Το σύνολο κανόνων και μηχανισμών λειτουργίας που διέπουν τη ζωή ενος γκικ.

Λέγεται πειραχτικά για άτομα που η μέρα τους ξεκινά και τελειώνει μπροστά από έναν υπολογιστή, είτε λόγω των συνεχών προσπαθειών τους να τον overclockάρουν, είτε γιατί λιώνουν σε οποιαδήποτε εκ των παρακάτω συνηθειών: παρακολούθηση πορνογραφικού υλικού γνωστών/αγνώστων στοιχείων (πάντα μέσω του υπολογιστή), παρακολούθηση των συνηθειών ανύποπτων κορασίδων σε ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης (stalking αγγλιστί), ηλεκτρονικά παίγνια μέχρι τελικής πτώσεως και άλλες χλιμιτζουριές.

Όλα αυτά, έναντι αντίξοων συνθηκών, όπως την αιφνίδια εισβολή της μητέρας τους στο υπόγειο, το hamster που πρέπει να του αλλάξουν τα ροκανίδια για να μπορεί να χέσει, την τουαλέτα που βούλωσε για άγνωστους για αυτούς λόγους, κλπ.

- Ρε συ, κανένα νέο από τον μαλάκα τον Νίκο έχεις; Έχω να τον δω, χρόνια και ζαμάνια.
- Γάμησε τα, από όταν χώρισε με τη Μαρία όλο μέσα μένει, μπροστά από ένα PC. BIOS και πολιτεία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα φανταρώνυμα του στρατού, ο Λόχος Υποψήφιων Βαθμοφόρων αρκτικολεξείται και ως Λιώνω Υποφέρω Βασανίζομαι, δείχνοντας μια άλλη εικόνα για τον εν λόγω Λόχο από τις αναλύσεις του Λινκ (Λούφα Ύπνος Βόλτα, Λόχος Υπέρ Βυσμάτων). Πρόκειται εντέλει για έναν αμφίσημο Λόχο.

- Τι την ήθελα την Λούφα Ύπνο Βόλτα; Τελικά Λιώνω Υποφέρω Βασανίζομαι.
- Δεν ήξερες. Δεν ρώταγες;

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ψυχολογικός πόλεμος (ΨΠ). Στρατιωτική ορολογία. Η απομείωση του διανοητικού και ηθικού δυναμικού του εχθρού, με χρήση προπαγάνδας ή, υπό ευρεία έννοια, οποιουδήποτε μέσου, με απώτερο σκοπό την υποστήριξη του αγώνα. Διεξάγεται και σε κατάσταση πολέμου αλλά και (τυπικής) ειρήνης.

Στην καθομιλουμένη, η σημασία είναι πιο περιορισμένη: οι συστηματικές ενέργειες για να πλήξουμε την ψυχολογία κάποιου ανθρώπου, ιδίως για να κάμψουμε την αντίστασή του σε κάτι, με ευθέως επιθετικές ψυχολογικές τεχνικές ή τουλάχιστον με ένα σκέλος ευθέος πλήγματος. Άλλου είδους τεχνικές χειραγώγησης (π.χ. εξαπάτηση, φούσκωμα αρχιδιών κλπ) δεν θα τις πεις ψιπί.

Για παράδειγμα, το να βάλεις κάποιον να χτυπάει τα κουδούνια του αντιδίκου σου στις τέσσερις η ώρα το πρωί πριν την δίκη είναι ψιπί. Το να τον πείσεις ότι θα ζητήσεις αναβολή στο δικαστήριο ώστε αυτός να έρθει χαλαρός και τότε να του πάρεις τα σώβρακα είναι άλλη φάση - ο στρατός θα το έλεγε ψιπί αλλά στην καθομιλουμένη θα λέγαμε απλώς (ακόμα και με θαυμασμό) ότι «τού 'παιξε φοβερή πουστιά ο δικός σου».

Από το Δημόσιο Πρόχειρο (vikar).

  1. Από εδώ:

- ΫΓ:Ο συγκεκριμενος ιδιοκτητης του σπιτιου ήθελε να δηλωσει στο συμβολαιο 100 ευρω λιγοτερα απο οτι θα του εδινα!!!!
- Μπορείς εναλλακτικά να του πεις ότι δέχεσαι να μπει στο συμβόλαιο το 1/3 του ενοικίου... και μετά να του πληρώνεις όσα γράφει το συμβόλαιο Αν αντέχεις άγριο ψιπι, είναι ότι καλύτερο μπορείς να του κάνεις.

  1. Από εδώ:

Το τι έγινε, δεν περιγράφεται. Επιστρέφοντας σπίτι μου μετά από την πρώτη ολιγόωρη διανομή, όπου ουκ ολίγα βιβλιοπωλεία είχαν αρνηθεί να το πάρουν, άκουσα από τον αυτόματο τηλεφωνητή μου όχι μία αλλά τρεις απειλές κατά της ζωής μου! Τρόμαξα ομολογώ, ήμουν και άπειρος τότε από... Ψι Πι –ήτοι Ψυχολογικό Πόλεμο-, ωστόσο συνέχισα κανονικά [...]

The Men who Stare at Goats, η αφίσα της ταινίας (από poniroskylo, 28/02/11)(από patsis, 19/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published

PSE = Porn Star Experience.

Λέξη από τη διάλεκτο των μπουρδελιάρηδων, που χαρακτηρίζει τις πουτάνες που συμπεριφέρονται ως πορνοστάρ (ό,τι βλέπετε στις τσόντες).

- Φίλε, πήρα τη Λάουρα χθες σπίτι, πολύ special call girl.
- Έλα ρε! χαλαρά και sexy; gfe;
- Όχι τόσο, ήταν πολύ pse κατάσταση. Λες και παίζαμε σε τσόντα!
- Θέλω και εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

GFE = Girl Friend Experience.

Λέξη από τη διάλεκτος των μπουρδελιάρηδων, που χαρακτηρίζει τις πουτάνες που συμπεριφέρονται ως κοπέλες σου (με κουβεντούλα, ρομαντισμό) και έτσι.

- Φίλε, πήρα τη Μόνικα χθες σπίτι, πολύ special call girl.
- Έλα ρε! Σε αποτελείωσε;
- Όχι τόσο, ήταν πολύ gfe κατάσταση. Μου θύμισε την πρώην μου, τη Λίτσα.
- Θέλω και εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Και ούντρα, εκ παραφθοράς - βλ. εδώ και εδώ).

Η βοήθεια, η αρωγή, η συμπαράσταση, η διάσωση, η βοήθεια που έρχεται στη δύσκολη στιγμή, ο από μηχανής Θεός, αλλά και το άτομο που βοηθάει, κυρίως στα στοιχειώδη αλλά σημαντικά για την επιβίωση.

Από το UNRRA: United Nations Relief and Rehabilitation Administration, η πιό γνωστή ως συμμαχική η αμερικάνικη βοήθεια.

Διεθνής οργανισμός που ιδρύθηκε το 1943, με αντικειμενικό σκοπό, να βοηθήσει τις πληγείσες χώρες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με αμφιλεγόμενη όμως αποτελεσματικότητα.

Αν και ακούγεται κατά κανόνα από παλαιότερους, η λέξη έχει επικαιροποιημένη σημασία, λόγω της παρούσας (2010) οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα.

  1. Ήρθες σε ερημικό κάμπινγκ χωρίς φακό, χωρίς πασσαλάκια, χωρίς κινητό και τι περιμένεις; Να περάσει να σου ρίξει η ούνρα;

  2. Η κυρία αυτή είναι γνωστή σαν «ΟΥΝΡΑ», επειδή κάθε πρωί φτιάχνει γάλα για τα παιδάκια της γειτονιάς.

  3. - Δεν υπάρχει κομπιούτερ, προτζέκτορας, ίντερνετ... Και πώς θα γίνει το σεμινάριο;
    - Καλά, άμα δε τα 'χεις φέρει από το σπίτι σου, περίμενε την ούνρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σ.Γ.Σ = Σκατό Γλύφει Σώβρακο.

Χρησιμοποιείται σε περίπτωση ακατάσχετης επιθυμίας για χέσιμο, όταν κάποιος βρίσκεται στο τσάκ να λέρώσει το εσώρουχό του, με το κεφάλι της κουράδας να χαιρετά χαιρέκακα και απειλητικά από την οπή του κώλου.

Φιλαράκι την έκανα γιατί βαράει συναγερμός στα κωλομάγουλα. Κατάσταση Σ.Γ.Σ., σου λέω ρε!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Της μάνας σου το μπουγαδοκόφινο.

Προφέρεται ως του-μου-σου-του-μου.

Προσωπική βρισιά.

Πιο ήπιας μορφής το: της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο (τ.θ.σ.τ.μ.)

(Mπουγαδοκόφινο: ειδικό κοφίνι στο οποίο έμπαινε παλαιότερα η μπουγάδα)

Ποιός εισαι σύ που 'ρθες εδώ σε μας να κάνεις πλάκα''; Ρεεε, τουμουσουτουμου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πριν κάμποσα χρόνια, το 1981 αν δεν απατώμαι, ο γνωστός από τότε δημοσιογράφος Τέρενς Κουίκ παρουσίαζε το βράδυ της Κυριακής προς Δευτέρα, από την μοναδική και κρατική τηλεόραση, απ' ευθείας τα αποτελέσματα των τότε βουλευτικών εκλογών.

Εκείνο το βράδυ, πάρα μα πάρα πολλές φορές, ανέφερε τη φράση «συνδεόμαστε με Κ.Α.Ι.Ρ.Ο.», τα οποία και ήταν τα αρχικά από ένα τηλεφωνικό πληροφορικό σύστημα της εποχής για μετάδοση δεδομένων, που μάλλον μόνο ο ίδιος το γνώριζε, μιας και που ποτέ ξανά δεν ξανακούστηκε, τουλάχιστον τόσο επανειλημμένα.

Ο ίδιος έδειχνε να απολαμβάνει τη μυστηριώδη ανατολίτικη ατμόσφαιρα που δημιουργούσε η λέξη, χρησιμοποιώντας την κατά κόρο και αποφεύγοντας να δώσει ιδιαίτερες τεχνικές λεπτομέρειες γι' αυτήν, όπως θα όφειλε λόγω της συνήχησής της με τη γνωστή και όμορφη εξωτική πρωτεύουσα της Αιγύπτου, με την οποία όμως και δεν είχε απολύτως καμία σχέση.

Τόσο πολύ αναφέρθηκε εκείνο το βράδυ (γέμιζε το στόμα του Τέρενς, γελούσαν και τ' αυτιά του, όταν το' λεγε), έτσι ώστε να καταντήσει να γίνει σλόγκαν.

Τελικά σήμερα η φράση κατέληξε να σημαίνει επίδειξη αδιαφορίας, περιφρόνησης και κώφευσης στα λεγόμενα κάποιου.

Γενικώς η σύνδεση παραπέμπει σε τηλεφωνική τοιαύτη και μάλιστα, όταν πρόκειται για δημόσια υπηρεσία ή παράκληση («μια στιγμή να σας συνδέσω”), απαρρέκκλιτα σημαίνει ότι το τηλέφωνο που σας συνέδεσαν 1) δεν θα απαντάει ποτέ, 2) θα είναι συνεχώς κατειλημμένο, 3) εάν απαντήσει θα σας πουν ότι ο υπάλληλος απουσιάζει, 4) θα σας ζητήσουν να καλέσετε εσείς ... αργότερα επειδή είναι απασχολημένοι, 5) θα σας απαντήσουν ότι δεν γνωρίζουν, 6) θα σας απαντήσουν ότι δεν είναι αρμόδιοι, 7) θα σας επιπλήξουν που τους χαλάσατε την ησυχία.

Ουδόλως απορίας άξιον λοιπόν είναι, πως κάθε έκφραση που περιέχει το ρήμα «συνδέω», κατέληξε να έχει αρνητική εννοιολογική σημασία.

- Καλά ... εγώ του μιλούσα κι αυτός με είχε συνδέσει με Κάιρο.

(από iwn, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για προσφιλές άθλημα, οι αθλητές του οποίου επιδίδονται στην ταυτόχρονη κατανάλωση μπάφων και ξιδιών, με δυσάρεστα συνήθως αποτελέσματα.

Κυριολεκτικά: μπάφοι με ξίδια.

- Πω πω δικέ μου, έχω κλάσει πάνω μου. Με έχει πιάσει κρύος ιδρώτας..!
- Εμ, αφού είσαι φλώρος. Τι το 'θελες το μπι εμ εξ;
- Μπεργκ. Πάω να αμολήσω μια ρουκέτα...

(από skabyjr, 21/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified