Selected tags

Further tags

αβέλω φιόγκο, δένω φιόγκο

Στα καλιαρντά σημαίνει "συνουσιάζομαι με κίναιδο που νόμιζα πως είναι επιβήτωρ" (κατά τον Ηλία Πετρόπουλο), πλην απεδείχθη ότι δεν ήταν. Περαιτέρω anal-υση στο εξαιρετικά κατατοπιστικό λήμμα φιόγκος του Αἴαντος.

  1. Αβέλω φιόγκο του 'πανε καημόπουτσα και μπουρδοφαφλατού που να αβέλεις σε σερμελιά και μουτζό να γίνεται και να τζάσεις στο ρουνάδικο και να βουέλεις γκάζα. (Μπουντουσουμού).
  2. -Αβελες καμμιά λατσή σαρμέλα?
    -Αβελα. Αβελα φιλενάς αστα... μπουτ λατσο το τσόλι.. σαρμελια γδουπα... Κουραβέλτες.. και απανωτες κουραβελτες... Λατσααααα... Αβελα πιασμαν στην μπάρα... και μπονμπον μπουτ... Γδουπα φιλενας... Γδουπα.... Αχχχχχχχ.... Θελω να τον αβελω συνεχεια.....
    -Αχ λατσά φιλενάδα... Σου αβέλει και κοντροσόλια?
    -Ολα μου τα αβελη φιλεναδα ολα... Εχει και κατι μπουτια... σφιχτα και τραγανα σαν κερασια...
    -Ax λατσά, τσόλια ολκής δύσκολα βρίσκεις. Τα πιο πολλά δένουν φιόγκο με άλλες μπαροβγαλμένες. (Καλιαρντοδιάλογος στο Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάνεις την τρίχα τριχιά. Η υπερβολή η οποία χαρακτηρίζει οποιαδήποτε συμπεριφορά ή λεγόμενο.

Συνήθως χρησιμοποιείται για την αφήγηση πραγματικών γεγονότων με μεγάλες όμως δόσεις υπερβολής και φαντασίας από τη μεριά του αφηγητή.

Χρησιμοποιεί σαν πρώτο συνθετικό το μαχαιριδ- το οποίο δηλώνει την υπερβολή.

Έτσι έχει ως παράγωγα τα «μαχαιριδίζω», «μαχαιριδίζον» και οτιδήποτε μπορεί να λάβει πρώτο συνθετικό.

  1. Ρε συ τι λες, θα μας τρελάνεις; Άρχισες τις μαχαιριδιές;

  2. Ε σοβαρέψου, άρχισες και μαχαιριδίζεις τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψέμα στην διάλεκτο των gamers, ή αλλιώς κατά κόσμο γνωστούς ως πωρωμένα, είναι κάτι το απρόσμενο, που δεν βασίζεται στην λογική του παιχνιδιού, ή δεν υπολογίζεις στο να γίνει. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και στην καθημερινή μας γλώσσα για να υποδείξει κάτι το οποίο συμβαίνει με πιθανότητες 1 στις 100 και μας εκπλήσσει δυσάρεστα. Χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό.

Χρησιμοποιείται ως εξής:
1) Τι ψέμα είναι αυτό;
2) Πού γίνονται αυτά τα ψέματα;

  1. Εδώ κοίτα, χάλασε το αυτοκίνητο και τελείωσε και η μπαταρία από το κινητό, και εσύ δεν έχεις σήμα. Τι ψέματα είναι αυτά...

  2. Δεύτερη φορά κολλάει στο ίδιο σημείο και δεν μπορώ να κάνω save... Πού γίνονται αυτά τα ψέματα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την γνωστή ταινία της Ρένας Βλαχοπούλου «Η Παριζιάνα».

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν απάντηση σε οποιοδήποτε άτομο ισχυρίζεται πως, παρά την παρατεταμένη δίαιτα που ακολουθεί, προς μεγάλη του έκπληξη δεν αδυνατίζει ή αντίθετα παίρνει παραπάνω βάρος. Το όνομα παραμένει πάντα το ίδιο, ανεξαρτήτως του συνομιλητή, ώστε να παραπέμπει στην ευτραφή κυρία της ταινίας.

Μαρία: - Άσε με βρε Πέτρο, ένα μήνα τώρα κάνω δίαιτα και γυμναστήριο και η ζυγαριά με δείχνει ένα κιλό περισσότερο...
Πέτρος: - Δεν φταίει η ζυγαριά... Τρως! Σούζη, τρως!
Μαρία: - Τι τρώω μωρέ; Αφού με σαλάτα και γιαούρτια τη βγάζω κάθε μέρα...
Πέτρος: - Σούζη και ψεύδεσαι και τρως!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση της βορείου Ελλάδος. Αυτός που λέει άλλα λόγια από μπροστά, και άλλα λόγια από πίσω. Ο διπρόσωπος

- Ναι Μήτσο, συμφωνώ μαζί σου
- Ρε α' στο διάλο από δω, κιοξέ !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που συνέχεια λέει και περηφανεύεται για κάτι αλλά ποτέ δεν το αποδεικνύει.
Καικαλάς = υποκριτής = ψευτόμαγκας.
Από το και καλά.

Ο καικαλάς ο Κώστας πάλι μίλαγε για το όταν πλάκωνε τον αδερφό του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

αρχίδια + Ουσ (ή + Ρήμα):

Επιρρηματική χρήση της λέξης. Δηλώνει απαξίωση, διάψευση, δυσπιστία, κλπ

- Η Μάρα Μεϊμαρίδη έχει πάρει 4 διδακτορικά...
- Αρχίδια διδακτορικά έχει πάρει. Το ξέρω από πρώτο χέρι. - Μα το είπε και στην τηλεόραση!
- Καλά, αρχίδια τηλεόραση βλέπεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το είδος αθώων ψεμάτων που αναγκάζεσαι να πεις σε όποιον ζητά τη γνώμη σου για κάτι που φορά αλλά δεν μπορείς να του πεις στα ίσα ότι είναι άθλιο διότι δεν τον ξέρεις αρκετά καλά ή προσπαθείς να κρατήσεις τα προσχήματα.

-Ε, και είπα εκεί κάτι ψευδοπτώματα. Τί να πω;;; Ότι το καπέλο της ήταν σαν καθήκι;;;

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται ευρέως όταν κάποιος θέλει να διαψεύσει κάτι ή να χαρακτηρίσει ένα στοιχείο ως ψευδές.

- Είπε ότι δεν πρόκειται να με ξανακερατώσει.
- Ναι καλά, αυτά είναι του κώλου!

(από patsis, 30/08/13)

Δικαιολογίες του γκόλουμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified