Με την κλασσική έννοια του όρου, κερατίτιδα είναι η φλεγμονή που προσβάλλει τον κερατοειδή χιτώνα (τον εξωτερικό διάφανο χιτώνα που περιβάλλει τον βολβό του ματιού). Η ασθένεια αυτή προκαλεί κοκκίνισμα των ματιών, ενώ σε προχωρημένη version, μπορεί να παρατηρηθεί ισχυρός πόνος, θάμπωμα, απώλεια της όρασης, κλπ

Σλανγκιστί, αναφερόμαστε στην υποτιθέμενη ασθένεια που προσβάλλει τα απανταχού κερατωμένα άτομα, ένεκα του έντονου πόνου που και καλά προκαλείται, λόγω της ανάπτυξης των κεράτων.

Κι όσο το πράγμα εξακολουθεί, τόσο πιο δυνατή είναι η προσβολή από την ασθένεια, αφού τα κέρατα σχηματίζουν αλσάκι, το οποίο προστατεύει από την άγρια κακοκαιρία, προσφέροντας τη... μόνωση (μη φυσική μόνωση). Λέμε τώρα!. Κι αν το αλσάκι μεγαλώσει και γίνει κερατόδασος... ε τότε πια μιλάμε για ανίατη ασθένεια. Λέμε!

Ο Μήτσος, ο Γιώργος κι ο Βασίλης κάθονται σε ένα καφέ και συζητούν.
Μήτσος: - Αισθάνομαι ρε παιδιά, έναν πονοκέφαλο... μα τι πονοκέφαλο. Και τον αισθάνομαι συχνά ρε γαμώτο. Έχω πάει στους... γιατρούς, έχω κάνει τις... εξετάσεις, μα τίποτε δε μου βρίσκουν. Μου λένε πως είμαι κατά φαντασίαν ασθενής κι ότι πρέπει να με δει ειδικός γιαλομολόγος. Με συγχωρείτε ρε παιδιά αλλά πάω σπίτι να την πέσω λίγο γιατί έχω τρελαθεί στον πόνο.
Ο Μήτσος φεύγει. Οι άλλοι σχολιάζουν το θέμα.
Γιώργος:
- Τι να του συμβαίνει ρε; Δεν είναι τύπος που κάνει την τρίχα τριχιά.
Βασίλης:
- Φως φανάρι. Έχει προσβληθεί από κερατίτιδα.
Γιώργος:
- Μα τα μάτια του είναι φυσιολογικά.
Βασίλης:
- Τα μάτια του είναι εντάξει. Τα μάτια της γυναίκας του όμως...ε ίναι μονίμως πεταμένα έξω. Τον έχει ταράξει στις απιστίες. Μιλάμε τον έχει κάνει Αγιοβασιλιάτικο τάρανδο. Τον έχει μουρλάνει στις περικοκλάδες τον δόλιο, τον Μήτσο. Γι 'αυτό κι όταν πάνε να να βγουν τα κέρατα νέας εσοδείας, αυτός αισθάνεται τον... πονοκέφαλο. Είναι πίσω η ιατρική ρε πστ!. Δεν βρίσκει τα πλέον στοιχειώδη. Οποία κατάντια... χαχαμπουχα!

(από GATZMAN, 27/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη, περιπαικτική, που περιγράφει καλές κοπέλες από κακές οικογένειες, ή κακές κοπέλες από καλές οικογένειες, ή τέλος πάντων οποιουδήποτε συνδυασμού, οι οποίες, όπως αφήνει να εννοηθεί το λήμμα, απλά είτε κερατώνουν τον σύντροφο τους, είτε γενικά την πλέκουν την κάλτσα του φαντάρου.

Παράφραση του ονόματος της ηρωίδος του γνωστού μυθιστορήματος της Λιλής Ζωγράφου, «Η αγάπη άργησε μια μέρα», που διασκευάστηκε σε σήριαλ για την ελληνική τηλεόραση το 1997 (δηλαδή Ερατώ την λέγανε αν δεν είναι obvious).

Χρησιμοποιείται και για άλλα πρόσωπα με άλλα ονόματα φυσικά, εκτός της Ερατούς.

Δεν ξέρω γιατί μου θύμισε και την φράση «πολύ καλό κορίτσι» που λέγαμε παλιά, βάζοντας ταυτόχρονα την γλώσσα μας στο μέσα μέρος του μάγουλου μας, μιμούμενοι ξέρετε τι. Δοκιμάστε το…

- Καλό κορίτσι η Αφροξυλάνθη, ε; Τυχερός, ο φίλος μας ο Γιαννάκης ο Μυλωνάς.
- Kαλά δεν λες τίποτε, και η Κερατώ τον άνδρα της με τους πραματευτάδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλασσική σημασία του όρου αναφέρεται στο φυτό Calystegia sepium της οικογένειας Convolvulaceae που είναι πολυετές φυτό και έχει αναρριχώμενους βλαστούς μήκους έως 2 μ.

Η σημασία του όρου που δίνεται εδώ σχετίζεται με την ιδιότητα των αναρριχώμενων βλαστών της περικοκλάδας που παρομοιάζονται με τα κέρατα που φορά κάποιος/α (κερατάς). Μιλάμε δηλαδή για τα κέρατα που φορά κάποιος/α που έχει καταντήσει ρούντολφ και τάρανδος λόγω υπερβολικού και συχνού κερατώματος.

  1. Μαντινάδα

Κι άμα θα δεις τη κοπελιά να κάνει χωρατάδες να ξέρεις πως τα κέρατα βγάνουν περικοκλάδες

  1. O τύπος δεν μπορεί να περάσει τα διόδια από τα κέρατα που έκαναν περικοκλάδες... (τάρανδος ο κύριος)

http://paiktis.pblogs.gr/2008/05/286454.html

  1. Βέβαια το κέρατο που φοράει μπορεί να της έχει γίνει περικοκλάδα (έχει τρυπήσει το ταβάνι η τρελλοκαμπέρω) και να μη το 'χει πάρει χαμπάρι μ' όλο που σκύβει για να μπει απ' τη πόρτα.

http://gnomi.9.forumer.com/index.php;showtopic=115

  1. Το να σε στολίζει ο καλός σου με λουλούδια και περικοκλάδες στην εξοχή, πάει κι έρχεται... Το να διασκεδάζεις τις Απόκριες ντυμένη διαβολογυναίκα με τα κερατάκια στα μαλλιά σου κι αυτό δικαιολογείται... Το να είσαι, όμως, μια χαρά φυσιολογικός άνθρωπος και να διαθέτεις κέρατα μεγαλύτερα κι από κείνα του γηραιότερου ταράνδου, τότε σημαίνει πως κάτι λάθος έχεις καταλάβει, κι αντί για τον Παναγιωτάκη από τα Κίουρκα, έχεις μακρινό ξάδερφο το Ρούντολφ...

http://www.inath.gr/sxeseis/apo-do-i-ginaika-mouki-apo-do-to-aisthima-mou.htm

  1. Μα να λες ότι μύρισε η άνοιξη και να θες να καμαρώσεις μια περικοκλάδα στην εξοχή και να σου λέει ο καλός σου, είναι μακρυά, που να τρέχουμε τώρα, και εγώ... το όρνιο, ναι το όρνιο καλά λέω, να μη θέλω να καταλάβω πως εννοούσε ο κύριος πως αντί να πάμε μακρυά, ας μείνουμε εδώ αφού η περικοκλάδα, υπάρχει στο κεφάλι μου. Και μάλιστα όσο με κεράτωνε ο κύριος, τόσο αυτή θέριευε.

(από GATZMAN, 07/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατάτα. Φάουλ. Ζημιά. Παραστράτημα. Παρασπονδία. Ατιμία.

Ανάλογα με τα συμφραζόμενα, η λέξη κουτσουκέλα μπορεί να καλύψει ένα μεγάλο εύρος μαλακίας. Στο ήπιο της, μπορεί να αναφέρεται στην σκανταλιά που κάνει ένα παιδί - ή κι ένα κατοικίδιο (βλ. παράδειγμα 1). Μια-δυο σκάλες πιο πάνω, μπορεί να σχολιάζει την αθέτηση της υπόσχεσης που μας έδωσε κάποιος, συνήθως φίλος, και ένα ελαφράς μορφής χώσιμο (βλ. παράδειγμα 2). Στην συνηθέστερη ίσως χρήση, σημαίνει την συζυγική απιστία - σ' ένα στυλ όλοι-οι-άντρες-ίδιοι-είναι (βλ. παράδειγμα 3). Και αρκετά συχνά χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα πειθαρχικό παράπτωμα στον επαγγελματικό ή πολιτικό χώρο - π.χ. ένα σκάνδαλο χρηματισμού. (βλ. παράδειγμα 4).

Αυτό που συνδέει όλες αυτές τις μορφές κουτσουκέλας είναι ότι γίνονται στα κρυφά, ο ένοχος έχει συνείδηση του τι κάνει και προσπαθεί να το σκεπάσει και επίσης, σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, υπάρχει και μια διάσταση εκμετάλλευσης της εμπιστοσύνης που του έδειξε κάποιος. Με την έννοια αυτή, η κουτσουκέλα συγγενεύει με την πουστιά χωρίς, βέβαια, νά 'ναι τόσο βαρύ πράμα.

  1. - Ουίιι, το σκυλί κατούρησε στο χαλί ... Αζώρ, Αζώρ, πού είσαι, κακόχρονο νά 'χεις ...
    - Σιγά και να μην έρθει ... έκανε την κουτσουκέλα του και κρύβεται ...

  2. - Μας την έκανε πάλι την κουτσουκέλα ο Μπάμπης ... μας έστησε και φορτωθήκαμε και το μπάζο την ξαδέρφη του ...

  3. Για έναν άντρα είναι πολύ απλό να κάνει την κουτσουκέλα με μια γκομενάρα που θα πέσει στα πόδια του, και την άλλη μέρα να μην τρέχει τίποτα (από το www.myphone.gr/forum)

  4. Ένας εργαζόμενος δεν προσλαμβάνεται για τέσσερα χρόνια και μετά τα τέσσερα χρόνια άμα δε μας κάνει τον απολύουμε. Όχι. Κάνει μία κουτσουκέλα, τον προειδοποιούμε. Κάνει δεύτερη τον προειδοποιούμε γραπτώς και τον ξαναπερνάμε εκπαίδευση. Κάνει τρίτη τον απολύουμε. Σε περίπτωση που η κουτσουκέλα κοστίσει ακριβά στην επιχείρηση τον απολύουμε με συνοπτικές διαδικασίες. Λειτουργεί. ΠΑΝΤΑ. (από το www.digital-era.org/blog, αναφέρεται στις πειθαρχικές κυρώσεις κατά βουλευτών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συχνάζων σε φθηνά ξενοδοχεία ημιδιαμονής (γνωστά και ως πεναλ(ν)τάδικα) εντός των οποίων βρίσκουν καταφύγιο παράνομα ή μη ζευγάρια καθώς και ευκαιριακές ερωτικές σχέσεις .

- Τι κάνει ο Βρασίδας; Καιρό έχουμε να τον δούμε στην παρέα.
- Άσε μωρέ τον παλιοπεναλντάκια, γνωρίζει το ένα πιπίνι μετά το άλλο και όλο στο Bella Vista ξημεροβραδιάζεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάτησε. Κεράτωσε.

Για κάποιο λόγο, λέγεται με αυξημένη δόση χαιρεκακίας.

Συγγενή λήμματα: κερατάς, κέρατο

- Ωραίο ζευγάρι ο Ντίμης και η Ντενίζ ...
- Αααχ, ματάκια μου ... κι αν ήξερες ... τάρανδο τον έχει κάνει ... δεν χωράει να περάσει απ' την πόρτα ... αλλά έτσι είναι αυτές οι ξένες, δεν έχουν τσίπα ...

(από Khan, 22/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο/η κερατάς κατ'εξακολούθηση, αυτός/-ή που δεν χωράει να περάσει από την πόρτα.

- Έρχεται ο ρούντολφ!
- Πάλι τον κεράτωσε η Κίτσα τον μάπα;

Όλα τα ελαφάκια επί τω έργω. (από Galadriel, 25/02/09)

Από τον τάρανδο του Αι-Νικόλα (του Santa Claus δηλαδή), τον Rudolph. Σύμφωνα με τον μύθο-μάρκετινγκ της κόκα-κόλα, ο τάρανδος αυτός είχε κόκκινη μύτη και τον κοροϊδεύανε τα υπόλοιπα ταρανδάκια, στο τέλος όμως έγινε πρώτη μούρη στο καβούρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται κατά κόρον για γυναίκα ελαττωμένων σεξουαλικών αντιστάσεων. Κοινώς «εύκολη». Ακόμα περισσότερο για γυναίκα δεσμευμένη που είναι όμως ευκόλως επιρρεπής στην απιστία.
Επίσης χρησιμοποιείται και ως θετική απάντηση (πονηρή και διακριτική) στο ερώτημα: «Ρε φίλε, ο ....... είναι αδερφή;;;»
Ίδια σημασία και με τη φράση «πνίγω το κουνέλι».

Η Κατερίνα τά'χει 3 μήνες με τον Σταύρο. Αλλά άμα της την πέσεις από δίπλα... ε , το πάει το γράμμα...

Βλ. και παίρνω τον πούλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απιστία. Συνήθως το «φοράμε» στον ή στην σύζυγο ή σύντροφό μας.

-Την βλέπεις αυτή; Είναι η γυναίκα του κυρ-Λουκά. Αχ και να 'ξερε ο κακομοίρης τι κέρατο του 'χει φορέσει. Όταν αυτός λείπει για δουλειές δυο-δυο τους φέρνει τους αγαπητικούς στο σπίτι η αθεόφοβη. Ούτε ιερό ούτε όσιο δεν έχει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοούμε φοράω τα κέρατα. Το να απατάς/κερατώνεις τον/την σύντροφό σου.

Καλά δεν τα 'μαθες; Που έμαθε ο Γρηγόρης πως τόσο καιρό η Τούλα του τα φόραγε με τον κολλητό του τον Παναγιώτη και τους πήρε και τους δυο στο κυνήγι με το κουζινομάχαιρο μέσα στην ταβέρνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified