Selected tags

Further tags

Παρμένο απ' την αλησμόνητη αντιπαράθεση Βούγια-Κούγια.

Χρησιμοποιείται όταν κάποιος κάνει τον ανήξερο συνήθως όταν έχει κάνει μαλακία και προσπαθεί να αποφύγει τα αντίποινα χωρίς επιτυχία.

- Καλά ρε μαλάκα γιατί δεν έκανες τιποτα ψες με την άλληνα;
- ...ν...αφ...ε...ουφ...ω..
- Δεν μιλάς Βούγια ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω τουμπεκί ή τουμπεκί ψιλοκομμένο ή τουμπέκα = κάνω μόκο, το βουλώνω, σκάω.

(Μάλλον τουρκικής προέλευσης).

- Μπάμπη μου, να πάρουμε και τζατζίκι;
- Σούλα, κάνε τουμπέκα. Θα παραγγείλω εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified