Selected tags

Further tags

Σταμάτα να μιλάς (πιο ευγενικό από το σκάσε).

Από το σκάσε + σταμάτα.

Σκαμάτα πια! Μας ζάλισες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρίμα - συνώνυμο του μούγκα στη στρούγκα και του σους δε μπε. Για το τι έστι τουμπεκί, βλέπε εδώ, πρβλ. και το τουμπεκιστάν.

Όταν πάει το θέμα στις μίζες, τουμπεκί στο μαντρί της Βουλής. Ομερτά! Εμ, βέβαια, αφού είναι όλοι τους ζημενάκιες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο με στρατηγική σε οποιοδήποτε θέμα. Κινείται πάντοτε με βάση το προσωπικό του συμφέρον και δε διστάζει να χρησιμοποιήσει κάθε αθέμιτο μέσο για να επιτύχει τον σκοπό του. Συνήθως παρασιτεί κοντά σε ανθρώπους με οποιαδήποτε εξουσία, από θυρωρούς μέχρι μητροπολίτες. Κύριο χαρακτηριστικό της δράσης του είναι η αθόρυβη εργασία με σκοπό τον αιφνιδιασμό του αντιπάλου.

Είναι αυτός που στο στρατό δε μίλησε με κανέναν άλλο πλην του διοικητή της μονάδας και ως δια μαγείας εξασφάλιζε αναρίθμητες τιμητικές άδειες.

Στις φυλακές σε περιόδους τρελής χαρμάνας γευματίζει με τον αρχιφύλακα κι αφού δώσει τη μισή πτέρυγα εξασφαλίζεται για το υπόλοιπο της ποινής του. Γι αυτό εξάλλου είναι κι η πιο περιζήτητη γκόμενα των φυλακών.

Σε αντιστοιχία λοιπόν με τα ύπουλα, αθόρυβα κλανίδια ο βουβόκλανος είναι ικανός να προκαλέσει τεράστια κύματα μπόχας διατηρώντας όμως παράλληλα παροιμιώδη ψυχραιμία.

- Κοίτα μωρέ τον ξεκωλιάρη, χτες κατέβηκε απ το χωριό του και του βγάλαν άδεια προπό. - Μέγας βουβόκλανος σου λέω, δε πιάνεται από πουθενά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τη γνωστή λέξη τουμπεκί, προσθέτοντας την πρόθεση για να παρομοιάσουμε τη λέξη με την Ανατολή και τη σιωπή που υπάρχει από το γυναικείο φύλο.

- Έλα μωρέ, ένα γκολ έβαλες και χάρηκες.....
- Εσύ γατάκι, τουμπεκιστάν, και πολλά μη λες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «βούλωσέ το» εν συντομία.

- Ρε ρεμάλι, αχαΐρευτε, τεμπελχανά που στραβώθηκα και σε παντρεύτηκα, μπλα μπλα μπλα...
- Έλα βούλω το, μη σε πάρει και σε σηκώσει.

Δες και .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο σκασμός, η ησυχία, το «βούλωσέ το» κτλ. Προέρχεται από παράφραση και ελληνοποίηση του γνωστού πλήκτρου mute που βρίσκεται σε κάθε συσκευή που παράγει ήχο. Λέξη που χρησιμοποιείται τόσο ειρωνικά γι' αυτόν που δεν μιλάει και πολύ, όσο και κυριολεκτικά για τον σπασαρχίδη που δεν βάζει γλώσσα μέσα και μιλάει συνεχώς. Χρησιμοποιείται και με το ρήμα πατάω.

  1. - Μούτα ρε φίλε! Μας έχεις πάρει τα αυτιά πάλι!
    - Άσε μας ρε μαλάκα. Τι να πω, αφού ξέρεις δεν έχω κέφια.

  2. - Ρε Τάκη θα πατήσεις λίγο τη μούτα μπας και σκοράρω με το γκομενάκι; Τόση ώρα μιλιά δεν έβγαλες, τώρα σου ήρθε να ρωτήσεις πόσο δίνει τον άσσο στο 322;

Από φυλάκιο της Λήμνου... (από Cunning Linguist, 12/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση απόλυτα συσχετισμένη με την ταινία «Σιωπή των αμνών» καθότι παραπέμπει στην ανάγκη για αποσιώπηση (μούγκα) μιας αλήθειας που καίει κάποιους που έχουν ισχύ, αφού η φανέρωσή της μπορεί να εγκυμονεί κίνδυνο σε αυτούς που τη φανερώνουν (αμνοί στρούγκας).

Διάλογος υπαλλήλων εταιρείας
- Φίλε δεν πάει άλλο. Θα πάω και θα την πω φόρα φάτσα στον διευθυντή της εταιρείας για το λάθος που έκαναν να απολύσουν τον προϊστάμενό μου. Ηταν πολύτιμο κεφάλαιο για την εταιρεία και φεύγοντας αυτός, θα πάρουμε την κατρακύλα.
- Μούγκα στη στρούγκα αδελφέ. Αν το κάνεις είσαι και εσύ απολυμένος την ίδια στιγμή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουγκαμάρα, σιωπή, ησυχία.

Μουγκός + -fon (κατάληξη από την εταιρεία κινητής Panafon)

- Το κινητό μου πάλι μουγκαφόν, δεν είχα λεφτά να το πληρώσω και μου το κόψανε.

- Έλα μουγκαφόν τώρα, πάλι πατάτα έκανες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν η εταιρεία κινητής τηλεφωνίας δεν σου παρέχει στην περιοχή που βρίσκεσαι επαρκές σήμα ώστε να συνομιλήσεις. Κατά το vodafone, panafon κλπ.

- Τι έγινε έπιασες σήμα;
- Μπαααα, μούγκαφων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε σε κάποιον για να σταματήσει να γελάει.
(Το πρωτοείπε ο Λαζόπουλος στο Αλ τσαντίρι στον Alpha.)

Λάκης:
-Εγώ δεν γέλασα, εγώ Κυριάκος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified