Further tags

Όπως όλοι οι κολλημένοι με κάτι, έτσι και οι φαν των ενυδρείων έχουν τη δική τους ζαργκόν.

Στο παράδειγμα θα δείτε κάποια μπέιζικς, για να μαθαίνετε.

Σ.ς.: το Μπαρμπουνιώτης στο παράδειγμα, όλα τα λεφτά!

Και για να μην δημιουργούμε μεγάλα μυστήρια, ούτε να σας βάζουμε να ψάχνετε σε λεξικά (που δεν θα σας βοηθήσουν άλλωστε) ας δώσουμε λίγες εξηγησεις:

  • δισκοβοσκός = αυτός που έχει στο ενυδρείο του ψάρια που τα λένε δίσκους ( λόγο του σχήματος τους.)
  • μποστανάς = αυτός που έχει ενυδρείο με φυτά (κι εγώ μποστανού είμαι)
  • νταμάρι = ενυδρείο χωρίς φυτά που έχει για διακόσμηση μόνο πέτρες
  • ξερακιανός = αυτός που έχει ενυδρείο ... νταμάρι
  • αφρικάνες = είδος ψαριού από την αφρική (κιχλίδες από την λίμνη Μαλάουι ή την λίμνη Ταγκανίκα)
  • σαμπ = είδος φίλτρου ενυδρείου.

Μ' αυτή τη «γλώσσα» τι να σου κάνει ο Μπαρμπουνιώτης .... έναν ψαροβλαμένο χρειάζεσαι!!!

Από εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθημα της αργκό και καθομιλουμένης, που κοτσάρεται συνήθως σε ουσιαστικά για να προσδώσει ειρωνεία.

Από το αγγλικό παραγωγικό επίθημα -ation.

Στα παραδείγματα, ήδη καταχωρισμένα λήμματα στο σάιτ.

Svalutation από τον μεγάλο Adriano Celentano (από allivegp, 08/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμοσλανγκοεπίθημα που κοτσάρεται ειρωνικά σε κάθε καρυδιάς πατερνάλα που εκμεταλλεύεται τα οφίκια του για ίδιον όφελος, προσποιούμενος τον προστάτη κοινωφελών συμφερόντων ή ιδεωδών.

Το σχετικά δόκιμο εθνοπατέρας έδωσε πάσα σε πλειάδα τοιούτων σλανγκισμών. Πέον να σημειωθεί ότι το αντίστοιχο σλανγκοεπίθημα -μάνα αντιθέτως προσδίδει ένα θετικό ζενεσεκουά στα σλανγκοπαράγωγά του. Ίσως επειδή είμαστε κατά βάθος μια βαθύτατα μητριαρχική κενωνία.

Στα παραδείγματα, καταχωρισμένα και μη λήμματα στο σάη.

Ασίστ: Κος Κάδμος

Σκυλοπατέρας (από Khan, 23/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμοσλανγκοεπίθημα που κοτσάρεται με θαυμασμό, δέος και φετιχιστικές διαθέσεις στις μητέρες όλων των... [συμπλήρωσε το σλανγκοκενό].

Πέον να σημειωθεί ότι το αντίστοιχο σλανγκοεπίθημα -πατέρας αντιθέτως προσδίδει ένα αρνητικό και ειρωνικό ζενεσεκουά στα σλανγκοπαράγωγά του. Ίσως επειδή είμαστε κατά βάθος μια βαθύτατα οιδιπόδεια κενωνία που προκρίνει το τι σου κάνω μάνα μου έναντι του τι σου κάνω πατέρα μου.

Στα παραδείγματα, καταχωρισμένα και μη λήμματα στο σάη.

Ποδοσφαιρομάνα... (από Khan, 07/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συγκεκριμένο πρόθεμα προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και δηλώνει την έννοια του «μακριά». Χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στην εποχή της βιομηχανικής επανάστασης κυρίως στην Αγγλική και στη Γαλλική γλώσσα στη σύνθεση λέξεων οι οποίες περιέγραφαν εφευρέσεις οι οποίες κυρίως έδιναν τη δυνατότητα στους ανθρώπους να επικοινωνούν από μακρινές αποστάσεις, π.χ. telegraph, telephon, television. Επειδή αυτές οι λέξεις είναι συντεθειμένες από ελληνικές ρίζες, ευκολότατα εισήχθησαν στην ελληνική γλώσσα ως αντιδάνεια. Έτσι έχουμε τους πασίγνωστους όρους «τηλεόραση», «τηλέφωνο», «τηλέγραφος» κλπ.

Η σλανγκική όμως έννοια του προθέματος τηλε-,την οποία πραγματεύεται το παρόν άρθρο, συνίσταται κυρίως στη χρήση του προθέματος στην τηλεόραση και κατ' επέκτασιν με τη μεταφορά του σε άλλες λέξεις οι οποίες χαρακτηρίζουν ανθρώπους με μία ελαφρώς ή και εντόνως μειωτική χροιά.

Μπορεί τα τελευταία χρόνια η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων να είναι εξοικειωμένη με αυτό το επικοινωνιακό μέσο, αλλά η έννοια της τηλεόρασης, ιδίως την τελευταία εικοσαετία με την είσοδο των ιδιωτικών σταθμών, έχει καταστεί συνώνυμη στο υποσυνείδητό μας με έννοιες όπως η παρακμή, η ρηχότητα και η κιβδηλότητα και κατ' αυτόν τον τρόπο οτιδήποτε προβάλλεται (ιδίως όταν αυτό συμβαίνει πολύ συχνά) από το συγκεκριμένο μέσο, φαίνεται να αποκτά αυτές τις ιδιότητες.

Έτσι, το επάγγελμα του βιβλιοπώλη, καθ' όλα σεβαστό κατά τ'άλλα, όταν πάρει το πρόθεμα τηλε- γίνεται μειωτικός όρος και, όπως γνωρίζουμε, χρησιμοποιείται κυρίως από όσους θέλουν να μειώσουν τον Άδωνι Γεωργιάδη ο οποίος μέσω της εκπομπής του έκανε αυτό το επάγγελμα. Αντίστοιχα, ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για διάφορους οι οποίοι κάνουν οικονομολογικές αναλύσεις μέσω τηλεοράσεως ιδίως τα τελευταία χρόνια με το πρόβλημα της κρίσης ή τους μάγειρες οι οποίοι παρουσιάζουν εκπομπές μαγειρικής αλλά και άλλες περιπτώσεις.

Με λίγα λόγια, υπάρχει η συνυποδήλωση ότι στην πραγματικότητα όσοι παίρνουν αυτήν την ιδιότητα αντιμετωπίζουν το θέμα τους ως ένα τηλεοπτικό προϊόν το οποίο θέλουν να προωθήσουν στους καταναλωτές. Αυτό βέβαια συμβαίνει επειδή η ιδιωτική τηλεόραση στηρίζει τη χρηματοδότησή της από τις διαφημίσεις και ως εκ τούτου τίποτα δε γίνεται από αγνό ενδιαφέρον για το κάθε αντικείμενο, αλλά μόνο και μόνο για οικονομικούς σκοπούς.

Όπως είπα και πριν, ο μειωτικός τόνος τον οποίο προδίδει σε κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα αυτό το πρόθεμα, δεν είναι πάντοτε ο ίδιος και αυτό εξαρτάται από τα συμφραζόμενα τα οποία χρησιμοποιεί ο κάθε ομιλητής. Ενδεχομένως, κάποιες φορές να μην υπάρχει καν μειωτικός τόνος, όπως παραδείγματος χάριν στη λέξη «τηλεπαρουσιαστής». Εγώ πάντως στέκομαι περισσότερο στις περιπτώσεις όπου η χρήση είναι τέτοια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Το λήμμα είναι για την Σιδηρά Κυρία του σάιτ, η οποία γουστάρει αυτά τα επαγγελματικά και η οποία παραπονιέται ότι έχω αραιώσει. Δεν φταίω εγώ, η πουτάνα η κενωνία φταίει...).

Δεδομένου ότι ο διαφημιστικός χρόνος, τηλεοπτικός τε και ραδιοφωνικός, είναι χρήμα, θα είμαι εξαιρετικά σύντομος. Ο άλλος χρόνος, που καταναλώνεται στην παρακολούθηση των καρπών των κόπων των διαφημιστών είναι κρίμα, but this is another priest's gospel... Για τον άλλο άλλο χρόνο, αυτόν των απλήρωτων υπερωριών των εργαζομένων στον κλάδο, ας μην μιλήσουμε καθόλου. Θα στεναχωρηθούν οι Αγορές....

Πηγή της επαγγελματικιάς αργκούς που ακολουθεί: ο κουμπάρος ο διαφημιστής. Φίλος επί 29 συναπτούς ενιαυτούς και με μακρά θητεία στο επάγγελμα. Ξεκίνησε ως τράφικ νταϊρέκτορ (το παιδί με το παπί ήτανε, μέχρι που του δώσανε καρέκλα μπροστά σε κομπιούτορα). Το πού θα τον φέρουν τα κύματα της κρίσης θα το δούμε. Στον απάνεμο και ασφαλή όρμο μιας αξιοπρεπούς σύνταξης, θέλω να ελπίζω...

Γεια σου φίλε. Να 'σαι πάντα καλά. Για να δούμε τώρα τι καλούδια θα βγάλεις απ' το δισάκι για να φιλέψεις τους σλάνγκουρες. Θα τα σερβίρω όσο πιο λακωνικά, πυκνά και περιεκτικά γίνεται. Λημματογράφος του σλανγκρ είμαι, όχι λογογράφος του Φιντέλ Κάστρο:

  • Τζουρούπι: (από το τζι-αρ-πι, Gross Rating Point) = Βασική μονάδα τηλεθέασης.
  • Σι-πι-αρ (από το Cost Per Rating/sec, δλδ κόστος ανά τζουρούπι ανά δευτερόλεπτο): Μυστήριο κλάσμα με αριθμητή το Κόστος, παρονομαστή τα Τζουρούπια και β' παρονομαστή τη Διάρκεια του διαφημιστικού μηνύματος. Χοντρικά, το αποτέλεσμα είναι η αξιολόγηση μιας διαφημ. επένδυσης σε σχέση με κόστος και απόδοση. Αν το αποτέλεσμα του κλάσματος δεν είναι το επιθυμητό ακολουθούν διαξιφισμοί και αντεγκλήσεις μεταξύ πελάτη και διαφημ. εταιρείας.
  • Tσου-Λου: Δεν πρόκειται για τον χαμένο μπατζανάκη του Φου-μαντσού. Το Champions League είναι. Το οποίο θεωρείται αστάθμητος παράγων και πηγή ανακατωσούρας επειδή δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί κάθε φορά η τηλεθέασή του και άρα να επιλεγεί ο κατάλληλος χειρισμός. Έτσι είναι άλλο να παίζουνε Κάτω Σέκλανα - Fartington κι άλλο Μπάρτσα - Γιούβε...
  • Οφπηκούρες (από το off-peak): Όσοι διαφημιζόμενοι αγοράζουν χρόνο στο διάστημα 06:00 - 19:59 λέμε ότι επένδυσαν σε οφπηκούρες, δλδ σε ώρες εκτός πράιμ τάιμ (αυτό δεν το εξηγώ, το ξέρετε ήδη. Χοντρικά από 20:00 - 24:00). Οι οφπηκούρες προσφέρονται για φτωχομπινέδες πελάτες ή για γυναικεία προϊόντα ευρείας κατανάλωσης εφόσον η γυναικεία τηλεθέαση κατανέμεται ισομερώς στη διάρκεια της ημέρας.
  • Νωρίσμιση / αργάμιση: Τα χρονικά διαστήματα μεταξύ 05:30 - 06:00 και 02:00 - 05:30 αντίστοιχα. Είναι χρονικές ζώνες στις οποίες αποφεύγεται η διαφημιστική επένδυση, με βάση το πανάρχαιο μαθηματικό αξίωμα: Μειωμένο Κοινό = Τηλεθέαση Σκατά.
  • Τυράκι: Φέτα διαφημιστικού χρόνου προσφερόμενη με πολύ ευνοϊκούς όρους και χαμηλή τιμή. Δίνεται από το κανάλι ως αντάλλαγμα για το ρίσκο κάποιου διαφημιζόμενου να προβληθεί σε δυσμενές περιβάλλον, ήτοι με κάποιο δυνατό πρόγραμμα την ίδια ώρα σε ανταγωνιστικό κανάλι. Η φάκα είναι το προαναφερθέν ρίσκο. Το τυράκι μπορεί να είναι και κατόπιν εορτής κέρασμα / αποζημίωση από το κανάλι προς τον διαφημιζόμενο για να τον γλυκάνει σε περίπτωση που δεν του βγει το ρίσκο.
  • Ασσάκι (από τον άσσο): Διαφημιστικός χρόνος αξίας 1 €/sec, δλδ πολύ φτηνός και εγγυημένης απόδοσης, που δίνεται στους μεγάλους διαφημιζόμενους ως έξτρα παροχή.
  • Μισαδάκι: Όπως παραπάνω, αλλά με αξία 0,5 €/sec, παναπεί ακόμα πιο φτηνό. Ρε ασταδγιάλα που μου θέλετε και ετυμολογία...
  • Ρέγγε: Τι λακέρδε και σαρδέλε ρε, από το regular βγαίνει και σημαίνει την ακριβή κατηγορία τιμής. Είναι στην ουσία απειλή του καναλιού προς τον πελάτη να υποχρεωθεί αυτός να παίξει με ακριβή (regular) κατηγορία διαφημιστικού χρόνου επειδή το επενδυόμενο ποσό δεν κρίνεται επαρκές. Αντιθέτως, ο χουβαρντάς πελάτης ανταμείβεται με την πολύ φτηνότερη τιμή χορηγίας (παίζει χορηγία) και τσιμπάει για επιδόρπιο τυράκια.
  • Κορνίζα (πλαίσιο): Διαφήμιση μη καταγραφόμενη από τις αρμόδιες εταιρείες (Media Services μέτρηση δαπάνης / AGB μέτρηση τηλεθέασης). Δεν πιάνει όλη την οθόνη (έχει πλαίσιο ολοτρόϋρα) και προσφέρεται σε μυστική τιμή, μη ανιχνεύσιμη από τον ανταγωνισμό για να θολώσει τα νερά.
  • Μαϊμού (μουσαντό / μουσαντένιο): Εικονική ζήτηση χρόνου που κατατίθεται στα κανάλια από τον διαφημιζόμενο, και η οποία μπορεί να ακυρωθεί ανά πάσα στιγμή, αφήνοντας στα κρύα του λουτρού τους καναλάρχες να ψάχνουν τον χαμένο διαφημιστικό χρόνο που θεωρούσαν ότι είχαν και τον οποίο ενδεχομένως να αναγκαστούν να τον πουλήσουν στην ξεφτίλα. Η μαϊμού αξιοποιείται για λόγους φάκιν ιντέλλιτζενς, για να θολώσει τα νερά και να αποκρύψει τις πραγματικές προθέσεις του πελάτη, αν πχ αυτός θέλει να πέσει ως κεραυνός εν αιθρία η νέα του καμπάνια. Προσοχή όμως, η συχνή απελευθέρωση του χαϊβανιού στα μάτια των καναλιών ισοδυναμεί με απώλεια της αξιοπιστίας τόσο του διαφημιζόμενου, όσο και της διαφημιστικής εταιρείας.
  • Τρασίλα (από το trash): Εκπομπές τ. Πάνια, τις οποίες αποφεύγουν όπως ο Πάγκαλος την δίαιτα οι σοβαροί διαφημιζόμενοι.
  • Ο Τούρκος: Τα τούρκικα σήριαλ της μοδός. Από ορισμένους πελάτες θεωρούνται τρασίλα.
  • Πλανάρω: Καταστρώνω σε μηνιαία βάση το αναλυτικό πρόγραμμα εμφανίσεων για το προβαλλόμενο προϊόν.
  • Βάλε την φωτογραφία μου: Ειρωνική απάντηση διαφημιστή σε υπεύθυνο διαφήμισης κάποιου μέσου, ο οποίος αδημονεί για την άφιξη του διαφημιστικού υλικού επειδή πρέπει να τυπώσει, και ρωτάει πόσο θα τραβήξει η καθυστέρηση και τι να βάλει για να γεμίσει την τρύπα. Στον καθημερινό λόγο αντιστοιχεί σε εκφράσεις τ. «παρ' τ' αρχίδια μου» ή «άντε και γαμήσου».

Με έχει ήδη κάνει ράκος το χρηματιστηριακό κατά τον κουμπάρο, φιδίσιο κατ' εμέ, περιβάλλον (διαλιέχτε) του κόσμου της ρεκλάμας. Σταματώ εδώ, αλλά όχι πριν το...

Υ.Γ. επιστημονικής φαντασίας, άσχετο με το λήμμα αλλά σχετικό με τις Αγορές, τις οποίες μνημόνευσα στην εισαγωγή. Άμα δεν το 'βαζα θα έσκαγα, και μάλλον θα συμφωνήσετε ότι τα σκωτοπλέμονα, νεφραμιές και τσιλίπορδα δεινόσαυρου δεν είναι και το καλύτερο ντεκόρ για το σάη. Οπότε μη μου φορτώνεστε, θα ξηγηθώ λουκάνικο αρκουδοαίματος, χωρίς κομιλφότητες και παπαργιές ετούτη την dies irae:

Εφόσον, όπως όλοι πληροφορούμεθα, οι Αγορές είναι πανίσχυρες, άυλες, αυθύπαρκτες και αυτοπροωθούμενες μεταφυσικές οντότητες, θα ήθελα να μου εξηγήσετε το εξής: Aν υποθέσουμε ότι ξεπαστρεύουμε καμιά χιλιάδα φυσικά πρόσωπα, ας πούμε στην τύχη χρηματιστές, τραπεζίτες, μεγαλομετόχους, μεγαλοβιομήχανους και πολιτικούς, κατά προτίμηση με αργό, αποτρόπαιο και ανατριχιαστικό θάνατο (ρωτήστε με με πιμι, έχω διάφορες ενδιαφέρουσες ιδέες), και με την υπόσχεση την επόμενη μέρα να το επαναλάβουμε με άλλους χίλιους και ούτω καθ' εξής μεροσφάζι-νυχτοθάφτι, ΕΓΩ ΓΙΑΤΙ ΕΧΩ ΤΗΝ ΦΡΙΚΤΗ ΥΠΟΨΙΑ ότι οι Αγορές θα μεταβάλλονταν αυtomatoes σε πειθήνια σκυλάκια του καναπέ;

- Πήδα Αγορά!!!
- Τσουπ!!!
- Στο ένα πόδι Αγορά!!!
- Άϊιιι!!!
- Φέρε μου τις παντόφλες μου Αγορά!!!
- Σβιιιιινννννν!!!
- Κλάσε μου τ' αρχίδια Αγορά!!!
- Πριτς!!!

ΑΣ ΜΟΥ ΕΞΗΓΗΣΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ, ΓΙΑΤΙ ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ ΜΟΥ ΕΧΩ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΦΡΙΚΤΗ ΥΠΟΨΙΑ ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΗ ΕΓΓΟΝΗ ΤΟΥ ΡΟΚΦΕΛΕΡ ΓΑΜΩ;;;

  1. Το Τσου-Λου μεθαύριο δεν πρόκειται να πιάσει ούτε οχτώ τζουρούπια. Χωρίς τυράκι και ασσάκια δεν το παίρνω γιατί θα μου βγάλει ένα σι-πι-αρ στον Θεό.

  2. Σιγά την καμπάνια για το «Ξεσκατέξ» μωρέ...Λίγα τζουρούπια κι όλα οφπηκούρες και αργάμιση. Κι από πράϊμ μόνο τον Τούρκο έχει ψωνίσει...

Αβάντι πίπολο! (από Vrastaman, 11/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκεί που σμίγουν οι γλωσσικοί αέρηδες της λεξιθηρίας, της υπερδιόρθωσης, του λογιωτατισμού και της καθημερινής γλωσσικής εκφραστικότητας που γεμίζει το στόμα, εκεί μπορούμε να βρούμε το φαινόμενο του σλανγιωτατισμού, ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός (ή γιατί όχι της σλανγκοποίησης, κατά το αγιοποίηση, του βίαιου εκσλανγκισμού, του σλανγκικού αντιδανείου, και πάει έρποντας -δε μπορώ ακριβώς να το θέσω).

Εν προκειμένω αναφέρομαι στις περιπτώσεις που μάλλον εξεζητημένες και λόγιες λέξεις χρησιμοποιούνται αντί συνώνυμων πιο σλανγκικών της καθομιλουμένης. Κι αυτό ένεκα της ηχητικής τους μεστότητας, παρηχήσεων και αντηχήσεων, και της αλλότριας κοινωνικογλωσσικής τους προέλευσης, που όλο αυτό τέλος πάντων κάτι μας κάνει.

Δεν εννοώ όταν αυτές οι λέξεις χρησιμοποιούνται σε κάποια πλαίσια επειδή είναι πιο εύσχημες. Εννοώ όταν τις χρησιμοποιούμε ακριβώς για την εκφραστική τους δηκτικότητα, προκειμένου να τονίσουμε αντί να απαλύνουμε το περιεχόμενό τους, έστω κι αν την ίδια στιγμή τις χρησιμοποιούμε λιγάκι και για να μην πούμε κάτι βαρύτερο και να μην έχουμε κυρώσεις.

Μερικές τέτοιες λέξεις είναι το παχύδερμο (αντί π.χ. του παιδοβούβαλος), το ενθυλακώνω *(αντί του τσεπώνω), το *εσχατόγηρως (αντί σκατόγερος), κτηνοβάτης *(αντι κατσικογάμης), ***καλλίπυγος** *(αντί κωλάρα), ***κίναιδος** *(αντί πούστης), *διακορεύω (αντί ξεπαρθενιάζω ή γαμάω), ακόμα ίσως και το *παιδόφιλος *(αντί για κωλομπαράς), νυμφομανής (αντί για κρεβατογεμίστρα).

Και άλλα, ίσως. Πιθανόν φλωράδικης εμπνεύσεως γαμοσλανγκοτέτοιο φαινόμενο.

(Δηλαδή, το συμφραζόμενο έχει σημασία...).

  1. Άντε ψόφα ρε εσχατόγηρε, θες και μανούρες...

  2. Θα 'ρθω εκεί και θα σε διακορεύσω, δε σου κάνω πλάκα, μην κουνηθείς από κει, τη γάμησες!

  3. Αυτή ρε μαλάκα είναι νυμφομανής, όλοι την έχουμε πάρει να 'ούμε', βιασμός με αυτή δεν πιάνεται...

  4. Τον ενθυλάκωσες τον αναπτήρα ρε γύφτο!

  5. Έμπλεξα ρε μαλάκα με τους κτηνοβάτες εκεί στο χωριό, δεν παλεύεται η φάση.

κ.λπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκαταθέτω ότι όσες λέξεις αρχίζουν με γκ αποτελούν ανεξαιρέτως σλανγκιές, ή τουλάστιχον εμπεριέχουν σλανγκοενεργό ζενεσεκουά λόγω βαρβαρικών γκαταβολώνε.

Ωσεκτουτού, η χρήση γκ- αντί για κ- είναι εβληματική μέθοδος εκσλανγκάζ. Συγκρίνετε πιχί την σλανγκοαδρανή καμήλα με την σλανγκοσφυρίζουσα γκαμήλα και βγάλτε συμπέρασμα.

Ας πανηγυρίσουμε λοιπόν ένα από θα εμβληματικότερα γκαμοσλανγκοτέτοια της σλανγκογραμματικής, αντλώντας παραδειγματα του ανά οθόνης σαητόστ:

  1. Πω ρε γκάβλα!

  2. Ωραία μέρα έχει σήμερα ρε παιδιά, μετά τη δουλειά πάμε για κανα γκαϊφέ

  3. Ποιος μου κουλούριασε πάλι το λήμμα, γκαμώτη!

  4. Καλά, πάνω απ' το κρεβάτι σου βρήκες να τον βάλεις αυτόν τον γκαρίτσαφλο; Θα γίνει κάνας σεισμός και θα γίνεις χαλκομανία.

  5. - Άμα θες να ξέρεις είσαι και πολύ μαλάκας φίλε...
    - ...'γκαα-τάλαβα, σε ποιον μιλά' ρε μαλάκα;
    - Σε σένα ρε αρχίδι!
    (και γίνεται της πουτάνας).

  6. - Ρε συ Τάκη... άσε τη μπουγάτσα σε λέω και κοίτα εκεί τη Μαιρούλα με το min-άκι της! Πωωωωώ!
    - Ναι ρε, πολύ γκαυλιάρα η γκόμενα! (Τσομπ-τσομπ...)

  7. Πολύ γκαυλοράπανο η Σούλα!

  8. Πω, ρε μαλάκα, δες γκαυλοτάκουνα!!! Για να στον παίζει με τα τακούνια είναι αυτή!!!

  9. - Την είδες την καινούργια; - Ναι, ρε φίλε, πολυ γκαυλόφατσα.

  10. - Τι του πήρες για δώρο αυτή τη γκουμούτσα ρε παιδί μου;
    - Εμένα μου φάνηκε χαριτωμένο.
    - ...

  11. - Πω πω, το βλέπεις το μωρό απέναντι;
    - Ναι ρε φίλε, και έχει και τέλεια γκωλάθρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνί και η θάλασσα είναι οι μήτρες της ζωής. Ωσεκτουτού, εμείς οι Έλληνες με 14.000 χιλιόμετρα ακτογραμμή και αιώνες ναυτικής παράδοσης είμεθα κατ εξοχήν έθνος θαλασσόκαβλων. Η Ελλάδα μας είναι η γης όπου για πρώτη φορά έβερ μουνί έσυρε καράβι (και συνεχίζει να το πράττει).

Σαν λαός γνωρίζουμε καλά ότι το ψάρι θέλει υπομονή και το μουνί κυνήγι· με φουσκοθαλασσιές στο παντελονόψαρο ψωλαρμενίζουμε την πουτάνα τη θάλασσα και βουτάμε ως αφρο-δύτες στα βαθειά με καμάκι ανά χείρας εις άγραν θαλάσσιας μουνίδας.

Οι πιο τυχεροί θα βγάλουν καμιά χταποδιάρα, οι λιγότερο θα μπλέξουν στα δίχτυα κάποιας φαρμακομούνας μύδουσας. Άλλοι πάλι θα πάρουν τον λούτσο, τρώγοντας μυδοπίλαφο από κάποια λείψυδρη στρειδομούνα και θα μείνουν σαν μια πούτσα στο Αιγαίο. Οι πιο φρόνιμοι θα συνεχίσουν τον αέναο κύκλο: δε γαμείς που δε γαμείς, δεν πας για ψάρεμα;

Ας πανηγυρίσουμε λοιπόν την θαλασσινή μας μουνοπαράδοση με το μικρό αυτό θαλασσομουναπάνθισμα:

♪♫ Το μουνί και το δελφίνι
να ησυχάσω δε μ' αφήνει
πότε τρύπα πότε ψάρι
δε μου κάνουνε τη χάρη ♪♫

(Τζιπάκος)

() *Πηγή: Μαρία Βραχιονίδου, «Οι ονομασίες των γεννητικών οργάνων στα νεοελληνικά ιδιώματα και διαλέκτους», Selected Papers (Democritus University of Thrace, 2012)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και τώρα προσδεθείτε στις θέσεις σας για ένα σεμνό και ταπεινό απάνθισμα ονομασιών του πέοντα και των καλαμπαλικίων στις νεοελληνικές ντοπιολαλιές.

  • βάσανο, λόγω απαγορεύσεων και κακουχιών που επιτρέπουν στον πέοντα να εκτονώνεται σπανίως%
  • βίλλα (Κύπρος). Οι μορφές βιλλίν και βίλλος παίζουν από τον μεσαίωνα.%
  • γκαφλί (Κοζάνη)%
  • δαυλί (Αρκαδία)%
  • κακαλιά, το δέντρο%
  • καραμπίνα. Τα όπλα είχαν την τιμητική τους και στην αρχαιότητα (πιχί σαυνίον, δόρυ)%
  • κολόκα, η κολοκύθα%
  • κομπαρούλα, κόμπος (Θήρα)%
  • κουκούνα (Εύβοια)%
  • κουμπούρα (Σπάρτη)%
  • κρεμαντέλια, ο πέοντας και οι όρχεις μαζί επειδή κρέμονται (Ανατολική Ρούμελη)%
  • λάλα, η κάμπια, το πέος μικρού παιδιού. Βλ. και Λαλιώτης.%
  • ματζαφλάρι, το κρεμαστάρι (Βιθυνία)%
  • μασουράκι, μικρό μασούρι, το πέος μικρού παιδιού (Στερεά Ελλάδα)%
  • μέντζος, σκύλος (Μακεδονία). Η λέξη κύων χρησιμοποιείται από αρχαιοτάτων χρόνων.%
  • μονόματος (Τριχωνία). Αγγλιστί: one-eyed trouser snake.%
  • μπίλι, αιχμηρό κομμάτι ξύλου (Πελοπόννησος). Και στην αρχαιότητα έπαιζαν τα ορθίας (κατάρτι πλοίου), πάτταλος (πάσσαλος).%
  • μπιτχάς (Γιάννενα)%
  • μπουρνιδόρος, μπουρνί, πήλινο δοχείο (Ιθάκη)%
  • μπουτσαρίκα (Μακεδονία). Βλ. και το ηρωικό θα μου κλάσετε τον μπούτσον.%
  • μπράνα, είδος ποταμίσιου ψαριού (Ήπειρος)%
  • παλιατζίκος. Για τους ταλαίπωρους πέοντες%
  • παντέρημος. Βλ. αντίστοιχο«ρημαδιακό» για το αμνί.%
  • παύλος (Σφακιά)%
  • πόντσος (Μάνη)%
  • πουτσάκι (Κέρκυρα), πουτσάκλα (Τριχωνίδα), πουτσάρα, πουτσαράκι (Πελοπόννησος), πουτσαρέλα (Κέρκυρα), πούτσαρος (Πελοπόννησος), πουτσί, πουτσίδι (Θεσσαλονίκη, Στερεά Ελλάδα)%
  • πυρόβολος (Θεσσαλονίκη)%
  • ράι, η ουρά (Ικαρία)%
  • ρόζος (Κρήτ.) Χρησιμοποιείται και για το αιδοίον.%
  • σερμαγιαλής, αρχικά σημαίνει κεφαλαιούχος. Ο πουτσαράς (Ν.Α. Αιγαίο)%
  • σινακλίκια, ζώνη οπλισμού (Κύπρος)%
  • σπαθί, το πέος τράγου (Πελοπόννησος)%
  • συδριβίδι (Δ. Κρήτη)%
  • σύνεργο (Θεσσαλονίκη, Πήλιο) Βλ. δημώδες «Γιατρέ που σ' αρέσουν τα κορίτσια, πιάσε τα σύνεργα τα μούνεργα και πάρε μου την πούτσα και χώσ' τηνα στον κώλο σου να κάνει πλάτσα-πλούτσα».%
  • τζένιο (Κρήτη)%
  • τομπρούκι, μεγάλος κορμός δέντρου (Στερεά Ελλάδα) τουφέκι (Εύβοια)%
  • τριλέτρι (Μεγίστ.) (κυριολεκτικά = τριπλό άροτρο)%
  • τσακμάκι (Θεσσαλονίκη). Otusbir çekmek («τα 31 τσακμακώματα») αποκαλείται η μαλακία στην φίλη γείτονα.%
  • τσουτσούνα (Κύπρος και αλλού)%
  • ύπουργα, αρχίδια και πούτσος μαζί (Λευκάδα)%
  • χαλάτι, το παλαμάρι (Ήπειρος)%
  • χαρχαγκέλια, οι κρεμάμενοι πέων και όρχεις (Σέρρες)%
  • χρειασικό, αγροτικό εργαλείο (Μακεδονία)

Αρχίδια

  • αβγά. Βλ. και την άλλη αυγών%
  • αμάλαγα, αυτά που δεν πρέπει κανείς να αγγίζει%
  • αμαρτωλά. Βλ. άσμα «Σου δίνω πίσω σου δίνω πίσω το μήλο μου δάνεισες δώσε μου πίσω δώσε μου πίσω το πλευρό μου και ξοφλάμε».%
  • αμελέτητα%
  • αμίλητα. Η σιωπή των αχ-αμνών.%
  • αχαμνά%
  • αποκατινά%
  • βαριδάκια, βαρίδια%
  • βόλια (Χίος) Βλ. και καλό βόλι, βωλαράκια (Κρήτη)%
  • γείτονες. Χρησιμοποιείται από αρχαιοτάτων χρόνωνε, όπως και το παραστάται.%
  • δέκαρα%
  • δεκαράκια (Πελοπόννησος)%
  • ζουβάχια (Κρήτη)%
  • καρύδια%
  • κοκόβια (Χίος)%
  • κούρκουτα (Κρήτη)%
  • λυμπά (Κύπρος)%
  • μπάλες%
  • μπομπόλια (Κέρκυρα, Θεσσαλονίκη)%
  • τέτοια (Μάνη, Κρήτη)%
  • τρυφερά, τρυφερούλια%
  • φαμελιά (Κοζάνη)%
  • ψαχνά

Πηγές: Μαρία Βραχιονίδου, «Οι ονομασίες των γεννητικών οργάνων στα νεοελληνικά ιδιώματα και διαλέκτους», Selected Papers (Democritus University of Thrace, 2012), το σλανγκρρρ και το νέτι.

So preach us of your willy or John Thomas (από σφυρίζων, 10/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified