι.
  • Ο Τούρκος: Τα τούρκικα σήριαλ της μοδός. Από ορισμένους πελάτες θεωρούνται τρασίλα.
  • Πλανάρω: Καταστρώνω σε μηνιαία βάση το αναλυτικό πρόγραμμα εμφανίσεων για το προβαλλόμενο προϊόν.
  • Βάλε την φωτογραφία μου: Ειρωνική απάντηση διαφημιστή σε υπεύθυνο διαφήμισης κάποιου μέσου, ο οποίος αδημονεί για την άφιξη του διαφημιστικού υλικού επειδή πρέπει να τυπώσει, και ρωτάει πόσο θα τραβήξει η καθυστέρηση και τι να βάλει για να γεμίσει την τρύπα. Στον καθημερινό λόγο αντιστοιχεί σε εκφράσεις τ. «παρ' τ' αρχίδια μου» ή «άντε και γαμήσου».

Με έχει ήδη κάνει ράκος το χρηματιστηριακό κατά τον κουμπάρο, φιδίσιο κατ' εμέ, περιβάλλον (διαλιέχτε) του κόσμου της ρεκλάμας. Σταματώ εδώ, αλλά όχι πριν το...

Υ.Γ. επιστημονικής φαντασίας, άσχετο με το λήμμα αλλά σχετικό με τις Αγορές, τις οποίες μνημόνευσα στην εισαγωγή. Άμα δεν το 'βαζα θα έσκαγα, και μάλλον θα συμφωνήσετε ότι τα σκωτοπλέμονα, νεφραμιές και τσιλίπορδα δεινόσαυρου δεν είναι και το καλύτερο ντεκόρ για το σάη. Οπότε μη μου φορτώνεστε, θα ξηγηθώ λουκάνικο αρκουδοαίματος, χωρίς κομιλφότητες και παπαργιές ετούτη την dies irae:

Εφόσον, όπως όλοι πληροφορούμεθα, οι Αγορές είναι πανίσχυρες, άυλες, αυθύπαρκτες και αυτοπροωθούμενες μεταφυσικές οντότητες, θα ήθελα να μου εξηγήσετε το εξής: Aν υποθέσουμε ότι ξεπαστρεύουμε καμιά χιλιάδα φυσικά πρόσωπα, ας πούμε στην τύχη χρηματιστές, τραπεζίτες, μεγαλομετόχους, μεγαλοβιομήχανους και πολιτικούς, κατά προτίμηση με αργό, αποτρόπαιο και ανατριχιαστικό θάνατο (ρωτήστε με με πιμι, έχω διάφορες ενδιαφέρουσες ιδέες), και με την υπόσχεση την επόμενη μέρα να το επαναλάβουμε με άλλους χίλιους και ούτω καθ' εξής μεροσφάζι-νυχτοθάφτι, ΕΓΩ ΓΙΑΤΙ ΕΧΩ ΤΗΝ ΦΡΙΚΤΗ ΥΠΟΨΙΑ ότι οι Αγορές θα μεταβάλλονταν αυtomatoes σε πειθήνια σκυλάκια του καναπέ;

- Πήδα Αγορά!!!
- Τσουπ!!!
- Στο ένα πόδι Αγορά!!!
- Άϊιιι!!!
- Φέρε μου τις παντόφλες μου Αγορά!!!
- Σβιιιιινννννν!!!
- Κλάσε μου τ' αρχίδια Αγορά!!!
- Πριτς!!!

ΑΣ ΜΟΥ ΕΞΗΓΗΣΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ, ΓΙΑΤΙ ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ ΜΟΥ ΕΧΩ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΦΡΙΚΤΗ ΥΠΟΨΙΑ ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΗ ΕΓΓΟΝΗ ΤΟΥ ΡΟΚΦΕΛΕΡ ΓΑΜΩ;;;

  1. Το Τσου-Λου μεθαύριο δεν πρόκειται να πιάσει ούτε οχτώ τζουρούπια. Χωρίς τυράκι και ασσάκια δεν το παίρνω γιατί θα μου βγάλει ένα σι-πι-αρ στον Θεό.

  2. Σιγά την καμπάνια για το «Ξεσκατέξ» μωρέ...Λίγα τζουρούπια κι όλα οφπηκούρες και αργάμιση. Κι από πράϊμ μόνο τον Τούρκο έχει ψωνίσει...

Αβάντι πίπολο! (από Vrastaman, 11/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακολουθεί απόπειρα συγκεντρωτικού λήμματος για το συμπαθές αυτό αξεσουάρ.

• Όταν σου πέφτει ή σου πετάνε στο κεφάλι ένα αντικείμενο, τότε λες «μου ήρθε καπέλο», «μου το έφερε καπέλο».

• Πουλάνε με καπέλο, καπέλο στις τιμές, δηλαδή πουλάνε ακριβότερα απ' ότι πρέπει, πάνω από το μέγιστο νόμιμο. Bλ. καραβίσιος, βαπορίσιος.

Ψάθινα καπέλα.

Μουνί καπέλο.

• Αυτό είναι άλλο καπέλο, δηλαδή αυτό είναι άλλο θέμα, άλλου παπά βαγγέλιο.

• Παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω, (όπως έκανε τη μέρα του γάμου του ο Γιώργος Κωνσταντίνου στο «Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα»). Λίγο πριν, η Μάρω Κοντού τον είχε καπελώσει, οπότε περνάμε στο:

• Καπελώνω. Βγαίνω από πάνω, επισκιάζω, παίρνω το πάνω χέρι σε μία σχέση, σε μία ομάδα, το παίζω αρχηγός σε μία κοινή προσπάθεια, υποβαθμίζοντας τον ρόλο των υπολοίπων, οι οποίοι πλέον λέγονται καπελωμένοι και η πράξη λέγεται καπέλωμα.

• «Ψηλά καπέλα», αποκαλούμε αυτούς που αντιμετωπίζουν αφ' υψηλού την πραγματικότητα, είτε λόγω πλούτου και τάχαμου κοινωνικής ανωτερότητας, είτε λόγω τάχαμου πνευματικής ανωτερότητας. Βλ. και το «δεν γαμείς ψηλά καπέλα».

• Σου βγάζω το καπέλο. Ρισπέκ. Σέβομαι απεριόριστα.

Γούστο μου και καπέλο μου και καουμποϊλίκι μου!.

Να σώσω το καπέλο. Τζογαδόρικη σλανγκ.

• Ταριφοσλάνγκ. Καπέλο αποκαλούν οι ταρίφες την ταμπελίτσα ΤΑΧΙ που έχουν στην οροφή του αυτοκινήτου.

Βλέπε επίσης το «βγάλ' τη σκούφια σου και βάρα με» καθώς και το «πετάω τη σκούφια μου».

Τα ευρωπαϊκά καπέλα, ημίψηλα, καθιερώθηκαν μεταξύ 1830-1880. Μέχρι τότε καπέλο δεν είχανε δει τα άγια τούτα χώματα, που κακά σκουριά δεν πιάνουνε, λέμε τώρα. Ο λαουτζίκος φορούσε κούκους, σκούφιες, φέσια, σαρίκια, κεφαλομάντηλα, μαντήλες, (τσεμπέρια) οι γυναίκες και άλλα ωραία.

Όταν πρωτοεμφανίστηκε το καπέλο, μαζί με την ευρωπαϊκή φορεσιά, (κουστούμι), αντιμετωπίστηκε με την δέουσα ειρωνεία και σκώμμα από την λαϊκή σάτιρα. Σχετική η φιγούρα του Ζακυνθινού Σιορ Διονύση στον Καραγκιόζη που σατιρίζει το ευρωπαϊκό ντύσιμο.

Ο Καζαντζάκης στον Καπετάν Μιχάλη, (μπούρδα μυθιστόρημα, αλλά γεμάτο αυθεντικές πληροφορίες για τον παλιό Χάνδακα), χρησιμοποιεί την λέξη «ψαλιδόκωλος» γι΄ αυτούς που φοράνε φράκο.

Η μαρίδα γιουχάριζε τους ευρωπαίους περιηγητές που σκάγανε μύτη στην Ψωροκώσταινα με την παράξενη αμφίεσή τους.

Το καπέλο σιγά σιγά όμως πέρασε και στις λαϊκές τάξεις. Βλ. το γνωστό άσμα για τον Μπάρμπα Γιάννη κανατά, που φορούσε «ψηλό καπέλο και παπούτσια λάστιχα».

Θησαυρό σχετικών γνώσεων και πληροφοριών (αλλά και σλανγκ εκφράσεων) αποτελεί η «Η τραγιάσκα» του Ηλία Πετρόπουλου.

Τα περισσότερα τα έχουμε, οπότε δεν βάζω παράδειγμα. Επίσης οι περισσότερες εκφράσεις είναι κλασικές και υπάρχουν και στα λεξικά, οπότε ούτε κει βάζω παραδείγματα. Περιορίζομαι στα εξής :

  1. Φίλε, για να κάνω επιλογή, πρέπει όχι μόνο να έχω κατεβάσει σημαία, αλλά και να έχω μαζέψει το καπέλο. Αν έχεις σηκωμένο το καπέλο, πρέπει να πάρεις τον πελάτη, ακόμα και αν πηγαίνει στου διαόλου το κέρατο, διαφορετικά μπορεί να σε καταγγείλει. (εξειδικευμένη ταριφολογία για προχωρημένους).

  2. Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
    κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
    (παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
    κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω. (Ν. Καββαδίας, Μαραμπού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακολουθεί μια «κολεκτίβα» από διάφορες ατάκες που έχουν ακουστεί σε ιατρεία:

  • Παίρνω χάπια γαστροανθεκτικά (“δηλαδή χάπια που παίρνω για να αντέχω τα άλλα φάρμακα”)
  • Ο γαστρεντερολόγος μου βρήκε ελικόπτερο (ελικοβακτηρίδιο)
  • Ακούω αχούς στο αυτί και καμπάνες στο κεφάλι
  • Γιατρός: Κυρία μου, έχετε σακχαρώδη διαβήτη Ασθενής (γυναίκα): Πωπώ! Τόσο καιρό είχα ζάχαρο – τώρα έχω και διαβήτη;
  • Λιποθύμησα γιατί ήταν το καλοριφέρ στο διαπασόν
  • Έχω εκρηκτική ωτίτιδα (εκκριτική ωτίτιδα)
  • Γιατρέ, έχω ακούσει πολλά καλά λόγια για σας – είσαστε πολύ απαράδεκτος…
  • Επέρασα από το βαρέλι (έκανα αξονική)
  • Μου βρήκαν τις αρτηρίες λερωμένες (με στενώσεις)
  • Μου βρήκαν πνευμονική εισβολή (εμβολή)
  • Έχω αυξημένα γλυκερίδια (τριγλυκερίδια)
  • Έπαθα σπονδυλογλίστρημα (σπονδυλολίσθηση)
  • Έχω περάσει πτερύγια (πρόκειται για πτερύγιο οφθαλμού και όχι ότι φτέρωσε…)
  • Έχω γαστρική ταχυδρόμηση (γαστροισοφαγική παλινδρόμηση)
  • Γιατρέ, το αγχολυτικό δε μου έκανε τίποτα, οπότε πήρα ένα ηρεμιστικό και μ’ έπιασε
  • Πήγα τη γυναίκα μου στο «Υγεία» (Κέντρο Υγείας της περιοχής και όχι φυσικά το θεραπευτήριο «Υγεία»)
  • Ασθενής: γιατρέ έπεσα – μήπως έσπασα κάνα κόκκαλο; Γιατρός: όχι – μόνο εβροντήθηκες…
  • Έκαμε χειρουργείο στο μάτι γιατί ήταν τρύπιος ο μπόμπολας (βολβός)
  • Γιατρέ, έχω αναστολές… (Έκτακτες συστολές)
  • Πίνω χάπι Lacoste (Losec)
  • Η καρδιά μου χτυπά παρά φύσιν
  • Έχω όζοντες στο θυρεοειδή (όζους)
  • Μου ζήτησαν βιομηχανική εξέταση (βιοχημική)
  • Αγόρασα ηλεκτρικό πιεστικό (πιεσόμετρο)
  • Έχω σπονδυλοαθλίτιδα (σπονδυλαρθρίτιδα)
  • Πήγα στον αδενολόγο (ενδοκρινολόγο)
  • Με εξέτασαν στο γυάλινο τοίχο (διαφανοσκόπιο)
  • Βγάζω φλέμα με μπουρμπούλους (φυσαλλίδες)
  • Ήρθα να μου βάλεις το φλόμπερ (Holter)
  • Γιατρέ μου, θέλω να τα πούμε στοματικώς...
  • Δεν είμαι πιεσικιά (υπερτασική)
  • Έπαθε πνευματικό εμφύσημα (πνευμονικό)
  • Έχω ισχιαλγία στους ώμους (και όχι στο ισχιακό νεύρο του ποδιού;)
  • Πήγε στον νευρολόγο και του έκανε ένα εγκεφαλικό. (εγκεφαλογράφημα)
  • Έχει συνοριακές τιμές τρανσαμινασών (οριακές)
  • Ο ασθενής ήταν ανέκδοτος για να μπεί στο νοσοκομείο
  • Παίρνει αγγουρόν (Angoron) και μ**νοσορντίλ (Monosordil) για την καρδιά
  • Παίρνει Ζαντάμ για το στομάχι (Zantac)
  • Έχει αυξημένη πίσσα στο προστάτη (PSΑ - Πι Ες Έι - ειδικό προστατικό αντιγόνο)
  • Υπόθετα Πουστοπάν (Buscopan)
  • Πίνει Vascation (το αντιυπερτασικό Vascase και φυσικά όχι Carnation)
  • Οι γιατροί έπεσαν πάνω του και του κάνανε μ***κίες (μαλάξεις) και στο τέλος τον ανατινάξανε κιόλας (ανατάξανε)
  • Είχα εξώπλασμα στο αίμα (τοξόπλασμα)
  • Του είχαν κάνει πολλά καρδιογραφήματα αλλά ηλεκτροκαρδιογράφημα ποτέ (πρόκειται για το ίδιο πράγμα)
  • Γιατρέ μου τα αντισυλληπτικά που παίρνει η γυναίκα μου κάνουν και για τη σκύλα μου; Γιατρός: Δεν ξέρω... καλού κακού βάλε και ένα προφυλακτικό!
  • Έπεσα και χτύπησα το λεκανοπέδιό μου. (λεκάνη)
  • Έχω έλκος στον εξαδάκτυλο (12δάκτυλο)
  • Πήγα στα υπεραστικά του Νοσοκομείου (επείγοντα )
  • Παίρνει κοκορέλαιο (καστορέλαιο) για την δυσκοιλιότητα
  • Σπουδαίος ιατρός σου λέω, Αλέκτωρ Πανεπιστημίου (λέκτωρ).
  • Ελληνοαμερικάνος: «πάσχω από σούπερ – θυροειδισμό» (υπερ-θυρεοειδισμό)
  • Έχω αχιβάδες (αιμορροΐδες)
  • Είμαι αναλγητικός τύπος (εξηγεί ότι δεν πονάει εύκολα)
  • Moυ πείραξε την χλωροφύλλη του εντέρου (χλωρίδα)
  • Πρέπει να κάνουμε το περίγραμμα (σχήμα)
  • Γιατρέ, μήπως έχω φυσίγγιο; (συρίγγιο)
  • Ο πατέρας μου είχε κολόν- μπαρέ (Guillain – Barre)
  • Μήπως απελευθερώθηκε ο γιατρός;
  • Μού είπαν να βάλω μετασχηματιστή (απινιδωτή...)
  • Θέλω καρδιογράφημα γιατί θέλω να κάνω λαμπαδοσκόπηση (λαπαροσκόπηση)
  • Θα πάω στην αγρότισσα (αγροτική ιατρό)
  • Έχει ένα ομοίωμα (ινομύωμα)
  • Ωραία τα ραντεβού του ΙΚΑ, πριν γινόταν πολύ συνασπισμός. (συνωστισμός)..
  • Έκανε λαμπαδοσκόπηση στη χολή (λαπαραοσκόπηση)
  • Eχει όζον στο θυρεοειδή (όζο)
  • Πήρε υπόθετο Τουρκολαξ για τη δυσκοιλιότητα (Dulcolax)
  • To προϊστορικό του ασθενούς . . . (ιστορικό)
  • Έκανε ασθενογραφία (ακτινογραφία)
  • Γιατρέ, ο γιος μου είναι τύπος τρεχούμενος (αθλείται...)
  • Έπαθε λιποθυμία, κάτι σα νέκρωση - της είπε ο γιατρός να πάει στα Γιάννενα για μαγνητοσκόπηση
  • Παίρνω ένα χάπι που μολέρνει το αίμα (αραιώνει)
  • Η γυναίκα μου έχει ασθενοφόρωση...(οστεοπόρωση)
  • Αρρώστησα με ζάχαρη…(σάκχαρο)
  • Έχει πεσμένο ρευματοκρίτη [γιατί έχει ρευματισμούς] (αιματοκρίτη)
  • Με πήραν στο πρώτο παραμονεύον νοσοκομείο…(εφημερεύον)
  • Μου κάμανε ένεση μουσολίνι (Muscoril)…
  • Έχει μεγαθλαστική αναιμία ( μεγαλοβλαστική )
  • Σηματοδότης καρδιάς ( βηματοδότης )
  • Γιατρέ έχω μουρούτιτα... (ιγμορίτιδα)
  • Μου βάλαν καφετήρα στην ουρήθρα…(καθετήρα)
  • Είμαι τύπος αγχολυτικός…
  • Η γυναίκα μου έχει πέτρα στη χολή και θα την χειρουργήσουνε με ραβδοσκόπηση…
  • Έχω ιστιοπόρωση…(οστεοπώρωση)
  • Θέλω να μου γράψεις γλουτοφάγους (Glucophage)
  • Μου βάλανε σωλήνα Levi’s... (Levine)
  • Mου βρήκανε κισσούς μελισσοφάγου (κιρσούς οισοφάγου)
  • Έχω θετικό Αυστριακό Αντιγόνο (Αυστραλιανό)
  • Δεν τρώει καθόλου φοιτητικές ίνες ( = φυτικές ίνες )
  • Γάλα αμνησίας, Γάλα Κορινθίας ( = Γάλα Μαγνησίας )
  • Έκανα μία αιμοκάθαρση ( = αιμορραγική κένωση )
  • Παίρνω συνεχώς το φυτοφάρμακο ( = All-Bran)
  • Πήρα φουσκοπάν (Buscopan, για το φούσκωμα)
  • Ξέχασα να φέρω το συνταγματολόγιο του ΟΓΑ (συνταγολόγιο)
  • Σύζυγος προς γυναικολόγο: «Κατά την ερωτική επίπληξη …»
  • Μου σύστησαν να κάνω μία κατασκόπηση στομάχου. (ενδοσκόπηση)
  • Παρακαλώ ένα ραντεβού για γαστρορραγία (γαστρογραφία)
  • Γιατρέ, είστε εφημέριος σήμερα; (εφημερεύων)
  • Ο πόνος με χτυπάει πίσω στις πινακίδες μου (ωμποπλάτες)
  • Έχω στένωση στο σαρκοφάγο μου (οισοφάγο)
  • Σαρωτική τομογραφία (αξονική)
  • Ο Δημοκρίτης (αιματοκρίτης) έπεσε.
  • Έχω ισχιαλγία στο πρόσθιο τοίχωμα της καρδιάς (και όχι στο πόδι;)
  • Μου κάνανε 4 γεωτρήσεις στα πνευμόνια μου (διατρήσεις)
  • Ο άρρωστος έχει συκώτι στο πάγκρεας
  • « Προσήλθε νεκρός » - Γράφτηκε κατ' επανάληψη στο βιβλίο εξωτερικών ιατρείων.
  • Είμαι επί 5 μέρες άνεργη (δεν έχει ενεργηθεί)
  • Με στείλαν στον γκανγκστερολόγο για να κάνω γκαγκστροσκόπηση (γαστρεντερολόγο - γαστροσκόπηση) .
  • Ιατρέ μου τώρα δε πονάω πολύ, πονάω έτσι, ανεπαίσχυντα (ανεπαίσθητα) !
  • Άνδρας ασθενής: « Ιατρέ , έσπασα την αριστερή κλειτορίδα μου», δείχνοντας την αριστερή κλείδα του.
  • Μήπως είναι διάρροια από ζαμπονέλα; (σαλμονέλα)
  • Η σύζυγος διαβητικού βοηθάει κατά τη λήψη του ιστορικού: «Πες στο γιατρό ότι κάνεις σωλήνες». (ινσουλίνες)
  • Πάσχει από βαριά ασθενοπόρωση (οστεοπώρωση)
  • Ήρθε το σφαξ από την Αθήνα; (φαξ)
  • Ιατρέ, ο άντρας μου δε βάζει προφυλακτήρες και είμαι έγκυος ξανά.
  • Θέλω να κάνω ένα πλήρες τσεκ-ιν (τσεκ απ)
  • Ατομικό Αναμνηστικό: Πολιτισμικές ωοθήκες (πολυκυστικές)
  • Ντρίπλες αγγείων (Triplex)
  • Σαξωνική Φωτογραφία (αξονική τομογραφία)
  • Η χλωρίδα και η πανίδα (=οξύουροι) του εντέρου
  • Χθες έκανε κατακλυσμό ( και υποκλυσμό)
  • Εισερχόμενο μήνυμα στον αυτόματο τηλεφωνητή αγροτικού ιατρείου: μπιπ.... Πού είναι ο γιατρός;.......Ορέ σου μιλάω! Πού έιναι ο γιατρός;...........Ορέ του μιλάω και δεν μ' ακούει!..........Ποιος είσαι ορέ παιδί;.........Μπάααααα.........Με κογιονάρει ετούτος εδώ.........Μου λέει κάτι νούμερα αλλά δεν προκάνω να τα γράψω!!!!!
  • Γιατρέ μου, γράψε μου σε παρακαλώ δύο Λαστίξ (Lasix) και δύο Καροτέν (Capoten)!
  • Γιατρέ μου γράψε μου σιρόπι Μοσκοβολάν (Mucosolvan) για το βηχιό!!
  • Γιατρέ μου θα μου γράψεις δύο Λοναρί (Lonarid) και ένα Μποστάν (Ponstan);
  • Υπεραστική κρίση (υπερτασική)

Όλα τα παραπάνω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παπαρωνύμια βαπτίζω σλανγκική αηδία υπαρκτά ακρωνύμια που το σλανγκεπώνυμο πλήθος παραφράζει λολαδερώ τω τρόπω. Το κλασικότερο παράδειγμα έρχεται από τα όχι και τόσο ευτυχισμένα παιδικά μας χρόνια: δέν έχουμε ηλεκτρισμό (Δ.Ε.Η.), ούτε τηλέφωνα έχουμε (Ο.Τ.Ε.)• έχουμε όμως τουρισμό (Ε.Ο.Τ.). Βγάζουν ακόμα γέλιο, 40 χρόνια μετά.

Το σάη έχει ήδη πάμπολλα καταχωρημένα, κυρίως φαντραρώνυμα και μπατιρώνυμαsarant). Ας πανηγυρίσουμε το φαινόμουνο «παπαρωνύμια» αποδελτιώνοντας τα κυριότερα:

Οργανισμοί, γραφειοκρατικά, πολιτικά, αθλητικά, μπατιρώνυμα

  • Α.Ε.Κ.: Αθλητική Ένωση Κατσαρίδων, Αθλητική Ένωση Καμπινέδων, Αθλητική Ένωση Κατσίβελων, Αλβανική Εταιρεία Κουραμπιέδων
  • Α.Π.Θ. (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης): Αχ! Πέρασα Θεσσαλονίκη!
  • Α.Π.Υ. (Απόδειξη Παροχής Υπηρεσιών): Αν Πληρωθώ Υπογράφω
  • ΑΧΕΠΑ (American Hellenic Educational Progressive Association): Αθηναίοι Χέσατε Επειγόντως Πάντας Αμερικανούς
  • Δ.Ε.Η.: Δεν Έχουμε Ηλεκτρισμό
  • Δ.Π.Θ. (Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης): Δυστυχώς Πέρασα Θράκη, Δεν πέρασα Θεσσαλονίκη, Δεν Πειράζει, Θάρρος!
  • Δ.Ν.Τ. (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο): δονητής, Δυστυχώς Ναυαγήσατε Ταγάρια, Διεθνής Νόμιμος Τοκογλύφος, Δια Ναυαγούς Τιτανικών, Δεν θα Νιώσεις Τίποτε, Δόντια Να Τρίζουν, Δίνε Να Τρώμε, Δεν Νογάνε Τίποτα, Δύσκολα Νομίζω Τηβγάζουμε, Δεινά Νέας Τάξης, Διαθέτουμε Νέες Τραγωδίες, ΔίΝε Του, Δημιουργούμε Νεόπτωχους Ταχύτατα, Δε Ναντέχω Τσούζει, Δανεικά Νομίζω, Τέρμα, Δανειστείτε, Νηστέψτε, Τελειώσατε!, Δημιουργεί Νέες Τραγωδίες, Δίαιτα Νέα Τρομερή, Δανειζουμε-Νηστεύετε-Τζογάρουν, Δούλευε Νηστικός, Τομάρι, Δολοφόνοι-Νεκροθάφτες-Τυμβωρύχοι, Δυνητικά Νέοι Τόκοι, Δώστε Ναφάμε Τίποτα; (βλ. εδώ)
  • Ε.Δ.Ε. (Ένορκη Διοικητική Εξέταση): Εμείς Δεν Ευθυνόμαστε
  • Ε.Μ.Π. (Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο): Έκανες Μαλακία, Πλήρωνε.
  • Ε.Λ.Π.Α. (Ελληνική Λέσχη Αυτοκινήτου & Περιηγήσεων): Επικίνδυνοι λόγω παρατεταμένης αγαμίας
  • Ε.Ο.Τ. (Εθνικός Οργανισμός Τουρισμού): Έχουμε όμως Τουρισμό
  • Κ.Κ.Ε. (Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας): ΚρυόΚωλη Experience
  • Κ.Τ.Ε.Λ.: Καθημερινή Ταλαιπωρία Ελληνικού Λαού
  • ΛΑ.Ο.Σ. (Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός): Λειτουργούμε Απλά Όπως Συμφέρει
  • Μ.Κ.Ο. (Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις): Μπίζνες Καλά Οργανωμένες
  • Μ.Π.Α. (Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών): Μην Περιμένεις Άδικα…
  • Ο.Ε.Δ.Β.: Ο Δάσκαλος Είναι Βλάκας, Όποιος Διαβάζει Είναι Βλάκας, Όταν Έχω Διάβασμα Βαριέμαι, Όλοι Ελάτε τον Δάσκαλο Βαράτε, Όλη η Ελλάδα Δασκάλους Βαράει.
  • Ο.Ε.Σ.Β. (Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων): Όταν έχει σχολείο βαριέμαι
  • ΟΣΦΠ: Ο Σωκράτης Φυλάει Πρόβατα, Όμιλος Σκουπιδιαρέων Φουκαράδων Πειναλέων, Ολυμπιακός Σύλλογος Φυλακισμένων Προέδρων (Κοσκωτάς, Σαλιαρέλης με το καλό κι ο Κόκκαλης)
  • Ο.Τ.Ε.: Ούτε Τηλέφωνα Έχουμε
  • ΟΥΛΕΝ (Ulen): Όλοι Υποφέρουν Λόγω Ελλείψεως Νερού
  • Π.Α.Σ.Ο.Κ. (Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα): Πατέρα Αναπαύσου, Συνεχίζω Ολική Καταστροφή
  • Σ.Ε.Μ.Φ.Ε. (Σχολή Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών): Σαφώς Έκανες Μαλακία, Φύγε Εγκαίρως
  • Σ.ΜΕ.Χ.Α. (Σύνδεσμος Μελών Χρηματιστηρίου Αθηνών): Σύλλογος Μονίμως Ερωτευμένων Χωρίς Ανταπόκριση
  • Φ.Π.Α. (Φόρος Προστιθέμενης Αξίας): Φιλικά Πηδιόμαστε Ακόμα

Φαντραρώνυμα

  • Α.Μ. (Ασφάλεια Μονάδος): Άνοιξε Μαλάκα, Αρχίδι Μονάδας, Αυτού Μεγαλειότης
  • Γ.Ε.Π. (Γραφείο Έρευνας και Πληροφορικής): Γραφείο Έρευνας και Πληροφορικής, Γραφείο Εξάσκησης Πλαιυστάσιον, Γήπεδο εξάσκησης Pro
  • Δ.Δ. (Διεύθυνση Διοικήσεως): Δεν Δουλεύω, ή Δανείζουμε Δούλους
  • Δ.Ε.Α. (Δόκιμος Έφεδρος Αξιωματικός): Δεν Είμαι Αξιωματικός, Δεν Έχω Αξία, Δεν έχω αστέρι, Δες Ένα Αρχίδι
  • Ε.Λ.Δ.Υ.Κ. (Ελληνική Δύναμη Κύπρου): Ελπίδα Λούφας Δεν Υπάρχει Καμία, Εντός Ολίγων Λεπτών Υποπτεύομαι Κάμψεις
  • Ε.Π.Υ. (Εθελοντής Πενταετούς Υποχρεώσεων): Επειδή Πεινάω Υπηρετώ, Έπινα πριν υπογράψω
  • ΕΠ.ΟΠ. (Επαγγελματίας Οπλίτης): Επειδή Πείνασα Ορκίστηκα Πάλι, Επικελευστής Όταν Πεθάνεις, Έφαγα Πόρτα Όπου Πήγα
  • Κ.Ε.Β.ΟΠ. (Κέντρο Εκπαίδευσης Βαρέων Όπλων): Κάπου Έξω Βρίσκεται Ο Παράδεισος
  • Κ.Ε.Ε.Μ. (Κέντρο Εκπαιδεύσεως Εφοδιασμού Μεταφορών): Κορίτσια, Εδώ Εκπαιδεύονται Μαλάκες), Κορίτσια Εδώ Εκπαιδεύονται Μαλάκες, Και Εσύ Έχεις Μέσον
  • Κ.Ε.ΔΒ. (Κέντρο Εκπαιδεύσεως Διαβιβάσεων): Κέντρο Εκπαίδευσης Δυνατών Βυσμάτων
  • Κ.ΕΠΙΚ. (Κέντρο Επικοινωνιών του Στρατοπέδου): Κέντρο Επεξεργασίας Ινδικής Κάνναβης
  • Κ.Ε. ΠΟΡΟΥ (Κέντρο Εκπαιδεύσεως Πόρου): Και και Πορέλι
  • Κ.Ε.Υ.Γ. (Κέντρο Εκπαίδευσης Υγειονομικού): Κέντρο Εκπαίδευσης Υψηλών Γνωριμιών
  • Κ.Ε.Υ.Π. (Κέντρο Εκπαίδευσης Υλικού Πολέμου): Κέντρο Εκπαιδεύσεως Υψηλών Προσώπων
  • Κ.ΜΗ. (Κέντρο Μηχανογράφησης) Κομπιούτερ Μαλάκα Ήθελες
  • Κ/Φ (Κανονιοφόρος): Κουφή
  • Κ.Ψ.Μ. (Κέντρο Ψυχαγωγίας Μονάδος): Κάτσε Ψήστον Μόνος σου (τον καφέ)
  • Λ.Γ.Μ. (Λόχος Γενικών Μεταφορών): Λίμνη Γεμάτη Μπαρμπούνια
  • Λ.Δ., Λόχος Διαλύσεως (Λόχος Διοικήσεως): Λόχος Διαλύσεως
  • Λ.Υ.Β. (Λόχος Υποψηφίων Βαθμοφόρων): Λόχος Υποψηφίων Βυσμάτων, Λιώνω Υποφέρω Βασανίζομαι
  • Μ.Ε.Τ.Α. (Μοίρα Εκπαίδευσης Τοπικής Άμυνας): Μάνα Εδώ Τρώνε Ανθρώπους, Μας Έμαθαν Το Αραλίκι, Μας Έκλασαν Τα Αρχίδια
  • Κ.Ε.ΥΓ. (Κέντρο Εκπαίδευσης Υγειονομικού): Κέντρο Εκπαίδευσης Υψηλών Γνωριμιών
  • Κ.Ε.Υ.Π. (Κέντρο Εκπαιδεύσεως Υλικού Πολέμου): Κέντρο Εκπαιδεύσεως Υψηλών Προσώπων
  • Λ.Ε.Α. (Λόχος Έκτακτης Ανάγκης): Λούφα Εκτός Απροόπτου
  • Λ.Μ.Κ. (Λόχος Μεταφοράς Καυσίμων): Λάθος Μονάδα Κατάταξης
  • Λ.Ο.Κ. (Λόχος Ορεινών Καταδρομών): Λάθος όλοι κάναμε
  • Λ.Υ.Τ. (Λόχος Υποστήριξης Τάγματος): Λόχος Υπερβολικής Ταχύτητας (τους τρέχουν)
  • Μ.Ε.Τ.Α. (Μοίρα Εκπαίδευσης Τοπικής Άμυνας): Μάνα Εδώ Τρώνε Ανθρώπους, Μας Έμαθαν Το Αραλίκι, Μας Έκλασαν Τ’ Αρχίδια
  • Μ.Π.Κ. (Μοίρα Παντός Καιρού): Μοίρα Πίπα-Κώλο
  • Μ.Σ.Ε.: (Μοίρα Συντήρησης Εγκαταστάσεων): Μοίρα Στέρησης Εξόδου
  • Ο.Β.Α. (Οπλίτης Βραχείας Ανακατάταξης): Όταν Βαρεθώ Απολύομαι
  • ΟΜ.Α.Ε. (Ομάδα Άμεσης Επέμβασης): Όπα Μεγάλε, Αράξαμε Επιτέλους!
  • Ο.Υ.Κ. (Ομάδα Υποβρυχίων Καταστροφώνε): Ομάδες Υποψήφιων Κάφρων, Όλοι ύστερα κατάλαβαν
  • Π.Α. (Πολεμική Αεροπορία): Ποτέ Αγγαρεία
  • Π.Α.Β.Υ.Π. (Προκεχωρημένη Αποθήκη Βάσεως Υλικού Πολέμου): Παλιοί Ακόμα Βαράνε Υπηρεσίες Περιπόλου
  • Π.Τ.Μ. (Πλοίο Ταχείας Μεταφοράς): Ποταμόπλοιο
  • Σ.Α.Ε.Π. ( Σχολή Αξιωματικών Έρευνας και Πληροφορικής): Σειρούλα Άραξε, Έχει Πλαιυστάσιον, Σειρούλα Άραξε Είμαστε Πολύπριζα
  • Σ.Ε.Α. (Στρατεύσιμος Έφεδρος Αξιωματικός): Σήμερα (ή Συνήθως) Έχω Άδεια
  • Σ.Ε.Π. (Σώμα Έρευνας και Πληροφορικής): Σώμα Ειδικών Περιπτώσεων, ή Σώμα Εξαιρετικών Προσώπων, ή Σώμα ΕξεχόντωνΠολύπριζων
  • Σ.Ε.Α.Π. (Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού): Σήμερα Έρχεσαι Αύριο Πεθαίνεις, Σκατά Έρχονται Από Παντού, Σήμερα Έχουμε Ασφαλώς Πατάτες
  • Σ.Ε.Μ. (Σώμα Εφοδιασμού Μεταφορών): Σίγουρα Έχω Βύσμα
  • Σ.Ε.Υ. (Σμήνος Επιχειρησιακής Υποστήριξης): Σμήνος Ευαίσθητων Υπάρξεων
  • Σ.Τ.Α. (Σχολή Αξιωματικών Τεθωρακισμένων): Σχολή Ανοιγμένων Τάφων
  • Στ.Ε.Κ. (Σταθμός Ελέγχου Κυκλοφορίας): Σάντουιτς, Τσιγάρο, Εφημερίδα, Καφές
  • ΣΤΡ.ΠΖ. (Στρατιώτης Πεζικού): στριπτιζού
  • Σ.Φ. (Στρατιωτικές Φυλακές ): Σχολή Φωτομοντέλων
  • Τ.ΕΦ. (Τάγμα Εφοδιασμού): Τάγμα Επιστημονικής Φαντασίας
  • Τ.Π.Β. (Τεχνίτης Πυροβόλων) =Τεκνό Βορείων Προαστίων, Το Παιδί Βολεύτηκε, Το Παιδί Βύσμα
  • Τ/Φ (Τυφεκιοφόρος): Τυχερός Φαντάρος, Τρέξε Φουκαρά
  • 124 Π.Β.Ε. (124 Πτέρυγα Βασικής Εκπαίδευσης): 124 Πρόβατα Βοσκάνε Ελεύθερα, 124 Πούστηδες Βαράνε Εμένα
  • 290 ΜΚ Τ.Π. (290 Μηχανοκίνητο Τάγμα Πεζικού): 290 Μαλάκες Τρέχουν Πανικόβλητοι

Πηγές: νέτι, σλάνγκρρ, sarantakos.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ας ξεκινήσουμε τη σημερινή μας διάλεξη κάνοντας τη διάκριση ανάμεσα σε αγγειοπλάστες και κεραμίστες. Ο όρος αγγειοπλάστης αναφέρεται στον παραδοσιακό τεχνίτη που δούλευε πάντα με τον βρισκούμενο κόκκινο πηλό κατασκευάζοντας τα χρηστικά ή / και διακοσμητικά αντικείμενα που όλοι γνωρίζουμε, από ακροκέραμα μέχρι γλάστρες. Εξ ου και οι ονομασίες τσουκαλάς, γλαστράς, πιθαράς κλπ. Ας σημειωθεί ότι η διάκριση είναι υπαρκτή και στα αγγλικά (potter / ceramist).

Ο πιο σαϊριλέ όρος κεραμίστας άρχισε να επικρατεί από τα εβδομήνταζ και μετά, με την άφιξη του νέου αίματος στον κλάδο, δλδ νέων ανθρώπων που επέστρεψαν από την Εσπερία έχοντας σπουδάσει εκεί το αντικείμενο, και φέρνοντας μαζί τους νέα για τη χώρα υλικά και τεχνοτροπίες.

(Αντιπαρέρχομαι την κλασική μαλακιούλα σύμφωνα με την οποία ο πρώτος αγγειοπλάστης ήταν ο Κύριος, αφού μας έπλασε από χώμα και νερό. Ίσως γι' αυτό γουστάρουμε ως είδος να κυλιόμαστε στη λάσπη. Κουφάλα Δημιουργέ, τα πάντα εν σοφία εποίησες!).

Είναι περισσότερο στους κεραμίστες που αποδίδονται τα εύσημα του «καλλιτέχνη» (για να εξηγούμεθα: σε πάμπολλες περιπτώσεις διόλου άστοχα), ενώ οι μάστορες αγγειοπλάστες αντιμετωπίζονται κάποιες φορές από ορισμένους ανόητους σαν λαϊκουριά, ή σαν γραφικοί και κομματάκι παρακατιανοί νταξ-ρε-παιδί-μου (νάτη πάλι η μαλακιασμένη, όσο και πούστικη, ορολογία «έντεχνο / λαϊκό» και η σχετική αρμαθιά από παπαριές. Α ρε Μάρκο, δεν το 'ξερες πως είσαι άτεχνος να πας να βγάλεις το Κονσερβατουάρ ντε Παρί. Μόνο ν' αλητεύεις ήξερες και να κελαηδάς χασίσικα ταξίμια...). Τεσπα, το θέμα είναι ότι πάμπολλοι λαϊκοί τεχνίτες φτιάχνουν παπάδες, καθολικούς συγκεκριμένα.

(Εσείς εκεί στη γαλαρία που θορυβείτε, τον κακό σας τον φλάρο! Και τη Δευτέρα με τον κηδεμόνα σας!).

Έτσι κι αλλιώς όμως, είτε κεραμίστας, είτε αγγειοπλάστης, τα τίμια χέρια του είναι κυριολεκτικά βουτηγμένα στη λάσπη, η δουλειά βαριά, κι από χαΐρι όχι και σπουδαία πράματα.

Ας περάσουμε τώρα στην ουσία, με την ελπίδα ότι η παρούσα διάλεξις φωτίζει το θέμα και δίνει στους σύσσλανγκους μια καλή γεύση από την τρέχουσα αργκό του σιναφιού των ανθρώπων της λάσπης, όπως αποκαλούν οι ίδιοι τον πηλό. Πάμε λοιπόν :

stoneware: υαλοποιούμενος (δλδ με πολύ χαμηλό πορώδες) πηλός ψηλής θερμοκρασίας, με πολύ μεγαλύτερη σκληρότητα και αντοχή από τον κοινό κόκκινο ή λευκό πηλό. Καθώς πρόκειται για εισαγόμενο υλικό, δεν υπάρχει ελληνική λέξη που να το χαρακτηρίζει. Από τους κεραμίστες χρησιμοποιείται εξ ίσου η γαλλική λέξη γκρε (gres).

ατσαλίνα: εργαλείο από λεπτό, εύκαμπτο φύλλο μετάλλου, συνήθως ανοξείδωτο και σε διάφορα σχήματα. Χρησιμοποιείται ομοίως στη διαμόρφωση ή το φινίρισμα των κομματιών.

γεράνι, γερανάκι: είδος δείκτη που τοποθετείται δίπλα στο πανωτρόχι για να βοηθά τον τεχνίτη να φτιάχνει τα κομμάτια στις ίδιες διαστάσεις. Με λίγη φαντασία, το σχήμα του παραπέμπει στο ομώνυμο πτηνό.

καβούλα: η μικρή μπάλα πηλού που παίρνει ο τεχνίτης (τροχατζής) για να αρχίσει τη διαμόρφωσή της στον τροχό.

κούκος (Τι κάνεις ρε λακαμά, θα τινάξεις εργαστήρι και σπίτι στον αέρα !!!): κούφιος κύλινδρος από πυρίμαχο υλικό, σε διάφορα μήκη. Αυτοί οι (άσχετοι με τον ερχομό της Άνοιξης) κούκοι, χρησιμοποιούνται μαζί με πλάκες από το ίδιο υλικό για να στηθούν μέσα στο καμίνι ράφια πάνω στα οποία τοποθετούνται τα κεραμικά για να ψηθούν.

λύκος: ο κρατήρας που εμφανίζεται στην επιφάνεια του τελειωμένου κεραμικού και οφείλεται στην ύπαρξη μέσα στη μάζα του πηλού αναφομοίωτου ασβεστίου (λόγω προβλήματος στον βιομηχανικό εξοπλισμό). Με τον καιρό και την ατμοσφαιρική υγρασία, το ασβέστιο ωθείται προς την επιφάνεια και τελικά ανοίγει κανονική τρύπα πετώντας και ολόκληρη φλούδα από το σμάλτο.

μάζεμα: η συστολή του κεραμικού αντικειμένου, συνεπεία είτε του στεγνώματος, είτε του ψησίματος.

μαλακό / σκληρό (Όλο στο κακό και στο πονηρό ο νους σας): οι λέξεις χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν το εύτηκτον ή μη ενός υαλώματος. Όσο πιο μαλακό, σε τόσο χαμηλότερη θερμοκρασία ωριμάζει (λιώνει). Χρειάζεται να πω και για το σκληρό;

μπαντανάς (Ασταδγιάλα ρε!!! Σα δε ντρέπεστε λίγο λέω 'γω!!!): πολύ αραιωμένος λευκός πηλός σε ρευστή κατάσταση, με τον οποίο καλύπτονται κεραμικά από κόκκινο πηλό, συνήθως ωμά, για να ψηθούν στη συνέχεια για πρώτη φορά. Η διαδικασία αυτή γίνεται για να διευκολύνει την διακόσμηση του κομματιού, εφόσον τα χρώματα αποδίδουν πολύ καλύτερα πάνω στη λευκή, μπαντανισμένη επιφάνεια από ότι στο φυσικό, κεραμιδί χρώμα του κόκκινου πηλού.

μπαντανόγυαλο: αυτοσχέδιο υάλωμα το οποίο στη σύνθεσή του περιέχει μεγάλο ποσοστό πηλού σε σκόνη.

μπισκουί/ μπισκότο (Μην το φας ! Θα ξεράσεις !): λατινογενής λέξη που σημαίνει δίπυρο, ψημένο δύο φορές. Πρόκειται για παραδοξολογία, εφόσον με τον όρο αυτό περιγράφονται τα αδιακόσμητα κεραμικά που έχουν ψηθεί μόνο μία φορά.

Η ίδια λέξη χρησιμοποιείται και σε άλλες γλώσσες από το σινάφι των κεραμιστών (biscuit, biscotto, bizcocho).

ξεγυριστήρι: άλλο εργαλείο, με ξύλινη λαβή και μεταλλικές θηλιές διαφόρων σχημάτων στη μία ή και στις δύο άκρες. Ο γούγλης απέδωσε αποτελέσματα για «ξεγυριστάρι», είδος πριονιού. Άλλη επαγγελματική αργκό αυτή.

πανωτρόχι: ο περιστρεφόμενος δίσκος που βρίσκεται πάνω-πάνω στον τροχό του αγγειοπλάστη, και πάνω στον οποίο τοποθετείται ο πηλός για να διαμορφωθεί το αντικείμενο.

πελεκούδα: ξύλινο, πεπλατυσμένο εργαλείο σε διάφορα σχήματα, που χρησιμοποιεί ο τροχατζής για τη διαμόρφωση του κομματιού.

πετσικάρω: άντε, μη βαριέστε! Πάρτε τα ποδάρια σας και πάτε εδώ να διαβάσετε τα γενικότερου ενδιαφέροντος σχόλια. Και να προσέχετε μεταξύ άλλων στο στέγνωμα των κομματιών για να μην έχετε τέτοια φαινόμενα.

πυροχρώματα: τα βιομηχανικά παρασκευασμένα χρώματα με τα οποία ζωγραφίζεται το κεραμικό. Πολλές φορές αποκαλούνται και στέινς (από το αγγλικό glaze stains = χρώματα βαφής υαλωμάτων).

σιδέρωμα: η διατήρηση για κάποιο χρονικό διάστημα (συνήθως 30-60 λεπτών) μιας συγκεκριμένης (συνήθως της τελικής) θερμοκρασίας στο καμίνι για να λιώσει καλύτερα, και άρα να ψηθεί σωστά το σμάλτο. Έξυπνα παιδιά είστε, αντιλαμβάνεστε βεβαίως ότι το ρήμα είναι σιδερώνω.

τορνέτα, τροχάκι: μικρός, επιτραπέζιος χειροκίνητος τροχός πάνω στον οποίο τοποθετούνται τα κεραμικά για περαιτέρω επεξεργασία ή διακόσμηση.

τραβάει (Τι θα κάνω με σας που έμπλεξα;;!!!): το ρήμα χρησιμοποιείται για να δηλώσει την επιθυμητή απώλεια ενός ποσοστού υγρασίας του πηλού, ώστε να έρθει στην σωστή σκληρότητα για να δουλευτεί. Άμα παρατραβήξει όμως, δεν δουλεύεται με τίποτα.

τρίχιασμα: η εμφάνιση λεπτότατων ρωγμών στο κεραμικό κατά τη φάση του στεγνώματος. Μπορεί να οφείλεται σε πλημμελή κατασκευή, χειρισμό, στέγνωμα ή και σε ανεπάρκεια του ίδιου του υλικού για την κατασκευή του συγκεκριμένου κομματιού. Το τρίχιασμα, κατά το πρώτο ψήσιμο εξελίσσεται σε κανονικότατο ράγισμα, οπότε τρίχες κάναμε.

τσίγκρισμα: το σπάσιμο μιας μικρής φλούδας πηλού και σμάλτου, συνήθως στα ευαίσθητα χείλη του κεραμικού, συνεπεία κάποιου χτυπήματος.

φαγιάνς: ο κοινός λευκός πηλός. Το όνομα προέρχεται από τα περίφημα φαγεντιανά κεραμικά (της ιταλικής κεραμούπολης Faenza).
φάρμακο: έτσι αποκαλούν πολλοί αγγειοπλάστες τους χημικούς διασπορείς που προστίθενται σε πολύ μικρή αναλογία στον ρευστό πηλό που προορίζεται για χύτευση αντικειμένων σε καλούπια.

φρίτα: βιομηχανικά παρασκευασμένη βάση υαλώματος, η οποία χρησιμοποιείται είτε αυτούσια (ενίοτε ως διορθωτικό υλικό), είτε με την προσθήκη άλλων υλικών για να φτιαχτεί ένα συγκεκριμένων ιδιοτήτων και εμφάνισης υάλωμα. Εδώ.

φυλλιέρα, μακαρονιέρα: προφάνουσλυ πρόκειται περί μηχανημάτων / εργαλείων που επιτρέπουν την κατασκευή φύλλων (πλακών) ή μακαρονιών από πηλό.

χερώνω (Εγώ φταίω, που κάθομαι κι ασχολούμαι...): το ρήμα χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία κολλήματος χερουλιών σε άψητα κεραμικά φλυτζάνια με τη βοήθεια γλίτσας πηλού ως συγκολλητικής ουσίας. Βλ. και κρακελάρω.

Πηγή: κάποιες γνωριμίες του λημματογράφου στο σχετικό σινάφι.

Έλα, μη χαζεύεις ! Έχουμε μάθημα ! Φτιάξε το γερανάκι στο ύψος, και θυμήσου ότι το φλυτζάνι θα μαζέψει, άρα βάλτο λίγο ψηλότερα από το μέγεθος που θέλεις. Πιάσε την καβούλα και κεντράρησέ τη στο πανωτρόχι, αγκάλιασέ τη με τις παλάμες και πάμε. Έχε δίπλα σου την πελεκούδα, μ' αυτή θα φορμάρεις το κομμάτι. Για τη λουρίδα που θέλεις να βγάλεις, θα δουλέψεις το ξεγυριστήρι. Έτσι μπράβο.
Άστο να τραβήξει λίγο και πιάσε να το χερώσεις. Πιό μετά θα το μπαντανίσεις και θα το αφήσεις να στεγνώσει τελείως. Έστησες τα ράφια με τις πλάκες και τους σωστούς κούκους ; Άντε τώρα να το ψήσεις μπισκουί.
Έτοιμος για τη ζωγραφική ; Ρε συ, εσύ ζωγραφίζεις στ' αλήθεια !
Πάμε τώρα να γυαλώσουμε και να ξαναψήσουμε. Το σμάλτο θα το σιδερώσεις μισή ώρα στους 1020 C. Αμόλυβδο είναι, μην το φοβάσαι.
Άντε, καλό καφέ ! Και να το προσέχεις το φλυτζάνι σου μην τσιγκρίσει ή πέσει κάτω. Η ομορφιά είναι εύθραυστη...

Νταξ, τα ενδεικτικά παραδείγματα είναι ανέμπνευστα, ζορισμένα και φτωχά, αλλά πρώτον είναι απολύτως αληθινά και δεύτερον έλεορ ρε πστ μου ! Χώμα έγινα και λάσπη μέχρι να το τελειώσω !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέσα στους ελαιώνες της Μυτιλήνης έχει αναπτυχθεί μία συγκεκριμένη αργκό. Βάζω τις λέξεις που ξέρω κάτω από το ίδιο λήμμα.

α) Τέμπλα: Ειδικά επεξεργασμένο ραβδί έτσι ώστε να εξυπηρετεί το ράβδισμα της ελιάς

β) Κουρούκι: Καρπός ελιάς που δεν έχει μαζευτεί εγκαίρως, έχουν φύγει όλοι οι χυμοί του κι έχει καταστεί τελείως άχρηστος.

γ) Κασίμι: Κτήμα που έχει ενοικιαστεί. Στο κασίμι ένας γεωργός συνθηκολογεί με τον ιδιοκτήτη ενός κτήματος και το νοικιάζει για κάποια χρόνια. Ο γεωργός αναλαμβάνει την υποχρέωση να το περιποιηθεί έτσι ώστε να κάνει πολύ καρπό και οικειοποιείται την σοδειά για το διάστημα αυτό έναντι ενός ποσού ή μέρους της παραγωγής. Στο τέλος ο ιδιοκτήτης, εκτός από το άμεσο κέρδος που του παίρνει από τον ενοικιαστή, ξέρει ότι θα έχει κι ένα περιποιημένο κτήμα.

δ) Νταϊφάς: Πλήθος γεωργών που μοιράζονται τις υποχρεώσεις, το κεφάλαιο και το κέρδος σε ένα κασίμι. Ό,τι είναι το σύνολο των ομόρρυθμων εταίρων σε μία εταιρία είναι ο νταϊφάς στο κασίμι.

ε) Κωλοριζήτης: Κλαδιά που φυτρώνουν στη ρίζα του δέντρου και παίρνουν μεγάλο μέρος των χυμών του, εμποδίζοντας το υπόλοιπο να κάνει καρπούς και δυσκολεύοντας το στρώσιμο των διχτυών. Φυτρώνουν σε πλήθη και κατά κανόνα κόβονται, εκτός από τις περιπτώσεις πολύ γέρικων δέντρων που αφήνονται ένας- δυο κωλοριζήτες να αναπτυχθούν και να αντικαταστήσουν τον κύριο κορμό που δεν του έχουν μείνει πολλά ψωμιά.

στ) Φαγάς ή γαμιάς.
Κλαδί που φυτρώνει στο κέντρο του δέντρου, απορροφά δυσανάλογα πολύ χυμό σε σχέση με τον καρπό που παράγει κι εμποδίζει τον ήλιο να φτάσει στα υπόλοιπα μέρη που πρέπει. Τον σκοτώνεις όσο είναι μικρός.

ζ) Καλαθάκι: Τις πρώτες φορές που μαζεύει κάποιος ελιές βολεύεται κατά κανόνα να τις μαζεύει με το δεξί, να τις βάζει στο αριστερό, κι όταν έχουν μαζευτεί πολλές στο αριστερό να τις πετάει στο δίχτυ. Σε αυτή την περίπτωση το αριστερό χέρι λέγεται και «καλαθάκι». Αυτή η διαδικασία μειώνει την παραγωγικότητα κι είναι κάτι που προσπαθεί ο κόσμος να καταπολεμήσει αφού είναι πιο αποτελεσματικό να μαζεύεται και με τα δύο χέρια ο καρπός και να ρίχνεται στο δίχτυ. Κάποιοι γηραιοί Μυτιληνιοί χρησιμοποιούν την φράση που λέγαν οι επιστάτες «μην κάνεις καλαθέλια» θέλοντας να πουν «μην κωλυσιεργείς».

η) Σάκιασμα: Η διαδικασία κατά την οποία μαζεύονται οι ελιές από τα δίχτυα και μπαίνουν σε σακιά.

θ) Μπασάκι: Τα παλιά χρόνια, τότε που το λάδι είχε μία υπολογίσιμη εμπορική αξία, οι φτωχοί αθρώποι πήγαιναν μετά το σάκιασμα και μαζεύαν τις ελιές που είχαν μείνει κάτω. Αυτή η διαδικασία λεγόταν «μπασάκι». Σε περιόδους μεγάλης φτώχειας οι κτηματίες άφηναν εσκεμμένα πολλές ελιές αμάζευτες ώστε να τις πάρουν αυτοί που είχαν ανάγκη.

ι) Μηχανή: Το ελαιοτριβείο.

ια) Τσίτα: Πολύ μικρό κλαδί ελιάς που έχει πελεκηθεί έτσι ώστε να τρυπήσει το σακί με τον καρπό και να το εμποδίσει να ανοίξει. Αυτό χρησιμοποιούνταν κυρίως παλιότερα που το υλικό του σακιού ήταν βαρύ, τώρα βολεύει πιο πολύ ο σπάγκος.

α) Αυτή η τέμπλα είναι τόσο κοντή που δεν φτάνει να ραβδίσω ούτε το μισό ύψος του δέντρου.

β) Μέχρι να αποφασίσεις να στρώσεις δίχτυα, όλες οι ελιές σου γίνανε κουρούκια.

γ) Δεν βρίσκω κάτι που να δείχνει την διαφορά του από το κτήμα.

δ) Ούτε δούλευε ούτε πλήρωνε. Ήταν τόσο ανεπρόκοπος που τον διώξαμε από τον Νταϊφά.

ε) Μήτσο, κόψε τους κωλοριζίτες να στρώσουμε δίχτυα με την ησυχία μας.

στ) Κόψε αυτό το κλαδί. Φυτρώνει στο κέντρο και θα εξελιχθεί σε έναν πρώτης τάξεως γαμιά.

ζ) Μην κάνεις καλαθάκια, μάζευε ελιές και με τα δυο σου τα χέρια.

η) Μόνο το σάκιασμα έμεινε και τελειώσαμε.

θ) Ο γέρος λέει: «όταν ήμουν μικρός το έσκαγα από το σχολείο για να πάω στο μπασάκι να βγάλω κανένα φράγκο.

ι) Σήμερα τελειώσαμε το σάκιασμα και πήγαμε τις ελιές στη μηχανή για να βγει το λάδι.

ια) Παράτα το χουζούρι και βάζε τις τσίτες πιο καλά να μην ανοίξουν τα σακιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως όλοι οι κολλημένοι με κάτι, έτσι και οι φαν των ενυδρείων έχουν τη δική τους ζαργκόν.

Στο παράδειγμα θα δείτε κάποια μπέιζικς, για να μαθαίνετε.

Σ.ς.: το Μπαρμπουνιώτης στο παράδειγμα, όλα τα λεφτά!

Και για να μην δημιουργούμε μεγάλα μυστήρια, ούτε να σας βάζουμε να ψάχνετε σε λεξικά (που δεν θα σας βοηθήσουν άλλωστε) ας δώσουμε λίγες εξηγησεις:

  • δισκοβοσκός = αυτός που έχει στο ενυδρείο του ψάρια που τα λένε δίσκους ( λόγο του σχήματος τους.)
  • μποστανάς = αυτός που έχει ενυδρείο με φυτά (κι εγώ μποστανού είμαι)
  • νταμάρι = ενυδρείο χωρίς φυτά που έχει για διακόσμηση μόνο πέτρες
  • ξερακιανός = αυτός που έχει ενυδρείο ... νταμάρι
  • αφρικάνες = είδος ψαριού από την αφρική (κιχλίδες από την λίμνη Μαλάουι ή την λίμνη Ταγκανίκα)
  • σαμπ = είδος φίλτρου ενυδρείου.

Μ' αυτή τη «γλώσσα» τι να σου κάνει ο Μπαρμπουνιώτης .... έναν ψαροβλαμένο χρειάζεσαι!!!

Από εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified