Selected tags

Further tags

Αποκαλούνται οι πολεμιστές θηλυκού γένους, οι οποίες απαρτίζουν τις σκανδιναβικές θηλυκές ορδές που κατακλείουν τα ελληνικά νησιά το καλοκαίρι, και οι οποίες βρίσκουν τρε καβλωτίκ, τον μαυροτσούκαλο και τριχωτό τύπο του νεοέλληνα.

Βεβαίως πρέπει να δώσουμε τα εύσημα στο σουηδικό σύστημα εκπαίδευσης, που εμποτίζει αυτά τα χαριτωμένα ξανθά κεφάλια (εμάς βέβαια ως φυλή, μας ενδιαφέρει το υπόβαθρο), με την έννοια του φιλελληνισμού. Διότι όλα ξεκινούν από το μυαλό.

- Τι έγινε χθες το βράδυ;
- Προσπάθησα να κρατήσω την εικόνα του έθνους ψηλά, αλλά παραδόθηκα...
- Δηλαδή;
- Αντί να τη ξεζουμίσω εγώ την Πενίλα, με ξεζούμισε αυτή. Μετά το τρίτο, αποκοιμήθηκα, και αυτή συνέχισε μόνη της.
- Γιατί δεν τηλεφώναγες ρεεεε;
- Ρε τσίσια, να βρεις την δικιά σου βίκινγκ ζουλιάρη. Ε, ζουλιάρη. Ζέχνει ο τόπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Greek kamakiσε τουρίστριες που δεν καταλαβαίνουν τι τους λένε και ρωτάνε «what;»

βλ βιντεο

(από λεξικλάστης, 02/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα εκείνη που, από όλη την διαδικασία από το καμάκι, το μόνο που τελικά επιδιώκει είναι τα κεράσματα και οι βόλτες γενικά. Η λέξη χρησιμοποιείται πολύ από αυτούς που κάνουν συστηματικά καμάκι και που, τις περισσότερες φορές, καταφέρνουν να πετύχουν αυτά που θέλουν ;)

Δυο φίλοι σε ένα μπαράκι που πίνουν τα ποτά τους...
- Τι έγινε βρε Γιάννη, την κατάφερες αυτή την καινούργια;
- Τι να σου πω ρε συ... και πού δεν την πήγα... Στα πιο καλά κλαμπ; Την πήγα. Σε καλά μέρη για φαΐ; Την πήγα. Στις πιο ωραίες παραλίες; Την πήγα. Όλο μπλα μπλα ήμουν, τα καλύτερα της έλεγα... Τελικά δεν έγινε τίποτα, μου βγήκε ζητούσα...
- Τι να πεις ρε Γιάννη, τα έχει αυτά η πουτάνα η τύχη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρσενικό κριάρι έτσι λέγεται στη Σάμο. Είναι γνωστό ότι τα κριάρια έχουν κέρατα και, είναι επίσης γνωστό, ότι στα Ελληνικά νησιά αποκτούν κέρατα και πολλοί άρρενες της αλλοδαπής, μετά από τις καλοκαιρινές ιστοριούλες των γυναικών τους με τους ντόπιους επιβήτορες.

-Ρε παιδιά τι μωρό κυκλοφορεί ο Νικόλας; Σουηδέζα πρέπει νά 'ναι.
-Σίγουρα έκανε κάποιον καμπάκο.

(από northwind, 11/08/09)(από northwind, 11/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνδρας, ενήλικος, εξοικειωμένος με την θηλυκή ερωτική συντροφιά και τα ερωτικά τυχερά παίγνια. Προσεγγίζει γυναίκες με σκοπό την ερωτική πράξη και φροντίζει να ακολουθεί τον πιο άμεσο και γρήγορο αλλά όχι απαραίτητα τον πιο αποτελεσματικό τρόπο για να πετύχει τον σκοπό του. Έχει χαμηλό ποσοστό επιτυχίας, αλλά αποκομίζει συνήθως διάλογους ανεκτίμητης λαογραφικής -αλλά και λογοτεχνικής- αξίας, καθώς επίσης και καταστάσεις κινηματογραφικής τελειότητας, αλλά και υποκριτικής αθλιότητας. Οι καλλιτεχνικές αποκομιδές του επί το πλείστον υπερσκιάζουν τις σπάνιες και σύντομες ερωτικές του επιτυχίες.

  1. - Θέλεις να πάμε να σου δείξω το ενυδρείο μου;
    - Ποιο ενυδρείο και πράσινα άλογα καλέ, εμένα μου έχουνε πει πως είσαι μεγάλος πεφτοπηδίκουλας και το μόνο που θέλεις είναι να με γαμήσεις.

  2. - Τέτα, αυτός μου είπε να πάμε βόλτα στην παραλία.
    - Αααα... μακριά αγάπη μου, αυτός είναι πεφτοπηδίκουλας περιωπής, θα σου την πέσει απευθείας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετον εκ του πουρός (=γέρων) + τουρίστας.
Σημαίνει τον τσαχπίνη κι αμοράλ νεαρόν που περιδιαβαίνει τα ελληνικά νησιά το καλοκαίρι προκειμένου να ψαρέψει γυναίκες προκεχωρημένης ηλικίας (συνήθως αλλοδαπές), στις οποίες στη συνέχεια κάνει τα γούστα, έναντι αντιτίμου όχι απαραιτήτως χρηματικού (π.χ. ένα ακριβό δώρον, μια γνωριμία σε κύκλους εξουσίας κτλ).

Δηλαδή ζιγκόλα του θέρους.

Τα παλιά χρόνια, στου Ζωναρά και στην πλατεία Κολωνακίου, τα κομψότατα ζιγκολάκια κάθονταν και πίνανε μακαρίως τον καφέ τους, έως ότου κάποια μανδάμ σήκωνε όρθιο τον ακριβό αναπτήρα της να στηθεί στο τραπέζι, που σήμαινε: «Ψάχνομαι». Όλο και κάποιος ευγενής νεαρός θ' άναβε το τσιγάρο της βάβως...

(Βλ. σχετικά «Ο ζεστός μήνας Αύγουστος» με το νεαρό Φέρτη, «Ερωτικές ιστορίες» με το ζεν πρεμιέ Κούρκουλο κ.α.).

Σημειωτέον, ο Τζέι-Τζέι Ρουσσώ, ήτανε προστατευόμενος μια μεγαλοκυράς που τονε σπούδαξε γράμματα (και όχι μόνο).

- Είδες τον Μάκη κουρσάρα;
- Ε, καλά! Χρόνια πουρίστας ο Μάκης. Έχει λέει μια θεία στη Ρώμη και πάει κάθε τόσο και της τα μασάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο διαχρονικό πια «Κωσταντίνου και Ελένης», ο Μάνθος σε ένα επεισόδιο τα χώνει στον Κωσταντίνο που είναι ακόμα πολύ ντροπαλός με την μνηστή του... έτσι προσπαθεί να του δώσει να καταλάβει ότι πρόκειται για μια ανούσια κατάσταση, καθώς με την ατάκα αυτή υπονοεί ότι ο Κωσταντίνος πρέπει να πλησιάσει ερωτικά τη μνηστή του.

- Βγήκαμε, πήγαμε για καφέ, μετά σινεμά και μετά την πήγα σπίτι της...
- Ρε φίλε τόσον καιρό μέλι μέλι και τηγανίτα τίποτα;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα από σύντομο ανέκδοτο που έχει περάσει στην καθομιλούμενη, είτε σαν χοντράδα από αποτυχημένα καμάκια, είτε ως αστεϊσμός ιδίως σε ανδροπαρέα για ασαράντιστους.

Συνήθως δε, προσθέτουμε ενδιάμεσα και κάτι ακόμη πιο σαχλό για να δέσει το γλυκό, όπως «πιες ένα ποτό» ή «δες την συλλογή γραμματοσήμων μου». To «πάμε σπίτι μου», που θα έπρεπε να προηγείται, παραλείπεται ή υπονοείται.

  1. (σκηνή από Greek καφετέρια. Αυτή πιπίνι τριζάτο, αυτός βερμουδιάρης χλέμπουρας)
    - Μωρό, πάμε για ένα ποτάκι μετά...;
    - Α μπα*, έχω να διαβάσω για εξετάσεις…(μαζεύει τα τσαμασίρια της)
    - Έλα μωρέ μωράκι, ένα ποτάκι θα πιούμε, δεν θα σε δαγκώσω.
    - Δεν μπορώ σου λέω, με περιμένουν οι φίλες μου… (έτοιμη να φύγει)
    - Κοίτα, έλα, πίνεις ένα ποτό, κι άμα δε σ' αρέσει ντύνεσαι και φεύγεις! - Α, να χαθείς, γελοίε! (φεύγει τρέχοντας…)
    - Πάλι μόνος σήμερα, γαμώτο… Τι να φταίει άραγες;

  2. (συνάδελφοι, Παρασκευή βράδυ μετά το γραφείο…)
    - Πάμε για μιά μπυρωίνη με τα παιδιά να κουλάρουμε, θα ‘ρθεις μεγάλε ;
    - Α μπα*, πάω σπίτι, με περιμένει η γυνή, το πυρ (γιος) και η θάλασσα (κορούλα)…
    - Έλα μωρέ για καμιά ώρα, θα έχουμε μπυροκατάσταση, δεν θ 'αργήσουμε!
    - Όχι σου λέω, είναι μπερδεγουέη η φάση (και θα ξενυχτήσω και στο slang.gr…)
    - Έλα ρε συ, πιες ένα ποτό, κι άμα δε σ' αρέσει ντύνεσαι και φεύγεις!
    - (το σκέφτεται, και για να μην τον περάσουν και για μάπα…) Καλά τότε, για ένα ποτάκι μόνο, ε ;

*@ φίλε Gatz ούτε εδώ υπάρχει αναφορά στους ΑΒΒΑ…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνική απόδοση του modelizer, του τυπικά μεσήλικα άνδρα ο οποίος συναναστρέφεται αποκλειστικά με μοντέλα τα οποία και εναλλάσσει/ανταλλάσσει με έτερους μοντελοπνίχτες.

Κάποιος γίνεται μοντελοπνίχτης αφενός επειδή μπορεί δεδομένης της οικονομικής του επιφάνειας και αφεδύο, όπως ισχυρίζονται οι γιαλόμες, επειδή είναι ανασφαλές και κομπλεξικό χαμαντράκι που πασχίζει να υποκαταστήσει το ελλειμματικό του ύψος και μάκρος.

Ο νεολογισμός εισήχθη στην καθομιλουμένη από τον διακεκριμένο ποινικολόγο Αλέξη Κούγια ο οποίος πρόσφατα αναδείχτηκε με την ψήφο σας ο Μεγαλύτερος Έλληνας Μαλάκας όλων των εποχών.

Τελευταία χρησιμοποιείται και μεταφορικά, με την έννοια του ρηξικέλευθου πρωτοπόρου που προσπερνά τα πεπατημένα πρότυπα/μοντέλα σε πεδία όπως την πολιτική και τον αθλητισμό.

Εκ του μοντέλα και του κουνελοπνίχτη.

  1. «Επειδή ξέρω πως είσαι μοντελοπνίχτης, εγώ θέλω οικογένεια. Κανόνισε την πορεία σου» (Βατίδου προς Κούγια, βλ. μύδι)

  2. Στο τέλος, οι μοντέλες γίνονται το Βατερλό του μοντελοπνίχτη. Του τρώνε την περιουσία και τον ρεζιλεύουν σε όλη την κοινωνία. Η μοντέλα πνίγει το μοντελοπνίχτη και γίνεται μοντελοπνιχτοπνίχτρα. (Πιτσιρίκος)

  3. Στα αναπάντητα από τους πολιτικούς μας ερωτήματα (...) άρχισε να απαντά η ελληνική κοινωνία. Η αντίδραση της κοινής γνώμης (...) στρέφεται, πλέον, εναντίον εκείνων που δημιούργησαν, υποθάλπουν ή ανέχονται αυτά τα «μοντέλα» πολιτικής συμπεριφοράς και εκλογικής επικρατήσεως. Κάπως έτσι ανέκυψε η πρόβλεψη ή –αν προτιμάτε– η ελπίδα του υπογράφοντος, πως ωρίμασαν οι συνθήκες για την εμφάνιση ενός πολιτικού «μοντελοπνίχτη» στη δημόσια και κοινωνική ζωή του τόπου… (Καθημερινή)

Κουνελοπνίχτης (από Vrastaman, 31/05/09)Αξίως ο νο1 μαλάκας, το αντίστοιχο του Μεγάλου Αλεξάνδρου! (από Hank, 31/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση-καμάκι, η οποία απευθύνεται στην υπέρτατη θεογκόμενα. Έχει μάλλον φανταρίστικη προέλευση και παραπέμπει σε παλιές καλές εποχές ιπποτισμού, όπου κάποιος αποτίει φόρο τιμής με τη μορφή της απόλυτης αυτοθυσίας στον τυχερό που φιστικώνει το κελεπούρι.

Ποιος σε γαμεί, να του πάρω πίπα, μανάρα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified