Further tags

Oh my fucking freaking Lord!

- (TV Sound) Γράνα...όπως υδραγωγός....ΤΟ ΠΕΔΙΟ....θα ρθουν οι Συβαρίτες πολιτικοί...
- OMFFL!!!

OMFFL (από sexpeer, 23/03/09)Jesus Chrysler Supercar (από Vrastaman, 23/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. My Ass Off. Σύντμηση του ROFL-MAO= Rolling On Floor Laughing my Ass Off, που είναι υπερθετικός του λολ (lol). Δηλαδή κυλιέμαι στο πάτωμα γελώντας τον κώλο μου. Βλ. LMFAO κ.λπ. για όλη την βιβλιογραφία. Μπορεί να ειπωθεί και MFAO= My Fucking Ass Off ή MHAO=My Hairy Ass Off. Το λολ της υπόθεσης είναι ότι μοιάζει με τον Mao Zedong τον κομμουνιστή ηγέτη της Κίνας. Κι όπως είναι προχώ να λες προχώ, έτσι είναι ΜΑΟ να λες ΜΑΟ. Ο καραλώλ αστειάτορας λέγεται μαοϊστής.

  2. Ο ίδιος κομμουνιστής ηγέτης σλανγκίζεται ως ΓαΜάο Τσε Τουνγκ, συνώνυμο του γκραν γαμάω. Κάπου το πήρε κι αυτό το μάτι μου μες στην λημματοπλημμύρα.

Χα χα λολ, πολύ αστείο, λμφάο σου λέω, ροφλ-κόπτερ, είσαι πολύ μαοϊστής!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς, το συνεχές, νευρικό γέλιο που εχει την τάση να μεταδίδεται αστραπιαία στους γύρω μας, προκαλώντας εν τέλει πανδαιμόνιο.

Από το δημοφιλές ξενικό «LOL» (Laughing Out Loud) και το «ολοκαύτωμα».

- Σοβαρή εκπομπή, τι να σου πω... ριάλιτι σου λέει... αρκεί ένας να πετάξει μια μαλακία και γίνεται lol-οκαύτωμα εκεί μέσα...

Οι υπεύθυνοι του λολοκαυτώματος (από Khan, 12/11/14)

Βλ. και λολ / λωλ, lol, λολ, lol-some, Loles, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαδικτυακή συντομογραφία της έκφρασης «κατά την ταπεινή μου γνώμη» με την οποία τα Greek geeks αποδίδουν το αγγλικό ΙΜΗΟ (in my humble opinion).

  1. - Η Huffington post μαζεύει χρήσιμα widgets για την αποτελεσματικότερη διαδικτυακή παρακολούθηση των εκλογών στις ΗΠΑ. Από αυτά πιο ενδιαφέρον το google map κττμγ.

  2. - ΚΤΤΜΓ, το πρόβλημα είναι ότι αν αρχίσουμε να χρησιμοποιούμε αδιακρίτως ελληνικούς τεχνικούς όρους (ακόμη και σε αμετάφραστες περιπτώσεις), κάποιος που θα μάθει τους ελληνικούς δεν θα μπορεί να διαβάσει αγγλικά βιβλία γιατί δεν θα ξέρει τους αγγλικούς.

(Παραδείγματα από την γκικόσφαιρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνική απόδοση του «omg», συντομογραφία του «oh my god» που σημαίνει «ω θεέ μου». Χρησιμοποιείται κυρίως από gamers σε περιπτώσεις που συμβαίνει κάτι αξιοθαύμαστο ή όταν κάποιος το πνίγει.

Ο μι τζι ρε μαλάκα, το νούμερο δεν με χίλαρε και πέθανα!!

Ο μι τζι, ρε φίλε τι κώλος είναι αυτός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνοποιημένα το «gr» (τζι αρ) που απαντάται σε sites και σε ηλεκτρονικές διευθύνσεις.

- Για πες μου την ηλεκτρονική σου διεύθυνση για να σου στείλω με mail τα αρχεία που μου ζήτησες.
- Petropoulos τελεία γκουρού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συντομογραφία αυτή σημαίνει: Read the fucking manual, ή ελληνιστί: Διάβασε το γαμ...νο το εγχειρίδιο. Αυτή η φράση ακούγεται σε service εταιρειών από τεχνικούς. Απευθύνεται σε τεχνικούς που συναντούν πρόβλημα κατά την εγκατάσταση, το σετάρισμα, την επισκευή μιας συσκευής ενώ αποφεύγουν χαρακτηριστικά να συμβουλευτούν το manual. Η φράση αυτή μπορεί να απευθυνθεί και σε πελάτες (αλλά πίσω από την πλάτη τους). Δεν συμβουλεύονται το manual, είτε γιατί υπερεκτιμούν τις ικανότητές τους, είτε γιατί βαριούνται να το ανοίξουν, είτε γιατί υποτιμούν το ρόλο του, είτε γιατί δεν ξέρουν τη γλώσσα γραφής του, είτε γιατί μη γνωρίζοντας πού ακριβώς να ψάξουν, θεωρούν εσφαλμένα πως θα χάσουν χρόνο, είτε γιατί έχουν συνηθίσει σε άλλες μεθόδους, κλπ.

Τεχνικός service εταιρείας σε συνάδελφό του:
- Ρε σύ, έχεις τρεις ώρες και παιδεύεις αυτό το μηχάνημα. Θα σε κράξει ο προϊστάμενος. Αυτό ρε σύ που προσπαθείς να κάνεις, δεν λύνεται με αλχημείες. Αυτό που θες να κάνεις περιγράφεται με απόλυτα κατανοητό τρόπο στο manual της συσκευής. Εδώ και τόσην ώρα σου λέω: RTFM... RTFM... RTFM... αλλά εσύ με κοιτάς με απορία και... το βιολί του ο Καραγιάννης.

! (από BuBis, 27/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αναφέρεται στο δημοφιλές παιχνίδι - videogame WOW - World of Warcraft.

  1. Ρε παιδιά ξεκολλήστε από το WOW επιτέλους!

  2. Παίζαμε WOW όλη μέρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified