Further tags

Μεγεθυντικό καταληκτικό επίθημα ονομάτων, επιθέτων κ.ά. της Νεοελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη.

Είναι αβέβαιης ετυμολογικής προέλευσης. Πιθανώς προήλθε από ονόματα σε -άρι (πρβλ. παλληκάρι - παλληκαράς, καλαμάρι - καλαμαράς, ποδάρι - ποδαράς > βρωμοποδαράς) ή από συμφυρμό των καταλ. -άρος και -άς ή -άρα και -άς (πρβλ. παπάρα - παπάρας). Κατ' άλλη άποψη, δυνατόν να προέκυψε απευθείας από μεγεθυντικά σε -άρα (πρβλ. κοιλάρα - κοιλαράς, κωλάρα - κωλαράς), πράγμα που δικαιολογείται για ονόματα όπως μυταράς, χειλαράς κ.ά. (π.χ. μυταράς «αυτός που έχει μυτάρα, μεγάλη μύτη» κ.ο.κ.).

Από (αφηρημένα) ουσιαστικά ή επίθετα προήλθαν ονόματα σε -αράς ή -άρας, που δηλώνουν πλησμονή του πρωτοτύπου, επίταση, μεγέθυνση, χλευασμό / εμπαιγμό, ειρωνεία ή ύβρη, (πρβλ. κλέφτης - κλεφταράς, ψεύτης - ψευταράς, πουτσαράς, καυλάρας, Ελληνάρας, ανθελληνάρας κ.λπ.).

Συχνά η κατάλ. -αράς χρησιμοποιείται για να δηλώσει αυτόν που ασχολείται με κάτι (πρβλ. άλογο - αλογαράς, μηλαράς).

Παραδείγματα από λέξεις του slang που έχουν το -άρας / -αράς ως καταληκτικό επίθημα:

e-λληνάρας / e-λληναράς, ΑΕΚάρας, ανθελληνάρας, βρωμοποδαράς, Ελληνάρας, καλαμαράς, καυλάρας, κωλαράς, κωλομπαράς (θεωρώντας ότι προέρχεται από τη λέξη κωλόμπαρο), μηλαράς, κλαπανάρας, βροντάρας, κακσάκαρας, ματζαφλάρας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι στερεότυπες, δογματικές, κενές περιεχομένου πλην πάντα καμαρωτές κασέτες πολιτικών, δημοσιοκάφρων, συνδικαλιστών και πάσης φύσεως -πατέρων και λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων.

Η παραδοσιακή αριστερά έχει συνεισφέρει τα μάλα στον πλούτο της ξύλινης γλώσσας, χωρίς όμως να κατέχει οποιαδήποτε αποκλειστικότητα.

Αντιδάνειο εκ των γαλλικών xyloglossie και xylolalie.

- Εξαιρετικός οδηγός ξύλινης γλώσσας άνευ διδασκάλου, εδώ.

Τυχαία δειγματοληψία ξύλινων εκφράσεων που φορέθηκαν τα τελευταία χρόνια:

Κομματική ξύλινη γλώσσα

  • Αγαπητέ σύντροφε, εάν διαβάζεις κάθε μέρα τον Ριζοσπάστη, θα ξεπηδούν από μόνα τους τα αναγκαία επιχειρήματα, χωρίς να χρειάζεται να σκέφτεσαι (Οδηγητής)
  • Αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη
  • Αντιλαϊκή συναίνεση
  • Αντιμνημονιακός
  • Απόψε νίκησε η δημοκρατία
  • Αστικορεβιζιονιστές
  • Αυγό του φιδιού
  • Αυτοδιοικητικοί
  • Βαθύ ΠΑΣΟΚ
  • Βάναυση αντιλαϊκή πολιτική
  • Για ένα καλύτερο αύριο
  • Δάνειες συνάμεις
  • Δεν θα διστάσουμε να θίξουμε κεκτημένα συμφέροντα
  • Διαλεκτικό προτσές
  • Διαρθρωτικές αλλαγές
  • Δημοκρατικές χώρες (κυρίες με αναφορά σε χώρες τ. Β. Κορέα)
  • Δούναβης της σκέψης (ο Νικολάε Τσαουσέσκου)
  • Εθνικά περήφανο και κοινωνικά δίκαιο
  • Εθνοσωτήριος επανάστασις
  • Το Κόμμα μας υποβάλλει σε θυσίες για να γινόμαστε καλύτεροι κομμουνιστές. Είμαστε το Κόμμα των Θυσιών!
  • Είναι «ξύλινη γλώσσα» το ότι υπάρχει ταξική εκμετάλλευση;
  • Εκσυγχρονισμός
  • Επαγρύπνηση
  • Επάρατος επταετία
  • Έχοντες και κατέχοντες
  • Ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε
  • Ή μαζί μας ή εναντίον μας
  • Η μεγάλη δημοκρατική παράταξη
  • Η παράταξη που ανέδειξε έναν Ελευθέριο Βενιζέλο
  • Η μεγάλη φιλελεύθερη παράταξη της Ν.Δ.
  • Θα διαφυλάξουμε με κάθε τρόπο το εισόδημα του ελληνικού λαού
  • Θα λάβουμε πρόσθετα μέτρα αν χρειαστεί
  • Θα χυθεί άπλετο φως
  • Ιδεολογική επιτροπή
  • Ιμπεριαλισμός
  • Κάνουμε πράξη το όραμα
  • Καταδικασμένος στην συνείδηση του λαού
  • Κλιμάκωση του αγώνα
  • Κρέας για κανόνια
  • Λακέδες των ντόπιων και ξένων μονοπωλίων
  • Λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις
  • Μεγάλος Τιμονιέρης (Μάο Τσε Τούνγκ)
  • Με ενότητα κι αγώνα!
  • Μηδενική ανοχή στη διαφθορά
  • Νεροκουβαλητής στον μύλο της αντίδρασης
  • Ο τάδε είναι ένα καταξιωμένο στέλεχος του κινήματος
  • Παραμένω απλός στρατιώτης της παράταξης
  • Περήφανα νιάτα, τιμημένα γηρατειά
  • Πιστός σύντροφος
  • Πλατιές λαϊκές μάζες
  • Πολιτική (αλλά όχι κομματική) αποκατάσταση
  • Πολυκατοικία
  • Πράσινη ανάπτυξη
  • Πρώτοι στα μαθήματα και πρώτοι στον αγώνα
  • Ρήξεις με το κατεστημένο
  • Σκληρό ροκ
  • Στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα
  • Στηρίζω Κουλούρη, να πέσει το αγγούρι
  • Συμμετοχή του κυρίαρχου λαού
  • Το Κόμμα δεν κάνει λάθη
  • Τον πολέμησαν τα γνωστά κέντρα
  • Τον πολέμησαν τα γνωστά συμφέροντα
  • Τροϊκανοί
  • Φόλα στο σκύλο...
  • Χάρτινη τίγρη
  • Χρονοντούλαπο της ιστορίας

Δημοσιοκαφρική ξύλινη γλώσσα

  • Aυξήσεις- φωτιά
  • Βάλτε μια άνω τελεία
  • Βιβλική καταστροφή
  • Εξοστρακίστηκε
  • Επτασφράγιστο μυστικό
  • Εφιαλτικό σενάριο
  • Η αδρεναλίνη είναι στα ύψη
  • Η αστυνομία εξαπέλυσε ανθρωποκυνηγητό
  • Η συνέχεια επί της οθόνης
  • Κατάθεση ψυχής
  • Πύρινη λαίλαπα
  • Τελευταίο αντίο στον τάδε που μετέβη στην «γειτονιά των αγγέλων»
  • Το θερμόμετρο χτυπά κόκκινο
  • Το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκαλο
  • Τσουνάμι αντιδράσεων
  • Ύστατο χαίρε στον στοχαστή, στον πολιτικό, στον άνθρωπο

Διανοουμενέ ξύλινη γλώσσα

  • Αμφιμονοσήμαντη σχέση
  • Aντιήρωας
  • Αποδόμηση
  • Αποξένωση
  • Μετα-

Γιάπικη ξύλινη γλώσσα

  • Λίστα του ντου
  • Σκεφτείτε έξω από το κουτί
  • Στο πίσω μέρος του μυαλού μας
  • Στο τέλος της ημέρας
  • Υπάρχει (δεν υπάρχει) πλαν μπι

Σύγκρινε: ακυρολεξίες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σειρά κανόνων οι οποίοι αναφέρονται στην «καλή τύχη» (ο Θεός να την κάνει τύχη) και έχει πρώτο κανόνα την φράση:

'Αν κάτι μπορεί να πάει στραβά, θα πάει.

Ο Μέρφι γεννήθηκε το έλα ντε μ.Χ και από μικρός ήταν γκαντέμης. Δεν πρόκειται για τον Μητροτάκη αλλά ούτε και για τον Έντι Μέρφι.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

  • Αν κάτι μπορεί να πάει στραβά, θα πάει.
  • Όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, όλοι τα παρατάνε.
  • Η φύση είναι πάντα με το μέρος του καλύτερου ελαττώματος.
  • Το κρυμμένο ελάττωμα δεν παραμένει ποτέ κρυμμένο.
  • Τα περίπλοκα προβλήματα έχουν απλές, και αυτονόητα λανθασμένες, απαντήσεις.
  • Οι ευκαιρίες παρουσιάζονται πάντα στην πιο ακατάλληλη στιγμή.
  • Κάθε φορά που θέλεις να «χτυπήσεις ξύλο», διαπιστώνεις ότι ο κόσμος είναι φτιαγμένος από αλουμίνιο και πλαστικό.
  • Για να καθαριστεί κάτι, πρέπει να βρομίσει κάτι άλλο.
  • Μπορείς όμως να βρομίσεις τα πάντα χωρίς να καθαρίσεις τίποτα.
  • Τα πράγματα που δεν μοιάζουν με τίποτα άλλο, είναι όμοια μεταξύ τους.
  • Πάντα βρίσκεις αυτό που ζητάς στο τελευταίο μέρος που το ψάχνεις.
  • Βρίσκεις πάντα αυτό για το οποίο δεν ψάχνεις.
  • Αν δεν σε νοιάζει που βρίσκεσαι, τότε δεν έχεις χαθεί.
  • Αν πλύνεις το αυτοκίνητό σου, μετά από λίγο θα βρέξει
  • Είναι αδύνατον για έναν αισιόδοξο να γνωρίσει μια ευχάριστη έκπληξη.
  • Το χειρότερο είναι ο εχθρός του κακού.
  • Μπορείς να προφυλαχτείς από τους ηλίθιους, όχι όμως και από τους πανηλίθιους.
  • Αυτό που είχες βάλει στο μάτι, θα στο πάρει ο μπροστινός στην ουρά.
  • Η διπλανές ουρές κινούνται πιο γρήγορα.
  • Η πιο αργή ταμίας είναι πάντα στην express γραμμή.
  • Ανακαλύπτεις ότι χρειάζεσαι τα μακριά νύχια, μόνο αφού τα έχεις κόψει.
  • Ο καλύτερος τρόπος για να θυμηθείς τι ήθελες να γράψεις, είναι να κλείσεις το γράμμα (Νόμος των Επιστολών).
  • Το καλύτερο θέμα εμφανίζεται τη στιγμή που σου έχει τελειώσει το φιλμ. Όλα τα υπόλοιπα ενδιαφέροντα θέματα έχουν φωτογραφηθεί με κλειστό το καπάκι του φακού (Νόμος του Φωτογράφου).
  • Η τάση του καπνού ενός τσιγάρου να κατευθύνεται στο πρόσωπο ενός ατόμου είναι αντιθέτως ανάλογη με την ευαισθησία του συγκεκριμένου ατόμου στον καπνό.
  • Τα κενά αέρος εμφανίζονται πάντα όταν η αεροσυνοδός αρχίζει να σερβίρει τον καφέ.
  • Σε κάθε εταιρεία υπάρχει πάντα κάποιος που αντιλαμβάνεται τι ακριβώς συμβαίνει. Αυτός ο άνθρωπος πρέπει να απολυθεί.
  • Είναι πιο εύκολο να σε συγχωρήσουν για κάτι που έχεις κάνει, παρά να σου δώσουν την άδεια για κάτι που Θέλεις να κάνεις.
  • Μην αφήσεις τους ανωτέρους σου να καταλάβουν ότι είσαι καλύτερος από αυτούς (Νόμος της Ανώτερης Κατωτερότητας).
  • Ο πελάτης που πληρώνει τα λιγότερο, είναι αυτός που κάνει τα περισσότερα παράπονα.
  • Ποτέ μην παίρνεις μιαν απόφαση, όταν μπορεί να την πάρει κάποιος άλλος για σένα.
  • Όλοι κρατάνε αρχείο με τις λανθασμένες αποφάσεις που έχεις πάρει.
  • Αν πας νωρίτερα, θα ματαιωθεί.
  • Αν κάνεις τα αδύνατα δυνατά να είσαι στην ώρα σου, θα αναγκαστείς να περιμένεις.
  • Αν αργήσεις λίγο, θα είναι πια πολύ αργά.
  • Από τη θήκη των εργαλείων λείπει πάντα το εργαλείο που χρειάζεται περισσότερο.
  • Οι περισσότερες δουλειές χρειάζονται τρία χέρια.
  • Οι βίδες που έχουν περισσέψει, δεν ταιριάζουν ποτέ με τα παξιμάδια που έχουν περισσέψει.
  • Όταν δεν ξέρεις τι ακριβώς κάνεις, καν' το με ωραίο τρόπο.
  • Η ομαδική εργασία είναι απαραίτητη, γιατί σου δίνει τη δυνατότητα να ρίξεις την ευθύνη σε κάποιον άλλον.
  • Το λανθάνειν ανθρώπινο, αλλά για να τα κάνεις τελείως θάλασσα, χρειάζεσαι υπολογιστή.
  • Αν μπορείς να κρατήσεις την ψυχραιμία σου ενώ την έχουν χάσει όλοι οι άλλοι, απλώς δεν έχεις καταλάβει το πρόβλημα.
  • Η αναποφασιστικότητα είναι η βάση της ευελιξίας.
  • Σε συμπέρασμα φτάνει κανείς πάντα όταν έχει κουραστεί να σκέφτεται.
  • Όταν αντιμετωπίζεις πρόβλημα, μπέρδεψέ τα.
  • Αν επιτρέπονται τα βιβλία ανοικτά κατά τη διάρκεια της εξέτασης, εσύ θα έχεις ξεχάσει το βιβλίο.
  • Η μονάδα των επειγόντων περιστατικών βρίσκεται πάντα στην άλλη άκρη του κτιρίου.
  • Οι πιο ενδιαφέρουσες φάσεις συμβαίνουν τη στιγμή που κοιτάς τον πίνακα των σκορ
  • Ο ψαράς με τη μικρότερη πείρα πιάνει πάντα το μεγαλύτερο ψάρι.
  • Παίρνει πάντα περισσότερο χρόνο να φτάσεις κάπου, απ' το να γυρίσεις πίσω.
  • Αν όλα τα οχήματα έρχονται καταπάνω σου, είσαι σε λάθος λωρίδα.
  • Όταν δεν βιάζεσαι, βρίσκεις πάντα το φανάρι πράσινο.
  • Αν τα παπούτσια σου έρχονται καλά, είναι άσχημα.
  • Αν κάτι σου αρέσει, δεν θα το έχουν στο νούμερο σου.
  • Αν κάτι σου αρέσει και υπάρχει στο νούμερο σου, δεν θα σου πηγαίνει.
  • Αν κάτι σου αρέσει και σου πηγαίνει, θα είναι πολύ ακριβό.
  • Αν κάτι σου αρέσει, σου πηγαίνει και είναι και φτηνό, θα διαλυθεί μόλις το φορέσεις.
  • Η εγγύηση των 60 ημερών εγγυάται ότι το προϊόν θα χαλάσει την 61η ημέρα.
  • Τα βρώμικα ρούχα πάντα είναι περισσότερα από τα καθαρά.
  • Τα παιδιά δεν ρίχνουν ποτέ το γάλα τους σε λερωμένο πάτωμα.
  • Το στομάχι διαστέλλεται τόσο, ώστε να χωρέσει όσο το δυνατόν περισσότερες από τις σκουπιδοτροφές των φαστφουντάδικων.
  • Όταν παίρνεις λάθος νούμερο, δεν είναι ποτέ κατειλημμένη η γραμμή.
  • Κοιμάται πρώτος αυτός που ροχαλίζει.
  • Η ενάρετη ζωή είναι η τιμωρία των ενάρετων.
  • Αν κάνεις μια καλή πράξη, θα σου ζητήσουν να την ξανακάνεις.
  • Τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή είναι ή ανήθικα ή παράνομα ή παχαίνουν.
  • Αυτός που γελάει τελευταίος μάλλον δεν κατάλαβε το αστείο.
  • Αν αξίζει να το κάνεις, αξίζει και να το παρακάνεις.
  • Αν κάποια πράγματα μπορούσαν να πάνε στραβά και δεν πήγανε, θα αποδειχτεί ότι θα ήταν καλύτερα να είχαν πάει.
  • Σε μια γραφειοκρατική ιεραρχία, όσο πιο ψηλά βρίσκεται κανείς, τόσο λιγότερο εκτιμά το Νόμο του Μέρφυ.

- Ήμασταν όλοι έτοιμοι για το live. Τα πάντα οργανωμένα στην εντέλεια και φυσικά ΤΟΤΕ κόβεται το ρεύμα.

- O Νόμος του Μέρφι ξαναχτυπά!

Αγγλιστί: Murphy's Law.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρακάτω κείμενο έφτασε σε μένα μέσω μέιλ (προώθηση από φίλο, προφ κυκλοφορεί τον τελευταίο καιρό αδέσποτο). Είδα ότι ένα μεγάλο μέρος είναι από δικούς μας ορισμούς ή από τμήματά τους, χωρίς όμως να γίνεται αναφορά στο σλανγκρ ή σε χρήστες. Εν πάση περιπτώσει όμως, έχει και άλλα πράγματα και είναι ένας συγκεντρωτικός κατάλογος για εκφράσεις με τη λέξη «αρχίδι», νά 'ναι καλά ο συντάκτης του που μπήκε σε τέτοιον κόπο. Το αναρτώ λοιπόν εδώ, γιατί από κάθε άποψη ανήκει σε περιβάλλον σλανγκ. Δεν έχω αλλάξει ούτε ένα «και».

================

Ο όρος «αρχίδι» προέρχεται από την λέξη «όρχις». Μέσω παραφθοράς του υποκοριστικού τού όρχι, που είναι «ορχίδιον», προέκυψε το «αρχίδιον» για να καταλήξει εκλαϊκευμένα στο κοινό μας «αρχίδι», το οποίο θεωρείται λέξη της ελληνικής αργκό γλώσσας.

Άλλες λέξεις για τους όρχεις, εκτός από τα αρχίδια, είναι οι «δίδυμοι» (αρχ.), οι «παραστάται» (βυζ.), τα «αμελέτητα», τα «μπαλάκια», τα «καρύδια», τα «ούμπαλα», η «οικογένεια», το «μαλακό υπογάστριο», τα «κάκαλα», τα «παπάρια».

Ακολουθεί η χρήση της λέξης αρχίδι και τα παράγωγά της, από την πλούσια ελληνική γλώσσα :

Αυτός είναι αρχίδι: Χαρακτηρισμός για άνθρωπο ύπουλο και κακό.

Στ' αρχίδια μου: Η κλασικότερη έκφραση αδιαφορίας.

Σταρχιδισμός: Εκφράζει την γενικότερη νοοτροπία και συνήθεια, όλα να «τα γράφουμε στ’ αρχίδια μας». Δηλαδή να αδιαφορούμε.

Γραψαρχίδης: Ο οπαδός του «σταρχιδισμού» (βλέπε από πάνω).

Σταρχιδιστάν: Η φανταστική χώρα που κατοικείται από τους σταρχιδιστές και όπου ο σταρχιδισμός είναι τρόπος ζωής. Πολύ την ταυτίζουν με το Ελλαδιστάν.

Σταρχιδιαμόλ: Το υποτιθέμενο φάρμακο που παίρνεις για να «τα γράφεις όλα στ’ αρχίδια σου». Στην αγορά κυκλοφορεί παρόμοιο σκευάσμα με το «Σταρχιδιαμόλ» (και εγκεκριμένο από τον Ε.Ο.Φ.), που φέρει το όνομα «Γραψαρχιδίνη».

Μου έπρηξες τα αρχίδια: Με ζάλισες, με κούρασες, με έφτασες στο αμήν. Όσοι το έχουν νιώσει γνωρίζουν καλά το επώδυνο της κατάστασης.

Μου ζάλισες τ' αρχίδια: Εναλλακτικά, «μου ζάλισες τον έρωτα». Παρόμοια σημασία με το παραπάνω. Δηλώνει ενόχληση και φορτικότητα.

Σπασαρχίδας: Ο φορτικός, ο ενοχλητικός, ο καταπιεστικός, ενίοτε ο καλλιμογιάννης. Αυτός που «σπάει τ’ αρχίδια» κάποιου. Αυτός, που πιθανόν, σε ειδικές περιπτώσεις, κάνει χρήση του σκευάσματος «Πρηξαρχιδίνη».

Στ' αρχίδια μας κι εμάς, Κωστής Παλαμάς: Έκφραση που δηλώνει απόλυτη αδιαφορία, με «βαριά» όμως υπογραφή. Ήταν πολύ της μόδας κατά την δεκαετία του ’80.

Αρχιδάτος: Ο πολύ άντρας, ο γενναίος, ο έχων τόλμη και γοητεία και άλλες σαπουνόπερες, ο «VIP».

Αρχιδέμπορας: Ο αεριτζής, ο κομπιναδόρος, ο προς βιοπορισμό εμπορευόμενος, αναξιόπιστα και ευτελή είδη.

Άντε ρε αρχίδι: Φράση που απευθύνεται σε τιποτένιο άνθρωπο, άτολμο, ραδιούργο, μοχθηρό, ψεύτη και ό,τι άλλο υποτιμήσεως σημαντικό. Πολύ συνήθης φράση ψιθυρίσματος στην εργοσε.

Είσαι ένα αρχίδι και μισό: Παρ’ όλο που προστίθεται μόλις μισό, η έννοια της υποτιμήσεως μεγαλώνει τουλάχιστο στο διπλό.

Αρχίδια με τη ρίγανη: Μεταφορικά, άλλα αντ’ άλλων, κυριολεκτικά, νοστιμότατο ορεκτικό («αμελέτητα»).

Αρχίδια καπαμά: Μεταφορικά βλέπε το παραπάνω λήμμα. Κυριολεκτικά, νοστιμότατο κυρίως πιάτο.

Αρχίδια μάντολες: Μεταφορικά, έκφραση που υποδηλώνει χάιδεμα, κολακεία, γλύκα. Κυριολεκτικά, νοστιμότατο επιδόρπιο.

Δεν έχει αρχίδια: Βαριά κουβέντα αμφισβήτησης ανδρισμού, θάρρους, γενναιότητας, κουράγιου κ.ο.κ.

Δεν έχει τα αρχίδια: Ηπιότερη μορφή αμφισβήτησης, που υπονοεί ότι έχει μεν αρχίδια, αλλά όχι τόσο μεγάλα όσο απαιτούνται στην συγκεκριμένη περίπτωση.

Θα μου κλάσεις τ' αρχίδια: Ελαφρώς περίεργη έως και αηδής στάση ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς την εκτέλεση της πράξης. εννοεί πως δεν θα μου κάνεις τίποτα.

Θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια: Παραλλαγή του ανωτέρω με περισσότερη όμως έμφαση και λίγο ροκοκό σκηνικό, αν φανταστεί κανείς το θέαμα μιας μάντρας γεμάτης αρχίδια… Πιο παιχνιδιάρικο…

Θα μου ξυρίσεις τα αρχίδια: Αν δεν απευθύνεστε στον αισθητικό σας, σημαίνει δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα αν και υποτιμάται εμφανώς το τι μπορεί να κάνει ο συνομιλητής κρατώντας ένα ξυράφι…

Κρέμεται απ' τα αρχίδια μου: Όταν κάποιος εξαρτάται από εμάς. Η έκφραση είναι σαφής, περιγραφική και αρκούντως αβάσταχτη…

Τ' αρχίδια μου έχουν γίνει φακές: Από το πολύ κρύο που αισθάνομαι, έχουν συσταλεί τα αρχίδια μου και έτσι το μέγεθος τους θυμίζει, καθ’ υπερβολήν, φακές.

Τα αρχίδια μου κουνιούνται: Εάν δεν υποδηλώνει γυμνό άντρα που τρέχει γυμνός, σημαίνει αδιάφορη κατάσταση.

Τα αρχίδια μου κουνιούνται ρυθμικά στον αέρα: Το ίδιο με το ανωτέρω με περισσότερη όμως έμφαση στην αδιαφορία. Πιθανή χρήση του, δηλώνει αρχίδια εκκρεμές…

Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο: Αν το φιλοσοφήσει κανείς, δεν είναι και τόσο υποτιμητικό να σου έρχονται δυο αρχίδια επιπλέον. Ίσα ίσα…

Αρχίδια καλαβρέζικα: Έκφραση που είναι αδύνατον να ερευνηθεί. Ιδιαζόντως προσβλητική για τους άρρενες κατοίκους της Καλαβρίας…

Τ' αρχίδια του Καράμπελα: Τα πλέον επώνυμα και αναγνωρίσιμα αρχίδια που συντάσσονται κυρίως μαζί με το «μουνί της Χάιδως». Αν και η έκφραση αφορά πολύ συγκεκριμένα αρχίδια, εν τούτοις σημαίνει άλλα αντ’ άλλων. Το ιστορικά εξακριβωμένο μέγεθός τους πάντως, τα έχει καταξιώσει και ως έκφραση πληθωρικότητας και βαρβατίλας.

Τσίμπα ένα αρχίδι: Σε κατατρόπωσα, σε έβαλα στην θέση σου, αλλά εν μέρει, καθώς η ολική κυριαρχία υποδηλώνεται από το «παρ’ τα αρχίδια μου τα δυο».

Πήρα τ' αρχίδια μου: Δεν πήρα τίποτα (αφού έχω ήδη ή αν δεν έχω είχα άλλες προσδοκίες), ή έφυγα άπρακτος.

Ήσουν στα αρχίδια του πατέρα σου: Ήσουν αγέννητος.

Γκόμενα με αρχίδια: Ενώ οι αναφορές στους συγκεκριμένους αδένες αποσκοπούν στην υποτίμηση, σε αυτή την περίπτωση εννοούν δυναμισμό.

Θα μου κάνεις τα τρία δύο: Ίσως η μόνη έκφραση που είναι τιμητική για τους συγκεκριμένους αδένες, υπονοώντας ότι δεν είναι και τόσο σημαντικό το τρίτο…το μακρύτερο…

Αρχίδια πατέρα: Δηλώνει ότι κάτι δεν πήγε όπως το περιμέναμε. (πχ μετατάξεις)

Περπατάει και ανοίγει αυλάκια με τα αρχίδια του: Τεχνικά υποδηλώνει μέγεθος, βαρύτητα και αρδευτική ικανότητα… Πρακτικά ανέφικτο εκτός κι αν τα πόδια είναι πολύ κοντά και το χώμα πολύ μαλακό.

Έπιασε τον παπά από τα αρχίδια: Έκφραση που υποτιμά την πράξη του υποκειμένου…

Μας έκανες τα αρχίδια τσουρέκια - μπαλόνια: Βλέπε «Μας έπρηξες τα αρχίδια». Η σημειολογική συγγένεια είναι προφανής (φούσκωσαν σαν τσουρέκια-μπαλόνια).

Αρχιδομούρης: Πάρα πολύ άσχημος.

Αρχιδόκαμπος: Πιθανή προέλευσή του από το «Αχλαδόκαμπος». Μπορεί να συνοδεύται κι απ’ τον επιθετικό προσδιορισμό «Ανθισμένος» («Ανθισμένος αρχιδόκαμπος»). Σημαίνει ότι η εν λόγω περιοχή (καφέ, μπαρ, κλπ) είναι γεμάτη άντρες (αντίθετο: μουνοθύελλα).

Αρχίδια…: Γενικώς, ότι ακολουθεί λαμβάνει υποτιμητική διάσταση (εξαίρεση: Αρχιδια-κονος)…

Με τρώνε τ’ αρχίδια μου: Δηλώνει περιφρόνηση για κάτι ή για κάποιον (π.χ. Είδα τον Γιάννη σήμερα. Γι’ αυτό με τρώγανε τ’ αρχίδια μου απ’ το πρωί).

Έχει μια οκά αρχίδια: Δηλωτικό θάρρους και ανδρισμού.

Ξύνω τα αρχίδια μου: Τεμπελιάζω.

τ' αρχίδια μου κουνιούνται: Το ίδιο με το παραπάνω, αλλά δηλώνει πιο…σοβαρή περίπτωση.

Τσολιάς στ' αρχίδια μου: Ο φορτικός, αυτός που προσπαθεί (και ενίοτε τα καταφέρνει) να κάνει κουμάντο στην ζωή μας ενώ δεν της ανήκει ούτε κατά διάνοια. Αντί του τσολιά, χρησιμοποιείται και η λέξη «κεχαγιάς».

Φτύσε τ' αρχίδια σου: Σημαίνει «δεν μας παρατάς;», «βρε δεν πας στον Διάολο;».

Κλαπαρχίδας: Αυτός, που τ’ αρχίδια του έχουν «κρεμάσει» (συνήθως λόγω ηλικίας) και χτυπάνε, δηλαδή αυτός που «του μαράθηκαν τ’ αρχίδια». Μεταφορικά: Ο οκνός, ο άχρηστος, ο ανίκανος.

Αν η γιαγιά μου είχε αρχίδια…: Δηλώνει το ουτοπικό, το ανέφικτο. Αν και σήμερα, το να έχει (υποθετικά) μια γιαγιά αρχίδια, δεν φαντάζει και τόσο ανέφικτο πλέον…

Εντός ορισμού.

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Μπάμπης μας πληροφορεί ότι η πουτάνα ετυμολογείται εκ του λατινικού putidus, τουτέστιν: σάπιος, ρυπαρός και δύσοσμος.

Πριν όμως οι Λατίνοι ανακαλύψουν τις μαράκες, στα μέρη μας η εταίρα Φρύνη προσέφερε δωρεάν φραπέ στο Διογένη επειδή θαύμαζε το μυαλό του, η δε ιερόδουλη Διοτίμα έδινε τον απόλυτο ορισμό του έρωτα στο κάθε άλλο παρά πλατωνικό Συμπόσιο.

Βρωμιάρες λοιπόν ή καθαρές, αγαπάμε πουτανίτσες και ξέρουμε και να τις στολίζουμε:

  1. αδερφή του ελέους
  2. αδήλωτη
  3. ακουσμένη
  4. ακριβοπουτάνα
  5. αλανιάρα
  6. αλητόμουνο
  7. αμαρτωλή
  8. αμαρτωλό
  9. ἀνασεισίφαλλος
  10. απ’ αυτές
  11. αρτίστα
  12. αρχιπουτάνα
  13. αρχιπουτανάρα
  14. αρχιπούτανος
  15. ατιμασμένη
  16. αὐλητρὶς
  17. αχλαδομουνοπατσαβούρα
  18. βακέττα
  19. βιζιτού
  20. γεβεντισμένη
  21. γελασμένη
  22. γιαουρτομούνα
  23. γκαζοχωρίτισσα
  24. γκομενοφάση
  25. γκουφουέ
  26. γκοντώστρα
  27. γυναίκα της περιπατητικής σχολής
  28. γυναίκα του δρόμου
  29. γυναίκα του ημίκοσμου
  30. δηλωμένη
  31. δημόσια
  32. δημόσιο
  33. διαβολογητεύτρα
  34. δρομάς
  35. εκδιδόμενη
  36. ελευθεριάζουσα
  37. ελευθέρων ηθών
  38. επαγγελματίας
  39. επιλήψιμου διαγωγής
  40. έπιπλο
  41. e-πούτανος
  42. εργαζόμουνα
  43. έσκορτ
  44. εσκορτίδιο
  45. εταίρα
  46. ζιγκολέτ
  47. η Άντα που κάνει τα πάντα
  48. η Λόλα που τα κάνει όλα
  49. ημιπαρθένος
  50. Θαΐς
  51. ιερόδουλος
  52. ἱπποπόρνος
  53. καθαρή
  54. καλοπλυμένη
  55. καλντεριμιτζού
  56. καλντερίμω
  57. καλτάκα
  58. καμπαρετζού
  59. καρακαλτάκα
  60. καρακαχπές
  61. καραμουτζού
  62. καραμπιτσαριώ
  63. καραπουτάνα
  64. καραπουτανάρα
  65. καραπουταναριό
  66. καραπούτανος
  67. καραρουσπού
  68. καριόλα
  69. καριολάϊν
  70. καριολίνα
  71. καριολοτσιμπουκογλείφτρα
  72. κασαλβάς
  73. κασσωρίς
  74. καταπιοσπερμιόλα
  75. καχπές
  76. κικαρού
  77. κοινή
  78. κοκότα
  79. κομμώτρια
  80. κοντοπούτανος
  81. κορίτσι
  82. κορίτσι της χαράς
  83. κορίτσι για σπίτι
  84. κότα
  85. κουβεντιασμένη
  86. κουνίστρα
  87. κουρκουλετζού
  88. κουρτεζάνα
  89. κόφα
  90. κούρβα
  91. κουφάλα
  92. κρυφή
  93. κρυφοπουτάνα
  94. κρυφοπούτανος
  95. κυρία Καριολίδου
  96. κωλοκουνίστρα
  97. κωλοπετσωμένη
  98. Λαΐς
  99. Λάουρα
  100. λεγάμενη
  101. λεγόμενη
  102. λεωφόρος
  103. λικνιτζού
  104. λινάτσα
  105. λουλούδα
  106. Λυδία
  107. Μαγδαληνή
  108. μαντενούδα
  109. μαντετούτα
  110. μαντινούδα
  111. μαντιτούτα
  112. μαντονέτα
  113. μεγαλοκυρά
  114. μεσσαλίνα
  115. μετρέσα
  116. μιαμόρ
  117. μιξοπαρθένα
  118. μισοπαρθένα
  119. μισότριβη
  120. μοντέλο
  121. μορόζα
  122. μουνόσκυλο
  123. νανά
  124. νίτσα
  125. ντάνα
  126. ντροπιασμένη
  127. νυχτολουλούδα
  128. νυχτοπόρτισα
  129. ξεβγαλμένη
  130. ξεκωλιάρα
  131. ξέκωλο
  132. ξεκωλοπουτανόμουνο
  133. ξελόντζα
  134. ξεμπούρδελο
  135. ξεπατωμένη
  136. ξεσκισμένη
  137. ξετσίπωτη
  138. ξεψώλι
  139. όργανο ηδονής
  140. παλιογύναικο
  141. παλιοθήλυκο
  142. παλιοκόριτσο
  143. παλιοσκρόφα
  144. παλλακίδα
  145. παλλακίς
  146. πάνδημος
  147. παξιμάδα
  148. παξιμαδοκλέφτρα
  149. παπαδοξηλώτρα
  150. παξιμάδω
  151. παραστρατημένη
  152. παρδαλή
  153. πασιπόρνη
  154. παστρικιά
  155. πατσαβούρα
  156. πεταλούδα
  157. πεταλούδα της νύχτας
  158. πηδιόλα
  159. πινεζοπούτανο
  160. πλανεμένη
  161. πλύμα
  162. πολιτική
  163. πολιτικιά
  164. πομπεμένη
  165. πόπη
  166. πόρνη
  167. πόρνη πολυτελείας
  168. πορνίδιο
  169. ποττάνα
  170. πουλημένη
  171. πουσουέ
  172. πουτανάκι
  173. πουταναριό
  174. πουτανέλι
  175. πουτανίδιον
  176. πουτανικός
  177. πουτανίτσα
  178. πουτάννα
  179. πουτανοθήλυκο
  180. πουτανοθήλυκο του ανέμου
  181. πούτανος
  182. πουτανογκαβλιάρα
  183. πουτανόθρεμμα
  184. πουτολένη
  185. πουτσαρπάχτρα
  186. πουτσοπόρνη
  187. πουττάνα
  188. putz Frau
  189. πτωχελένη
  190. πωροπούτανο
  191. ρουσπού
  192. ρουφιάνα
  193. σιφιλιάρα
  194. σκεύος ηδονής
  195. σκρόφα
  196. σκύλα
  197. σκύλλη
  198. σοκακού
  199. σουρλουλού
  200. σουρτούκω
  201. σπιτικιά
  202. σπιτωμένη
  203. συνοδός
  204. τάνα
  205. την έχει καπατμά
  206. της αρέσουν τα ξινά
  207. του γλυκού νερού
  208. του δρόμου
  209. τουρίστρια
  210. τραμπαλέτα
  211. τροτέζα
  212. τρύπερ
  213. τσαπερδόνα
  214. τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα
  215. τσούλα
  216. τσουλάκι
  217. τσουλί
  218. φακλάνα
  219. φθηνή γυναίκα
  220. φραπεδιάρα
  221. Φρύνη
  222. φτηνή πουτάνα
  223. φτηνοπουτάνα
  224. χαζοπουτάνα
  225. χαμαιτύπη
  226. χαμούρα
  227. χανιώλα
  228. χαλκιδῖτις
  229. χαρχάλα
  230. χορεύτρια
  231. χορηγούμενη
  232. χωνί
  233. ψυχικάρα
  234. ψυχοπουτάνα
  235. ψωλαρπάχτρα
  236. ψωλομαζεύτρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν πολλά είδη φιλιών:

Υπάρχει όμως και μια παραλλαγή πασπαρτού που συνδυάζει όλα τα ανωτέρω: οι φιλούρες!

Ασίστ: Khan.

- Είναι γνωστό αφενός ότι οι μογγόλοι ιππείς είναι κοντοί βάσει δαρβινείωνε νόμωνε, (=επέζησαν οι ιππείς με το πιο αεροδυναμικό σχήμα), και αφεδύο είναι γνωστοί για τις σεξουαλικές τους επιδόσεις, «για την αγάπη πάντα τραβούσες σπαθί, το πιο όμορφο κορίτσι το είχες εσύ», που λέει και το άσμα του Έλεκτρον για τον Τζένγκις Χαν. Φιλούρες.
(παραβιάζοντας το απόρρητο τση αλληλογραφίας του Χάνκου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακολουθεί μια «κολεκτίβα» από διάφορες ατάκες που έχουν ακουστεί σε ιατρεία:

  • Παίρνω χάπια γαστροανθεκτικά (“δηλαδή χάπια που παίρνω για να αντέχω τα άλλα φάρμακα”)
  • Ο γαστρεντερολόγος μου βρήκε ελικόπτερο (ελικοβακτηρίδιο)
  • Ακούω αχούς στο αυτί και καμπάνες στο κεφάλι
  • Γιατρός: Κυρία μου, έχετε σακχαρώδη διαβήτη Ασθενής (γυναίκα): Πωπώ! Τόσο καιρό είχα ζάχαρο – τώρα έχω και διαβήτη;
  • Λιποθύμησα γιατί ήταν το καλοριφέρ στο διαπασόν
  • Έχω εκρηκτική ωτίτιδα (εκκριτική ωτίτιδα)
  • Γιατρέ, έχω ακούσει πολλά καλά λόγια για σας – είσαστε πολύ απαράδεκτος…
  • Επέρασα από το βαρέλι (έκανα αξονική)
  • Μου βρήκαν τις αρτηρίες λερωμένες (με στενώσεις)
  • Μου βρήκαν πνευμονική εισβολή (εμβολή)
  • Έχω αυξημένα γλυκερίδια (τριγλυκερίδια)
  • Έπαθα σπονδυλογλίστρημα (σπονδυλολίσθηση)
  • Έχω περάσει πτερύγια (πρόκειται για πτερύγιο οφθαλμού και όχι ότι φτέρωσε…)
  • Έχω γαστρική ταχυδρόμηση (γαστροισοφαγική παλινδρόμηση)
  • Γιατρέ, το αγχολυτικό δε μου έκανε τίποτα, οπότε πήρα ένα ηρεμιστικό και μ’ έπιασε
  • Πήγα τη γυναίκα μου στο «Υγεία» (Κέντρο Υγείας της περιοχής και όχι φυσικά το θεραπευτήριο «Υγεία»)
  • Ασθενής: γιατρέ έπεσα – μήπως έσπασα κάνα κόκκαλο; Γιατρός: όχι – μόνο εβροντήθηκες…
  • Έκαμε χειρουργείο στο μάτι γιατί ήταν τρύπιος ο μπόμπολας (βολβός)
  • Γιατρέ, έχω αναστολές… (Έκτακτες συστολές)
  • Πίνω χάπι Lacoste (Losec)
  • Η καρδιά μου χτυπά παρά φύσιν
  • Έχω όζοντες στο θυρεοειδή (όζους)
  • Μου ζήτησαν βιομηχανική εξέταση (βιοχημική)
  • Αγόρασα ηλεκτρικό πιεστικό (πιεσόμετρο)
  • Έχω σπονδυλοαθλίτιδα (σπονδυλαρθρίτιδα)
  • Πήγα στον αδενολόγο (ενδοκρινολόγο)
  • Με εξέτασαν στο γυάλινο τοίχο (διαφανοσκόπιο)
  • Βγάζω φλέμα με μπουρμπούλους (φυσαλλίδες)
  • Ήρθα να μου βάλεις το φλόμπερ (Holter)
  • Γιατρέ μου, θέλω να τα πούμε στοματικώς...
  • Δεν είμαι πιεσικιά (υπερτασική)
  • Έπαθε πνευματικό εμφύσημα (πνευμονικό)
  • Έχω ισχιαλγία στους ώμους (και όχι στο ισχιακό νεύρο του ποδιού;)
  • Πήγε στον νευρολόγο και του έκανε ένα εγκεφαλικό. (εγκεφαλογράφημα)
  • Έχει συνοριακές τιμές τρανσαμινασών (οριακές)
  • Ο ασθενής ήταν ανέκδοτος για να μπεί στο νοσοκομείο
  • Παίρνει αγγουρόν (Angoron) και μ**νοσορντίλ (Monosordil) για την καρδιά
  • Παίρνει Ζαντάμ για το στομάχι (Zantac)
  • Έχει αυξημένη πίσσα στο προστάτη (PSΑ - Πι Ες Έι - ειδικό προστατικό αντιγόνο)
  • Υπόθετα Πουστοπάν (Buscopan)
  • Πίνει Vascation (το αντιυπερτασικό Vascase και φυσικά όχι Carnation)
  • Οι γιατροί έπεσαν πάνω του και του κάνανε μ***κίες (μαλάξεις) και στο τέλος τον ανατινάξανε κιόλας (ανατάξανε)
  • Είχα εξώπλασμα στο αίμα (τοξόπλασμα)
  • Του είχαν κάνει πολλά καρδιογραφήματα αλλά ηλεκτροκαρδιογράφημα ποτέ (πρόκειται για το ίδιο πράγμα)
  • Γιατρέ μου τα αντισυλληπτικά που παίρνει η γυναίκα μου κάνουν και για τη σκύλα μου; Γιατρός: Δεν ξέρω... καλού κακού βάλε και ένα προφυλακτικό!
  • Έπεσα και χτύπησα το λεκανοπέδιό μου. (λεκάνη)
  • Έχω έλκος στον εξαδάκτυλο (12δάκτυλο)
  • Πήγα στα υπεραστικά του Νοσοκομείου (επείγοντα )
  • Παίρνει κοκορέλαιο (καστορέλαιο) για την δυσκοιλιότητα
  • Σπουδαίος ιατρός σου λέω, Αλέκτωρ Πανεπιστημίου (λέκτωρ).
  • Ελληνοαμερικάνος: «πάσχω από σούπερ – θυροειδισμό» (υπερ-θυρεοειδισμό)
  • Έχω αχιβάδες (αιμορροΐδες)
  • Είμαι αναλγητικός τύπος (εξηγεί ότι δεν πονάει εύκολα)
  • Moυ πείραξε την χλωροφύλλη του εντέρου (χλωρίδα)
  • Πρέπει να κάνουμε το περίγραμμα (σχήμα)
  • Γιατρέ, μήπως έχω φυσίγγιο; (συρίγγιο)
  • Ο πατέρας μου είχε κολόν- μπαρέ (Guillain – Barre)
  • Μήπως απελευθερώθηκε ο γιατρός;
  • Μού είπαν να βάλω μετασχηματιστή (απινιδωτή...)
  • Θέλω καρδιογράφημα γιατί θέλω να κάνω λαμπαδοσκόπηση (λαπαροσκόπηση)
  • Θα πάω στην αγρότισσα (αγροτική ιατρό)
  • Έχει ένα ομοίωμα (ινομύωμα)
  • Ωραία τα ραντεβού του ΙΚΑ, πριν γινόταν πολύ συνασπισμός. (συνωστισμός)..
  • Έκανε λαμπαδοσκόπηση στη χολή (λαπαραοσκόπηση)
  • Eχει όζον στο θυρεοειδή (όζο)
  • Πήρε υπόθετο Τουρκολαξ για τη δυσκοιλιότητα (Dulcolax)
  • To προϊστορικό του ασθενούς . . . (ιστορικό)
  • Έκανε ασθενογραφία (ακτινογραφία)
  • Γιατρέ, ο γιος μου είναι τύπος τρεχούμενος (αθλείται...)
  • Έπαθε λιποθυμία, κάτι σα νέκρωση - της είπε ο γιατρός να πάει στα Γιάννενα για μαγνητοσκόπηση
  • Παίρνω ένα χάπι που μολέρνει το αίμα (αραιώνει)
  • Η γυναίκα μου έχει ασθενοφόρωση...(οστεοπόρωση)
  • Αρρώστησα με ζάχαρη…(σάκχαρο)
  • Έχει πεσμένο ρευματοκρίτη [γιατί έχει ρευματισμούς] (αιματοκρίτη)
  • Με πήραν στο πρώτο παραμονεύον νοσοκομείο…(εφημερεύον)
  • Μου κάμανε ένεση μουσολίνι (Muscoril)…
  • Έχει μεγαθλαστική αναιμία ( μεγαλοβλαστική )
  • Σηματοδότης καρδιάς ( βηματοδότης )
  • Γιατρέ έχω μουρούτιτα... (ιγμορίτιδα)
  • Μου βάλαν καφετήρα στην ουρήθρα…(καθετήρα)
  • Είμαι τύπος αγχολυτικός…
  • Η γυναίκα μου έχει πέτρα στη χολή και θα την χειρουργήσουνε με ραβδοσκόπηση…
  • Έχω ιστιοπόρωση…(οστεοπώρωση)
  • Θέλω να μου γράψεις γλουτοφάγους (Glucophage)
  • Μου βάλανε σωλήνα Levi’s... (Levine)
  • Mου βρήκανε κισσούς μελισσοφάγου (κιρσούς οισοφάγου)
  • Έχω θετικό Αυστριακό Αντιγόνο (Αυστραλιανό)
  • Δεν τρώει καθόλου φοιτητικές ίνες ( = φυτικές ίνες )
  • Γάλα αμνησίας, Γάλα Κορινθίας ( = Γάλα Μαγνησίας )
  • Έκανα μία αιμοκάθαρση ( = αιμορραγική κένωση )
  • Παίρνω συνεχώς το φυτοφάρμακο ( = All-Bran)
  • Πήρα φουσκοπάν (Buscopan, για το φούσκωμα)
  • Ξέχασα να φέρω το συνταγματολόγιο του ΟΓΑ (συνταγολόγιο)
  • Σύζυγος προς γυναικολόγο: «Κατά την ερωτική επίπληξη …»
  • Μου σύστησαν να κάνω μία κατασκόπηση στομάχου. (ενδοσκόπηση)
  • Παρακαλώ ένα ραντεβού για γαστρορραγία (γαστρογραφία)
  • Γιατρέ, είστε εφημέριος σήμερα; (εφημερεύων)
  • Ο πόνος με χτυπάει πίσω στις πινακίδες μου (ωμποπλάτες)
  • Έχω στένωση στο σαρκοφάγο μου (οισοφάγο)
  • Σαρωτική τομογραφία (αξονική)
  • Ο Δημοκρίτης (αιματοκρίτης) έπεσε.
  • Έχω ισχιαλγία στο πρόσθιο τοίχωμα της καρδιάς (και όχι στο πόδι;)
  • Μου κάνανε 4 γεωτρήσεις στα πνευμόνια μου (διατρήσεις)
  • Ο άρρωστος έχει συκώτι στο πάγκρεας
  • « Προσήλθε νεκρός » - Γράφτηκε κατ' επανάληψη στο βιβλίο εξωτερικών ιατρείων.
  • Είμαι επί 5 μέρες άνεργη (δεν έχει ενεργηθεί)
  • Με στείλαν στον γκανγκστερολόγο για να κάνω γκαγκστροσκόπηση (γαστρεντερολόγο - γαστροσκόπηση) .
  • Ιατρέ μου τώρα δε πονάω πολύ, πονάω έτσι, ανεπαίσχυντα (ανεπαίσθητα) !
  • Άνδρας ασθενής: « Ιατρέ , έσπασα την αριστερή κλειτορίδα μου», δείχνοντας την αριστερή κλείδα του.
  • Μήπως είναι διάρροια από ζαμπονέλα; (σαλμονέλα)
  • Η σύζυγος διαβητικού βοηθάει κατά τη λήψη του ιστορικού: «Πες στο γιατρό ότι κάνεις σωλήνες». (ινσουλίνες)
  • Πάσχει από βαριά ασθενοπόρωση (οστεοπώρωση)
  • Ήρθε το σφαξ από την Αθήνα; (φαξ)
  • Ιατρέ, ο άντρας μου δε βάζει προφυλακτήρες και είμαι έγκυος ξανά.
  • Θέλω να κάνω ένα πλήρες τσεκ-ιν (τσεκ απ)
  • Ατομικό Αναμνηστικό: Πολιτισμικές ωοθήκες (πολυκυστικές)
  • Ντρίπλες αγγείων (Triplex)
  • Σαξωνική Φωτογραφία (αξονική τομογραφία)
  • Η χλωρίδα και η πανίδα (=οξύουροι) του εντέρου
  • Χθες έκανε κατακλυσμό ( και υποκλυσμό)
  • Εισερχόμενο μήνυμα στον αυτόματο τηλεφωνητή αγροτικού ιατρείου: μπιπ.... Πού είναι ο γιατρός;.......Ορέ σου μιλάω! Πού έιναι ο γιατρός;...........Ορέ του μιλάω και δεν μ' ακούει!..........Ποιος είσαι ορέ παιδί;.........Μπάααααα.........Με κογιονάρει ετούτος εδώ.........Μου λέει κάτι νούμερα αλλά δεν προκάνω να τα γράψω!!!!!
  • Γιατρέ μου, γράψε μου σε παρακαλώ δύο Λαστίξ (Lasix) και δύο Καροτέν (Capoten)!
  • Γιατρέ μου γράψε μου σιρόπι Μοσκοβολάν (Mucosolvan) για το βηχιό!!
  • Γιατρέ μου θα μου γράψεις δύο Λοναρί (Lonarid) και ένα Μποστάν (Ponstan);
  • Υπεραστική κρίση (υπερτασική)

Όλα τα παραπάνω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος ένας κατάλογος, ανοιχτός προς δημόσια συμπλήρωση. Πρόκειται για παραποιημένα ονόματα κλασικών έργων, ταινιών κλπ, τα οποία είτε στέκουν ως απλά λογοπαίγνια, ή έχουν επισήμως αποτελέσει τίτλο τσόντας.

Ταινίες – μυθιστορήματα:

  1. Αγάπη μου μεγέθυνα το πουλί μου (Αγάπη μου, συρρίκνωσα τα παιδιά, ταινία)
  2. Άγρια Αρχιδέα (Άγρια Ορχιδέα, ταινία)
  3. Γαμάτε Κιντ (Καράτε Κιντ, ταινία)
  4. Γαμημένος την 4η Ιουλίου (Γεννημένος την 4η Ιουλίου, ταινία)
  5. Η Ντ' Αρπαχτάν και οι 3 σωματοπήδακες (Ο Ντ’ Αρτανιάν και οι τρεις Σωματοφύλακες, κλασικό μυθιστόρημα και ταινία)
  6. Η σιωπή των αχαμνών (Η σιωπή των αμνών, ταινία)
  7. Η ψωλομαζώχτρα (Η Σταχομαζώχτρα, Αλ. Παπαδιαμάντης)
  8. Θωρηκτό Πρωκτέμκιν (Θωρηκτό Ποτέμκιν, ταινία)
  9. Ιφιγένεια εν Καυλίδι (Ιφιγένεια εν Αυλίδι, Ευριπίδης)
  10. Κόμης Μοντεχύστο (Ο Κόμης Μοντεκρίστο, κλασικό μυθιστόρημα και ταινία)
  11. Κωλική επαναφορά (Ολική επαναφορά, ταινία)
  12. Μη μου τους κώλους τάραττε (Μη μου τους κύκλους τάραττε)
  13. Μια φορά κι έναν καιρό στην άγρια στύση (Μια φορά κι έναν καιρό στην Άγρια Δύση, κλασικά Ντίσνεϋ)
  14. Μπούτια ερμητικά κλειστά (Μάτια ερμητικά κλειστά, ταινία)
  15. Ο έμπειρος της Βενετίας (Ο Έμπορος της Βενετίας, Σαίξπηρ)
  16. Ο μύθος του ακέφαλου καβλιάρη (Ο μύθος του ακέφαλου καβαλάρη, ταινία)
  17. Ο Παλούκι Λουκ και η αδερφή Βάλτον (Ο Λούκυ Λουκ και οι αδελφοί Ντάλτον, κόμικ)
  18. Ο Παλούκι Λουκ στην Άγρια Στύση (Ο Λούκυ Λουκ στην Άγρια Δύση, κόμικ)
  19. Ο Ρομπέν των πρωκτών (Ο Ρομπέν των Δασών, μυθιστόρημα)
  20. Ο Χάρι Σπρώχτερ και η κάμαρα με τους δονητές (Ο Χάρυ Πόττερ και η κάμαρα με τα μυστικά, ταινία)
  21. Πολύ σκληρός για να χωρέσει (Πολύ σκληρός για να πεθάνει, ταινία)
  22. Πουτανικός (Τιτανικός, ταινία)
  23. Στο τρένο θα στον σφυρίξω τρεις φορές (Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές, ταινία)
  24. Τα κανόνια του βυζαρόνε (Τα κανόνια του Ναβαρόνε, ταινία)
  25. Το κλαρίνο του λοχαγού Κωλέρι (Το κλαρίνο του λοχαγού Κορέλι, μυθιστόρημα και ταινία)
  26. Το πυρωμένο καβλί (Το πουλί της φωτιάς, Στραβίνσκι)

ΠΗΓΗ ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ: GATZMAN

Φάρμακα:

Μουνοσορντίλ (Monosordil)
Αγγουρόν (Angoron)
Γκαβλόν (Daflon)
Γκάβλους (Galvus)
Πουστοπάν (Buscopan)
Τουρκολάξ (Dulcolax)
Γλουτοφάι (Glucophage)
Καπότες (Capoten)

ΠΗΓΗ: allivegp

«Αθώα»:

  1. «Τομ Σόγια», του Μάρκ Ταϊβάν
  2. «Κλέφτης Ελεφάντων», του Βιτόριο Ντε Σίκχ
  3. «Γαλατικοί Χοροί», του Φρεντ Αστερίξ
  4. «12 μικροί απόστολοι» της Αγκάθα Χρίστο
  5. «Μόμπυ Ντακ», του Ουώλτ Μέλβιλ
  6. «Δημοπρασία στο Όριεντ Εξπρές» της Σόδεμπυ Κρίστι
  7. «Η Αλίκη στη Χώρα των Βλαμμένων» του Τζέρι Λούις Κάρολ
  8. «Το Κωφάλαλο» του Χάρπο Μαρξ
  9. «Ο Προνοητικός Εραστής» της Μαργερίτ Durex
  10. «Το Πρόβλημα του Κώλου» της Ιλόνα Στάλιν
  11. «Τι να κάνουμε με την Λολίτα» του Βλάντιμιρ Ίλιτς Ναμπόκοφ
  12. «Δεν πιστεύω τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, δεν θέλω την συμπόνια κανενός» του Στέλιου Καζαντζάκη
  13. «Επανάσταση των Άστρων» του Γκιόργκι Λούκας
  14. «Περί Θειούχων αναθυμιάσεων» του Διονυσίου Αεροφαγίτη

Πηγή: Βράσταμαν

(από Vrastaman, 17/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπουτ σημαίνει πολύ στα καλιαρντά.

Αλλά, μπουτ σημαίνει πολύ και στα ρομανί - πιο γνωστά ως τσιγγάνικα και γύφτικα. Είναι μια από τις πολλές λέξεις που μοιράζονται οι δυο γλώσσες.

Τα καλιαρντά είναι ένα πολυσυλλεκτικό ιδίωμα. Έχουν πάρει λέξεις από τα ελληνικά, τα ιταλικά, τα γαλλικά, τα αγγλικά και τα τούρκικα, τις έχουν μεταμορφώσει και έχουν παράγει μια εκφραστικότατη σύνθεση. Τολμώ, ωστόσο να πω, ότι οι λέξεις που πήραν από τα ρομανί είναι οι πιο καίριες, αυτές που δίνουν στα καλιαρντά μέγα μέρος της ιδιαιτερότητάς τους. Το λέω αυτό για δυο κυρίως λόγους:

  1. Γιατί από τα ρομανί πήραν τα καλιαρντά λέξεις-κλειδιά - κλειδιά και για τη σύνταξη της γλώσσας, με προφανέστερο παράδειγμα το ρήμα-πασπαρτού αβέλω, και για την σύνθεση νέων λέξεων, π.χ. το λατσός, λατσό που είναι το πρώτο συνθετικό σε πάνω από 30 λέξεις της καλιαρντής που κατέγραψε ο Ηλίας Πετρόπουλος στο γνωστό λεξικό του.

  2. Και, γιατί από τα ρομανί πήραν τα καλιαρντά πολλές από τις μικρές, απλές λέξεις που είναι ο συνεκτικός ιστός κάθε γλώσσας π.χ. μολ (=νερό), μαντό (=ψωμί) αλλά και πολλές λέξεις ιδιαίτερα χρηστικές για το περιβάλλον τους, π.χ. πούλη, μουτζό, λουμπίνα, κουραβέλτα. Η ίδια η λέξη καλιαρντά, πιστεύω βάσιμα, προέρχεται από τη ρομανί λέξη kaljardo - βλ. τα παραδείγματα.

Η έκταση των επιρροών της ρομανί στα καλιαρντά επιτρέπει να υποθέσουμε ότι οι κοινότητες των κιναίδων και των Ρομ βρισκόταν σε στενή επαφή - και είναι λογικό ότι κάπου και θα τέμνονταν. Πέραν τούτου, προτιμώ να αποφύγω τις εικασίες για το είδος των σχέσεων που υπήρχαν - ότι και οι δυο κοινότητες ήταν περιθωριακές με κάποιο τρόπο, από μόνο του δε λέει τίποτε. Μου έχει κάνει εντύπωση, ωστόσο, ότι η σχετικά γνωστή λέξη μπαλαμό που στα ρομανί παραπέμπει στο αφεντικό, τον ξένο, τον λευκό, στα καλιαρντά σημαίνει τον μεσόκοπο παιδεραστή που πληρώνει για να γαμήσει ή να τον γαμήσουν. Ο Ισπανός ελληνιστής César Montoliu που έχει γράψει για την σχέση ανάμεσα στα καλιαρντά και την ρομανί εικάζει ότι τα καλιαρντά πρωτοεμφανίσθηκαν σε περιβάλλον χρηστών της ρομανί συνδεδεμένων με την ανδρική πορνεία.

Τις επιρροές που είχαν τα καλιαρντά από τα ρομανί ο Πετρόπουλος στην αρχή δεν τις είδε. Στην πρώτη έκδοση του λεξικού του, το 1971, τις περισσότερες λέξεις που προέρχονται από τα ρομανί ή τις ετυμολογεί λάθος ή τις χαρακτηρίζει αγνώστου ετύμου. Το πρόβλημα αυτό το παραδέχεται στα σχόλια του που περιλαμβάνονται στην επανέκδοση του 1983 - διάφοροι φιλόλογοι από το εξωτερικό του είχαν εντωμεταξύ επιστήσει την προσοχή - και για καμιά δεκαριά λέξεις αναθεωρεί την αρχική του ετυμολογία· σε άλλες, όμως, συνεχίζει να μην κάνει την συσχέτιση.

Πέραν του César Montoliu (μια περίληψη του σχετικού άρθρου του υπάρχει εδώ), την σχέση ανάμεσα στη ρομανί και τα καλιαρντά έχει επισημάνει και ο καθηγητής του Α.Π.Θ. Σωφρόνης Χατζησαββίδης ο οποίος λέει εδώ ότι περίπου 15% των καταγραμμένων λέξεων και φράσεων των καλιαρντών προέρχονται από τη ρομανί.


Τα Καλιαρντά (1971) του Πετρόπουλου παραμένουν η βασική πηγή προσέγγισης της γλώσσας για τους αμύητους στο ζωντανό ιδίωμα όπως εγώ. Συμβουλεύθηκα την επανέκδοση του 1983 από τις εκδόσεις Νεφέλη - περιέχει και τα καίρια συμπληρωματικά σχόλια που έγραψε ο Πετρόπουλος στο Παρίσι το 1980. Πολύ χρήσιμα είναι και τα όσα λέει ο φίλος aias.ath στο λήμμα καλιαρντά.

Η βασική πηγή που βρήκα για τα ρομανί είναι η λεξικογραφική βάση δεδομένων ROMLEX, προϊόν συνεργασίας των πανεπιστημίων του Graz και του Manchester. Περιέχει 126.000 λήμματα από 27 διαλέκτους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη σύγκριση με τα καλιαρντά έχουν οι διάλεκτοι των Νότιων Βαλκανίων. Χρήσιμο είναι και το Λεξικό της Ρομανί γλώσσας του Ι. Αλεξίου.

Ένα ενδιαφέρον κείμενο στα ελληνικά για τη ρομανί γενικά είναι αυτό. Το σάιτ gypsytown.com είναι μια καλή εισαγωγή για την ιστορία κλπ των Ρομ από την δική τους σκοπιά.

Αντιπαραβάλλω εδώ κάποιες σημαντικές λέξεις των καλιαρντών με τις λέξεις της ρομανί απ' όπου προέρχονται. Δίνω πρώτα το λήμμα από το λεξικό του Πετρόπουλου με τον ορισμό σχεδόν αυτούσιο και με την ένδειξη (Η.Π. 1971). Μετά, όπου υπάρχουν, δίνω τα ετυμολογικά σχόλια που συμπλήρωσε ο Πετρόπουλος το 1980 με την ένδειξη (Η.Π. 1980). Τέλος, δίνω τη σχετική ρομανί λέξη με έναν συνοπτικό ορισμό.

  • αβέλω = δίνω, παίρνω, κάνω, βάζω, βγάζω, επιθυμώ, έχω, θέλω· ρήμα-κλειδί, που πάντα συσχετίζεται με τα συμφραζόμενα, και που πιθανότατα έλκει την καταγωγή του από το κοινό ρήμα θέλω. (Η.Π. 1971) < avel, avela, avol = είμαι, γίνομαι, έρχομαι, φτάνω
  • δικέλω = βλέπω, κοιτάζω· αγνώστου ετύμου. (Η.Π. 1971) ντικ· η λέξη, και τα παράγωγά της, από το τσιγκάνικο dik (=κοίτα), σύμφωνα με υπόδειξη του Steve A. Demakopoulos. (Η.Π. 1980) < dikhel = βλέπω, κοιτάζω, επιθεωρώ
  • ηρακλιά, η = γυναίκα· από το Ηρακλής (με αρκετήν ειρωνία) αλλά και φοβία και ηράκλω, η = γυναικάρα, νταρντανογυναίκα· από το ηρακλιά (βλ. λήμμα). (Η.Π. 1971) < rakli, rakhli = κοπέλα, κορίτσι, κόρη – ξένη, όχι Ρομ στην καταγωγή· η Ρομ κοπέλα είναι čhaj
  • κάκνα, κακνή, η = κότα· ίσως ηχομιμητικής προελεύσεως· δεν φαίνεται να σχετίζεται με το ιταλικό cagna (=σκύλα)· πάντως, η λέξη κακνή χρησιμοποιείται στη Μυτιλήνη με την ίδια σημασία (Η.Π. 1971) < khajni = κότα, προφέρεται κχαϊνί
  • καλιαρντά, τα = η γλώσσα των κιναίδων, από το καλιαρντός, επίθετο = άσχημος, κακός, περίεργος· μάλλον από το γαλλικό gaillard (=εύθυμος, τολμηρός, αναιδής, παλικαράς). (Η.Π. 1971) < kaľardο, kaljardo = μαύρος, νέγρος, Αφρικανός, αμαυρωμένος, ατιμασμένος, από το kalo (=μαύρο), από όπου ίσως και η θεά Κάλι και ο Κάλιμπαν στην Τρικυμία του Σαίξπηρ
  • κατές = αντωνυμία, αυτός αγνώστου ετύμου· κατέ = αυτή, αυτό άκλιτο (Η.Π. 1971) < kate, kathe = εδώ
  • κουλό, το = σκατό· ίσως από το γνωστό κουλές (τουρκικά kule = πύργος)· ενθυμού τα ταυτόσημα πουλοπυργί της καλιαρντής και κουραδοθημωνιά των ρεμπέτηδων· δεν αποκλείεται όμως η καταγωγή από το ιταλικό culo (=πάτος, πρωκτός). (Η.Π. 1971) < khul = σκατό, κουράδα
  • κουραβέλτα, η = συνουσία· αγνώστου ετύμου και κουραβέλω = συνουσιάζομαι (ενεργητικώς), αγνώστου ετύμου (Η.Π. 1971) < σύνθετο από το θέμα kur- και το ρήμα avel, kuřipe = συνουσία, kurela = συνουσιάζομαι
  • λατσός, επίθετο = ωραίος, καλός· μάλλον πρόκειται περί γύφτικης λέξεως. (Η.Π. 1971) λατσός· ο Gordon M. Messing (σ.σ. διαπρεπής φιλόλογος) επιβεβαιώνει την δειλή μου ετυμολογία. (Η.Π. 1980) < lačho = καλός, όμορφος
  • λουμπίνα, η = κίναιδος· δεν είναι απίθανο να κατάγεται από το κολομπίνα (καρναβάλια, γαϊτανάκι της παλιάς Αθήνας, όπου, ως γνωστόν, τον πρώτο λόγο τον είχανε οι κίναιδοι). (Η.Π. 1971) < lubni, lumni, lumli = πουτάνα, παλιογυναίκα
  • μαντό, το = ψωμί· αγνώστου ετύμου. (Η.Π. 1971) < manro, mandro = ψωμί
  • μολ, το = νερό, υγρό· από τα ιταλικά molle (=υγρό όπου ρίχνεις κάτι για να μαλακώσει) και mollo (=μουσκεμένος). (Η.Π. 1971) μολ· υπενθυμίζω την άποψη της Helene Ioannidi ότι είναι τσιγκάνικης αρχής, αλλά διστάζω να το αποδεχθώ· η λέξη mol στη ρουμάνικη αργκό σημαίνει κρασί. (Η.Π. 1980) < mol = κρασί
  • μουτζό, το = γυναικείον αιδοίον· μάλλον πρόκειται περί λέξεως-ύβρεως (ή εξορκισμού), προερχομένης από την γνωστή μούτζα. (Η.Π. 1971) < mindž = κόλπος, αιδοίο, χυδαία λέξη για το κορίτσι, τη φιλενάδα η λέξη υπάρχει με την ίδια σημασία και στην αγγλική αργκό ως minge
  • μπαλαμό, το = μεσόκοπος παιδεραστής που αμείβει τον κίναιδο· αγνώστου ετύμου. (Η.Π. 1971) < balamo, balamno = αφέντης, δικαστής· σε διαλέκτους της ΠΓΔΜ και του Κοσσυφοπεδίου είναι ο Σέρβος, στη διάλεκτο Σεπετζί του Βόλου είναι ο Έλληνας· χρησιμοποιείται και για να δηλώσει τον ξένο, τον λευκό, τον μη Ρομ
  • μπαρός, επίθετο = χοντρός. (Η.Π. 1971) μπαλός/μπαρός· μάλλον από το τσιγκάνικο baro (=μεγάλος)· η λέξη μπαρός στα κουδαρίτικά σημαίνει: νοικοκύρης· βλέπε και τις ρουμάνικες αργκοτικές λέξεις baroi (=ψηλός, τσιγκάνος), baron (=πέος) και barosan (=βαρής, μεγάλος, πλούσιος). (Η.Π. 1980) < baro = μεγάλος, ψηλός αλλά και αφέντης, νοικοκύρης
  • μπουτ, επίρρημα = πολύ· αγνώστου ετύμου· πάντως στην αγγλική butt σημαίνει ακτή, τέρμα και το τουρκικό buut σημαίνει απόσταση < but = πολύ, πολλά
  • πελέ, το = όρχις, νεότερος παραπλανητικός τύπος του μπελέ. (Η.Π. 1971) πελέ· μάλλον από το τσιγκάνικο pelo (=όρχις). (Η.Π. 1980) < pelo = αρχίδι, pele = αρχίδια (πληθ.)
  • πούλη, η = πρωκτός· αγνώστου ετύμου, δίχως να αποκλείεται σχέση με το κοινό πουλί>πουλάκι (=αιδοίον). (Η.Π. 1971) πούλη· πιθανότατα από το τσιγκάνικο bul (=πίσω, πισινός, αιδοίον)• στην ρουμάνικη αργκό συναντάμε μια σειρά λέξεων που προήλθαν επίσης από το τσιγκάνικο bul και που αναφέρονται κυρίως στους παιδεραστές. (Η.Π. 1980) < bul = κώλος
  • πουρός, επίθετο = γέρος, ηλικιωμένος, παρήλιξ· μάλλον από το γνωστό πουρί. (Η.Π. 1971) πουρός· στη ρουμάνικη αργκό υπάρχουν οι λέξεις puriu (=πατέρας) και purie (=μητέρα) που αποδίδονται αντιστοίχως στα τσιγκάνικα puro/puri. (Η.Π. 1980) < phuro = γέρος, παππούς
  • ρέλο, το = πορδή, αγνώστου ετύμου. (Η.Π. 1971) ρέλο· μάλλον από τα ταυτόσημα τσιγκάνικα ril/rila, οπόθεν και τα ρουμανικά αργκοτικά ril (=πορδή) και rila (=πέος). (Η.Π. 1980) < ril = πορδή (στη διάλεκτο Σεπετζί του Βόλου)
  • τεκνό, το = αγόρι, νεαρός, μικρό· από το κοινό τέκνο· πάντως η λέξη είναι παρμένη από το τεκνό που έχει ο κάθε γέροντας καλόγερος. (Η.Π. 1971) < tikno = μικρό, μικροκαμωμένο
  • τιραχό, το = παπούτσι· συνήθως απαντάται στον πληθυντικό· αγνώστου ετύμου. (Η.Π. 1971) < tirax = παπούτσι (στη διάλεκτο Σεπετζί του Βόλου)
  • τζάζω = διώχνω, φεύγω, πετώ. (Η.Π. 1971) < džal, džala, džal-tar = φεύγω, αναχωρώ, απομακρύνομαι, πηγαίνω
  • τσουρνό, το = κλέψιμο· ειδικώτερον, κλοπή του πορτοφολιού παιδεραστού, κατά τη διάρκεια της συνουσίας, από το φίλο του κίναιδου, που είναι κρυμμένος κάτω από το κρεβάτι· αγνώστου ετύμου. (Η.Π. 1971) τσουρνεύω· τσιγκάνικης αρχής (tsor-). (Η.Π. 1980) < čor ( προφέρεται τσορ) = κλέφτης, ληστής
  • χάλω = τρώω, αγνώστου ετύμου. (Η.Π. 1971) χαλ/χάλω· αυτές οι δυο λέξεις καθώς και τα παράγωγα, τσιγκάνικης αρχής. (Η.Π. 1980) < xal, hal = τρώω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Τον πήρε το Εύρηκα: Παλιά φράση, που ξεπήδησε από διαφήμιση της δεκαετίας του 70. Αναφέρεται για κάποιον που χάθηκε (π.χ από μια παρέα), όπως χάθηκε ο λεκές, λόγω δράσης του Εύρηκα...»

...γράφει ο σύσλανγκος GATZMAN στο δουπού, καθώς ανασύρει την παλαιά αυτή διαφήμιση από την λήθη.

Δράττομαι της ευκαιρίας να απανθίσω τσιτάτα από σποτάκια και τζινγκλάκια των τελευταίων σαράντα ετών που μας μίλησαν και / ή μας έπρηξαν τα αρχίδια. Κάποια άντεξαν στον χρόνο και αυτονομήθηκαν ως μεταλασσόμενα μιμίδια, άλλα ξεχάστηκαν. Για να τα θυμηθούμε λιγάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified