Further tags

Παραλλαγή του Κοκκαλιστάν. Λόγω των ΜΜΕ που έχει υπό τον έλεγχό του ο Λαμπράκης.

- Τι το ψάχνεις; Πού να βρεις το δίκιο σου στην Ελλάδα του Λαμπρακιστάν;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Με την στενότερη ερμηνεία του όρου, δημοσιοκάφρος είναι ο άπληστος συντάκτης, κίτρινος εκδότης, ή τηλεδολοφόνος εισαγγελάτος ο οποίος πουλάει φτηνό εντυπωσιασμό στο βωμό του κέρδους, αψηφώντας τις παράπλευρες συνέπειες και τον ανθρώπινο πόνο που τα ρεπορτάζ του προκαλούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η σχολή Μ. Τριανταφυλλόπουλου.

  2. Με την ευρύτερη έννοια, ο όρος περιλαμβάνει σύσσωμο το δημοσιογραφικό «λειτούργημα» στην Ελλάδα, μηδέ των σοβαροφανών δημοσιογράφων τύπου Παπαχελά και Τέλλογλου εξαιρουμένων

Η πατρότητα ανήκει στον Τζιμάκο Πανούση ο οποίος προ δεκαετίας και βάλε έδωσε την ιστορική παράσταση με τίτλο Αλήτες, Ρουφιάνοι, Δημοσιοκάφροι.

Φουκαράδες δημοσιοκάφροι. Πριν καιρό ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος μας έλεγε ότι «αναγκάστηκε» να αγοράσει βίλα στην Εκάλη (μια περιοχή «με φτωχούς κατοίκους και πλούσιους κερατάδες» όπως την χαρακτήρισε) για να είναι κοντά στα «άρρωστα πεθερικά του». (από Blog)

Q. Μέγας δημοσιοκαφρος με σκατονομα κι Αλτσχαιμερ:
A. Ν. Κακαουνακης!

Q. Μεγας δημοσιοκαφρος που θυμιζει γυναικειο εσωρουχο:
A. Γ. Τραγκας!

(από Blog)

Έλα μωρέ το θέμα με τους ΕΜΟ κλπ. είναι μια μπούρδα που τη φούσκωσαν οι δημοσιοκάφροι. (από Blog)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που, εμφανισιακά, δεν κάνει για την τηλεόραση. Αλλά, βέβαια, βγαίνει στην τηλεόραση ή θέλει πάρα πολύ να βγει (γιατί αλλιώς δεν θα είχαμε λόγο να σχολιάσουμε). Αναφέρεται για τηλεοπτικούς παρουσιαστές - στην Ελλάδα ζεις - πολιτικά πρόσωπα, πάσης φύσεως μαϊντανούς και τη μεγάλη πλειονότητα των νεαρών/νεανίδων που συχνάζουν στις σχολές/εργαστήρια δημοσιογραφίας και Μου-Μου-Ε.

Κάποιες φορές το άτομο για το οποίο γίνεται το σχόλιο όχι μόνον απωθεί φατσικά αλλά δεν μπορεί να αρθρώσει και δυο λέξεις. Συνεπώς, καλόν θα ήτο να αποφεύγει κάθε επαφή με τα ηλεκτρονικά μέσα (δηλαδή και με το ραδιόφωνο). Στις περιπτώσεις αυτές, η πλήρης έκφραση είναι: «φάτσα για ραδιόφωνο και φωνή για εφημερίδα».

- Καλά ρε μαλάκα, πού τους βρίσκουν; Φάτσα για ραδιόφωνο, μου' χει σπάσει τα νεύρα. Πιάσε το ΤV-σβηστρόλ.

Άρης Ποστοσάλτε (από Vrastaman, 18/01/11)Η pas pal pas mal Σία Κοσιώνη (από Vrastaman, 18/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το κρεβάτι > το γαμήσι > το βρακί/μουνί της εν λόγω γκόμενας.

  2. Όταν ακόμη δεν κυκλοφορούσαν εκτυπωτές ink-jet ή laser και οι μόνοι διαθέσιμοι ήταν οι θορυβώδεις κρουστικοί με τη μελανοταινία, το χαρτί για εκτυπώσεις ήταν σελίδες κολλημένες η μια με την άλλη. Όταν λοιπόν κάποιος τύπωνε μεγάλο κείμενο ή πρόγραμμα, η ατελείωτη σειρά από κόλλες εκτύπωσης αποκαλούνταν σεντόνι. Ακούγονταν τα: «Πάλι την Πειραϊκή-Πατραϊκή τυπώνει/ράβει /κεντάει;» Πιστεύω πως, αν και προέρχεται από τον ορισμό που δίνει η ironick (που αφορά στον έντυπο τύπο), είναι ακόμη πιο πετυχημένος τουλάχιστον οπτικά.

  3. Το τεράστιο κυκλικό πανό που εικονίζει μια ποδοσφαιρική μπάλα και έχει φτάσει να είναι συνώνυμο του Champions League. Έτσι προκύπτουν τα:

  • Ώρα για σεντόνι = Άντε ν' αρχίσει το/Ώρα για Chamnions League
  • Ο Γκέκας βλέπει σεντόνι = Η ομάδα του θα προκριθεί κι αυτός θα παίξει στο Champions League
  • Κουνώ το σεντόνι = Συμμετέχω στο Champions League
  1. - Μεγάλε, έχουμε να σε δούμε από τότε που σε τύλιξε στα σεντόνια της ή μου φαίνεται;
    - Εμ της Πόπης σέρνει καράβι. Ο Κώτσος θα γλίτωνε;

  2. - Ξέρεις πόσα δέντρα σφάζεις με τα σεντόνια σου κάθε μέρα;
    - Άσε που μας παίρνεις και τ' αυτιά.
    - Σόργια! Δε γίνεται αλλιώς και το ξέρετε. Γι' αυτό μόκο!!

  3. - Σεντόνι έεε; Ναααα!!
    - Σκάσε ρε μαλάκα και θα σε γαμήσουν δίχως σάλιο!!

το σεντόνι στο γήπεδο την ώρα που το κουνάνε (από sstteffannoss, 09/11/10)το σεντόνι στο γήπεδο την ώρα που το κουνάνε (από sstteffannoss, 09/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified