Selected tags

Further tags

Η λάθος πληροφορία, ψέμα ή ενέργεια αυτοπροβολής συνήθως με αποτυχία.

Τώρα που θα πας στο στρατό μην ψαρώσεις ρε, θα ακούσεις πολλές παπάτζες.

Έπρεπε να ήσουν χτες στο μπαράκι με τον Πάντελο, μας φλόμωσε στην παπάτζα ο μαν.

Πήγα για μια συνέντευξη για βοηθός λαντζιέρη και μου πούλησε ένα παπατζιλίκι ο σεφ, άσ' τα να πάνε, ούτε ο Μποτρίνι να ήταν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

λέει ψέματα

Μην πιστεύεις λέξη απ' όσα σου λέει, το 'χει φαίνεται χόμπι να ξερνάει πόκεμον.

Got a better definition? Add it!

Published

Η Κρήτη στα καλιαρντά, επειδή οι Κρητικοί το παίζουνε παλικαράδες (εκ του μουσαντό).

«Μπενάβεις καλιαρντά, χρυσή μου;» «Και τα τζινάβω και τα μπενάβω», του απαντώ. «Εσείς καλέ, είστε από πού;». «Μουσαντοπαλικαρού ταραφιντάν κούκλα μου, και έχω μια σαρμελιά που ’ναι δική σου ούλη, θα στην αβέλω τώρα δα στην καυτερή σου πούλη». Δεν χάνω καιρό η ξενηστικωμένη και απαντώ: «Κι αν είν’ η πούλη μου στενή κι η μέλα σου μεγάλη, πάρε σαπούνι συριανό και βάλ' της στο κεφάλι…». Κάθισα τζάκατα στο μουσαντοπαλικαρότεκνο. Μου ξομολογήθηκε ότι δυο μέρες είχε που βγήκε από τη λεβεντόμαντρα. (Από το καλιαρντούργημα "Διακοπές στο Τζιναβονήσι" του Τέο Ρόμβου, ελαφρώς πειραγμένο).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μουσαντέ μάγκας, ο ψευτόμαγκας.

Με τον μουσαντόμαγκα τον κουτσαβάκη τον Σαμαρά δεν τα κατάφεραν, με τον "αυθεντικά" λαϊκό τύπο τον Βαγγέλα και πάλι δεν τα κατάφεραν. Πού θα πάει αυτό το κόμμα;

Κατ' επέκταση, και ο μπαμπέσης (σημασία που δίνεται από τον Ηλία Πετρόπουλο, δες και στου κυρ-Σαράντ).

Σου κάνει τώρα μουσαντογλειψούδες, αλλά είναι μουσαντόμαγκας και στο τέλος θα στη φέρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το φλερτ, η ερωτοτροπία, ως ένα ψεύτικο (μουσαντέ, μούσι), εικονικό σεξ. Παρομοίως μουσαντοντούπ είναι η απειλή ως ψεύτικο ντουπ που κάνει ένας μουσαντόμαγκας και πολλά άλλα.

  1. "Χάθηκε" εντελώς από το σαλόνι, δεν πέρασα εκεί παρόλο που η Μαρία με πλάκωσε στο μουσαντένιο μουσαντοπάρσιμο. (Από μπουρδελοκριτική στο Μπου).
  2. -Κόζα φόρτσα μουσαντοπάρσιμο σοῦ ἄβελε, μωρή, ἡ Ζηνοβία πασάτα τζόρνα;

- Μὲ σίκ, μωρή· πουρκὲ ντὲ σκεντὲ ἄφρισες καὶ βουέλεις μοῦσι; Ὁ Ζηνόβιεφ εἶναι φιλέλληνας, ὄχι ντεζολαχτάρας σὰν τὸ σουάντες φινεντζάρη, ποὺ τουζούρ ντοὺπ σαφρὰνς... Σκέτος μπάϋρον εἶναι.

Τουτέστιν: - Τί δυνατὸ φλὲρτ (πολιορκία) ἦταν αὐτὸ ποὺ σοῦ ἔκανε, μωρή, ἡ Ζηνοβία χθές;

- Σιγά, μωρή· γιατί, ζήλεψες κι ἔχεις νεῦρα; Ὁ Ζηνόβιεφ εἶναι εὐγενικὴ ἀδελφή ψυχή, ὄχι βίαιος σαδιστὴς σὰν τὸ ἀρραβωνιαστικό σου, ποὺ ὅλο στὶς βρέχει γιὰ λεφτὰ... Σκέτος λόρδος εἶναι! (Παράδειγμα Αἴαντος).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ψέμα, το ψεύτικο στα καλιαρντά, εκ του μουσαντό.

Πέντε-έξι χρόνια αργότερα, όταν πια το αίσθημά μου είχε σβήσει, τότε ξανάμαθα γι’ αυτόν. Για την τύχη του την κουλή. Από πού; Απ’ τις εφημερίδες. Τον παρουσιάζανε σαν τέρας της φύσεως. Ότι έκλεψε, βίασε και έσφαξε. Α, μπα, μπα, μπουτ σαντά. Άλλος φταίει, κι άλλος πληρώνει. Τσακίστηκα. Δεν πίστεψα τίποτα. Τον είχα ζήσει τον άνθρωπο. Ένα τρακαρισμένο παιδί ήταν, ένα φοβισμένο ζωάκι. (Από το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη Ο Γύρος του Θανάτου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυπολογικό όνομα που σημαίνει τον ψεύτη, τον απατεώνα. Το όνομα Θεόδωρος- Θόδωρος μας έχει δώσει άλλωστε τα τυπολογικά ονόματα γυναικοθόδωρος, μουγγοθόδωρος, μουνοθόδωρος, πτωχοθόδωρος ενώ η Θεοδώρα/ Θοδώρα την παστρικοθοδώρα και τη βιαστικοθοδώρα.

Ο Ψευτοθόδωρος είναι ο βασικός ήρωας στην ταινία Ζητείται Ψεύτης (1961) υποδυόμενος από τον Ντίνο Ηλιόπουλο σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη από θεατρικό έργο του Δημήτρη Ψαθά. Η ταινία θίγει τα ψέματα των πολιτικών στο πλαίσιο του πελατειοκρατικού συστήματος του Ελλαδιστάν. Ψευτοθόδωρος είναι και ο τίτλος μιας ταινίας του 1963 σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπάζογλου, όπου ο ψευτοθόδωρος υποδυόμενος από τον Βασίλη Αυλωνίτη είναι ένας πτωχοθόδωρος παλιννοστών εξ Αμερικής που αναγκάζεται να λέει ψέμματα για να εκδικηθεί λιγούρια που προσπαθούν να τον εκμεταλλευτούν σε φάση καλώς ήρθε το δολλάριο!

Ο ψευτοθόδωρος αυτοσυστήνεται

  1. Ψευτοθόδωρος ο Καρατζαφέρης! Παρά την άμεση διάψευση της είδησης, που διαδόθηκε από διάφορα ΜΜΕ ότι ο Σύνδεσμος Εθνικής Ενότητας συνεργάζεται πλέον με τον ΛΑΟΣ, το παραμύθι συνεχίζεται, επιφέροντας νέα, οργισμένη, διάψευση από την πλευρά των αξιωματικών: Η ψευδής είδηση ότι ο Σύνδεσμος Εθνικής Ενότητας, θα συνεργασθεί με το κόμμα του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού συνεχίζεται. Τηλεοπτικοί σταθμοί εθνικής εμβέλειας μεταδίδουν καθημερινώς την είδηση αυτή. (Εδώ).
  2. Κωδικός “ψευτοθόδωρος” – Επιχειρήσεις φοροδιαφεύγουν κάτω από τη “μύτη” των ελεγκτών. (Εδώ).
  3. Ο ψευτο-Θόδωρος και οι ..."κατηγορηματικές διαψεύσεις" του. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

αβέλω φιόγκο, δένω φιόγκο

Στα καλιαρντά σημαίνει "συνουσιάζομαι με κίναιδο που νόμιζα πως είναι επιβήτωρ" (κατά τον Ηλία Πετρόπουλο), πλην απεδείχθη ότι δεν ήταν. Περαιτέρω anal-υση στο εξαιρετικά κατατοπιστικό λήμμα φιόγκος του Αἴαντος.

  1. Αβέλω φιόγκο του 'πανε καημόπουτσα και μπουρδοφαφλατού που να αβέλεις σε σερμελιά και μουτζό να γίνεται και να τζάσεις στο ρουνάδικο και να βουέλεις γκάζα. (Μπουντουσουμού).
  2. -Αβελες καμμιά λατσή σαρμέλα?
    -Αβελα. Αβελα φιλενάς αστα... μπουτ λατσο το τσόλι.. σαρμελια γδουπα... Κουραβέλτες.. και απανωτες κουραβελτες... Λατσααααα... Αβελα πιασμαν στην μπάρα... και μπονμπον μπουτ... Γδουπα φιλενας... Γδουπα.... Αχχχχχχχ.... Θελω να τον αβελω συνεχεια.....
    -Αχ λατσά φιλενάδα... Σου αβέλει και κοντροσόλια?
    -Ολα μου τα αβελη φιλεναδα ολα... Εχει και κατι μπουτια... σφιχτα και τραγανα σαν κερασια...
    -Ax λατσά, τσόλια ολκής δύσκολα βρίσκεις. Τα πιο πολλά δένουν φιόγκο με άλλες μπαροβγαλμένες. (Καλιαρντοδιάλογος στο Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που συνέχεια λέει και περηφανεύεται για κάτι αλλά ποτέ δεν το αποδεικνύει.
Καικαλάς = υποκριτής = ψευτόμαγκας.
Από το και καλά.

Ο καικαλάς ο Κώστας πάλι μίλαγε για το όταν πλάκωνε τον αδερφό του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified