Further tags

Μετά από επίμονες (απ)αιτήσεις πολλών φίλων noms, nous ne disons pas), αποφασίζω να σα σκαταγράψω (σκόπιμο το κακέμφατο) μερικές απ' αυτές τις γαλλίζουσες εκφράσεις που ακούγονται τήδε κακείσαι, δίκην μεταφράσεων, και που θυμίζουν πλέον αυτόματους γουγλισμούς (no offense intended).

Πριν εμφανιστούν οι κομπιούτορες, συλλέγαμε, προ πεντηκονταετίας, τέτοια μαργαριτάρια, συνήθως ελληναγγλικά (καμία σχέση με greeklish), του τύπου: slowly the much oil, something is running at the gypsies', κλπ. Το αστείο συνίσταται στην αυτολεξεί μετάφραση χαρακτηριστικότατων ιδιωματισμών μιας γλώσσας εκ μέρους αμαθών, ή ημιμαθών, ή και εξελιγμένων γλωσσομαθών, αλλά με υψηλή αίσθηση του χιούμορ.

Από κλασικά μεταφρασομαργαριτάρια:

  • Δεκαετία '60, το Καμάκι στη Σκανδιναβίδα: I love you. Αυτή: I love you too. Αυτός: I love you three.
  • Δεκαετία '70, σε υπότιτλο της ΕΡΤ: General strike is coming = Έρχεται ο στρατηγός Στράικ.
  • Πάλι από υπότιτλο στην ΕΡΤ (Καμάκι στο Love Boat): How about a night cap; = Θες ένα νυχτερινό σκουφάκι;
  • Από βιβλίο περί ανασκαφών: Ένα ταμείο γεμάτο κόκκαλα = Une caisse pleine d'os.

Φυσικά, στην εδώ πλάκα, η σύνταξη, η σειρά των λέξεων, οι πτώσεις, κλπ., δεν αλλάζουν. Όσο πιο παλιός, λαϊκός, δυσνόητος και χαρακτηριστικά ρωμέικος ο ιδιωματισμός, τόσο καλύτερο το καλαμπούρι. Και οι πιο μοντέρνοι σλανγκισμοί έχουν τη θέση τους, αρκεί να' χουν πλάκα. Ωστόσο, για να βρεθεί η αντιστοιχία τους σε άλλες γλώσσες, είναι... «αλλουνού παπά ευαγγέλιο». Μ' άλλα λόγια, η αυτολεξεί μετάφραση ιδιωματισμών (έστω και λεξικολογικά σωστή) δε βγάζει νόημα για τους ξένους, απαιτείται μια απόδοση στην άλλη γλώσσα. Και μη μου πείτε ότι δεν είναι αργκοσλάνγκ.

Salue-moi le platane: Χαιρέτα μου τον πλάτανο

Et Nicolo guet-apens: Και Νικολό καρτέρει

Nous la passerons vitre: Θα την περάσουμε τζάμι

Nous l'avons peinte: Τη βάψαμε

Mes animaux lentement:Τα ζώα μου αργά

Chose qui remue: Πράμα που σαλεύει

Baise pilaf: Γαμοπίλαφο

Et je baise le cas: Και γαμώ την περίπτωση

De la ville je viens et au sommet cannelle: Από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα

Laisser bouteille: Αφήνω μπουκάλα

Encore on l'a pas vu, Jean on l'a sorti: Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εβγάλαμε

Ne font pas toutes les abeilles miel: Δεν κάνουν όλες οι μέλισσες μέλι

Οù il te fait mal et où il t'égorge: Πού σε πονεί και πού σε σφάζει

Elle le noie le lapin:Τον πνίγει τον κούνελο

De la putain le barreau: Της πουτάνας το κάγκελο

Mâche la chèvre tarama;: Μασάει η κατσίκα ταραμά;

Mystère train tu es: Μυστήριο τρένο είσαι

Il s'explique pistache salée: Ξηγιέται αλμυρό φιστίκι

Déchirer le chat: Σκίζει τη γάτα

Elle l'emmène la lettre: Το πάει το γράμμα

Sans plaque: Χωρίς πλάκα

Plaque-plaque, nous la poulâmes: Πλάκα-πλάκα, την πουλέψαμε

Il les trouva bâtons (piques):Τα βρήκε μπαστούνια

Il sait pas où vont les quatre: Δεν ξέρει πού παν τα τέσσερα

D'autre pope évangile: Αλλουνού παπά ευαγγέλιο

Fou pope te baptisa: Τρελός παπάς σε βάφτισε

Vis mon Mai, que tu manges trèfle: Ζήσε, Μάη μου να φας τριφύλλι

Verts chevaux: Πράσιν' άλογα

Ils nous l'ont tombée, grand: Μας την πέσανε, μεγάλε

Taloche nuage: Καρπαζιά σύννεφο

Que manque la merise: Να λείπει το βύσσινο

Propre ciel, éclairs ne craint pas: Καθαρός ουρανός, αστραπές δε φοβάται

Bonjour Jean, fèves je sème: Καλημέρα Γιάννη, κουκιά σπέρνω

45 Jeans, d'un coq savoir: 45 Γιάννηδες, ενός κοκκόρου γνώση

Lièvres avec étoles: Λαγούς με πετραχήλια

Le renard 100, le goupil 110: Η αλεπού 100, το αλεπόπουλο 110

Il a goujon: έχει βύσμα

Les têtes dedans: Τα κεφάλια μέσα

De la Vierge les yeux: Της Παναγίας τα μάτια

Je dis et vérité: Λέω κι αλήθεια

Je le liai mon âne: Τον έδεσα το γάιδαρό μου

Boiteux, tordus, à Saint Pantaléon: Κουτσοί, στραβοί, στον Αϊ Παντελεήμονα

Trois oiselets assis: Τρία πουλάκια κάθονται

Trois braillent et deux dansent: Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν

Trοis et le coucou: Τρεις κι ο κούκος

Des trois, le plus long: Απ' τα τρία, το μακρύτερο

Tu me feras les trois, deux: Θα μου κάνεις τα τρία, δύο

Tu me péteras les couilles: Θα μου κλάσεις τ' αρχίδια

Siffle-moi chouraves: Σφύρα μου κλέφτικα

Eclaire-moi et je glissai: Φέξε μου και γλίστρησα

Il me la tombe: Μου την πέφτει

Il me la sort avec rouge: Μου τη βγαίνει με κόκκινο

Les figues-figues et la bassine-bassine: Τα σύκα-σύκα και η σκάφη-σκάφη

Il me la visse: Μου τη βιδώνει

La bouille viande: Τα μούτρα κρέας

Je m'explique épée: Ξηγιέμαι σπαθί

Plaque tu me fais;: Πλάκα μου κάνεις;

Ici je te veux, crabe: Εδώ σε θέλω κάβουρα

Fête trois couvertures: Γλέντι τρικούβερτο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακολουθεί μια «κολεκτίβα» από διάφορες ατάκες που έχουν ακουστεί σε ιατρεία:

  • Παίρνω χάπια γαστροανθεκτικά (“δηλαδή χάπια που παίρνω για να αντέχω τα άλλα φάρμακα”)
  • Ο γαστρεντερολόγος μου βρήκε ελικόπτερο (ελικοβακτηρίδιο)
  • Ακούω αχούς στο αυτί και καμπάνες στο κεφάλι
  • Γιατρός: Κυρία μου, έχετε σακχαρώδη διαβήτη Ασθενής (γυναίκα): Πωπώ! Τόσο καιρό είχα ζάχαρο – τώρα έχω και διαβήτη;
  • Λιποθύμησα γιατί ήταν το καλοριφέρ στο διαπασόν
  • Έχω εκρηκτική ωτίτιδα (εκκριτική ωτίτιδα)
  • Γιατρέ, έχω ακούσει πολλά καλά λόγια για σας – είσαστε πολύ απαράδεκτος…
  • Επέρασα από το βαρέλι (έκανα αξονική)
  • Μου βρήκαν τις αρτηρίες λερωμένες (με στενώσεις)
  • Μου βρήκαν πνευμονική εισβολή (εμβολή)
  • Έχω αυξημένα γλυκερίδια (τριγλυκερίδια)
  • Έπαθα σπονδυλογλίστρημα (σπονδυλολίσθηση)
  • Έχω περάσει πτερύγια (πρόκειται για πτερύγιο οφθαλμού και όχι ότι φτέρωσε…)
  • Έχω γαστρική ταχυδρόμηση (γαστροισοφαγική παλινδρόμηση)
  • Γιατρέ, το αγχολυτικό δε μου έκανε τίποτα, οπότε πήρα ένα ηρεμιστικό και μ’ έπιασε
  • Πήγα τη γυναίκα μου στο «Υγεία» (Κέντρο Υγείας της περιοχής και όχι φυσικά το θεραπευτήριο «Υγεία»)
  • Ασθενής: γιατρέ έπεσα – μήπως έσπασα κάνα κόκκαλο; Γιατρός: όχι – μόνο εβροντήθηκες…
  • Έκαμε χειρουργείο στο μάτι γιατί ήταν τρύπιος ο μπόμπολας (βολβός)
  • Γιατρέ, έχω αναστολές… (Έκτακτες συστολές)
  • Πίνω χάπι Lacoste (Losec)
  • Η καρδιά μου χτυπά παρά φύσιν
  • Έχω όζοντες στο θυρεοειδή (όζους)
  • Μου ζήτησαν βιομηχανική εξέταση (βιοχημική)
  • Αγόρασα ηλεκτρικό πιεστικό (πιεσόμετρο)
  • Έχω σπονδυλοαθλίτιδα (σπονδυλαρθρίτιδα)
  • Πήγα στον αδενολόγο (ενδοκρινολόγο)
  • Με εξέτασαν στο γυάλινο τοίχο (διαφανοσκόπιο)
  • Βγάζω φλέμα με μπουρμπούλους (φυσαλλίδες)
  • Ήρθα να μου βάλεις το φλόμπερ (Holter)
  • Γιατρέ μου, θέλω να τα πούμε στοματικώς...
  • Δεν είμαι πιεσικιά (υπερτασική)
  • Έπαθε πνευματικό εμφύσημα (πνευμονικό)
  • Έχω ισχιαλγία στους ώμους (και όχι στο ισχιακό νεύρο του ποδιού;)
  • Πήγε στον νευρολόγο και του έκανε ένα εγκεφαλικό. (εγκεφαλογράφημα)
  • Έχει συνοριακές τιμές τρανσαμινασών (οριακές)
  • Ο ασθενής ήταν ανέκδοτος για να μπεί στο νοσοκομείο
  • Παίρνει αγγουρόν (Angoron) και μ**νοσορντίλ (Monosordil) για την καρδιά
  • Παίρνει Ζαντάμ για το στομάχι (Zantac)
  • Έχει αυξημένη πίσσα στο προστάτη (PSΑ - Πι Ες Έι - ειδικό προστατικό αντιγόνο)
  • Υπόθετα Πουστοπάν (Buscopan)
  • Πίνει Vascation (το αντιυπερτασικό Vascase και φυσικά όχι Carnation)
  • Οι γιατροί έπεσαν πάνω του και του κάνανε μ***κίες (μαλάξεις) και στο τέλος τον ανατινάξανε κιόλας (ανατάξανε)
  • Είχα εξώπλασμα στο αίμα (τοξόπλασμα)
  • Του είχαν κάνει πολλά καρδιογραφήματα αλλά ηλεκτροκαρδιογράφημα ποτέ (πρόκειται για το ίδιο πράγμα)
  • Γιατρέ μου τα αντισυλληπτικά που παίρνει η γυναίκα μου κάνουν και για τη σκύλα μου; Γιατρός: Δεν ξέρω... καλού κακού βάλε και ένα προφυλακτικό!
  • Έπεσα και χτύπησα το λεκανοπέδιό μου. (λεκάνη)
  • Έχω έλκος στον εξαδάκτυλο (12δάκτυλο)
  • Πήγα στα υπεραστικά του Νοσοκομείου (επείγοντα )
  • Παίρνει κοκορέλαιο (καστορέλαιο) για την δυσκοιλιότητα
  • Σπουδαίος ιατρός σου λέω, Αλέκτωρ Πανεπιστημίου (λέκτωρ).
  • Ελληνοαμερικάνος: «πάσχω από σούπερ – θυροειδισμό» (υπερ-θυρεοειδισμό)
  • Έχω αχιβάδες (αιμορροΐδες)
  • Είμαι αναλγητικός τύπος (εξηγεί ότι δεν πονάει εύκολα)
  • Moυ πείραξε την χλωροφύλλη του εντέρου (χλωρίδα)
  • Πρέπει να κάνουμε το περίγραμμα (σχήμα)
  • Γιατρέ, μήπως έχω φυσίγγιο; (συρίγγιο)
  • Ο πατέρας μου είχε κολόν- μπαρέ (Guillain – Barre)
  • Μήπως απελευθερώθηκε ο γιατρός;
  • Μού είπαν να βάλω μετασχηματιστή (απινιδωτή...)
  • Θέλω καρδιογράφημα γιατί θέλω να κάνω λαμπαδοσκόπηση (λαπαροσκόπηση)
  • Θα πάω στην αγρότισσα (αγροτική ιατρό)
  • Έχει ένα ομοίωμα (ινομύωμα)
  • Ωραία τα ραντεβού του ΙΚΑ, πριν γινόταν πολύ συνασπισμός. (συνωστισμός)..
  • Έκανε λαμπαδοσκόπηση στη χολή (λαπαραοσκόπηση)
  • Eχει όζον στο θυρεοειδή (όζο)
  • Πήρε υπόθετο Τουρκολαξ για τη δυσκοιλιότητα (Dulcolax)
  • To προϊστορικό του ασθενούς . . . (ιστορικό)
  • Έκανε ασθενογραφία (ακτινογραφία)
  • Γιατρέ, ο γιος μου είναι τύπος τρεχούμενος (αθλείται...)
  • Έπαθε λιποθυμία, κάτι σα νέκρωση - της είπε ο γιατρός να πάει στα Γιάννενα για μαγνητοσκόπηση
  • Παίρνω ένα χάπι που μολέρνει το αίμα (αραιώνει)
  • Η γυναίκα μου έχει ασθενοφόρωση...(οστεοπόρωση)
  • Αρρώστησα με ζάχαρη…(σάκχαρο)
  • Έχει πεσμένο ρευματοκρίτη [γιατί έχει ρευματισμούς] (αιματοκρίτη)
  • Με πήραν στο πρώτο παραμονεύον νοσοκομείο…(εφημερεύον)
  • Μου κάμανε ένεση μουσολίνι (Muscoril)…
  • Έχει μεγαθλαστική αναιμία ( μεγαλοβλαστική )
  • Σηματοδότης καρδιάς ( βηματοδότης )
  • Γιατρέ έχω μουρούτιτα... (ιγμορίτιδα)
  • Μου βάλαν καφετήρα στην ουρήθρα…(καθετήρα)
  • Είμαι τύπος αγχολυτικός…
  • Η γυναίκα μου έχει πέτρα στη χολή και θα την χειρουργήσουνε με ραβδοσκόπηση…
  • Έχω ιστιοπόρωση…(οστεοπώρωση)
  • Θέλω να μου γράψεις γλουτοφάγους (Glucophage)
  • Μου βάλανε σωλήνα Levi’s... (Levine)
  • Mου βρήκανε κισσούς μελισσοφάγου (κιρσούς οισοφάγου)
  • Έχω θετικό Αυστριακό Αντιγόνο (Αυστραλιανό)
  • Δεν τρώει καθόλου φοιτητικές ίνες ( = φυτικές ίνες )
  • Γάλα αμνησίας, Γάλα Κορινθίας ( = Γάλα Μαγνησίας )
  • Έκανα μία αιμοκάθαρση ( = αιμορραγική κένωση )
  • Παίρνω συνεχώς το φυτοφάρμακο ( = All-Bran)
  • Πήρα φουσκοπάν (Buscopan, για το φούσκωμα)
  • Ξέχασα να φέρω το συνταγματολόγιο του ΟΓΑ (συνταγολόγιο)
  • Σύζυγος προς γυναικολόγο: «Κατά την ερωτική επίπληξη …»
  • Μου σύστησαν να κάνω μία κατασκόπηση στομάχου. (ενδοσκόπηση)
  • Παρακαλώ ένα ραντεβού για γαστρορραγία (γαστρογραφία)
  • Γιατρέ, είστε εφημέριος σήμερα; (εφημερεύων)
  • Ο πόνος με χτυπάει πίσω στις πινακίδες μου (ωμποπλάτες)
  • Έχω στένωση στο σαρκοφάγο μου (οισοφάγο)
  • Σαρωτική τομογραφία (αξονική)
  • Ο Δημοκρίτης (αιματοκρίτης) έπεσε.
  • Έχω ισχιαλγία στο πρόσθιο τοίχωμα της καρδιάς (και όχι στο πόδι;)
  • Μου κάνανε 4 γεωτρήσεις στα πνευμόνια μου (διατρήσεις)
  • Ο άρρωστος έχει συκώτι στο πάγκρεας
  • « Προσήλθε νεκρός » - Γράφτηκε κατ' επανάληψη στο βιβλίο εξωτερικών ιατρείων.
  • Είμαι επί 5 μέρες άνεργη (δεν έχει ενεργηθεί)
  • Με στείλαν στον γκανγκστερολόγο για να κάνω γκαγκστροσκόπηση (γαστρεντερολόγο - γαστροσκόπηση) .
  • Ιατρέ μου τώρα δε πονάω πολύ, πονάω έτσι, ανεπαίσχυντα (ανεπαίσθητα) !
  • Άνδρας ασθενής: « Ιατρέ , έσπασα την αριστερή κλειτορίδα μου», δείχνοντας την αριστερή κλείδα του.
  • Μήπως είναι διάρροια από ζαμπονέλα; (σαλμονέλα)
  • Η σύζυγος διαβητικού βοηθάει κατά τη λήψη του ιστορικού: «Πες στο γιατρό ότι κάνεις σωλήνες». (ινσουλίνες)
  • Πάσχει από βαριά ασθενοπόρωση (οστεοπώρωση)
  • Ήρθε το σφαξ από την Αθήνα; (φαξ)
  • Ιατρέ, ο άντρας μου δε βάζει προφυλακτήρες και είμαι έγκυος ξανά.
  • Θέλω να κάνω ένα πλήρες τσεκ-ιν (τσεκ απ)
  • Ατομικό Αναμνηστικό: Πολιτισμικές ωοθήκες (πολυκυστικές)
  • Ντρίπλες αγγείων (Triplex)
  • Σαξωνική Φωτογραφία (αξονική τομογραφία)
  • Η χλωρίδα και η πανίδα (=οξύουροι) του εντέρου
  • Χθες έκανε κατακλυσμό ( και υποκλυσμό)
  • Εισερχόμενο μήνυμα στον αυτόματο τηλεφωνητή αγροτικού ιατρείου: μπιπ.... Πού είναι ο γιατρός;.......Ορέ σου μιλάω! Πού έιναι ο γιατρός;...........Ορέ του μιλάω και δεν μ' ακούει!..........Ποιος είσαι ορέ παιδί;.........Μπάααααα.........Με κογιονάρει ετούτος εδώ.........Μου λέει κάτι νούμερα αλλά δεν προκάνω να τα γράψω!!!!!
  • Γιατρέ μου, γράψε μου σε παρακαλώ δύο Λαστίξ (Lasix) και δύο Καροτέν (Capoten)!
  • Γιατρέ μου γράψε μου σιρόπι Μοσκοβολάν (Mucosolvan) για το βηχιό!!
  • Γιατρέ μου θα μου γράψεις δύο Λοναρί (Lonarid) και ένα Μποστάν (Ponstan);
  • Υπεραστική κρίση (υπερτασική)

Όλα τα παραπάνω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαγουδικό *αποκαλούσαν οι παλαιότεροι (και εξακολουθούν ορισμένοι βουκολικοί ακρίτες και θεούσες κυρα-περμαθούλες) τον *παρθενικό υμένα, την ενοχλητική και μάλλον γελοία αυτή μεμβράνη για την οποία τόσα δράματα εκτυλίχτηκαν ανά τους αιώνες. Για λόγους που αντιπαρέρχονται κάθε κοινή λογική, ο υμένας αυτός θεωρείται από τότε που βγήκαν οι λάσπες σχεδόν καθολικό (αλλά και ορθόδοξο, και μουσουλμανικό) σύμβολο αγνότητας.

Όπως συμβαίνει για κάθε σπάνιο αγαθό, το αόρατο πέος δημιούργησε μια αποτελεσματική αγορά για την αγοραπωλησία λαγουδικώνε. Ο συνεπακόλουθος κατακλυσμός της αγοράς από λαγουδικά-μαϊμού κατέστησε επιτακτική την ανάγκη πιστοποίησης κατά ISO. Την εποχή που οι αρχαίοι ημών πάλευαν την χοληστερίνη εμφανίστηκε και ευδοκίμησε το επάγγελμά της γηθογυίας (εκ των γῆθος, χαρά και γυῖον, αιδοίο) επάγγελμα που οι σύγχρονοι αποκαλούμε παρθενομαμή. Η παρθενομαμή «έδινε, παρουσία των ανακριτών-εξεταστών ή δικαστών, τον λεγόμενο 'Όρκον Tιμής', και μόνη αυτή εξέταζε την παθούσα νέα 'τη ψηλαφήσει εξέταζε τα κρύφια μέρη, ακολούθως δε υπαγόρευε την πραγματογνωμοσύνη της και τις επισημάνσεις της προφορικώς, διότι εστερείτο γραμματικών γνώσεων» (εδώ).

Η υπερβάλλουσα ζήτηση για λαγουδικά οδήγησε πολλές παρθενομαμές στο παρεμπόριο «γκρι» υπηρεσιών αναπαρθενισμού αναξιοπαθούντων κορασίδωνε που υπέστησαν παρθενοφθορά, πολύ πριν αναπτυχθεί η σύγχρονη μπαγαποντοπλαστική. Οι πρωτόγονες μέθοδες τους βασίζονταν σε δύο πυλώνες:

  • Την χρήση προσωρινών ραμμάτωνε, συνήθως φυτικής προέλευσης που έφεραν ονόματα όπως «σωμέλιμα τoυ ανθoύ», «μέθoδoς της χελιδoνoφωλιάς», «κoυκoύλωμα τoυ κερασιoύ».
  • Τεχνικές χρήσης κόκκινων χρωστικών ουσιών με σλανγκενεργές ονομασίες όπως «βαψίμι της φωλιάς», «φκιασίδωμα τoυ μαραμένoυ αθoύ», «στύψιασμα τoυ χίσθoυ», «αβδέλλιασμα» κ.ταλ., προκειμένου το κορίτσι να περάσει θριαμβευτικά την δοκιμασία του παρθενόπανου (περισσότερα εδώ).

Το λαγουδικό μάλλον δεν ετυμολογείται από τον συμπαθή κόνικλο αλλά εκ του λαγαρό: λεπτό και ευάλωτο στα αρχαία, καθαρό και διαυγές στα νέα.

Ας πανηγυρίσουμε λοιπόν το λαγουδικό με ένα μικρό σλανγκομουναπάνθισμα συνωνύμων:

  1. αγερινό
  2. αγλαό
  3. αγνό
  4. αγριοκρινάκι
  5. αεράτο
  6. αέρινο
  7. αθέατο
  8. αθέρας της κόρης
  9. αθθός
  10. αιθέριο
  11. άϊρο (ιερό) ιμάτι
  12. αμυγδαλιάς ανθί
  13. αμύριστο
  14. ανάδερο
  15. ανάχλιο
  16. ανέγγιχτη θυρία
  17. ανέγκιχτο
  18. ανεμαίο
  19. ανεμικό
  20. ανεμίτσι
  21. ανεμώνη
  22. ανθάδα της κόρης
  23. ανθάκι (που δεν το είδε ο ήλιος, του βουνού)
  24. ανθάτο
  25. άνθος (αβρό, άφθαρτο, ζαχαροζύμωτο, κορύκειον, μυροβόλο)
  26. ανθός (άγγιχτος, αμάραντος, αναμεσιανός, ανθηνένιο της κόρης, ανθηρό, ανθί, ανθίμι, άνθιμος, ανθινό επικόλπι, ανθινο λιλί (το λουλουδένιο στολίδι), ανθινό πουγκί, ανθίτσι, ανθίτσι της νιάς, ανθοδροσόμαλλο, ανθοκουκούλα, ανθόμηλο, ανθομούνι, ανθομπούμπουκο, ανθουλάκι, ανθούλι , ανθουσένιο μάτι, ανθώλη, ανθουλλί, ακακίας, βερυκανθός, δροσανθός, ευοσμανθός, ροδιάς, της αγνείας, της κρυφής σκαφούλας, της φύσης, του αναγκαίου, του κουτιού, απάρθενος, ατίμητος, βατσινίας, βερωτός (βέρα: κυκλικός), γαρδένιας, γιασεμιού, θαλλεροζανθός , θαυμασαριός, κεραπουκάτος (που βρίσκεται κάτω από τον ομφαλό), κερασανθός, κερασένιος , κροκανθός, κρυφός ανθός της τσούπας, λεμονιάς, λουλουδανθός, λυγιάς, μηλίτσας, μολοχανθός, μοσχανθός, μυρσινανθός, νεραντζανθός, νεραντζιάς, παρθενίας, πορτοκαλιάς, πύρινος, ροδακινιάς ανθός, ροδανθός της κόρης, ροκοανθός της κόρης, φασκομηλιάς λευκανθός, χάσικος)
  27. ανούλι
  28. απαλό γιασεμί
  29. ασπρολούλουδο
  30. άσπρος κρίνος
  31. άσπρος μενεξές
  32. ατρύγητος κρίνος
  33. αφράτο
  34. αχαμνότρυπα
  35. αχνό
  36. αχνόλαστο
  37. βαβί
  38. βαγιολούλουδο
  39. βαίο
  40. βεργί
  41. βεργωτό
  42. βερωτός
  43. βιόλα
  44. βιολέτα
  45. βιολετάνη της τσούπας
  46. βοτρίδι
  47. γαρουφαλάτο
  48. γαρουφαλίτσι
  49. γαρυφαλλένιο λιλί
  50. γερανάκι
  51. γήο
  52. γλυκάδι
  53. γόνη
  54. γόνος
  55. δαφνολούλουδο
  56. δαφνούλα φουντωτή
  57. διόσανθος
  58. διχαλωτό
  59. δροσερή σπορτούλα
  60. δροσίδι
  61. δροσινό
  62. δροσολούλουδο
  63. ειδωλάκι
  64. ελειόχρυσος
  65. ελιανθάκι
  66. ζαμπάκι
  67. ζεοβιανό
  68. ζερνέκαντο του κοριτσιού
  69. ζουμπουλάκι
  70. ζουμπύλι
  71. ηλιόχαρο
  72. ήλτο
  73. ήλτσο
  74. ημεράτσι της κόρης
  75. ημεροκαλλίδα
  76. θεστό
  77. θύρια
  78. ιμέτι (ή μάτι της τιμής)
  79. ιό
  80. ίρις
  81. καλυδώνι
  82. καμαράκι
  83. καμπανούλα της κόρης
  84. καστέλι
  85. κατιφές της κόρης
  86. κερασένιο
  87. κόκκινος κρίνος
  88. κόρη γαρουφαλάτη
  89. κουκούλα
  90. κουκούλα της τιμής
  91. κρινάκι
  92. κρίνο του γιαλού
  93. κρόκος της χρυσαυγής
  94. κρυμμένο χρυσοδαφνούλι
  95. κρυφή λαουδιά
  96. κρυφό ανθάκι δροσερό
  97. κρυφολούλουδο
  98. κρυφός υάκινθος
  99. κυκλαμινάκι
  100. κύτος
  101. λαλέ
  102. λαλεδάκι
  103. λαλέδι
  104. λαλέδι της νιάς
  105. λαλλάρι
  106. λειρί της κόρης
  107. λειρίδι
  108. λεπτό
  109. λευκό ανθόκρινο
  110. λευκό νούφαρο
  111. λευκόγιο
  112. λευκός κρίνος
  113. λιόφλογο
  114. λολολάκι (φράση της παρθενομαμής: γιατί λολοδάκι μου χάλασες το λελουδάκι σου;)
  115. λουδιό
  116. λουλούδι (άγρυπνο, άδυτο, αθέατο, αλώβητο, ανθρώπινο, δροσινό, ανοιχτό, αχνολούλουδο, λουλούδα, λουλουδάτο, λουλουδάτσι, λουλουδένιο ανθί, λουλουδένιο προσάρκι , λουλουδένιος, λουλουδίμι, λούλουδο, λουλουδούλι ,μισάνοιχτο, μεβιανό, μενεξεδένιο, μοσχοϊτιάς, μοσχολουλουδάκι, μπιγόνιας λουλουδάκι, μυγδαλιάς, ολόδροσο, πενταφύλακτο, ροδονιάς, τίμιο, φεγγοβόλο)
  117. λούλουρο
  118. λουλούτσι
  119. λούρνος
  120. λυγερό
  121. λύγινος
  122. λύγιο
  123. λυχναράκι της κόρης
  124. μανουσάκι
  125. μαργαρίτα
  126. μάτι της παρθενιάς
  127. μάτι του ήλιου
  128. μελισσάκι
  129. μελολί
  130. μενεξένιο γιουλάκι
  131. μεσομούνι
  132. μέτι της αγνότης
  133. μηράδι
  134. μουρνίδι
  135. μπαμπακούλα
  136. μπαμπακωτός
  137. μπουμπούκι (άδοτο, άθικτο, αμύριστο, ανήλιαγο, απάρθενο, απόκρυφο, δαμασκινιάς , κιτρινολεμονιάς, κλειστό, κρυφό, μυρτιάς λευκό, μεσομπούμπουκο, μοσχοτριανταφυλλιάς, νωλιομπούμπουκο, ροδοδαφνιάς, σ' ασχήμι της κόρης, του λιλιού (λιλί : αιδοίο), ταλλιακό, της τιμής, τρυφερό)
  138. μυλλιδώνι
  139. μυριανθισμένη αλυγαριά
  140. μυριανθισμένο
  141. μυρτολούλουδο
  142. νεραγκούλι
  143. νυχάκι
  144. ξέτρυπο
  145. ξυφί
  146. οινάνθη
  147. ολοδροσάτος κρίνος
  148. παπαρουνίτσα
  149. πασχαλίτσα
  150. πέπλο της νύφης
  151. περδικούλι
  152. πετανίδι
  153. πηγανούλι
  154. πικόλπι
  155. πλοκαμιανός
  156. ποθεινό
  157. πόθη
  158. ποθιανό
  159. προσάρκιο
  160. πρόσαρκο
  161. ρόδο (κόκκινο δροσάτο, ντροπαλό, της νιας, ροδοσταμιά, ρόδινο ανθάκι, ρόδινη φλόγα)
  162. ροκολούλουδο
  163. ρολόϊ της τσούπας
  164. ρωγολούλουδο
  165. σελλιάνα
  166. σιμιλούδι
  167. σκυλίτσα
  168. σκυτελάκι
  169. σκύτος
  170. σπιρτούλα
  171. στεφανάκι
  172. στόλος (στολίδι)
  173. στρογγυλολούλουδο
  174. σφηκάρι
  175. σχιστολούλουδο
  176. τερυπτός
  177. τερυτό
  178. τριανταφυλλάκι κόκκινο
  179. τριανταφυλλένιο
  180. τριαντάφυλλο εκατόφυλλο της κόρης
  181. τριμίδι
  182. τρουπί
  183. τρύοπο
  184. τρυφεράδι της κόρης
  185. τρυφερή βιολέτα
  186. τρυφηλό
  187. τσίπα
  188. φαλάμι του ανθού της κόρης
  189. φλόγα
  190. φλογερή παπαρούνα
  191. φρυδάκι
  192. φυλακιό
  193. χαλαρό
  194. χρυσάθεμο της κόρης
  195. χρυσόκρινος
  196. ψαθιρένιο
  197. ψαφαρό
  198. ψιλό
  199. ψυχαλιδάτο γαρυφαλλάκι

(Πηγή: εδώκαι εκεί)

(από σφυρίζων, 13/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουΐκ εντ ντέρτυ αποδελτίωση συνταγών (οδηγός μαγειρικής στο πόδι) από τα μέλη του σλανγκρ, για τις ιδιαίτερες εκείνες στιγμές που θέλουμε να μαγειρέψουμε γρήγορα και απλά ένα καλό γεύμα.

Τα περισσότερα εδέσματα (εκτός των κλασσικών: φασολάδα, κλπ) εμπίπτουν στο χαρακτηρισμό της γκουρμεδιάς.

Καλή μας όρεξη!

(από peregrine, 17/03/13)(από σφυρίζων, 19/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθημα της αργκό και καθομιλουμένης, που κοτσάρεται συνήθως σε ουσιαστικά για να προσδώσει ειρωνεία.

Από το αγγλικό παραγωγικό επίθημα -ation.

Στα παραδείγματα, ήδη καταχωρισμένα λήμματα στο σάιτ.

Svalutation από τον μεγάλο Adriano Celentano (από allivegp, 08/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Το λήμμα είναι για την Σιδηρά Κυρία του σάιτ, η οποία γουστάρει αυτά τα επαγγελματικά και η οποία παραπονιέται ότι έχω αραιώσει. Δεν φταίω εγώ, η πουτάνα η κενωνία φταίει...).

Δεδομένου ότι ο διαφημιστικός χρόνος, τηλεοπτικός τε και ραδιοφωνικός, είναι χρήμα, θα είμαι εξαιρετικά σύντομος. Ο άλλος χρόνος, που καταναλώνεται στην παρακολούθηση των καρπών των κόπων των διαφημιστών είναι κρίμα, but this is another priest's gospel... Για τον άλλο άλλο χρόνο, αυτόν των απλήρωτων υπερωριών των εργαζομένων στον κλάδο, ας μην μιλήσουμε καθόλου. Θα στεναχωρηθούν οι Αγορές....

Πηγή της επαγγελματικιάς αργκούς που ακολουθεί: ο κουμπάρος ο διαφημιστής. Φίλος επί 29 συναπτούς ενιαυτούς και με μακρά θητεία στο επάγγελμα. Ξεκίνησε ως τράφικ νταϊρέκτορ (το παιδί με το παπί ήτανε, μέχρι που του δώσανε καρέκλα μπροστά σε κομπιούτορα). Το πού θα τον φέρουν τα κύματα της κρίσης θα το δούμε. Στον απάνεμο και ασφαλή όρμο μιας αξιοπρεπούς σύνταξης, θέλω να ελπίζω...

Γεια σου φίλε. Να 'σαι πάντα καλά. Για να δούμε τώρα τι καλούδια θα βγάλεις απ' το δισάκι για να φιλέψεις τους σλάνγκουρες. Θα τα σερβίρω όσο πιο λακωνικά, πυκνά και περιεκτικά γίνεται. Λημματογράφος του σλανγκρ είμαι, όχι λογογράφος του Φιντέλ Κάστρο:

  • Τζουρούπι: (από το τζι-αρ-πι, Gross Rating Point) = Βασική μονάδα τηλεθέασης.
  • Σι-πι-αρ (από το Cost Per Rating/sec, δλδ κόστος ανά τζουρούπι ανά δευτερόλεπτο): Μυστήριο κλάσμα με αριθμητή το Κόστος, παρονομαστή τα Τζουρούπια και β' παρονομαστή τη Διάρκεια του διαφημιστικού μηνύματος. Χοντρικά, το αποτέλεσμα είναι η αξιολόγηση μιας διαφημ. επένδυσης σε σχέση με κόστος και απόδοση. Αν το αποτέλεσμα του κλάσματος δεν είναι το επιθυμητό ακολουθούν διαξιφισμοί και αντεγκλήσεις μεταξύ πελάτη και διαφημ. εταιρείας.
  • Tσου-Λου: Δεν πρόκειται για τον χαμένο μπατζανάκη του Φου-μαντσού. Το Champions League είναι. Το οποίο θεωρείται αστάθμητος παράγων και πηγή ανακατωσούρας επειδή δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί κάθε φορά η τηλεθέασή του και άρα να επιλεγεί ο κατάλληλος χειρισμός. Έτσι είναι άλλο να παίζουνε Κάτω Σέκλανα - Fartington κι άλλο Μπάρτσα - Γιούβε...
  • Οφπηκούρες (από το off-peak): Όσοι διαφημιζόμενοι αγοράζουν χρόνο στο διάστημα 06:00 - 19:59 λέμε ότι επένδυσαν σε οφπηκούρες, δλδ σε ώρες εκτός πράιμ τάιμ (αυτό δεν το εξηγώ, το ξέρετε ήδη. Χοντρικά από 20:00 - 24:00). Οι οφπηκούρες προσφέρονται για φτωχομπινέδες πελάτες ή για γυναικεία προϊόντα ευρείας κατανάλωσης εφόσον η γυναικεία τηλεθέαση κατανέμεται ισομερώς στη διάρκεια της ημέρας.
  • Νωρίσμιση / αργάμιση: Τα χρονικά διαστήματα μεταξύ 05:30 - 06:00 και 02:00 - 05:30 αντίστοιχα. Είναι χρονικές ζώνες στις οποίες αποφεύγεται η διαφημιστική επένδυση, με βάση το πανάρχαιο μαθηματικό αξίωμα: Μειωμένο Κοινό = Τηλεθέαση Σκατά.
  • Τυράκι: Φέτα διαφημιστικού χρόνου προσφερόμενη με πολύ ευνοϊκούς όρους και χαμηλή τιμή. Δίνεται από το κανάλι ως αντάλλαγμα για το ρίσκο κάποιου διαφημιζόμενου να προβληθεί σε δυσμενές περιβάλλον, ήτοι με κάποιο δυνατό πρόγραμμα την ίδια ώρα σε ανταγωνιστικό κανάλι. Η φάκα είναι το προαναφερθέν ρίσκο. Το τυράκι μπορεί να είναι και κατόπιν εορτής κέρασμα / αποζημίωση από το κανάλι προς τον διαφημιζόμενο για να τον γλυκάνει σε περίπτωση που δεν του βγει το ρίσκο.
  • Ασσάκι (από τον άσσο): Διαφημιστικός χρόνος αξίας 1 €/sec, δλδ πολύ φτηνός και εγγυημένης απόδοσης, που δίνεται στους μεγάλους διαφημιζόμενους ως έξτρα παροχή.
  • Μισαδάκι: Όπως παραπάνω, αλλά με αξία 0,5 €/sec, παναπεί ακόμα πιο φτηνό. Ρε ασταδγιάλα που μου θέλετε και ετυμολογία...
  • Ρέγγε: Τι λακέρδε και σαρδέλε ρε, από το regular βγαίνει και σημαίνει την ακριβή κατηγορία τιμής. Είναι στην ουσία απειλή του καναλιού προς τον πελάτη να υποχρεωθεί αυτός να παίξει με ακριβή (regular) κατηγορία διαφημιστικού χρόνου επειδή το επενδυόμενο ποσό δεν κρίνεται επαρκές. Αντιθέτως, ο χουβαρντάς πελάτης ανταμείβεται με την πολύ φτηνότερη τιμή χορηγίας (παίζει χορηγία) και τσιμπάει για επιδόρπιο τυράκια.
  • Κορνίζα (πλαίσιο): Διαφήμιση μη καταγραφόμενη από τις αρμόδιες εταιρείες (Media Services μέτρηση δαπάνης / AGB μέτρηση τηλεθέασης). Δεν πιάνει όλη την οθόνη (έχει πλαίσιο ολοτρόϋρα) και προσφέρεται σε μυστική τιμή, μη ανιχνεύσιμη από τον ανταγωνισμό για να θολώσει τα νερά.
  • Μαϊμού (μουσαντό / μουσαντένιο): Εικονική ζήτηση χρόνου που κατατίθεται στα κανάλια από τον διαφημιζόμενο, και η οποία μπορεί να ακυρωθεί ανά πάσα στιγμή, αφήνοντας στα κρύα του λουτρού τους καναλάρχες να ψάχνουν τον χαμένο διαφημιστικό χρόνο που θεωρούσαν ότι είχαν και τον οποίο ενδεχομένως να αναγκαστούν να τον πουλήσουν στην ξεφτίλα. Η μαϊμού αξιοποιείται για λόγους φάκιν ιντέλλιτζενς, για να θολώσει τα νερά και να αποκρύψει τις πραγματικές προθέσεις του πελάτη, αν πχ αυτός θέλει να πέσει ως κεραυνός εν αιθρία η νέα του καμπάνια. Προσοχή όμως, η συχνή απελευθέρωση του χαϊβανιού στα μάτια των καναλιών ισοδυναμεί με απώλεια της αξιοπιστίας τόσο του διαφημιζόμενου, όσο και της διαφημιστικής εταιρείας.
  • Τρασίλα (από το trash): Εκπομπές τ. Πάνια, τις οποίες αποφεύγουν όπως ο Πάγκαλος την δίαιτα οι σοβαροί διαφημιζόμενοι.
  • Ο Τούρκος: Τα τούρκικα σήριαλ της μοδός. Από ορισμένους πελάτες θεωρούνται τρασίλα.
  • Πλανάρω: Καταστρώνω σε μηνιαία βάση το αναλυτικό πρόγραμμα εμφανίσεων για το προβαλλόμενο προϊόν.
  • Βάλε την φωτογραφία μου: Ειρωνική απάντηση διαφημιστή σε υπεύθυνο διαφήμισης κάποιου μέσου, ο οποίος αδημονεί για την άφιξη του διαφημιστικού υλικού επειδή πρέπει να τυπώσει, και ρωτάει πόσο θα τραβήξει η καθυστέρηση και τι να βάλει για να γεμίσει την τρύπα. Στον καθημερινό λόγο αντιστοιχεί σε εκφράσεις τ. «παρ' τ' αρχίδια μου» ή «άντε και γαμήσου».

Με έχει ήδη κάνει ράκος το χρηματιστηριακό κατά τον κουμπάρο, φιδίσιο κατ' εμέ, περιβάλλον (διαλιέχτε) του κόσμου της ρεκλάμας. Σταματώ εδώ, αλλά όχι πριν το...

Υ.Γ. επιστημονικής φαντασίας, άσχετο με το λήμμα αλλά σχετικό με τις Αγορές, τις οποίες μνημόνευσα στην εισαγωγή. Άμα δεν το 'βαζα θα έσκαγα, και μάλλον θα συμφωνήσετε ότι τα σκωτοπλέμονα, νεφραμιές και τσιλίπορδα δεινόσαυρου δεν είναι και το καλύτερο ντεκόρ για το σάη. Οπότε μη μου φορτώνεστε, θα ξηγηθώ λουκάνικο αρκουδοαίματος, χωρίς κομιλφότητες και παπαργιές ετούτη την dies irae:

Εφόσον, όπως όλοι πληροφορούμεθα, οι Αγορές είναι πανίσχυρες, άυλες, αυθύπαρκτες και αυτοπροωθούμενες μεταφυσικές οντότητες, θα ήθελα να μου εξηγήσετε το εξής: Aν υποθέσουμε ότι ξεπαστρεύουμε καμιά χιλιάδα φυσικά πρόσωπα, ας πούμε στην τύχη χρηματιστές, τραπεζίτες, μεγαλομετόχους, μεγαλοβιομήχανους και πολιτικούς, κατά προτίμηση με αργό, αποτρόπαιο και ανατριχιαστικό θάνατο (ρωτήστε με με πιμι, έχω διάφορες ενδιαφέρουσες ιδέες), και με την υπόσχεση την επόμενη μέρα να το επαναλάβουμε με άλλους χίλιους και ούτω καθ' εξής μεροσφάζι-νυχτοθάφτι, ΕΓΩ ΓΙΑΤΙ ΕΧΩ ΤΗΝ ΦΡΙΚΤΗ ΥΠΟΨΙΑ ότι οι Αγορές θα μεταβάλλονταν αυtomatoes σε πειθήνια σκυλάκια του καναπέ;

- Πήδα Αγορά!!!
- Τσουπ!!!
- Στο ένα πόδι Αγορά!!!
- Άϊιιι!!!
- Φέρε μου τις παντόφλες μου Αγορά!!!
- Σβιιιιινννννν!!!
- Κλάσε μου τ' αρχίδια Αγορά!!!
- Πριτς!!!

ΑΣ ΜΟΥ ΕΞΗΓΗΣΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ, ΓΙΑΤΙ ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ ΜΟΥ ΕΧΩ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΦΡΙΚΤΗ ΥΠΟΨΙΑ ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΗ ΕΓΓΟΝΗ ΤΟΥ ΡΟΚΦΕΛΕΡ ΓΑΜΩ;;;

  1. Το Τσου-Λου μεθαύριο δεν πρόκειται να πιάσει ούτε οχτώ τζουρούπια. Χωρίς τυράκι και ασσάκια δεν το παίρνω γιατί θα μου βγάλει ένα σι-πι-αρ στον Θεό.

  2. Σιγά την καμπάνια για το «Ξεσκατέξ» μωρέ...Λίγα τζουρούπια κι όλα οφπηκούρες και αργάμιση. Κι από πράϊμ μόνο τον Τούρκο έχει ψωνίσει...

Αβάντι πίπολο! (από Vrastaman, 11/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμοσλανγκοεπίθημα που κοτσάρεται με θαυμασμό, δέος και φετιχιστικές διαθέσεις στις μητέρες όλων των... [συμπλήρωσε το σλανγκοκενό].

Πέον να σημειωθεί ότι το αντίστοιχο σλανγκοεπίθημα -πατέρας αντιθέτως προσδίδει ένα αρνητικό και ειρωνικό ζενεσεκουά στα σλανγκοπαράγωγά του. Ίσως επειδή είμαστε κατά βάθος μια βαθύτατα οιδιπόδεια κενωνία που προκρίνει το τι σου κάνω μάνα μου έναντι του τι σου κάνω πατέρα μου.

Στα παραδείγματα, καταχωρισμένα και μη λήμματα στο σάη.

Ποδοσφαιρομάνα... (από Khan, 07/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάρα πολλοί Έλληνες, όταν χρησιμοποιούν λέξεις που καταλήγουν σε -ήσεις, -ίσεις, κάμουν το πρώτο σίγμα silent (tres chic). Αυτό συμβαίνει καθότι απλοποιείται και διευκολύνεται πολύ η προφορά της λέξης, καθώς τα δύο σίγμα απαιτούν καθαρότερη άρθρωση και μεγαλύτερη προσπάθεια από τον ομιλών.

Οι ερευνητές κατέληξαν ότι δεν προέρχεται από κάποιο μέρος της Ελλάδας ως ιδιωματισμός, αλλά μάλλον εμπίπτει στην κατηγορία Κό'α Κόλα , σε ένα τέ'αρτο, καθώς έχουν παρατηρηθεί από Καταυλακιώτες αλλά και Καρδιτσιώται.

  1. - Νjίκο, Νjίκο!
    - Έλα Γιώργο!
    - Έλα ήρθε ο κόσμος! Έλα να με βοηθή'εις! Μάζεψε και τις αιτή'εις από τις αυξή'εις από τις επιδοτή'εις μην τα πάρει κανένας!

  2. (Σε κατάστημα ειδών τεχνολογίας)
    - Και νά σε ρωτήσω, τι απαιτήσεις έχει αυτό το μηχανάκι;
    - Απαιτή'εις, απαιτή'εις, πρόσεχε μην την πατή'εις.... Καρ καρ καρ καρ!
    - Καλά...Μπορώ να απευθυνθώ σε κάποιο άλλο τμήμα;
    - Ναι, καλέστε τις πωλή'εις.

  3. - Έλα μωρό μου, θα έρθεις αύριο κατά τις 8 και τέ'αρτο να με ξυπνή'εις;
    - Να σε πάρω τηλέφωνο καλύτερα;
    - Όχι έλα να μου χτυπή'εις... Μπας και κάνουμε και τίποτα γυμναστικές ασκή'εις... Πρωινές...

πρβλ και -άειζ, -ήειζ, -ίειζ, -ώειζ, αύξη, ζγκατάψυξ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ας ξεκινήσουμε τη σημερινή μας διάλεξη κάνοντας τη διάκριση ανάμεσα σε αγγειοπλάστες και κεραμίστες. Ο όρος αγγειοπλάστης αναφέρεται στον παραδοσιακό τεχνίτη που δούλευε πάντα με τον βρισκούμενο κόκκινο πηλό κατασκευάζοντας τα χρηστικά ή / και διακοσμητικά αντικείμενα που όλοι γνωρίζουμε, από ακροκέραμα μέχρι γλάστρες. Εξ ου και οι ονομασίες τσουκαλάς, γλαστράς, πιθαράς κλπ. Ας σημειωθεί ότι η διάκριση είναι υπαρκτή και στα αγγλικά (potter / ceramist).

Ο πιο σαϊριλέ όρος κεραμίστας άρχισε να επικρατεί από τα εβδομήνταζ και μετά, με την άφιξη του νέου αίματος στον κλάδο, δλδ νέων ανθρώπων που επέστρεψαν από την Εσπερία έχοντας σπουδάσει εκεί το αντικείμενο, και φέρνοντας μαζί τους νέα για τη χώρα υλικά και τεχνοτροπίες.

(Αντιπαρέρχομαι την κλασική μαλακιούλα σύμφωνα με την οποία ο πρώτος αγγειοπλάστης ήταν ο Κύριος, αφού μας έπλασε από χώμα και νερό. Ίσως γι' αυτό γουστάρουμε ως είδος να κυλιόμαστε στη λάσπη. Κουφάλα Δημιουργέ, τα πάντα εν σοφία εποίησες!).

Είναι περισσότερο στους κεραμίστες που αποδίδονται τα εύσημα του «καλλιτέχνη» (για να εξηγούμεθα: σε πάμπολλες περιπτώσεις διόλου άστοχα), ενώ οι μάστορες αγγειοπλάστες αντιμετωπίζονται κάποιες φορές από ορισμένους ανόητους σαν λαϊκουριά, ή σαν γραφικοί και κομματάκι παρακατιανοί νταξ-ρε-παιδί-μου (νάτη πάλι η μαλακιασμένη, όσο και πούστικη, ορολογία «έντεχνο / λαϊκό» και η σχετική αρμαθιά από παπαριές. Α ρε Μάρκο, δεν το 'ξερες πως είσαι άτεχνος να πας να βγάλεις το Κονσερβατουάρ ντε Παρί. Μόνο ν' αλητεύεις ήξερες και να κελαηδάς χασίσικα ταξίμια...). Τεσπα, το θέμα είναι ότι πάμπολλοι λαϊκοί τεχνίτες φτιάχνουν παπάδες, καθολικούς συγκεκριμένα.

(Εσείς εκεί στη γαλαρία που θορυβείτε, τον κακό σας τον φλάρο! Και τη Δευτέρα με τον κηδεμόνα σας!).

Έτσι κι αλλιώς όμως, είτε κεραμίστας, είτε αγγειοπλάστης, τα τίμια χέρια του είναι κυριολεκτικά βουτηγμένα στη λάσπη, η δουλειά βαριά, κι από χαΐρι όχι και σπουδαία πράματα.

Ας περάσουμε τώρα στην ουσία, με την ελπίδα ότι η παρούσα διάλεξις φωτίζει το θέμα και δίνει στους σύσσλανγκους μια καλή γεύση από την τρέχουσα αργκό του σιναφιού των ανθρώπων της λάσπης, όπως αποκαλούν οι ίδιοι τον πηλό. Πάμε λοιπόν :

stoneware: υαλοποιούμενος (δλδ με πολύ χαμηλό πορώδες) πηλός ψηλής θερμοκρασίας, με πολύ μεγαλύτερη σκληρότητα και αντοχή από τον κοινό κόκκινο ή λευκό πηλό. Καθώς πρόκειται για εισαγόμενο υλικό, δεν υπάρχει ελληνική λέξη που να το χαρακτηρίζει. Από τους κεραμίστες χρησιμοποιείται εξ ίσου η γαλλική λέξη γκρε (gres).

ατσαλίνα: εργαλείο από λεπτό, εύκαμπτο φύλλο μετάλλου, συνήθως ανοξείδωτο και σε διάφορα σχήματα. Χρησιμοποιείται ομοίως στη διαμόρφωση ή το φινίρισμα των κομματιών.

γεράνι, γερανάκι: είδος δείκτη που τοποθετείται δίπλα στο πανωτρόχι για να βοηθά τον τεχνίτη να φτιάχνει τα κομμάτια στις ίδιες διαστάσεις. Με λίγη φαντασία, το σχήμα του παραπέμπει στο ομώνυμο πτηνό.

καβούλα: η μικρή μπάλα πηλού που παίρνει ο τεχνίτης (τροχατζής) για να αρχίσει τη διαμόρφωσή της στον τροχό.

κούκος (Τι κάνεις ρε λακαμά, θα τινάξεις εργαστήρι και σπίτι στον αέρα !!!): κούφιος κύλινδρος από πυρίμαχο υλικό, σε διάφορα μήκη. Αυτοί οι (άσχετοι με τον ερχομό της Άνοιξης) κούκοι, χρησιμοποιούνται μαζί με πλάκες από το ίδιο υλικό για να στηθούν μέσα στο καμίνι ράφια πάνω στα οποία τοποθετούνται τα κεραμικά για να ψηθούν.

λύκος: ο κρατήρας που εμφανίζεται στην επιφάνεια του τελειωμένου κεραμικού και οφείλεται στην ύπαρξη μέσα στη μάζα του πηλού αναφομοίωτου ασβεστίου (λόγω προβλήματος στον βιομηχανικό εξοπλισμό). Με τον καιρό και την ατμοσφαιρική υγρασία, το ασβέστιο ωθείται προς την επιφάνεια και τελικά ανοίγει κανονική τρύπα πετώντας και ολόκληρη φλούδα από το σμάλτο.

μάζεμα: η συστολή του κεραμικού αντικειμένου, συνεπεία είτε του στεγνώματος, είτε του ψησίματος.

μαλακό / σκληρό (Όλο στο κακό και στο πονηρό ο νους σας): οι λέξεις χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν το εύτηκτον ή μη ενός υαλώματος. Όσο πιο μαλακό, σε τόσο χαμηλότερη θερμοκρασία ωριμάζει (λιώνει). Χρειάζεται να πω και για το σκληρό;

μπαντανάς (Ασταδγιάλα ρε!!! Σα δε ντρέπεστε λίγο λέω 'γω!!!): πολύ αραιωμένος λευκός πηλός σε ρευστή κατάσταση, με τον οποίο καλύπτονται κεραμικά από κόκκινο πηλό, συνήθως ωμά, για να ψηθούν στη συνέχεια για πρώτη φορά. Η διαδικασία αυτή γίνεται για να διευκολύνει την διακόσμηση του κομματιού, εφόσον τα χρώματα αποδίδουν πολύ καλύτερα πάνω στη λευκή, μπαντανισμένη επιφάνεια από ότι στο φυσικό, κεραμιδί χρώμα του κόκκινου πηλού.

μπαντανόγυαλο: αυτοσχέδιο υάλωμα το οποίο στη σύνθεσή του περιέχει μεγάλο ποσοστό πηλού σε σκόνη.

μπισκουί/ μπισκότο (Μην το φας ! Θα ξεράσεις !): λατινογενής λέξη που σημαίνει δίπυρο, ψημένο δύο φορές. Πρόκειται για παραδοξολογία, εφόσον με τον όρο αυτό περιγράφονται τα αδιακόσμητα κεραμικά που έχουν ψηθεί μόνο μία φορά.

Η ίδια λέξη χρησιμοποιείται και σε άλλες γλώσσες από το σινάφι των κεραμιστών (biscuit, biscotto, bizcocho).

ξεγυριστήρι: άλλο εργαλείο, με ξύλινη λαβή και μεταλλικές θηλιές διαφόρων σχημάτων στη μία ή και στις δύο άκρες. Ο γούγλης απέδωσε αποτελέσματα για «ξεγυριστάρι», είδος πριονιού. Άλλη επαγγελματική αργκό αυτή.

πανωτρόχι: ο περιστρεφόμενος δίσκος που βρίσκεται πάνω-πάνω στον τροχό του αγγειοπλάστη, και πάνω στον οποίο τοποθετείται ο πηλός για να διαμορφωθεί το αντικείμενο.

πελεκούδα: ξύλινο, πεπλατυσμένο εργαλείο σε διάφορα σχήματα, που χρησιμοποιεί ο τροχατζής για τη διαμόρφωση του κομματιού.

πετσικάρω: άντε, μη βαριέστε! Πάρτε τα ποδάρια σας και πάτε εδώ να διαβάσετε τα γενικότερου ενδιαφέροντος σχόλια. Και να προσέχετε μεταξύ άλλων στο στέγνωμα των κομματιών για να μην έχετε τέτοια φαινόμενα.

πυροχρώματα: τα βιομηχανικά παρασκευασμένα χρώματα με τα οποία ζωγραφίζεται το κεραμικό. Πολλές φορές αποκαλούνται και στέινς (από το αγγλικό glaze stains = χρώματα βαφής υαλωμάτων).

σιδέρωμα: η διατήρηση για κάποιο χρονικό διάστημα (συνήθως 30-60 λεπτών) μιας συγκεκριμένης (συνήθως της τελικής) θερμοκρασίας στο καμίνι για να λιώσει καλύτερα, και άρα να ψηθεί σωστά το σμάλτο. Έξυπνα παιδιά είστε, αντιλαμβάνεστε βεβαίως ότι το ρήμα είναι σιδερώνω.

τορνέτα, τροχάκι: μικρός, επιτραπέζιος χειροκίνητος τροχός πάνω στον οποίο τοποθετούνται τα κεραμικά για περαιτέρω επεξεργασία ή διακόσμηση.

τραβάει (Τι θα κάνω με σας που έμπλεξα;;!!!): το ρήμα χρησιμοποιείται για να δηλώσει την επιθυμητή απώλεια ενός ποσοστού υγρασίας του πηλού, ώστε να έρθει στην σωστή σκληρότητα για να δουλευτεί. Άμα παρατραβήξει όμως, δεν δουλεύεται με τίποτα.

τρίχιασμα: η εμφάνιση λεπτότατων ρωγμών στο κεραμικό κατά τη φάση του στεγνώματος. Μπορεί να οφείλεται σε πλημμελή κατασκευή, χειρισμό, στέγνωμα ή και σε ανεπάρκεια του ίδιου του υλικού για την κατασκευή του συγκεκριμένου κομματιού. Το τρίχιασμα, κατά το πρώτο ψήσιμο εξελίσσεται σε κανονικότατο ράγισμα, οπότε τρίχες κάναμε.

τσίγκρισμα: το σπάσιμο μιας μικρής φλούδας πηλού και σμάλτου, συνήθως στα ευαίσθητα χείλη του κεραμικού, συνεπεία κάποιου χτυπήματος.

φαγιάνς: ο κοινός λευκός πηλός. Το όνομα προέρχεται από τα περίφημα φαγεντιανά κεραμικά (της ιταλικής κεραμούπολης Faenza).
φάρμακο: έτσι αποκαλούν πολλοί αγγειοπλάστες τους χημικούς διασπορείς που προστίθενται σε πολύ μικρή αναλογία στον ρευστό πηλό που προορίζεται για χύτευση αντικειμένων σε καλούπια.

φρίτα: βιομηχανικά παρασκευασμένη βάση υαλώματος, η οποία χρησιμοποιείται είτε αυτούσια (ενίοτε ως διορθωτικό υλικό), είτε με την προσθήκη άλλων υλικών για να φτιαχτεί ένα συγκεκριμένων ιδιοτήτων και εμφάνισης υάλωμα. Εδώ.

φυλλιέρα, μακαρονιέρα: προφάνουσλυ πρόκειται περί μηχανημάτων / εργαλείων που επιτρέπουν την κατασκευή φύλλων (πλακών) ή μακαρονιών από πηλό.

χερώνω (Εγώ φταίω, που κάθομαι κι ασχολούμαι...): το ρήμα χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία κολλήματος χερουλιών σε άψητα κεραμικά φλυτζάνια με τη βοήθεια γλίτσας πηλού ως συγκολλητικής ουσίας. Βλ. και κρακελάρω.

Πηγή: κάποιες γνωριμίες του λημματογράφου στο σχετικό σινάφι.

Έλα, μη χαζεύεις ! Έχουμε μάθημα ! Φτιάξε το γερανάκι στο ύψος, και θυμήσου ότι το φλυτζάνι θα μαζέψει, άρα βάλτο λίγο ψηλότερα από το μέγεθος που θέλεις. Πιάσε την καβούλα και κεντράρησέ τη στο πανωτρόχι, αγκάλιασέ τη με τις παλάμες και πάμε. Έχε δίπλα σου την πελεκούδα, μ' αυτή θα φορμάρεις το κομμάτι. Για τη λουρίδα που θέλεις να βγάλεις, θα δουλέψεις το ξεγυριστήρι. Έτσι μπράβο.
Άστο να τραβήξει λίγο και πιάσε να το χερώσεις. Πιό μετά θα το μπαντανίσεις και θα το αφήσεις να στεγνώσει τελείως. Έστησες τα ράφια με τις πλάκες και τους σωστούς κούκους ; Άντε τώρα να το ψήσεις μπισκουί.
Έτοιμος για τη ζωγραφική ; Ρε συ, εσύ ζωγραφίζεις στ' αλήθεια !
Πάμε τώρα να γυαλώσουμε και να ξαναψήσουμε. Το σμάλτο θα το σιδερώσεις μισή ώρα στους 1020 C. Αμόλυβδο είναι, μην το φοβάσαι.
Άντε, καλό καφέ ! Και να το προσέχεις το φλυτζάνι σου μην τσιγκρίσει ή πέσει κάτω. Η ομορφιά είναι εύθραυστη...

Νταξ, τα ενδεικτικά παραδείγματα είναι ανέμπνευστα, ζορισμένα και φτωχά, αλλά πρώτον είναι απολύτως αληθινά και δεύτερον έλεορ ρε πστ μου ! Χώμα έγινα και λάσπη μέχρι να το τελειώσω !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέσα στους ελαιώνες της Μυτιλήνης έχει αναπτυχθεί μία συγκεκριμένη αργκό. Βάζω τις λέξεις που ξέρω κάτω από το ίδιο λήμμα.

α) Τέμπλα: Ειδικά επεξεργασμένο ραβδί έτσι ώστε να εξυπηρετεί το ράβδισμα της ελιάς

β) Κουρούκι: Καρπός ελιάς που δεν έχει μαζευτεί εγκαίρως, έχουν φύγει όλοι οι χυμοί του κι έχει καταστεί τελείως άχρηστος.

γ) Κασίμι: Κτήμα που έχει ενοικιαστεί. Στο κασίμι ένας γεωργός συνθηκολογεί με τον ιδιοκτήτη ενός κτήματος και το νοικιάζει για κάποια χρόνια. Ο γεωργός αναλαμβάνει την υποχρέωση να το περιποιηθεί έτσι ώστε να κάνει πολύ καρπό και οικειοποιείται την σοδειά για το διάστημα αυτό έναντι ενός ποσού ή μέρους της παραγωγής. Στο τέλος ο ιδιοκτήτης, εκτός από το άμεσο κέρδος που του παίρνει από τον ενοικιαστή, ξέρει ότι θα έχει κι ένα περιποιημένο κτήμα.

δ) Νταϊφάς: Πλήθος γεωργών που μοιράζονται τις υποχρεώσεις, το κεφάλαιο και το κέρδος σε ένα κασίμι. Ό,τι είναι το σύνολο των ομόρρυθμων εταίρων σε μία εταιρία είναι ο νταϊφάς στο κασίμι.

ε) Κωλοριζήτης: Κλαδιά που φυτρώνουν στη ρίζα του δέντρου και παίρνουν μεγάλο μέρος των χυμών του, εμποδίζοντας το υπόλοιπο να κάνει καρπούς και δυσκολεύοντας το στρώσιμο των διχτυών. Φυτρώνουν σε πλήθη και κατά κανόνα κόβονται, εκτός από τις περιπτώσεις πολύ γέρικων δέντρων που αφήνονται ένας- δυο κωλοριζήτες να αναπτυχθούν και να αντικαταστήσουν τον κύριο κορμό που δεν του έχουν μείνει πολλά ψωμιά.

στ) Φαγάς ή γαμιάς.
Κλαδί που φυτρώνει στο κέντρο του δέντρου, απορροφά δυσανάλογα πολύ χυμό σε σχέση με τον καρπό που παράγει κι εμποδίζει τον ήλιο να φτάσει στα υπόλοιπα μέρη που πρέπει. Τον σκοτώνεις όσο είναι μικρός.

ζ) Καλαθάκι: Τις πρώτες φορές που μαζεύει κάποιος ελιές βολεύεται κατά κανόνα να τις μαζεύει με το δεξί, να τις βάζει στο αριστερό, κι όταν έχουν μαζευτεί πολλές στο αριστερό να τις πετάει στο δίχτυ. Σε αυτή την περίπτωση το αριστερό χέρι λέγεται και «καλαθάκι». Αυτή η διαδικασία μειώνει την παραγωγικότητα κι είναι κάτι που προσπαθεί ο κόσμος να καταπολεμήσει αφού είναι πιο αποτελεσματικό να μαζεύεται και με τα δύο χέρια ο καρπός και να ρίχνεται στο δίχτυ. Κάποιοι γηραιοί Μυτιληνιοί χρησιμοποιούν την φράση που λέγαν οι επιστάτες «μην κάνεις καλαθέλια» θέλοντας να πουν «μην κωλυσιεργείς».

η) Σάκιασμα: Η διαδικασία κατά την οποία μαζεύονται οι ελιές από τα δίχτυα και μπαίνουν σε σακιά.

θ) Μπασάκι: Τα παλιά χρόνια, τότε που το λάδι είχε μία υπολογίσιμη εμπορική αξία, οι φτωχοί αθρώποι πήγαιναν μετά το σάκιασμα και μαζεύαν τις ελιές που είχαν μείνει κάτω. Αυτή η διαδικασία λεγόταν «μπασάκι». Σε περιόδους μεγάλης φτώχειας οι κτηματίες άφηναν εσκεμμένα πολλές ελιές αμάζευτες ώστε να τις πάρουν αυτοί που είχαν ανάγκη.

ι) Μηχανή: Το ελαιοτριβείο.

ια) Τσίτα: Πολύ μικρό κλαδί ελιάς που έχει πελεκηθεί έτσι ώστε να τρυπήσει το σακί με τον καρπό και να το εμποδίσει να ανοίξει. Αυτό χρησιμοποιούνταν κυρίως παλιότερα που το υλικό του σακιού ήταν βαρύ, τώρα βολεύει πιο πολύ ο σπάγκος.

α) Αυτή η τέμπλα είναι τόσο κοντή που δεν φτάνει να ραβδίσω ούτε το μισό ύψος του δέντρου.

β) Μέχρι να αποφασίσεις να στρώσεις δίχτυα, όλες οι ελιές σου γίνανε κουρούκια.

γ) Δεν βρίσκω κάτι που να δείχνει την διαφορά του από το κτήμα.

δ) Ούτε δούλευε ούτε πλήρωνε. Ήταν τόσο ανεπρόκοπος που τον διώξαμε από τον Νταϊφά.

ε) Μήτσο, κόψε τους κωλοριζίτες να στρώσουμε δίχτυα με την ησυχία μας.

στ) Κόψε αυτό το κλαδί. Φυτρώνει στο κέντρο και θα εξελιχθεί σε έναν πρώτης τάξεως γαμιά.

ζ) Μην κάνεις καλαθάκια, μάζευε ελιές και με τα δυο σου τα χέρια.

η) Μόνο το σάκιασμα έμεινε και τελειώσαμε.

θ) Ο γέρος λέει: «όταν ήμουν μικρός το έσκαγα από το σχολείο για να πάω στο μπασάκι να βγάλω κανένα φράγκο.

ι) Σήμερα τελειώσαμε το σάκιασμα και πήγαμε τις ελιές στη μηχανή για να βγει το λάδι.

ια) Παράτα το χουζούρι και βάζε τις τσίτες πιο καλά να μην ανοίξουν τα σακιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified