Further tags

Έκφραση αμφισβήτησης στη δήλωση περί ύπαρξης τεχνογνωσίας (know how).

- Νομίζουν οι διευθυντάδες πως ως εταιρεία έχουμε το know how. Η πράξη δείχνει πως συνέχεια ψαχνόμαστε για το Who Know how, αλλά τίποτα δε βρίσκουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του «Σοβαρά;», δηλαδή του: «Τι λες ρε παιδί μου...», «Για δες...», «Αν είναι δυνατόν...» και λοιπών τυπικών και ξέπνοων εκφράσεων που προδίδουν πως ο συνομιλητής μας ποσώς ενδιαφέρεται για την καταπληκτική είδηση που με τόση ζέση του ανακοινώνουμε. Αν λοιπόν τον ακούσουμε να λέει «Σωβρακά;», τότε αντιλαμβανόμαστε την ακόμα πιο έκδηλη απαξίωσή του.

- ...και έβρεχε τόσο πολύ που οι δρόμοι είχαν πλημμυρίσει και στο ταξί όπου ήμουν τα νερά είχαν μπει μέσα και ήταν τόσο πολλά ώστε κόντευα να πνιγώ γιατί τα παράθυρα είχαν πάθει εμπλοκή και δεν άνοιγαν και ο ταξιτζής τά 'χε παίξει και δεν ήξερε πού να πάει το αυτοκίνητο και δεν έβλεπε να οδηγήσει και δώσ' του ανεβαίνανε τα νερά ώσπου σταμάτησε η βροχή ξαφνικά και όλα καλά, έτσι μπορώ και είμαι εδώ να σου τα πω.
- Πω πω, τελέρε παιδί μου, σωβρακά;; - Ναι μαλάκα... Μα το Θεό...

Βλέπε και σωβρακολογείς;.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που συνέχεια λέει και περηφανεύεται για κάτι αλλά ποτέ δεν το αποδεικνύει.
Καικαλάς = υποκριτής = ψευτόμαγκας.
Από το και καλά.

Ο καικαλάς ο Κώστας πάλι μίλαγε για το όταν πλάκωνε τον αδερφό του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική φράση που δηλώνει αμφισβήτηση ότι κάτι (που με αφορά) θα επιτευχθεί. Συνήθως, και πιο αόριστα, στον πρώτο πληθυντικό: σωθήκαμε.

  1. Και περιμένεις να σου δώσει λεφτά ο πατέρας σου για να πας στη συναυλία; Σώθηκες...

  2. Πιστεύει ακόμα ο μαλάκας ότι άμα βρεί γκόμενα όλα θα του παν μετά καλά. Σωθήκαμε.

Δες και μελλοντικός παρελθόντας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται ευρέως όταν κάποιος θέλει να διαψεύσει κάτι ή να χαρακτηρίσει ένα στοιχείο ως ψευδές.

- Είπε ότι δεν πρόκειται να με ξανακερατώσει.
- Ναι καλά, αυτά είναι του κώλου!

(από patsis, 30/08/13)

Δικαιολογίες του γκόλουμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified