Further tags

Ας ξεκινήσουμε τη σημερινή μας διάλεξη κάνοντας τη διάκριση ανάμεσα σε αγγειοπλάστες και κεραμίστες. Ο όρος αγγειοπλάστης αναφέρεται στον παραδοσιακό τεχνίτη που δούλευε πάντα με τον βρισκούμενο κόκκινο πηλό κατασκευάζοντας τα χρηστικά ή / και διακοσμητικά αντικείμενα που όλοι γνωρίζουμε, από ακροκέραμα μέχρι γλάστρες. Εξ ου και οι ονομασίες τσουκαλάς, γλαστράς, πιθαράς κλπ. Ας σημειωθεί ότι η διάκριση είναι υπαρκτή και στα αγγλικά (potter / ceramist).

Ο πιο σαϊριλέ όρος κεραμίστας άρχισε να επικρατεί από τα εβδομήνταζ και μετά, με την άφιξη του νέου αίματος στον κλάδο, δλδ νέων ανθρώπων που επέστρεψαν από την Εσπερία έχοντας σπουδάσει εκεί το αντικείμενο, και φέρνοντας μαζί τους νέα για τη χώρα υλικά και τεχνοτροπίες.

(Αντιπαρέρχομαι την κλασική μαλακιούλα σύμφωνα με την οποία ο πρώτος αγγειοπλάστης ήταν ο Κύριος, αφού μας έπλασε από χώμα και νερό. Ίσως γι' αυτό γουστάρουμε ως είδος να κυλιόμαστε στη λάσπη. Κουφάλα Δημιουργέ, τα πάντα εν σοφία εποίησες!).

Είναι περισσότερο στους κεραμίστες που αποδίδονται τα εύσημα του «καλλιτέχνη» (για να εξηγούμεθα: σε πάμπολλες περιπτώσεις διόλου άστοχα), ενώ οι μάστορες αγγειοπλάστες αντιμετωπίζονται κάποιες φορές από ορισμένους ανόητους σαν λαϊκουριά, ή σαν γραφικοί και κομματάκι παρακατιανοί νταξ-ρε-παιδί-μου (νάτη πάλι η μαλακιασμένη, όσο και πούστικη, ορολογία «έντεχνο / λαϊκό» και η σχετική αρμαθιά από παπαριές. Α ρε Μάρκο, δεν το 'ξερες πως είσαι άτεχνος να πας να βγάλεις το Κονσερβατουάρ ντε Παρί. Μόνο ν' αλητεύεις ήξερες και να κελαηδάς χασίσικα ταξίμια...). Τεσπα, το θέμα είναι ότι πάμπολλοι λαϊκοί τεχνίτες φτιάχνουν παπάδες, καθολικούς συγκεκριμένα.

(Εσείς εκεί στη γαλαρία που θορυβείτε, τον κακό σας τον φλάρο! Και τη Δευτέρα με τον κηδεμόνα σας!).

Έτσι κι αλλιώς όμως, είτε κεραμίστας, είτε αγγειοπλάστης, τα τίμια χέρια του είναι κυριολεκτικά βουτηγμένα στη λάσπη, η δουλειά βαριά, κι από χαΐρι όχι και σπουδαία πράματα.

Ας περάσουμε τώρα στην ουσία, με την ελπίδα ότι η παρούσα διάλεξις φωτίζει το θέμα και δίνει στους σύσσλανγκους μια καλή γεύση από την τρέχουσα αργκό του σιναφιού των ανθρώπων της λάσπης, όπως αποκαλούν οι ίδιοι τον πηλό. Πάμε λοιπόν :

stoneware: υαλοποιούμενος (δλδ με πολύ χαμηλό πορώδες) πηλός ψηλής θερμοκρασίας, με πολύ μεγαλύτερη σκληρότητα και αντοχή από τον κοινό κόκκινο ή λευκό πηλό. Καθώς πρόκειται για εισαγόμενο υλικό, δεν υπάρχει ελληνική λέξη που να το χαρακτηρίζει. Από τους κεραμίστες χρησιμοποιείται εξ ίσου η γαλλική λέξη γκρε (gres).

ατσαλίνα: εργαλείο από λεπτό, εύκαμπτο φύλλο μετάλλου, συνήθως ανοξείδωτο και σε διάφορα σχήματα. Χρησιμοποιείται ομοίως στη διαμόρφωση ή το φινίρισμα των κομματιών.

γεράνι, γερανάκι: είδος δείκτη που τοποθετείται δίπλα στο πανωτρόχι για να βοηθά τον τεχνίτη να φτιάχνει τα κομμάτια στις ίδιες διαστάσεις. Με λίγη φαντασία, το σχήμα του παραπέμπει στο ομώνυμο πτηνό.

καβούλα: η μικρή μπάλα πηλού που παίρνει ο τεχνίτης (τροχατζής) για να αρχίσει τη διαμόρφωσή της στον τροχό.

κούκος (Τι κάνεις ρε λακαμά, θα τινάξεις εργαστήρι και σπίτι στον αέρα !!!): κούφιος κύλινδρος από πυρίμαχο υλικό, σε διάφορα μήκη. Αυτοί οι (άσχετοι με τον ερχομό της Άνοιξης) κούκοι, χρησιμοποιούνται μαζί με πλάκες από το ίδιο υλικό για να στηθούν μέσα στο καμίνι ράφια πάνω στα οποία τοποθετούνται τα κεραμικά για να ψηθούν.

λύκος: ο κρατήρας που εμφανίζεται στην επιφάνεια του τελειωμένου κεραμικού και οφείλεται στην ύπαρξη μέσα στη μάζα του πηλού αναφομοίωτου ασβεστίου (λόγω προβλήματος στον βιομηχανικό εξοπλισμό). Με τον καιρό και την ατμοσφαιρική υγρασία, το ασβέστιο ωθείται προς την επιφάνεια και τελικά ανοίγει κανονική τρύπα πετώντας και ολόκληρη φλούδα από το σμάλτο.

μάζεμα: η συστολή του κεραμικού αντικειμένου, συνεπεία είτε του στεγνώματος, είτε του ψησίματος.

μαλακό / σκληρό (Όλο στο κακό και στο πονηρό ο νους σας): οι λέξεις χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν το εύτηκτον ή μη ενός υαλώματος. Όσο πιο μαλακό, σε τόσο χαμηλότερη θερμοκρασία ωριμάζει (λιώνει). Χρειάζεται να πω και για το σκληρό;

μπαντανάς (Ασταδγιάλα ρε!!! Σα δε ντρέπεστε λίγο λέω 'γω!!!): πολύ αραιωμένος λευκός πηλός σε ρευστή κατάσταση, με τον οποίο καλύπτονται κεραμικά από κόκκινο πηλό, συνήθως ωμά, για να ψηθούν στη συνέχεια για πρώτη φορά. Η διαδικασία αυτή γίνεται για να διευκολύνει την διακόσμηση του κομματιού, εφόσον τα χρώματα αποδίδουν πολύ καλύτερα πάνω στη λευκή, μπαντανισμένη επιφάνεια από ότι στο φυσικό, κεραμιδί χρώμα του κόκκινου πηλού.

μπαντανόγυαλο: αυτοσχέδιο υάλωμα το οποίο στη σύνθεσή του περιέχει μεγάλο ποσοστό πηλού σε σκόνη.

μπισκουί/ μπισκότο (Μην το φας ! Θα ξεράσεις !): λατινογενής λέξη που σημαίνει δίπυρο, ψημένο δύο φορές. Πρόκειται για παραδοξολογία, εφόσον με τον όρο αυτό περιγράφονται τα αδιακόσμητα κεραμικά που έχουν ψηθεί μόνο μία φορά.

Η ίδια λέξη χρησιμοποιείται και σε άλλες γλώσσες από το σινάφι των κεραμιστών (biscuit, biscotto, bizcocho).

ξεγυριστήρι: άλλο εργαλείο, με ξύλινη λαβή και μεταλλικές θηλιές διαφόρων σχημάτων στη μία ή και στις δύο άκρες. Ο γούγλης απέδωσε αποτελέσματα για «ξεγυριστάρι», είδος πριονιού. Άλλη επαγγελματική αργκό αυτή.

πανωτρόχι: ο περιστρεφόμενος δίσκος που βρίσκεται πάνω-πάνω στον τροχό του αγγειοπλάστη, και πάνω στον οποίο τοποθετείται ο πηλός για να διαμορφωθεί το αντικείμενο.

πελεκούδα: ξύλινο, πεπλατυσμένο εργαλείο σε διάφορα σχήματα, που χρησιμοποιεί ο τροχατζής για τη διαμόρφωση του κομματιού.

πετσικάρω: άντε, μη βαριέστε! Πάρτε τα ποδάρια σας και πάτε εδώ να διαβάσετε τα γενικότερου ενδιαφέροντος σχόλια. Και να προσέχετε μεταξύ άλλων στο στέγνωμα των κομματιών για να μην έχετε τέτοια φαινόμενα.

πυροχρώματα: τα βιομηχανικά παρασκευασμένα χρώματα με τα οποία ζωγραφίζεται το κεραμικό. Πολλές φορές αποκαλούνται και στέινς (από το αγγλικό glaze stains = χρώματα βαφής υαλωμάτων).

σιδέρωμα: η διατήρηση για κάποιο χρονικό διάστημα (συνήθως 30-60 λεπτών) μιας συγκεκριμένης (συνήθως της τελικής) θερμοκρασίας στο καμίνι για να λιώσει καλύτερα, και άρα να ψηθεί σωστά το σμάλτο. Έξυπνα παιδιά είστε, αντιλαμβάνεστε βεβαίως ότι το ρήμα είναι σιδερώνω.

τορνέτα, τροχάκι: μικρός, επιτραπέζιος χειροκίνητος τροχός πάνω στον οποίο τοποθετούνται τα κεραμικά για περαιτέρω επεξεργασία ή διακόσμηση.

τραβάει (Τι θα κάνω με σας που έμπλεξα;;!!!): το ρήμα χρησιμοποιείται για να δηλώσει την επιθυμητή απώλεια ενός ποσοστού υγρασίας του πηλού, ώστε να έρθει στην σωστή σκληρότητα για να δουλευτεί. Άμα παρατραβήξει όμως, δεν δουλεύεται με τίποτα.

τρίχιασμα: η εμφάνιση λεπτότατων ρωγμών στο κεραμικό κατά τη φάση του στεγνώματος. Μπορεί να οφείλεται σε πλημμελή κατασκευή, χειρισμό, στέγνωμα ή και σε ανεπάρκεια του ίδιου του υλικού για την κατασκευή του συγκεκριμένου κομματιού. Το τρίχιασμα, κατά το πρώτο ψήσιμο εξελίσσεται σε κανονικότατο ράγισμα, οπότε τρίχες κάναμε.

τσίγκρισμα: το σπάσιμο μιας μικρής φλούδας πηλού και σμάλτου, συνήθως στα ευαίσθητα χείλη του κεραμικού, συνεπεία κάποιου χτυπήματος.

φαγιάνς: ο κοινός λευκός πηλός. Το όνομα προέρχεται από τα περίφημα φαγεντιανά κεραμικά (της ιταλικής κεραμούπολης Faenza).
φάρμακο: έτσι αποκαλούν πολλοί αγγειοπλάστες τους χημικούς διασπορείς που προστίθενται σε πολύ μικρή αναλογία στον ρευστό πηλό που προορίζεται για χύτευση αντικειμένων σε καλούπια.

φρίτα: βιομηχανικά παρασκευασμένη βάση υαλώματος, η οποία χρησιμοποιείται είτε αυτούσια (ενίοτε ως διορθωτικό υλικό), είτε με την προσθήκη άλλων υλικών για να φτιαχτεί ένα συγκεκριμένων ιδιοτήτων και εμφάνισης υάλωμα. Εδώ.

φυλλιέρα, μακαρονιέρα: προφάνουσλυ πρόκειται περί μηχανημάτων / εργαλείων που επιτρέπουν την κατασκευή φύλλων (πλακών) ή μακαρονιών από πηλό.

χερώνω (Εγώ φταίω, που κάθομαι κι ασχολούμαι...): το ρήμα χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία κολλήματος χερουλιών σε άψητα κεραμικά φλυτζάνια με τη βοήθεια γλίτσας πηλού ως συγκολλητικής ουσίας. Βλ. και κρακελάρω.

Πηγή: κάποιες γνωριμίες του λημματογράφου στο σχετικό σινάφι.

Έλα, μη χαζεύεις ! Έχουμε μάθημα ! Φτιάξε το γερανάκι στο ύψος, και θυμήσου ότι το φλυτζάνι θα μαζέψει, άρα βάλτο λίγο ψηλότερα από το μέγεθος που θέλεις. Πιάσε την καβούλα και κεντράρησέ τη στο πανωτρόχι, αγκάλιασέ τη με τις παλάμες και πάμε. Έχε δίπλα σου την πελεκούδα, μ' αυτή θα φορμάρεις το κομμάτι. Για τη λουρίδα που θέλεις να βγάλεις, θα δουλέψεις το ξεγυριστήρι. Έτσι μπράβο.
Άστο να τραβήξει λίγο και πιάσε να το χερώσεις. Πιό μετά θα το μπαντανίσεις και θα το αφήσεις να στεγνώσει τελείως. Έστησες τα ράφια με τις πλάκες και τους σωστούς κούκους ; Άντε τώρα να το ψήσεις μπισκουί.
Έτοιμος για τη ζωγραφική ; Ρε συ, εσύ ζωγραφίζεις στ' αλήθεια !
Πάμε τώρα να γυαλώσουμε και να ξαναψήσουμε. Το σμάλτο θα το σιδερώσεις μισή ώρα στους 1020 C. Αμόλυβδο είναι, μην το φοβάσαι.
Άντε, καλό καφέ ! Και να το προσέχεις το φλυτζάνι σου μην τσιγκρίσει ή πέσει κάτω. Η ομορφιά είναι εύθραυστη...

Νταξ, τα ενδεικτικά παραδείγματα είναι ανέμπνευστα, ζορισμένα και φτωχά, αλλά πρώτον είναι απολύτως αληθινά και δεύτερον έλεορ ρε πστ μου ! Χώμα έγινα και λάσπη μέχρι να το τελειώσω !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφράσεις που ήταν σε χρήση στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του τελευταίου Εμφυλίου Πολέμου και λίγο αργότερα, από ένα σχετικά περιορισμένο ποσοστό του γενικού πληθυσμού, και πιο συγκεκριμένα από τους πολιτικούς εξόριστους και τους βασανιστές τους στα ξερονήσια και τις φυλακές της χώρας. Αυτή η αργκό στις μέρες μας είναι έως και μηδενικού ενδιαφέροντος.

Βούλγαροι : Άνευ σχολίων.

Γολγοθάς : Ο τόπος έρευνας (και καταλήστευσης) των αποσκευών και εν ταυτώ, ο τόπος του πρώτου βασανισμού των νεοαφικνούμενων στη Γιούρα. Βρισκόταν δίπλα στην αποβάθρα που έδενε το πλοίο ή το καΐκι. Γολγοθά αποκαλούσαν στις φυλακές της Κέρκυρας ένα αλώνι που χρησίμευε ως χώρος βασανιστηρίων.

Δάσος : Το νεκροταφείο στο οποίο παράχωναν στη Γιούρα τους νεκρούς από τα καψόνια και τα βασανιστήρια.

Ελ Ντάμπα : Περιφραγμένος με συρματόπλεγμα ακάλυπτος χώρος που χρησίμευε ως πειθαρχείο. Επινοήθηκε από τον διοικητή της Γυάρου Μπουζάκη, διάδοχο του Γλάστρα. Η ετυμό είναι προφανής. Ηλιακό πειθαρχείο (και με υποχρεωτική ορθοστασία) υπήρχε και στο Μακρονήσι το 1953.

Κουνιούνται τα τσουβάλια : Φράση ενδεικτική της ποσότητας σκουληκιών και ζωυφίων που περιείχαν τα άλευρα, όσπρια κλπ τρόφιμα του συσσιτίου των κρατουμένων.

Μαρμιτατζήδες : Ευνοούμενοι (= δοσίλογοι και χαφιέδες ) κρατούμενοι που είχαν προτεραιότητα στη διανομή του συσσιτίου, και έπαιρναν επιπλέον την μαρμίτα, το περίσσευμα του καζανιού.

Μάτια : Χαφιέδες ποινικοί που κυκλοφορούσαν στους όρμους του νησιού και κάρφωναν τους κρατούμενους στη διοίκηση και τους φύλακες.

Μαύρο σπίτι : Η κατοικία του δοσίλογου Γεωργίου Γλάστρα, υποδιευθυντή και κατόπιν διευθυντή του ευαγούς ιδρύματος. Η ανέγερσή του πραγματοποιήθηκε με την εθελοντική εργασία των εξόριστων. Με τον ίδιο τρόπο χτίστηκαν και οι διάφορες βίλλες κάποιων φυλάκων.

Όρμος της σιωπής / Τάφος των ζωντανών / Όρμος των μαρτυρίων : Ο πέμπτος όρμος της Γιούρας, στον οποίο οι στρατωνισμένοι εξόριστοι βρίσκονταν στο ανύπαρκτο έλεος ενός από τους σκληρότερους βασανιστές του νησιού.

Πατριάρχης : Όνομα με το οποίο συγκεκριμένος φύλακας της Γιούρας αποκαλούσε την μαγκούρα / ραβδί / μπαμπού που χρησιμοποιούσε για τις ανάγκες της υπηρεσίας. Τον ένα Πατριάρχη διαδεχόταν ο επόμενος, όπως συμβαίνει παλαιόθεν και στον εκκλησιαστικό χώρο, από τον οποίο προέρχεται η ορολογία. Η διαδοχή καθίστατο αναπόφευκτη μετά τα πολλαπλά κατάγματα που υφίσταντο οι πατριάρχες συνεπεία αλλεπάλληλων προσκρούσεων σε αμετανόητες, αιρετικές επιφάνειες.

Στρούχτορας / Ινστρούχτορας : Χαρακτηρισμός που αποδιδόταν από τους βασανιστές φύλακες σε οιονδήποτε κρατούμενο κατά το κέφι τους. Προφανέστατα σημαίνει τον ιδεολογικό καθοδηγητή, (πρβλ αγγλ. instructor ). Η στοχοποίηση από τους φύλακες κάποιου εξόριστου ως στρούχτορα είχε άμεσες και οδυνηρές συνέπειες για τον τελευταίο. Εναλλακτικά στέλεχος / γραμματέας.

Συκιά του Γλάστρα : Εντελώς τελείως μοναδικό ανά την υφήλιο οπωροφόρο δένδρο του είδους ficus carica, απαντώμενο στην νήσο Γυάρο. Από τα μέσα του 1948 μέχρι και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '50 στα κλαδιά του αναπτύσσονταν όχι τα γνωστά πράσινα ή μώβ σύκα, αλλά έτερα, ερυθρού χρώματος, ομιλούντα και διαθέτοντα 4 άκρα, κεφαλή και (πιθανώς) αίσθηση του πόνου. Από αμφισβητούμενης αξιοπιστίας πηγές μαρτυρείται η ικανότητά τους να εκβάλλουν διαπεραστικά ουρλιαχτά πόνου επί πολλές ώρες ή και ημέρες, φαινόμενο που μάλλον συνδέεται με την τεχνική συγκομιδής η οποία περιλάμβανε συστηματικό ραβδισμό.

Γινωμένα σύκα : Οι (μέχρι και 20 άτομα μαζί ) εξόριστοι που φτυαρίζονταν μισοπεθαμένοι στο διαστάσεων 2 Χ 3 πειθαρχείο, μετά από (συνήθως πολυήμερο ) δέσιμο στη συκιά, συνοδευόμενο από άγρια βασανιστήρια. Στο πρώτο πειθαρχείο (μια σκορπιοβριθή σπηλιά 2 Χ 2) βασανίστηκε από την ημέρα της άφιξής του στις 18/7/47 μέχρι τον θάνατό του στις 19/8/47 ο τριαντάχρονος Λαμιώτης δάσκαλος Περικλής Κούκερης, ο πρώτος νεκρός του Εμφυλίου στη Γιούρα.

Το πλοίο της πατρίδας : Το όποιο αρματαγωγό ξεφόρτωνε στη Γιούρα εξόριστους, εφόδια και υλικά για το χτίσιμο της φυλακής και άλλων κτιρίων που σώζονται μέχρι σήμερα. Η ανέγερσή τους, μετά την ισοπέδωση του βουνού από τους εξόριστους με ελάχιστα εργαλεία ήταν το αποκαλούμενο «έργο», ευκαιρία απίστευτης ρεμούλας για πολλούς εμπλεκόμενους. Αυτό τεκμηριώνεται από το σχετικό πόρισμα ( 21/8/1953) του εντεταλμένου εφέτη Ιωάννη Μπιζίμη. Τα καψόνια, τα βασανιστήρια και οι θάνατοι κατά τη διάρκεια του «έργου» δεν τεκμηριώνονται από καμία κρατική υπηρεσία.

Τρελά : Ρούχα υπηρεσίας που εχορηγούντο στους τρόφιμους των φυλακών και των ψυχιατρείων.

Τσακάλια : Ποινικοί και δοσίλογοι κρατούμενοι στη Γιούρα, που χαφιέδιζαν τους πολιτικούς στους φύλακες.

Φορμόζα : Από τις αρχές του 1950 και μετά ο Δ' όρμος της Γιούρας, στον οποίο στρατωνίζονταν οι ανανήψαντες και ιδόντες το εθνικόν φως το αληθινόν κρατούμενοι. Η ετυμό από την Ταϊβάν, στην οποία κατέφυγε μαζί με τους υποστηρικτές του ο Τσανγκ Κάι Σεκ μετά που πήρε την τσαπού από τους κόκκινους του Μάο. Αυτά τα ωραία συνέβαιναν πάνω κάτω την εποχή που ο Ναζίμ Χικμέτ νοσηλευόταν με Στηθάγχη ( η οποία παρεμπ θεραπεύεται με νιτρογλυκερίνη όπως διαβάζω στο νέτι. Αυτοί οι περίεργοι συνειρμοί θα με φάνε μια μέρα, να μου το θυμηθείτε ). Με την ίδια λέξη δηλωνόταν η αχτίνα (πτέρυγα ) των δηλωσιών και στις συμβατικές φυλακές της χώρας.

Βασική πηγή : Ανδρέα Νενεδάκη «Απαγορεύεται. Το ημερολόγιο της φυλακής». Συγκεντρωτική καταγραφή μαρτυριών εξόριστων στη Γιούρα. Εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1974.
Κάτι ψιλά από το «...καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» του Χρόνη Μίσσιου, και από μνήμης κάποια στοιχεία από τα γραφτά του Γιώργη Πικρού και του Φιλ. Γελαδόπουλου για το Μακρονήσι. Ο Μίσσιος μας παραδίδει και την σλανγκιά βασανιστών χειρουργείο = θάλαμος βασανιστηρίων.

Το λήμμα είναι για δύο φευγάτους του σάιτ, την Πειρατίνα και τον Τζήζαντα. Και για τον Χάνκοντα, στου οποίου το λήμμα βασίστηκα για τη δομή του παρόντος.

15/7/47 [...] Άλλοι πάλι ποινικοί για να γλυτώσουν από την πρώτη μέρα άρχισαν τις σπιουνιές και τα κλωθογυρίσματα στους φρουρούς. Αυτοί βαφτίστηκαν αμέσως. Είναι τα «τσακάλια». Και μόλις παρουσιαστούν πέφτει βουβαμάρα.

10/9/47 Ως τώρα ήταν εκεί αριστερά στην αποβάθρα ο τόπος της έρευνας. [...] τον λένε «Γολγοθά» γιατί είναι ξέρα και μοιάζει με «κρανίου τόπον». [...] Τώρα εγκαινιάστηκε άλλος Γολγοθάς. Ο δεύτερος.
Μαστούρωναν, και τους τράβαγαν το βράδυ στο Γολγοθά - οι ίδιοι το βαφτίσαν έτσι. Ήταν ένα παλιό αλωνάκι πάνω απ' τα πειθαρχεία, όπου γινότανε το σώσε. (Μίσσιος)

30/3/48 - Σκυλιά θα σας σκάσω όλους. Εγώ είμαι ο Γλάστρας... Και θα περηφανευτεί [...] δείχνοντας το νεκροταφείο με τους σταυρούς.
- Εκεί θα φυτρώσει ολόκληρο δάσος [...]
17/6/48 - Δάσος θα γίνει εκεί... φωνάζουν [...] και δείχνουν το νεκροταφείο.
Στη Σύρα θ' ανοίξουν άλλο...δάσος, φαίνεται. Ποιος ξέρει τι γίνεται κ' εκεί στο νοσοκομείο. Λέγονται πολλά.
28/4/50 Πέθανε κι ο Συρινιώτης ο Κώστας [...] έλκος στομάχου [...] πετσί και κόκκαλο στις αγγαρείες [...] Ξερνούσε αίμα [...] τον έθαψαν στο «δάσος» χτές [...] σαράντα οχτώ χρονώ [...]

17/6/48 Η Συκιά είναι η τελευταία του έμπνευση. Εκεί κρεμά απ' τους αγκώνες [...] νύχτες ολόκληρες τους κρατούμενους του πειθαρχείου. Και τους δέρνει [...] ώσπου να παραλύσουν. [...] Τα «γινωμένα σύκα», όπως λένε όσους έχουν κρεμαστεί στη Συκιά.

12/10/47 Ο Ζεϊμπέκος καυχιέται κάθε μέρα πως σπάζει δυό και τρείς «Πατριάρχες». Κι οι άλλοι φύλακες δε μένουν αργοί.
30/10/47 Πρωί, μεσημέρι, βράδυ, ο πατήρ Προκόπιος λειτουργεί και ευλογεί τις μαγκούρες, τους «πατριάρχες» και τα παλούκια.

17/12/47 Οι σκηνές γεμίζουν από «εθνικόφρονες» που [...] δημιουργούν επεισόδια [...] «καρφώνουν» [...] στο συσσίτιο παίρνουν πρώτοι τη «λαδιά» [...] και άρρωστος νάναι κανείς, δε γλυτώνει από τα «μάτια» που βλέπουν για λογαριασμό του Γλάστρα.
8/2/48[...] τα «αυτιά» και τα «μάτια» είναι παντού.

12/7/47 [...] όσοι θέλοντας να γλυτώσουν έκαναν τους αδιάφορους, δέχτηκαν ολόκληρη μπόρα.
- Ώστε είσαι ψύχραιμος; Πώς σε λένε; Είσαι ο στρούχτορας οπωσδήποτε.
25/2/48 [...] μόλις έτσι να φαίνεσαι [...] πως ξέρεις να μιλάς χαρακτηρίζεσαι «στέλεχος», «στρούχτορας» ή «γραμματέας».

[...] μας πήραν τα πολιτικά μας ρούχα και μας φόρεσαν τα «τρελά» της φυλακής. Ε, αυτά δεν έχουν ζώνες, είναι όπως οι πιτζάμες [...] από ένα κωλοΰφασμα, σαν καραβόπανο [...] (Μίσσιος)
8/11/49 Αυτά που λέει ο κανονισμός της φυλακής πως είναι υποχρεωμένοι να δίνουν σ' όλους τους κρατούμενους ρούχα, «τρελά» κλπ δυό φορές το χρόνο, είναι γραμμένο μόνο στα χαρτιά.

20/5/48 Τα αλεύρια που έρχουνται είναι κακής ποιότητας. [...] Τα σκουλήκια είναι τόσα πολλά που πολλές φορές «κουνιούνται τα τσουβάλια». 8/11/49 - Τόσα σκουλήκια είχε το αλεύρι που τα τσουβάλια έπαιζαν... έλεγε ο φύλακας Λαζαράτος Ανδρόνικος.

25/6/48 Κι ό,τι μείνει, «η μαρμίτα», ξαναμοιράζεται στους ευνοούμενους. [...] Κι ό,τι μείνει δεν το δίνουν στους «μαρμιτατζήδες» [...] Το ρίχνουν στα γουρούνια του αρχιφύλακα Τσολάκη.
25/5/49 Οι μαρμελατζήδες (Σ.Σ. ;;;;;;;), οι μαρμιτατζήδες, οι ιδιαίτεροι, τα τσανάκια [...] παίρνουν πρώτοι με λαδιά τριπλή και γεμάτη καθαρή κουτάλα.

8/2/48 Το αρματαγωγό έφυγε [...] «Το πλοίο της πατρίδας», όπως λένε οι Έλληνες, Γεώργιος Γλάστρας και ο Στράτος Κοζομπολίδης, τα καλά της παιδιά...

6/4/48 Ο Στράτος έγινε κλωβάρχης. Στον Πέμπτο ως τα τώρα ήταν το πειθαρχείο. Και είναι ακόμα. [...] «Στον όρμο της σιωπής», «στον τάφο των ζωντανών», «στον όρμο των μαρτυρίων», όπως ακούγεται ο Πέμπτος όρμος, τώρα βασιλιάς και κύριος είναι ο Στράτος.

30/3/48 [...] από τη βεράντα του σπιτιού του, που δούλεψαν εκατοντάδες κρατούμενοι για να χτιστεί, και που το λένε τώρα «το μαύρο σπίτι», ακούγεται ένας βρυχηθμός θηρίου [...]
17/6/48 Στη χαράδρα του Πρώτου όρμου [...] κοντά στο «μαύρο σπίτι» του Γλάστρα χτίστηκε άλλο πειθαρχείο.

1/6/50 [...] ο Μπουζάκης έστησε την «Ελ Ντάμπα» [...] Ο ήλιος είναι μεσούρανα [...] ο αέρας [...] δεν μπορεί να δροσίσει τη λάβα στο ηλιακό πειθαρχείο [...] σ' ένα συρματοπλεγμένο τετράγωγο ξέσκεπο είναι σωριασμένοι οι τιμωρημένοι [...] τα κεφάλια τους είναι ξυρισμένα, τα ρούχα τους λιγοστά [...] και τα κύπελα του νερού αδειανά [...] Κάθε μέρα [...] δεκάδες κρατούμενοι [...] Τον Γ. Μπούσουλα [...] τον έκαμαν παράλυτο από το ξύλο και τον έκλεισε στην Ελ - Ντάμπα για είκοσι μέρες.

10/3/48 - Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, γ... την Παναγία σας... Έχετε και σεις προγόνους... Βούλγαροι...
26/8/48 Πού θα πας, στους Έλληνες ή στους Βουλγάρους ;

Φορμόζα λέγαμε μια αχτίνα της φυλακής που ήταν μαζεμένοι όλοι οι δηλωσίες [...] από το γνωστό νησί της Κίνας [...] (Μίσσιος)
23/3/50 Τώρα στον Τέταρτο μαζεύουνται εθνικόφρονες κι όσοι χαρακτηρίζουνται «ανανήψαντες». Στη «Φορμόζα», όπως λένε τώρα τον Τέταρτον [...]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρόν λήμμα δεν έχει άλλο λόγο ύπαρξης ειμή αυτόν της προσπάθειας καθορισμού της ηλικίας ορισμένων σλανγκικών εκφράσεων, πολλές από τις οποίες όχι μόνο χρησιμοποιούνται ευρύτατα και στις μέρες μας, αλλά δείχνουν να έχουν και λαμπρό μέλλον μπροστά τους καθώς συνεχίζουν ακάθεκτες από στόμα σε στόμα, κηπ γουόκιν ένα πράμα.

Η ηλικία των όποιων σλανγκισμών είναι, κττμγ, ένα στοιχείο που σε γενικές γραμμές (μη δαγκώνετε, το ξαναλέω: σε γενικές γραμμές) απουσιάζει από τα λήμματα του φιλότιμου σάητος. Κατανοώ βεβαίως τις τεράστιες αντικειμενικές δυσκολίες που παρουσιάζει το εγχείρημα. Μιλάμε για προσπάθεια βασισμένη στην προσωπική μνήμη, σε μαρτυρίες παλιότερων, ή σε προσφυγή σε λογοτεχνικές κυρίως πηγές. Δεν μπορώ να γνωρίζω την έκταση της βιβλιοθήκης του καθενός, αλλά η καλή μνήμη, το ευαίσθητο αυτί, η εμμονή στη λεπτομέρεια και (εννοείται) η έντιμη καταγραφή είναι εκ των ων ουκ άνευ.

Ανατρέχω στο κάτωθι κατονομαζόμενο πόνημα όχι ως βιβλιοκριτικός, αλλά ως δεινοσαυράκι στον ανθό της νιότης του κατά την ύπνε-που-παίρνεις-τα-παιδιά δεκαετία του '80, για να βεβαιώσω ότι, τις περισσότερες τουλάχιστον από τις εκφράσεις που κατέγραψε ο συγγραφέας, τις χρησιμοποιούσαμε όντως ευρύτατα, τουλάχιστον στα Δυτικά Προάστια.

Από την άλλη, μπορεί να παρατηρήσει ο οιοσδήποτε ότι η γονιμότατη και δημοφιλέστατη έκφραση «τα παίρνω στο κρανίο» απουσιάζει παντελώς από το λεξιλόγιο της εποχής, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είχε ακόμα επινοηθεί / εκστομιστεί. Επί τω λόγω της δεινοσαυρικής μου τιμής βεβαιώνω από μνήμης το χριστεπώνυμον πλήρωμα του σλανγκρ ότι, πιθανότατα μέχρι και το τέλος των '80 αυτή η περιγραφή του θυμού δεν είχε ακόμα σκάσει μύτη στην πιάτσα. Θα ήθελα να γνωρίσω τον άνθρωπο που επινόησε αυτήν την σαρωτικής παραστατικότητας έκφραση.

Επί της ουσίας λοιπόν, το λήμμα αποτελεί αναίσχυντη (και σχολιασμένη) παράθεση στοιχείων από το βιβλίο του Γιώργου Τουρκοβασίλη «Τα Ροκ Ημερολόγια», που εκδόθηκε τον Μάρτιο του 1984 και ανάγει την προέλευση / διάδοση των εν λόγω εκφράσεων στα μετά την ίσα-μωρή-Λουκία! Μεταπολίτευση χρόνια. Προς επίρρωσιν, να προσθέσω πως, ούτε από μεγαλύτερους σε ηλικία είχα ακούσει ποτέ αυτές τις εκφράσεις, ούτε έχω εντοπίσει καμιά τους στην προχουντική πχ λογοτεχνία.

Τέλος, να επισημάνω ότι κρατάω πάσα επιφύλαξη σχετικά με την περιοχή και την ευρύτητα του κύκλου ανθρώπων στον οποίο γινόταν χρήση αυτών των κακών λέξεων. Μιλάω για τα Νέα Λιόσια (το νυν Ίλιον καλούμενον), το κέντρο Αθήνας και για 15χρονα του 1980 (και αργότερα βεβαίως, αυτές οι λέξεις δεν έσκασαν μύτη όλες μαζί μια ωραία πρωία...).

[...] οι εκφράσεις αράζω, γουστάρω, την ψάχνω, τη βρίσκω, την κάνω, του την πέφτω, τον πάω, το παίζω, την έχω δει, με τρέχουν, φάση, κουφό κλπ [...] από άτομα περιθωριακά [...] πριν οκτώ χρόνια ήταν η γλώσσα ενός μικρού κύκλου ατόμων, απλώθηκαν σιγά σιγά [...] η γλώσσα των «αλητόβιων ροκάδων» πέρασε σιγά σιγά στους κυριλέδες [...]
(Σ.Σ. τουλάχιστον οι λέξεις «αράζω» και «γουστάρω» είναι πολύ παλιότερες).

[...]το πασίγνωστο να τη βρω, εξελίσσεται στο να τη δω, να την ακούσω (θες να σου δώσω κάτι να την ακούσεις ;).
Το έπαθα πλάκα έγινε σαλτάρισα, τάχω παίξει, μου 'φυγε η ψυχή, έπαθα μουνόπλακα ή μουνίλα, μουνόπαθα, κωλόπαθα.

[...]πέντε τουλάχιστον λέξεις επανέρχονται επίμονα: άτομο, κωλώνω, σωστός, ξενέρωτος και αντιδραστικός. Δε λένε «κάποιος πέρασε», αλλά «πέρασε ένα άτομο» [...] αντί «τον βλέπω», «βλέπω το άτομο» [...] υποδηλώνεται ένας σεβασμός για την προσωπικότητα [...] Όταν δεν κωλώνεις είσαι σωστός [...] είναι αυτός που δεν ξεπουλιέται και δεν ξεφτιλίζεται [...] ξενέρωτος [...] βρίσκεται σε πρόσκαιρη στέρηση [...] μεταφορικά ο άκεφος, άσχετος σε μιά παρέα ή σε μιά κατάσταση [...] συναισθηματικά αμέτοχος [...] Αντιδραστικός [...] έχει πάρει αντίθετη σημασία [...] προοδευτικός, επαναστάτης που αντιδρά [...]
(Σ.Σ. η λέξη «κωλώνω» είναι πολύ παλιότερη. Πρόχειρο παράδειγμα το κείμενο «Σκούρα» του Ιωάννη Κονδυλάκη. Τη λέξη «αντιδραστικός» με αυτή την έννοια ούτε την άκουσα στις παρέες μου, ούτε τη χρησιμοποίησα ποτέ).

[...]Το σκαπουλάρω έγινε την κάνω, την πουλεύω (τον πούλο! = δρόμο!, ενώ πήρα τον πούλο= με ρίξανε).
(Σ.Σ. Εν τούτοις, το ρήμα «πουλεύω» = πεθαίνω καταγράφεται από τον Χρόνη Μίσσιο ως έκφραση του υποκόσμου ήδη από τα χρόνια του Εμφυλίου. Όσο για το παλιό «σκαπουλάρω», θυμάμαι ότι το χρησιμοποιούσαμε αποκλειστικά με την γνωστή έννοια ξεφεύγω, διαφεύγω, την οποία έχει άλλωστε και το ταυτόσημο ιταλικό scapolare. Επικουρικώς, υπήρχε και ο τύπος τη γλύταρα, αντί του ορθού τη γλύτωσα).

[...]Το μπανίζω έγινε κοζάρω. Το με καμία κυβέρνηση έγινε ούτε με σφαίρες κλπ.

[...]Καλοκαίρι του '82: A: «Τι μουσική είναι αυτή ;» Β: «Μουσική τρόμπα, τι θες να 'ναι ;» Γ: «Είναι νιού γουέηβ. Ροκ». Β: «Το νιού γουέηβ δεν είναι ροκ, είναι τρόμπα ροκ!» [...]
(Σ.Σ. δες και διάφορα σχόλια εδώ).

[...] οπότε κάνει αυτός «επειδή μας πρήξατε, θα σας βαβουριάσουμε τώρα!» [...]
[...]To '76 πρωτάκουσα τη λέξη βαβούρα, που σήμαινε θόρυβο, φασαρία [...] υπάρχει ορχήστρα με αυτό το όνομα [...] είναι σήμερα όρος μουσικός [...] «το μεγάφωνο κατεβάζει πολλή βαβούρα» [...] «παλιά άκουγα βαβούρα» κι εννοούν heavy metal.
(Σ.Σ. θα ήταν ενδιαφέρουσα μια καταγραφή της διαδρομής της μεσαιωνικής, μη σλανγκικής λέξης «βαβούρα» από τα χρόνια του Βιτσέντζου Κορνάρου, ή και πιό πριν, μέχρι τη Μεταπολίτευση, από την οποία και μετά η λέξη έχει αποκλειστικά αργκοτική απόχρωση. Ίσως ο φερώνυμος Τζώνυ και το συγκρότημά του; Βδγ, ρήμα στον Ερωτόκριτο: βαβουρίζω. Ρήμα της τελευταίας 30ετίας: βαβουριάζω. Κατ' αναλογία προς το ήδη ρεμπέτικο «μανουριάζω»;).

[...] και κάναν όλοι μαζί ουά, ουά...κάτι σβομπίλοι εκεί πέρα[...]
(Σ.Σ. Την αγνώστου ετύμου, ξεχασμένη πλέον λέξη «σβομπίλος» τη χρησιμοποιούσαμε, τουλάχιστον μέχρι το '80-'81 με την σημασία: χαζός, μαλάκας. Ξαναδιαβάζοντας το βιβλιαράκι την ανέσυρα από τα πλέον κονισαλέα ερμάρια της μνήμης μου, και ο παντεπόπτης γούγλης απέδωσε απίστευτα αποτελέσματα. Κατόπιν τούτου, τι να πω κι εγώ ο φτωχός ;. Η λέξη πάντως υπήρχε, και μάλιστα η κλητική της ήταν σε -ο: Άντε ρε σβομπίλο!)

[...]Ενδιαφέρον έχουν και οι παρακάτω φράσεις:
στανιάρησα = μαστούρωσα, χόρτασα (Σ.Σ. δεν θα χαρακτήριζα ακριβή την ερμηνεία)
ξενέρωσα = συχάθηκα, βαρέθηκα
είμαι νεκρός = δεν έχω λεφτά (Σ.Σ. χρησιμοποιούσαμε επίσης την έκφραση είμαι τσέτουλα= άφραγκος, η οποία είναι βεβαίως πολύ παλιότερη, όπως μας πληροφορεί ο Πονηρόσκυλος).
είμαι στην πείνα = μου λείπει κάτι για καιρό
κάνω κεφάλι = στανιάρω (Σ.Σ. πάλι κομματάκι φάλτσο)
κολλητά = τώρα αμέσως
τανζανιάρης = άτακτος (Σ.Σ. με προβληματίζει το -ν-, αν δεν πρόκειται περί τυπογραφικού λάθους. Αποκαλούσαμε ταρζανιά την ριψοκίνδυνη και επιδεικτική συμπεριφορά. Για τους βιρτουόζους επιδειξίες σε μπιλιάρδο, μπάλα κλπ χρησιμοποιούσαμε, λίγο, το προφανούς ετυμό ρήμα ζιγκολάρω και, πολύ λιγότερο, την έκφραση ζογκλερικές ενέργειες).
λινάτσα, λέζος, λινός = κωλόπαιδο, κουφάλα (Σ.Σ. αν θυμάμαι καλά, είχε περισσότερο την έννοια του φλώρου. Τη λέξη «λέζος» την αγνοώ).
ρύζι = κορόιδο (Σ.Σ. αγνοώ την έκφραση)
ποίημα = ψέμα (Σ.Σ. έχει να κάνει περισσότερο με το χαφιεδιλίκι και δη εντός φυλακής, όπως μας διαβεβαιώνει ο Πετρόπουλος).
παραμύθα = ηρωίνη
γαμιστερός = ωραίος.

[...]γι αυτούς που πηγαίνουν στις ντίσκο [...] λέγαμε βουτυρόπαιδο, σοκολατόπαιδο (Σ.Σ. λέξη που εμφανίζεται σε τραγούδι του Σαββόπουλου στο μεταπολιτευτικό «Δέκα χρόνια κομμάτια»). Μετά έγινε καρεκλάς. Μετά έγινε κυρίζι (Σ.Σ. βλέπε σχόλια ΜΧΣ και Χότζα εδώ) , κυριλές, κυριλόβιος, ξενέρωτος, ξενέρι, φλώρος, ντισκάς, ντισκόβιος, γκίραπας ή γκιράπης, τυρί, φλούφλης, και τσινάρι (ειδικά στη Θεσσαλονίκη). Οι ντισκάδες λέγανε τους ροκάδες αλήτες, λεχάρια, φρικιά [...] Η λέξη αυτή (φρικιό) έχει [...] πέντε καταλήξεις: φρικιό, φρικιάρης, φρίκος, φρικάς, φρίκουλος.
[...]με τις καταλήξεις θα δημιουργούσαμε [...] φρικιά, χιπιά, πανκιά, φλώρια, τσόλια, φρικάς, ροκάς, ντισκάς, σοουλάς, μπλιτσάς, χεβυμεταλάς, σκυλάς [...] κλεφτρόνι, πρεζόνι, πουστρόνι, γυφτρόνι, παιχτρόνι. Ενώ κατά το παλιό καφενόβιος: μηχανόβιος, αλητόβιος, κυριλόβιος, λαϊκόβιος, ντισκόβιος, πανκόβιος, στρατόβιος, φυλακόβιος, μπλακσαβατόβιος...
(Σ.Σ. στη λέξη «τυρί» δίναμε την έννοια: πλαδαρός, αγύμναστος φλώρος. Ενδιαφέρουσα αντίστιξη με το ψωμί, που επίσης χρησιμοποιούσαμε).
........................................................................................................
Αυτά (ουφ!). Τι με κάνατε και θυμήθηκα ρε μπαγάσηδες... και πόσα λίνκια... (δ)ράκος έγινα... Αιτούμαι πενθαήμερος αγροτική άδεια για να μαζέψω τα κομμάτια μου. Όσο θα λείπω, εσείς δείτε εϊτίλα και ογδόνταζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με αφορμή την επέτειο της εθνικής μας παλιγγενεσίας θα ήθελα να μοιραστώ με το σλανγκεπώνυμο πλήρωμα ορισμένες εκφράσεις που διασώθηκαν από τους ιδρυτικούς μας πατέρες και οι οποίες τους καθιστούν εκτός από εθνικούς μας ήρωες και μεγάλες σλανγκαλήτρες.

- Αη-Λιας, Προφητηλίας: ο οπλαρχηγός που δεν πολεμά μαζί με τα παλληκάρια του, αλλά τους παρακολουθεί με τα κυάλια από υψωμένα σημεία των λόφων ή βουνών, ώστε να μην κινδυνεύει και σε περίπτωση ήττας να την κάνει. Η παρομοίωση αφορά στις εκκλησίες του προφήτη Ηλία, που σύμφωνα με την παράδοση τοποθετούνται στις κορυφές των βουνών. Η έκφραση στιγματίζει την δειλία του οπλαρχηγού που δεν συμμερίζεται τους κινδύνους των ανδρών του. Είναι όμως με την καλή έννοια και χαρακτηριστική του κλέφτικου τρόπου μάχης, όπου οι κλέφτες αποφεύγουν τις μάχες εκ παρατάξεως, γιατί δεν μπορούν, αλλά εφορμούν από τα βουνά και πάλι εξαφανίζονται στις δύσβατες κορυφές τους. Ειδικά, αποτελούσε παρατσούκλι του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη που έβγαλε όλην την επανάστ χωρίς να κινδυνέψει άμεσα, (ενώ είχε πολλάκις και κινδυνεύσει θανάσιμα και λαβωθεί στους προηγούμενους κλεφτοπόλεμους) και που η πρώτη μέριμνά του ήταν να βρίσκει τις οδούς διαφυγής. Συμβούλευε σχετικά και τον Γ. Καραϊσκάκη, αλλά αυτός δεν τον άκουσε και αδικοχάθηκε. Ο Θ. Κολοκοτρώνης φαίνεται ότι πανηγύριζε τον χαρακτηρισμό, καθώς σε μια περίπτωση, που την είχε κάνει με ελαφρά πηδηματάκια ύστερα από μια ήττα, από μονοπάτια που ήξερε μόνο αυτός χρησιμοποίησε την έκφραση «αναλήφθηκα», παραπέμποντας μάλλον στην πυρφόρο ανάληψιν του προφήτου Ηλιού στους ουρανούς.

Παραδείγματα:
Ο Κολοκοτρώνης θυμήθηκε τα παλιά. Πάει να πιάσει τα κορφοβούνια και τους Αηλιάδες να ξαναγίνει κλέφτης!
(Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης σκωπτικά για τον κλέφτικο τρόπο πολέμου του Θ. Κολοκοτρώνη, διάλογος αναπαραστημένος από τον Δ. Φωτιάδη).

«Πηγαίνεις να φυλάξης τας κορυφάς των βουνών, ωσάν τον προφήτην Ηλίαν». (Ο ίδιος διάλογος στα Απομνημονεύματα του Κανέλλου Δεληγιάννη).

- βγαίνω στο κλαρί: γίνομαι κλέφτης στα βουνά, μάλλον δεν έχει ακόμη την μεταφορική σημασία του εκπορνεύομαι.

- το βρακί της Κατερίνας: ένα γυναικείο βρακί που ο Γ. Καραϊσκάκης το φορούσε σε όποιον αναδεικνυόταν κάθε φορά ο πιο δειλός για να τον διαπομπεύσει.

- γουναρικό: οι πρόκριτοι, επειδή φορούσαν χλιδαίες ασιατικές γούνες.

- έρχομαι με τον ζουρνά: γίνεται κάτι εύκολα και πανηγυρικά, με την συνοδεία του ομώνυμου μουσικού οργάνου, χωρίς κόπο, αλλά με «τυμπανοκρουσίες» όπως λέμε σήμερα.

Παράδειγμα: «Πρώτον εσύ [καπετάν-Νότη] όπου όλα θέλεις να έρχονται με τον ζουρνά». (Γεώργιος Καραϊσκάκης σπήκινγκ από τα Απομνημονεύματα του Κασομούλη).

- καλαμαράς: αυτός που γνωρίζει γραφή και αναλαμβάνει την γραμματειακή και γραφειοκρατική οργάνωση του Αγώνα, σε αντίθεση με τους αναλφάβητους ατάκτους πολεμιστές των οπλαρχηγών. Ως καλαμαράς μπορούσε να χαρακτηριστεί και ένας πολιτικός. Μεταξύ των δύο υπήρξε ανταγωνισμός και κάποιοι καλαμαράδες πολιτικοί κατάφερναν να παγιδεύσουν επικίνδυνους για την κεντρική εξουσία οπλαρχηγούς εξ ου και η δυσπιστία των οπλαρχηγών για τους καλαμαράδες.

Παράδειγμα:
«Βλέπετε τουτουνούς τους καλαμαράδαις; Αυτοί θα μας φαν το κεφάλι μια μέρα». (Οδυσσέας Ανδρούτσος. Και πράγματι ο Ανδρούτσος φυλακίστηκε και δολοφονήθηκε στην φυλακή του στην Ακρόπολη).

- γκενεράλ- γολέτα: ο Δυτικοευρωπαίος επικεφαλής ελληνικών στρατευμάτων που τα διηύθυνε στέλνοντας εντολές, όχι από το πεδίο της μάχης, αλλά από την γολέτα του στα ανοιχτά του πελάγους, ώστε να μην κινδυνεύσει και να μπορεί να την κάνει σε περίπτωση ήττας. Ο Γ. Καραϊσκάκης έβγαλε αυτό το παρατσούκλι για τον Άγγλο στόλαρχο Cochrane, ο οποίος έγινε αιτία της πανωλεθρίας στην μάχη του Φαλήρου. Επέμενε να δοθεί η μάχη, όπου αποδεκατίστηκαν οι Έλληνες, επειδή αυτό τον συνέφερε στο πλαίσιο ενός παιχνιδιού στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου.

- καπάκι: ανακωχή που κανόνιζε ένας οπλαρχηγός με τους Τούρκους. Ανάλογα με τις πολιτικές σκοπιμότητες των διαφόρων ελληνικών φατριών μπορούσαν να παρουσιαστούν είτε ως σωτήρια μέθοδος για να σωθεί ο άμαχος πληθυσμός και να κερδηθεί πολύτιμος χρόνος, είτε ως προδοσία, όπως προσπαθούσε να παρουσιάσει ορισμένα καπάκια ο Α. Μαυροκορδάτος για να εξοντώσει ηθικά και φυσικά αντιπάλους οπλαρχηγούς.

- καπετάν-Ψωμάς: ο καπετάνιος που είχε αλώσει τις περισσότερες πόλεις από κάθε άλλον οπλαρχηγό, Ρωμιό ή Τούρκο, ήταν ο καπετάν-Ψωμάς, δηλαδή η έλλειψη ψωμιού, ο λιμός, που ανάγκαζε τους πολιορκημένους να παραδοθούν. Η έκφραση λεγόταν όταν οι πολιορκητές δεν έκαναν καμία προσπάθεια για κάτι ηρωϊκό, όπως έφοδο, επίθεση κ.τ.λ. αλλά αφήνονταν νωχελικά να πάρει την πόλη ως από μηχανής θεός ο καπετάν-Ψωμάς.

- κρεμασμένος: ο ψηλόλιγνος και μακρολαίμης. Παρατσούκλι του Μακρή από τον Γ. Καραϊσκάκη.

- κωλοπλυμένος: αυτός που δεν έχεζε στο δάσος, όπως οι κλεφταρματολοί, αλλά φρόντιζε σχολαστικά για την καθαριότητα του κώλου του και ήταν ωσεκτουτού φλώρος. Αλλά και πανούργος. Στις τάξεις των κωλοπλυμένων ανήκαν οι καλαμαράδες, οι εξ Εσπερίας φραγκοφορεμένοι και άλλοι πονηροί που παγίδευαν με τις δολοπλοκίες τους τους αγωνιστές, εξ ου και το κωλοπλύσιμο προκαλούσε δυσπιστία και ανησυχία για μελλοντικές ραδιουργίες εις βάρος των κωλοαπλύτων, που αποτελούσαν τις υγιείς δυνάμεις της Ρωμιοσύνης.

- λάδι: η έκφραση «πούλα το λάδι γιατί η τιμή θα πέσει» ήταν το σύνθημα του Γιάννη Γκούρα για να δολοφονηθεί στη φυλακή του στην Ακρόπολη ο Οδυσσέας Αντρούτσος.

- λιμπά.

- μάλωνε η ψείρα με το σκουλήκι: έκφραση του Ι. Μακρυγιάννη για την λέρα των πολιορκημένων της Αθήνας.

- μόνο με το κορμί μου: λέγεται σε δύο περιπτώσεις: α) Όταν κάποιος, ξένος ή Ρωμιός, καταφτάνει από το εξωτερικό χωρίς βοήθεια οικονομική ή στρατιωτική, αλλά μόνος του με αόριστες ρητορικές εξαγγελίες και υποσχέσεις
β) Όταν ένας οπλαρχηγός καταφτάνει στους πολιτικούς χωρίς τις δυνάμεις του, οπότε εκθέτει τον εαυτό του.

- μορόζα.

- μπράτιμος.

- νταβατζής: χρησιμοποιείτο και με την σημασία του οπλαρχηγού που προστάτευε μια επαναστατημένη πόλη, όπως λ.χ. ο Οδυσσέας Ανδρούτσος την Αθήνα.

- νταλιάνα: η ψηλή και όμορφη γυναίκα, ο μούναρος. Νταλιάνι (εκ του τουρκικού dalyan) ήταν ένα είδος εμπροσθογεμούς ντουφεκιού, οπότε η έκφραση χρησιμοποιείτο όπως το τουφέκι και το όπλο. Ο Γ. Καραϊσκάκης αποκαλούσε έτσι την Γκούραινα, την λεβεντομούνα χήρα του Γιάννη Γκούρα που είχε απομείνει στην πολιορκημένη Ακρόπολη.

Παράδειγμα:
- Μπράτιμε, είτε εσύ να μπεις στο κάστρο και να πάρεις με τη νταλιάνα του Γκούρα και το βιο του, είτε να μπω εγώ. Μα ένα φοβούμαι... Μη δε με θελήσει εμένα τον αρρωστιάρη κι αρπάξει κανέναν παλικαρά και χάσουμε μπράτιμε τόσο βιο. Σένα όμως που είσαι νιος και νταβραντισμένος, δεν θα ξεκολλήσει από πάνω σου!»
(Διάλογος του Γ. Καραϊσκάκη με τον Κριεζώτη που αναπαριστά ο Δ. Φωτιάδης. Ο σκοπός του Γ.Κ. ήταν να δώσει κίνητρα στον Κριεζώτη για να αναλάβει την επικίνδυνη αποστολή να μπουκάρει στην Ακρόπολη. O Δ. Φωτιάδης προστατεύει τον εθνικό μας ήρωα από κάθε υπόνοια κυνισμού και τονίζει εν προκειμένω την σωτηριώδη κινητροδοσία, αλλά και τον ερωτικό αλτρουισμό του).

- ξινογαλάς, ξινόγαλο: παρατσούκλι του Σαρακατσάνου Γιώργου Τζιόγκα από τον Γ. Καραϊσκάκη.

- Οθωνούπολη: έτσι λεγόταν η Αθήνα στον καιρό του Όθωνα, από όσους δεν χώνευαν ότι είχε γίνει πρωτεύουσα το χωριουδάκι.

- πουτζιαράς: ο πουτσαράς, αλλά και γενικώς το ένοπλο παλληκάρι ενός οπλαρχηγού, λ.χ. σε καταμετρήσεις στρατευμάτων, όπου απαριθμούσαν πόσους πουτζιαράδες είχε ο καθένας στη δύναμή του.

Παράδειγμα:
«Οι υπέρ του Καραϊσκάκη άρχισαν πλέον αναφανδόν να φωνάζουν, άλλος ότι αθωώθη, [...] άλλος εκθείαζεν το παρρησιαστικόν του, άλλος την ετοιμολογίαν του και ταις αστειότηταίς του. Άλλος φώναζεν: Μώρε πού ματαγίνεται άλλος τέτοιος πουτζιαράς;»
(Ο Κασομούλης διηγείται την δίκη του Καραϊσκάκη, όπου αθωώθηκε. Μεταξύ άλλων υπερασπίστηκε το διαβόητο χούι της αθυροστομίας του με την περίφημη ατάκα «Αμ δεν μπορώ να το κόψω κυρ Πάνο. Κι εσύ δα είσαι ογδόντα χρονών, μα το χούι δεν τ' αφήνεις να γαμείς»).

- πούτζος- κώλος: συνεκδοχικώς, ο πούτζος, δηλαδή ο πούτσος, σημαίνει τον ομιλητή, ή τον οπλαρχηγό και τις στρατιωτικές του δυνάμεις, ενώ ο κώλος σημαίνει τον συνομιλητή, ή τον αντίπαλο στρατιωτικό αρχηγό και τις δικές του εχθρικές στρατιωτικές δυνάμεις.

Παραδείγματα:
«Εμείς εδώ μάθαμε τον κώλο του οχτρού». (Μακρής σπήκινγκ).

«Έχει και τουμπλέκια ο πούτζος μου, έχει και τρουμπέταις. Όποια θέλω θα μεταχειρισθώ». (Από επιστολή του Γ. Καραϊσκάκη της 15/4/1824 στον Στορνάρη στο πλαίσιο επαπειλούμενης εμφύλιας σύγκρουσης. Τουμπλέκια είναι τα όργανα του τουρκικού ιππικού, και τρομπέτες τα ελληνικά όργανα).

- πτωματόστρωτον: ψευδολόγιος ειρωνικός σχηματισμός κατά το λιθόστρωτον, σήμαινε ότι μια αστική περιοχή είχε στρωθεί όχι με λίθους ή άλλα υλικά οδοποιίας, αλλά με πτώματα οχθρών, συμπεριλαμβανομένων και αμάχων. Χαρακτηριστικό το πτωματόστρωτον της Τριπολιτσάς, στρωμένο με πτώματα κυρίως αμάχων Τούρκων, το οποίο διαπέρασε ο Θ. Κολοκοτρώνης έφιππος, χωρίς το άλογό του να πατήσει ούτε μια φορά στο έδαφος, «από τα τείχη έως τα σαράγια» όπως διηγείται στα Απομνημονεύματά του.

- σαπιοκοιλιά: πολύ σύνηθες.

- στενόβρακο: ο φραγκοφορεμένος ετερόχθων πρωκτικάντζας σφιχτοκώλης.

- στραβαραπάδες: οι Αφρικανοί στρατιώτες του Ιμπραήμ.

- σύνδροφος: ο πούτζος του Γ. Καραϊσκάκη. Σύμφωνα με την ιδιότυπη αντίληψή του περί διπλωματίας, όταν οι Τούρκοι τον βολιδοσκοπούσαν αν θα τηρούσε το καπάκι-ανακωχή, αυτός απαντούσε περιπαικτικά ότι θα ρωτήσει τον σύνδροφό του.

Παραδείγματα:
«Ο Καραϊσκάκης με το ιδίωμά του άλλοτε τους έλεγεν (στους Τούρκους) εις τα γράμματα να ερωτήση τον σύνδροφόν του- και εννοούσε τον πούτζον του- και άλλοτε τους φιλούσε τα μέστια (=μαλακά χλιδαία παπούτσια), κατά την διάθεσιν όπου ευρίσκονταν».
(Από τα Απομνημονεύματα του Κασομούλη, τ. α΄, σ. 287. Το δέλτα του σύνδροφος οφείλεται άραγε σε υπεραστισμό- υπερδιόρθωση;).

«Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω,
κι εγώ πασά μου, ρώτησα τον πούτζον μου τον ίδιον
κι αυτός μου αποκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω.
κι αν έλθης κατ' επάνω μου, ευθύς να πολεμήσω!».
(Κασομούλης, τ. α΄, σ. 326. Απάντηση του Γ. Καραϊσκάκη στον Μαχμούτ πασά Σκόδρα, διασκευασμένη εμμέτρως από τον γραμματικό του Γαζή, που κατά πολλούς «κατέστρεψε» τον μη έμμετρο λόγο του Καραϊσκάκη).

- τεσσαρομάτης: αυτός που φορούσε γυαλιά θεωρείτο ότι είναι σαν να έχει τέσσερα μάτια. Έτσι αποκαλούσε ο Γ. Καραϊσκάκης τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Ο δε Μακρυγιάννης έλεγε σκωπτικώς για τον Μαυροκορδάτο ότι πήγε στην Δύση με δύο μάτια και γύρισε με τέσσερα.

Παράδειγμα:
- Ποία κυβέρνησις καπετάν Νότη; Το τζιογλάνι του Ρεϊζ Εφέντη, ο τεσσαρομάτης; Ποίοι τον έκαμαν κυβέρνησιν; (Γ. Καραϊσκάκης για τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο).

- τζιογλάνι: βλ. τσογλάνι και τσιμπούκ-ογλάν.

- τζίτζιλε-φίτζιλε: έκφραση του Ι. Μακρυγιάννη για τον Ιωάννη Κωλέττη.

- τζοχανταραίοι (με την μη μεταφορική σημασία).

- τουρκοζύμαρο: ο αναμειγμένος με τους Τούρκους. Το χρησιμοποιεί ο Ι. Μακρυγιάννης για τον Α. Μαυροκορδάτο.

- τουρκοτζιαμπάσηδες / τουρκογέροντες: αποκαλούνταν μειωτικά οι πρόκριτοι ως συγχρωτισμένοι με τους Τούρκους. Παρόμοιες εκφράσεις χρησιμοποίησε ο Δημήτριος Υψηλάντης σύμφωνα με τα Απομνημονεύματα του Κ. Δεληγιάννη.

- τσούπρα: γενικά το κοριτσάκι, αλλά και ειδικότερα η ανήκουσα στο χαρέμι επιφανούς Οθωμανού. Περίφημες ήταν οι τσούπρες του Αλή-πασά, που αποτελούσαν την αφρόκρεμα της ρωμέικης ομορφιάς. Αφού τις περνούσε ένα χεράκι, τις έδινε σε ικανούς στρατιωτικούς του για να τους ανταμείψει για τις υπηρεσίες του. Αυτοί το δέχονταν με ανάμεικτα συναισθήματα, καθώς ήταν και λίγο ντροπή, αλλά από την άλλη, όποια όμορφη υπήρχε σε Ήπειρο- Ρούμελη, είχε περάσει από το αληπασαλίδικο χαρέμι, οπότε το να είσαι τσούπρα του Αλή σήμαινε και ότι είχες καταξιωθεί στο σταρ-σύστεμ της εποχής. Και το να παντρευτείς πρώην τσούπρα, σήμαινε ότι είχες τελικιάσει ως σελεμπριτόνι. Λ.χ. ο Γ. Καραϊσκάκης είχε παντρευτεί την πρώην τσούπρα Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου διάσημη για τα κάλλη της. Οι ομορφότερες τσούπρες ήταν Κιρκασιανές.

Παράδειγμα:
Έλα δω μπίρο μου, να σου πω ένα χαϊρλίτικο (=ευεργεσία). Θα δώσω μια τσιούπρα μου στο παιδί σου και να το φέρεις αύριο να μου φιλήσει το χέρι.
(Αναπαραστημένος από Δ. Φωτιάδη διάλογος μεταξύ Αλή-πασα και πατέρα παλληκαριού που δεχόταν το προξενιό ως ανταμοιβή για τις στρατιωτικές υπηρεσίες του γιου του).

- φακίρ φουκαράς.

- χέζω τη μύτη: λεγόταν στο πλαίσιο βρις-οφ.

- ψαλιδόκωλος.

- ψυχογιός: πέρα από την δόκιμη σημασία του, λειτουργούσε και ως ευφημισμός για τους παίδες που είχαν για τους Έλληνες οπλαρχηγούς την ίδια λειτουργία που είχαν τα τσογλάνια για τους Οθωμανούς άρχοντες. Κάνανε δηλαδή ψυχικά αυτά τα παιδιά.

Το λήμμα αφιερούται τω ιατρώ και επαίοντι της ιστορικής σλανγκ allivegp.

Εντός του ορισμού, συν ένας διάλογος που διασώζει ο Κασομούλης, όπου ο Γ. Καραϊσκάκης αναφέρεται στον Α. Μαυροκορδάτο και αυτούς που τον ακολουθούν:

- Όπου μας διορίσει η κυβέρνησις, εκεί θέλει εκστρατεύσομεν (απήντησεν ο καπετάν Νότης).
- Ποία κυβέρνησις καπετάν Νότη; Το τζιογλάνι του ρείς- εφάντη, ο τεσσαρομάτης; Ποίοι τον έκαμαν κυβέρνησιν; Εγώ και άλλοι δεν τον γνωρίζομεν. Ή σύναξε δέκα ανοήτους και τον υπέγραψαν διά τας ιδιοτέλειάς των; Πρώτα εσύ, που όλα θέλεις να έρχονται με τον ζουρνά. Ο Σκαλτσάς που δεν είναι άλλο παρά καμπάνα μπαγκ μπαγκ. Ο Μακρής, ο μακρολαίμης, ο κρεμασμένος, όπου μόνο το κεφάλι ξέρει να ταράζει. Ο Μήτσος Κοντογιάννης, η πουτάνα, όπου αν ήτον γυναίκα, δεν εχόρταινε με 80 χιλιάδαις φοραίς την ώραν, ο ξεινογαλο-Γιώργος Τζιόγκας, όπου στραβώνει τα χείλια με το τζιμπούκι και δεν ηξεύρει τι του γίνεται, και ο αδελφός μου ο Στορνάρης ο ψεύτης. Δεν τον υπέγραψεν ο πούτζος την εκστρατείαν σας!».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουΐκ εντ ντέρτυ αποδελτίωση συνταγών (οδηγός μαγειρικής στο πόδι) από τα μέλη του σλανγκρ, για τις ιδιαίτερες εκείνες στιγμές που θέλουμε να μαγειρέψουμε γρήγορα και απλά ένα καλό γεύμα.

Τα περισσότερα εδέσματα (εκτός των κλασσικών: φασολάδα, κλπ) εμπίπτουν στο χαρακτηρισμό της γκουρμεδιάς.

Καλή μας όρεξη!

(από peregrine, 17/03/13)(από σφυρίζων, 19/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στήνω φυσικά σημαίνει τοποθετώ κάτι σε όρθια θέση. Εκ του αρχ. ἵστημι.

Ο απόλυτα δόκιμος αυτός όρος επιδέχεται πληθώρα από ψιλο- και χονδρο- σλανγκίζουσες εφαρμογές, όπως:

  • Στήνω μια μπίζνα: Ιδρύω μια επιχείρηση ή προβαίνω σε κάποια οικονομική συναλλαγή, «Υπουργοί στήνουν μπίζνες με εφοπλιστές» (από εδώ)%
  • Στήνω έναν υπολογιστή: Τον σετάρω εκ του μηδενός, εμπλουτίζοντάς τον με προγράμματα και e-καλούδια, «Σκέφτομαι να στήσω ένα Gigabit δίκτυο ανάμεσα σε 3 H/Y για να αυξήσω τις ταχύτητες ανταλλαγής αρχείων μεταξύ τους» (από εδώ)%
  • Στήνω ένα παιχνίδι: Προκαθορίζω την έκβαση ενός παιγνιδιού (με την ευρύτερη έννοια), «Στημένο το παιχνίδι με τον Πανσεραϊκό; Εμείς δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε από πρώτο χέρι, αλλά κάποια ...«πρόσωπα» από τον χώρο του Ολυμπιακού - made in Kokkalis - φαίνεται πως τα κονόμησαν για τα καλά.» (από εδώ)%
  • Στήνω γλέντι ή χωρό: Συμμετέχω σε ε-ρε-γλέντια, «την ώρα που οι νεοδημοκράτες έδιναν τη «μάχη» των ευρωεκλογών, ο κ. Σουφλιάς έστηνε γλέντι με τους μεγαλοεργολάβους στα διόδια» (από εδώ)%
  • Στήνω καυγά: Προξενώ διαξιφισμούς εκ του πο(ρ)νηρού, «ΣΚΟΠΙΑ - Στήνει καβγά και με τις Βρυξέλλες ο Γκρούεφσκι» (από εδώ)%
  • Στήνω κάποιον: Καθυστερώ χαρακτηριστικά ή δεν εμφανίζομαι, «...με έστησε μισή ώρα πήγα σπίτι του και τον έπιασα με την κολλητή μου» (από εδώ)%
  • Την στήνω σε κάποιον: Τον παγιδεύω τον μπούστη, «Πολύ επιθετικός στην ομιλία του στη Βουλή πριν από λίγο για τις Προγραμματικές δηλώσεις, αλλά του την έστησαν χωρίς να το καταλάβει» (από εδώ)%
  • Στήνω κώλο: Κυριολεκτικά, διευκολύνω κάποιον να με διαρρήξει, τείνοντας τον ποπόν μου. Μεταφορικά, το ίδιο, «Στα Ίμια στήσαμε κώλο και είπαμε και ευχαριστώ» (από εδώ)%
  • Στήνω αυτί: Κάνω ακουστήρι, «Στήνουν αυτί στα τηλεφωνήματα: Η Δ/νση των Φυλακών παρακολουθεί συνδιαλέξεις επικαλούμενη αόριστους λόγους» (απ'ο εδώ)%
  • Είμαι στημένος: Είμαι δήθεν και ουχί αυθόρμητος, ««Παλιά, στα μπαρ πήγαινες, έβλεπες ένα κορίτσι, το κερνούσες ένα ποτό ή σε κερνούσε, μιλούσες, γνώριζες και την παρέα του, χόρευες πάνω στο μπαρ και στο τέλος ξημερωνόσουν τύφλα σε κάποια αγκαλιά. Τώρα, βλέπεις μόνο πλάτες. Στημένες γκόμενες, ωραίες αλλά άκαυλες, νομίζεις ότι έχουν καταπιεί ολόκληρο το μανάβικο, όχι ένα αγγούρι μόνο», παραπονιέται η Μελίνα, 38» (από εδώ)%
  • Στήνω κάποιον στο τοίχο: Εκτελώ κάποιον και όχι μόνον, «πέρα του εκτελώ, βάζω κάποιον σε δύσκολη θέση, βάζω κάποιον μπροστά στις ευθύνες του, περιγραφή κατάστασης κάπως στριμόκωλης, βάζω γάμησετα deadlines σε μιά δουλειά, αλλά και βγάζω κάποιον στην σέντρα» (BuBis)%
  • Στήνω τσαντίρι: Εγκαθίσταμαι κάπου χωρίς άδεια και με τον τσαμπουκά, «Στην μορφή «θα στήσω τσαντήρι» έχει και την έννοια ότι θα διαμαρτυρηθώ έξω από κάποιο χώρο (κατάστημα, υπηρεσία, Βουλή, υπουργείο, κλπ) με σκηνές, ντουντούκες, φασαρία γενικά (κι ας στείλουν τα ΜΑΤ, οι κιερατάδες...)» (BuBis)%
  • κ.α.

Λώλαμα - Και να σ\' έχουν στήσει όλοι, ακόμη κι\' η καταιγίδα... (ε άμα δέ σε θέλει...) (από vikar, 21/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συγκεκριμένο πρόθεμα προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και δηλώνει την έννοια του «μακριά». Χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στην εποχή της βιομηχανικής επανάστασης κυρίως στην Αγγλική και στη Γαλλική γλώσσα στη σύνθεση λέξεων οι οποίες περιέγραφαν εφευρέσεις οι οποίες κυρίως έδιναν τη δυνατότητα στους ανθρώπους να επικοινωνούν από μακρινές αποστάσεις, π.χ. telegraph, telephon, television. Επειδή αυτές οι λέξεις είναι συντεθειμένες από ελληνικές ρίζες, ευκολότατα εισήχθησαν στην ελληνική γλώσσα ως αντιδάνεια. Έτσι έχουμε τους πασίγνωστους όρους «τηλεόραση», «τηλέφωνο», «τηλέγραφος» κλπ.

Η σλανγκική όμως έννοια του προθέματος τηλε-,την οποία πραγματεύεται το παρόν άρθρο, συνίσταται κυρίως στη χρήση του προθέματος στην τηλεόραση και κατ' επέκτασιν με τη μεταφορά του σε άλλες λέξεις οι οποίες χαρακτηρίζουν ανθρώπους με μία ελαφρώς ή και εντόνως μειωτική χροιά.

Μπορεί τα τελευταία χρόνια η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων να είναι εξοικειωμένη με αυτό το επικοινωνιακό μέσο, αλλά η έννοια της τηλεόρασης, ιδίως την τελευταία εικοσαετία με την είσοδο των ιδιωτικών σταθμών, έχει καταστεί συνώνυμη στο υποσυνείδητό μας με έννοιες όπως η παρακμή, η ρηχότητα και η κιβδηλότητα και κατ' αυτόν τον τρόπο οτιδήποτε προβάλλεται (ιδίως όταν αυτό συμβαίνει πολύ συχνά) από το συγκεκριμένο μέσο, φαίνεται να αποκτά αυτές τις ιδιότητες.

Έτσι, το επάγγελμα του βιβλιοπώλη, καθ' όλα σεβαστό κατά τ'άλλα, όταν πάρει το πρόθεμα τηλε- γίνεται μειωτικός όρος και, όπως γνωρίζουμε, χρησιμοποιείται κυρίως από όσους θέλουν να μειώσουν τον Άδωνι Γεωργιάδη ο οποίος μέσω της εκπομπής του έκανε αυτό το επάγγελμα. Αντίστοιχα, ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για διάφορους οι οποίοι κάνουν οικονομολογικές αναλύσεις μέσω τηλεοράσεως ιδίως τα τελευταία χρόνια με το πρόβλημα της κρίσης ή τους μάγειρες οι οποίοι παρουσιάζουν εκπομπές μαγειρικής αλλά και άλλες περιπτώσεις.

Με λίγα λόγια, υπάρχει η συνυποδήλωση ότι στην πραγματικότητα όσοι παίρνουν αυτήν την ιδιότητα αντιμετωπίζουν το θέμα τους ως ένα τηλεοπτικό προϊόν το οποίο θέλουν να προωθήσουν στους καταναλωτές. Αυτό βέβαια συμβαίνει επειδή η ιδιωτική τηλεόραση στηρίζει τη χρηματοδότησή της από τις διαφημίσεις και ως εκ τούτου τίποτα δε γίνεται από αγνό ενδιαφέρον για το κάθε αντικείμενο, αλλά μόνο και μόνο για οικονομικούς σκοπούς.

Όπως είπα και πριν, ο μειωτικός τόνος τον οποίο προδίδει σε κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα αυτό το πρόθεμα, δεν είναι πάντοτε ο ίδιος και αυτό εξαρτάται από τα συμφραζόμενα τα οποία χρησιμοποιεί ο κάθε ομιλητής. Ενδεχομένως, κάποιες φορές να μην υπάρχει καν μειωτικός τόνος, όπως παραδείγματος χάριν στη λέξη «τηλεπαρουσιαστής». Εγώ πάντως στέκομαι περισσότερο στις περιπτώσεις όπου η χρήση είναι τέτοια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς, τον παίρνει. Για ευνόητους λόγους η έκφραση είναι ιδιαιτέρως παραστατική.

Όπως είπε και ο Ισαάκ Νεύτων μεταξύ άλλων, στέκομαι πάνω στους ώμους γιγάντων και δράττομαι της ευκαιρίας να συμπληρώσω την εμβληματική δουλειά του χρήστη tarantula, επεκτείνοντας τη λίστα με τις παρεμφερείς εκφράσεις, μνημείο της ευρηματικότητας και επινοητικότητας του Έλληνος.

Τα παραδείγματα δεν εξαντλούν τη λίστα αλλά αποτελούν μία καλή αρχή προς επίτευξη του αντικειμενικού σκοπού, ο οποίος είναι η χρήση μίας μοναδικής έκφρασης ανά αδελφή εντός του ελλαδικού χώρου.

τα βερνικώνει τα φασόλια
τα κουνάει τα ζάρια
τα λέει τα κάλαντα
τα τραβάει τα βυζιά της πεταλούδας
τη βάζει τη κάλτσα στο συρτάρι
τη γαργαλάει την μπάμια
τη γυαλίζει την κάννη
τη γυρνάει τη μπετονιέρα
τη ζευγαρώνει την κάλτσα
τη μαδάει τη μαργαρίτα
τη μαδάει την παπαρούνα
τη μαρκαλίζει την κατσίκα
τη ματσακονιάζει τη βάρκα
τη ρυθμίζει την ένταση
τη σουρώνει την κουρτίνα
τη σουρώνει την ψαρόσουπα
τη στύβει την αντσούγια
τη φυσάει την σούπα
τη χαλαρώνει τη βαλβίδα
την αδειάζει την μπομπονιέρα
την ανοίγει την πίσω πόρτα
την ζουπάει την κέτσαπ
την καβουρδίζει την καραμέλα
την καθαρίζει την οδοντόβουρτσα
την καίει τη βάτα
την καρφώνει την μπαγλαντόπηχα
την καρφώνει την τσιμούχα
την κομποζάρει την πολυθρόνα
την κουνάει την αχλαδιά
την κουνάει την καμπάνα
την κρατάει την τιάρα
την κυνηγάει την πέρδικα
την ματσακονιάζει τη βάρκα
την ξελεπιάζει την ζαργάνα
την ξεφλουδίζει τη μπανάνα
την ξυρίζει τη μασχάλη
την οπισθογραφεί την επιταγή
την παριστάνει τη μπασκέτα
την παριστάνει τη σκούπα
την πλένει την εξωλέμβιο
την τζαγκουρνάει την πεύκα
την τινάζει την βερικοκιά
την τυπώνει τη σελίδα
τις βλέπει τις ειδήσεις των 8
τις γυρίζει τις μπριζόλες
τις μαζεύει τις ελιές
τις παίζει τις χορδές
το αλατίζει το γιαούρτι
το αρμέγει το φίδι
το βάζει το βέλος στη φαρέτρα
το βάζει το καλαμάκι στο φραπέ
το βάζει το ταψί στο φούρνο
το βγάζει το καπέλο
το βιδώνει το τιρμπουσόν
το γρασάρει το ρουλεμάν
το γυαλίζει το πόμολο
το γυαλίζει το σκαρπίνι
το γυαλίζει το φυνιστρίνι
το δαγκώνει το αντίδωρο
το δαγκώνει το μαξιλάρι
το δένει το μπουρνούζι
το δίνει το μπουρμπουάρ
το διπλώνει το σεντόνι
το εξαερώνει το καλοριφέρ
το ευλογάει το γένι
το ζυμώνει το μπιφτέκι
το καβουρδίζει το φιστίκι
το κανελώνει το ριζόγαλο
το καταπίνει το κουκούτσι
το κουνάει το μίλκο
το κουρδίζει το ρολόι
το κρατάει το δόρυ
το κρεμώνει το γαλακτομπούρεκο
το κρύβει το σαλάμι
το λαδώνει το σασμάν
το λαδώνει το τηγάνι
το λερώνει το πουκάμισο
το μαζεύει το λάστιχο
το μακιγιάρει το μπαρμπουνάκι
το μασουλάει το τουλουμπάκι
το μαστιγώνει το δελφίνι
το ματώνει το γόνατο
το μελώνει το παστέλι
το ξεβγάζει το πινέλο
το ξεπλένει το μαρούλι
το ξύνει το μολύβι
το ξυρίζει το ακτινίδιο
το πάει σούζα το τρίκυκλο
το πάει το γράμμα
το παρκάρει το μηχανάκι
το πατάει το γκαζι
το πεταλώνει το μυρμήγκι
το πιπιλίζει το καλαμάκι
το πλάθει το σουτζουκάκι
το πνίγει το κουνέλι
το ρουφάει το μύδι
το σηκώνει το σακάκι
το σηκώνει το χειρόφρενο
το σκουπίζει το μπαλκόνι
το στρώνει το σεντόνι
το στύβει το λεμόνι
το σφίγγει το καπάκι
το σφίγγει το μπουλόνι
το σφουγγαρίζει το κατάστρωμα
το τεντώνει το σεντόνι
το τινάζει το χαλί
το τραβάει το καζανάκι
το τρίβει το πιπέρι
το τσουλάει το διφραγκάκι
το τυλίγει το καλώδιο
το φοράει το περουκίνι
το φτύνει το κουκούτσι
το φυσάει το αχνιστό
το φυσάει το καλάμι
το χαϊδεύει το τριζόνι
το χαστουκίζει το δελφίνι
το χορεύει το λάτιν
το ψέλνει το ευαγγέλιο
το ψήνει το μπιφτέκι (κι από τις δυο μεριές)
τον αδειάζει το σκουπιδοτενεκέ
τον απλώνει τον τραχανά
τον αχνίζει τον κουραμπιέ
τον βάζει τον φορτιστή στην πρίζα
τον βαφτίζει τον Αλβανό
τον βοσκάει τον κένταυρο
τον βουτάει τον κολιό στο ξύδι
τον γυαλίζει τον αστακό
τον ζωγραφίζει τον πίνακα
τον κάνει τον σημαιοφόρο
τον μπουγελώνει τον παπαγάλο
τον ντραλονάρει τον καναπέ
τον ξεπατώνει τον αργαλειό
τον ξηλώνει τον καβάλο
τον πάει καλά τον σκαραβαίο
τον πάει τον απορροφητήρα
τον παλουκώνει τον δράκουλα
τον πασπαλίζει τον κουραμπιέ
τον πνίγει τον ιππόκαμπο
τον στρίβει τον ντολμά
το τινάζει το μυτζηθροκούλουρο
τον τσουρουφλίζει τον αστακό
τον φεσώνει τον περιπτερά
τον φτύνει τον ταραμά

Αξιοσημείωτο είναι το φαινόμενο ότι η συνδήλωση της ομοφυλοφιλίας οφείλεται αποκλειστικά στα συμφραζόμενα και τα εξωγλωσσικά στοιχεία και την σύνταξη προληπτική αντωνυμία + ρήμα + έναρθρο ουσιαστικό και καθόλου στις λέξεις που αποτελούν τη φράση. Έχουμε, δηλαδή, το φαινόμενο της υπό συνθήκες παραγωγής νοήματος από την σύνταξη της πρότασης και μόνον, εξ ου και η εν τέλει ανεξάντλητη ποικιλία των φράσεων αυτού του τύπου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκνευριστική παπαχελληνικούρα που ελληνοποιεί αμερικλάνικα μορφώματα τ.:

Οι νεολογισμοί αυτού του είδους φοριούνται όλο και περισσότερο, κυρίως από τρέντουλα.

Συχνά αντικατοπτρίζουν τους ευσεβείς πόθους του καραφλοχαίτουλα πουρέιτζερ. Σόρι γιατρέ μου, αλλά όσο και να χτυπιέσαι τα πενήντα δεν είναι τα νέα τριάντα - εκτός κι αν είσαι ο George Clooney.

1.
Το πορτοκαλί είναι το νέο κόκκινο

2.
Ο Προκόπης Δούκας επιβεβαιώνει το ρητό «ο εξηντάρης είναι ο νέος σαραντάρης» με αφορμή το ασφαλιστικό...

3.
Είναι το ευρώ το νέο γεν;

4.
Το Amazon είναι το νέο Netflix που είναι το νέο HBO ...

5.
Η Usie είναι η νέα Selfie!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΜΑΓΚΑ (1932)
Πέτρος Κυριακός

Το 'χα βρει (και γαμώ τα τραγούδια), την είχα καταβρεί (και γαμώτο λεξιλόγιο) και, με τη λεξικομανία που με δέρνει, είχα βαλθεί να το «ερμηνεύσω» για τους γαλλόφωνους ελληνολάτρες που κάνανε κωλοτούμπες για να μάθουν μάγκικα της (τότε) πιάτσας (τρομάρα τους, ούτε κανονικά δικά μας δε σκαμπάζουν). Μου 'χε πάρει αρκετές βδομάδες για να το φτιάξω και να το σουλουπώσω στα μέτρα τους. Όμως όλα τα ελληνικά (και οι ελληνικούρες) που βρήκα ψάχνοντας, δεν πρέπει να μένουν ανεκμετάλλευτα σε χέρια κουτόφραγκων που απέχουν παρασάγγας απ' το βάθος της ελληνικής ψυχής. Έτσι, αποφάσισα να «εξελληνίσω» την έρευνά μου για χάρη του σλανγκρ. Προφάνουσλυ έχω διαπράξει λάθη και αβλεψίες, αλλά γι' αυτό υπάρχουν οι σλανγκόφιλοι με περισσότερες γνώσεις από μένα που θα τείνουν μια χήρα (sic) βοηθείας.

Τα λήμματα που δεν άλλαξαν μετά από 80 συναπτούς ενιαυτούς, τ' αφήνω ως έχουν, ή προσθέτω την ετυμολογία για όσους ενδιαφέρονται.

- Κεσάτια (01) μωρέ βλάμη (02) κι άμα δεν έχει δουλειά, δεν έχει αλισβερίσι (03)
- Τι θα πει αλισβερίσι;
- Καλαμπαλίκι (04) μωρ' αδερφέ!
- Μας φώτισες! (05)
- Ε άμα δεν ανθίζεσαι (06) τα σέα και τα μέα (07), γίνου λαγός (08) και πούλευε (09)!
- Μα τι γλώσσα είναι αυτή;
- Αυτή, αδερφέ μου είναι το ησπεράλντο (10), το λεξικό του μάγκα
Κι από ενθάδε (11) κι εμπρός όλη η Ελλάδα θα ξηγιέται μ’ αυτό το βιολί (12).

Και τώρα δώσε βάση (13) για να φωτιστείς (14), να μη μείνεις στραβός (15):

Τις κυράδες (16) λέω γοργόνες (17), και τους φίλους νταβατζήδες (18)
Τα κορίτσα λέω τρυγόνες (19), τα μαστούρια (20) τσαμπουκαλήδες (21)
Το μηδέν το λέω τρίχες (22) και το δάνειο λέω τράκα (23)
Το εννόησες, λέω, μπήκες και τους τικιτάνγκ (24) Mαρίκες (25)
Ξέρω κι άλλα, αλλά στρι και κόβω ρόδα (26) και σας κάνω τη κορόιδα (27)

Σπλάχνο λέω τη γκόμενά μου και τη μάνα μου γριά μου
Το παρλάν (28) λέω oμιλώντα, το παλτό Επαμεινώντα (29)
Λέω τον πλούτο μπερεκέτι (30) και την πιάτσα (31) λέω κουρμπέτι (32)
Το απών το λέω ερήμη (33), τ’ ακακαΐδι (34) καρντερίμι (35)
Ξέρω κι άλλα αλλά δεν τα σκάω μύτη (36) και πουλεύω σαν σπουργίτι

Τον καπνό τον λέω ντουμάνι (37), τον γιατρό τον λέω αλμπάνη (38)
Την κουβέντα λέω λίμα (39), τη στενή (40) την λέω τμήμα (41)
Το σιλάνς (42) το λέω μόκο (43), τα ψιλά (44) τα λέω μπαγιόκο (45)
Τον καθρέφτη μπανιστήρι (46), το συνωστισμό κολλητήρι (47)
Ξέρω κι άλλα από τέτοια φίνα, μάτσα (48) και σας κάνω την μπεκάτσα (49)

Τα μεράκια (50) λέω νταλκάδες (51), τους κουτούς τους λέω χαλβάδες (52)
Το θυμό τσαμπουκαλίκι (53), την αναποδιά (54) μανίκι (55)
Τη γιορτή καλαμπαλίκι (56), το κουράγιο ζοριλίκι (57)
Το μαχαίρι λέω λάσο (58) και το τρώω μπουζουριάζω (59)
Τώρα πάω μονάχα σκάβω (60) κερκινάδες (61) κι απολάω (62) σαπουνάδες (63)
Τώρα πάω μονάχα σκάβω πατινάδα (64) κι απολάω σαπουνάδα

Το ψωμί το λέω μπανιόκα (65) και τη φτώχια λέω μουρμούρα
Την αλλήθωρη σορόκα (66) και τη μπάζα (67) λωβητούρα (68)
Τους αθλητάς λέω μπεμπέδες, τους προσκόπους πιτσιρίκια
Τους δαντήδες (69) κουραμπιέδες (70) και τα γλέντια μερακλίκια (71)
Τώρα στρίβω (72) και τραβάω (73) στη γειτονιά μου, να μην έβρω (74) τον μπελά μου (75)

(01) Κεσάτια: τουρκ. > kesat
(02) Βλάμης: αλβ. > vlamis = αδελφός, αδελφοποιτός, σύντροφος, μάγκας, κλπ.
(03) Αλισβερίσι: τουρκ. > alisveris = πάρε-δώσε, νταραβέρι, τζερτζελές
(04) Καλαμπαλίκι: τουρκ. > kalabalik = βλ (03) αλλά, σήμερα, είναι και τα ... ούμπαλα.
(05) Εδώ, ειρωνικά: Δεν κατάλαβα τίποτα
(06) Ανθίζομαι=> (αχρ) => [Σακκουλεύομαι], Ψυλλιάζομαι
(07) Σέα και μέα: λατ. > tuus et meus (δικά σου και δικά μας)
(08) Γίνομαι λαγός: > idem
(09) Πουλεύω: > βλ. (08) (10) Ησπεράλντο: αχρ. παραφθ. του «esperanto», τότε κωδική γλώσσα για «μυημένους»
(11) Ενθάδε: > καθαρεύουσα > «εδώ», όπως πχ σε ταφόπλακες: «ενθάδε κείται» (12) Βιολί: > το γνωστό βιολί-βιολάκι (13) Δίνω βάση: > προσέχω, εξετάζω σοβαρά, κλπ. (14) Φωτίζομαι: > μαθαίνω, καταλαβαίνω
(15) Στραβός: > τυφλός, όπως πχ, κουτσοί-στραβοί κλπ. ...
(16) Κυράδες: > πληθ. του κυρά (με όσα συνεπάγεται) (17) Γοργόνες: > σαν τις μυθολογικές μέδουσες (όχι τις τσούχτρες) (18) Νταβατζήδες: τουρκ. > davaci = «προστάτης»
(19) Τρυγόνες: > πάντα ερωτευμένες
(20) Μαστούρια: αραβ. مصتور > πρεζόνια, κλπ., πριν τη χρήση (στερητικό σύνδρομο) ή μετά (φτιαγμένος)
(21) Τσαμπουκαλής: περσ. چابک (čābok), τουρκ. çabuk => καβγατζής / γρήγορος
(22) Τρίχες: idem (παλιά, προς μείζονα έμφαση, προσθέτανε (κατσαρές και μαλλινοβάμβακες)
(23) Τράκα: idem (τρακαδόρος, σελέμης)
(24) Τικιτάνγκα: από ντίνγκι-ντάνγκα (αχρ. αδερφή) κατά μία άποψη, ονοματοποιία, από το πέρα-δώθε κούνημα που κάνει το γλωσσίδι της καμπάνας.
(25) Μαρίκες: πληθ. του ισπανικού «μαρίκα» (υπερθετικό = maricon) (26) Στρι και κόβω ρόδα: > (αχρ.) σύντμηση του «στρίβω» (=> φεύγω) + κόβω ρόδα («μυρωμένα») .
(27) Κάνω την κορόιδα: > idem (28) Παρλάν: (sic) γαλλ. > parlant (ο μετέπειτα «ομιλών» κινηματογράφος)
(29) Επαμεινώντας: > πανωφόρι (cit.: Νίκος Τσιφόρος - Τα Παιδιά της Πιάτσας - 1960): «Κάποτε ένας μάγκας χρειάστηκε ένα παλτό να περάσει το χειμώνα. Βρήκε μια χλαίνη που είχε κλέψει ένας φίλος του φαντάρος, που τον λέγαν Επαμεινώντα. Ο μάγκας έβαψε την χλαίνη μπλε για να μη γνωρίζεται, τηνε κόντηνε, γιατί το κοντό παλτό ήτανε τότε μόδα και, μια και του την είχε δώσει ένας Επαμεινώντας, τη βάφτισε «Παμεινώντα». Η λέξη έμεινε στην argot για παλτό / πανωφόρι.«
(30) Μπερεκέτι: τουρκ. > bereket => αφθονία
(31) Πιάτσα: ιταλ. > piazza => κυριολ. πλατεία, σήμερα, idem. (32) Κουρμπέτι: τουρκ.αραβ. > kurbet, gurbet, (الغريب => al gharib) βλ (33) Ερήμη: (που λεν κι οι Πατρινιές) παραφθ. του καθαρευουσιάνικου »ερήμην« => »εν τη απουσία«, »απόντος τού«
(34) Aκακαϊδι: (αχρ) => άσφαλτος, πίσσα, απομεινάρια (πρβλ. »αποκαϊδια«)
(35) Καλντερίμι: τουρκ. > kalderim = > λιθόστρωτο, πλακόστρωτο, κλπ.
(36) Σκάω μύτη: idem (37) Ντουμάνι: idem, τουρκ.αραβ. => duman دمان (38) Αλμπάνης: (αχρ.) περσ.τουρκ.αραβ. > nalmpant => πεταλωτής, αδέξιος, κομπογιαννίτης (!)
(39) Λίμα: (αχρ.) ιταλ.γαλλ. limα/lime => φλυαρία, μπλα-μπλα
(40) Στενή: idem (41) Τμήμα: idem (42) Σιλάνς: (αχρ) σιωπή (πρβλ. frangrec ]σιλανσιέ]) (43) Μόκο: idem, ιταλ. moco => σιωπή, βλ. (42) (44) Ψιλά: idem
(45) Μπαγιόκο: (αχρ) => ιταλ. baiocco (παλιό νόμισμα του Βατικανού) => κομπόδεμα (46) Μπανιστήρι: idem (47) Κολλητήρι: idem (48) Μάτσα: (πληθ. αχρ.) => πολλά, μπόλικα (49) Μπεκάτσα: (αχρ. κάνω την μπεκάτσα) => κάνω τον ξύπνιο, τον πονηρό, βλ και (27)
(50) Μεράκι: idem, τουρκ.αραβ. => merak مراك
(51) Νταλκάς: idem, τουρκ. => dalga => μεγάλο μεράκι, καψούρα και ... overdose (52) Χαλβάς: idem, τουρκ. αραβ. => helva/halaoua حلوى
(53) Τσαμπουκαλίκι: idem, βλ (21) (54) Αναποδιά: idem (55) Μανίκι: idem (56) Καλαμπαλίκι: idem, βλ (03) και (04)
(57) Ζοριλίκι: τουρκ.αραβ. => zor => ζόρι زور
(58) Λάσο: (σα μαχαίρι, αχρ), ιταλ. lasso, ισπαν. lazo (59) Μπουζουριάζω: τρώω, ταρατσώνω, ντερλικώνω, χλαμπουκιάζω, αλλά και συλλαμβάνω, φυλακίζω (60) Σκάβω: (αχρ) ψάχνω, φτιάχνω, συχνάζω, μαγειρεύω
(61) Κερκινάδες: (αχρ) πληθ του κερκινάς: τουρκ.αραβ. => karahana => μπουρδέλο (62) Απολάω: (αχρ) πιθ. παραφθ. από αμολάω ή απολύω (63) Σαπουνάδα: (αχρ) μπούρδα, παραμύθι
(64) Πατινάδα: (αχρ) πιθ. παραφθ. από μαντινάδα ή από κλοτσοπατινάδα => μπελάς
(65) Μπανιόκα: (αχρ) πιθ. παραφθ. από ιταλικό magnocca => μαντιόκα, ταπιόκα (66) Σορόκα: (αχρ) πιθ. παραφθ. από σιρόκο (;) που φυσάει και δεξιά κι αριστερά => συνεπώς, αλληθωρίζω (;)
(67) Μπάζα: ιταλ. => (θηλ.) μεγάλο κέρδος, βλ. (45) (68) Λοβιτούρα: ρουμ. => lovitura => κόλπο, απάτη, κλπ., σχεδόν συνώνυμο του σημερινού λαμόγιο / λαμόγια) (69) Δαντήδες: (αχρ) αγγλο-γαλλικό dandy (δανδής / δανδήδες) => κομψευόμενοι, κουραδόμαγκες, κλπ.
(70) Κουραμπιές: τουρκ.=> kurabiye / αραβ.=> gurab
(71) Μερακλίκι: idem βλ (50) (72) Στρίβω: idem βλ (26) (73) Τραβάω: idem (μ'όλες τις σημερινές σημασίες)
(74) Να μην έβρω: παλιά γραφή τού να μην εύρω = να μη βρω.
(75) Μπελάς: τουρκ. bela => που δεν αλλάζει όσα χρόνια κι αν περάσουν

Κάθε λήμμα του λεξικού κι ένα παράδειγμα για κουβέντα.

Το Λεξικό του Μάγκα (από HODJAS, 08/09/10)(από GATZMAN, 08/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified