Selected tags

Further tags

Ακολουθεί απόπειρα συγκεντρωτικού λήμματος για το συμπαθές αυτό αξεσουάρ.

• Όταν σου πέφτει ή σου πετάνε στο κεφάλι ένα αντικείμενο, τότε λες «μου ήρθε καπέλο», «μου το έφερε καπέλο».

• Πουλάνε με καπέλο, καπέλο στις τιμές, δηλαδή πουλάνε ακριβότερα απ' ότι πρέπει, πάνω από το μέγιστο νόμιμο. Bλ. καραβίσιος, βαπορίσιος.

Ψάθινα καπέλα.

Μουνί καπέλο.

• Αυτό είναι άλλο καπέλο, δηλαδή αυτό είναι άλλο θέμα, άλλου παπά βαγγέλιο.

• Παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω, (όπως έκανε τη μέρα του γάμου του ο Γιώργος Κωνσταντίνου στο «Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα»). Λίγο πριν, η Μάρω Κοντού τον είχε καπελώσει, οπότε περνάμε στο:

• Καπελώνω. Βγαίνω από πάνω, επισκιάζω, παίρνω το πάνω χέρι σε μία σχέση, σε μία ομάδα, το παίζω αρχηγός σε μία κοινή προσπάθεια, υποβαθμίζοντας τον ρόλο των υπολοίπων, οι οποίοι πλέον λέγονται καπελωμένοι και η πράξη λέγεται καπέλωμα.

• «Ψηλά καπέλα», αποκαλούμε αυτούς που αντιμετωπίζουν αφ' υψηλού την πραγματικότητα, είτε λόγω πλούτου και τάχαμου κοινωνικής ανωτερότητας, είτε λόγω τάχαμου πνευματικής ανωτερότητας. Βλ. και το «δεν γαμείς ψηλά καπέλα».

• Σου βγάζω το καπέλο. Ρισπέκ. Σέβομαι απεριόριστα.

Γούστο μου και καπέλο μου και καουμποϊλίκι μου!.

Να σώσω το καπέλο. Τζογαδόρικη σλανγκ.

• Ταριφοσλάνγκ. Καπέλο αποκαλούν οι ταρίφες την ταμπελίτσα ΤΑΧΙ που έχουν στην οροφή του αυτοκινήτου.

Βλέπε επίσης το «βγάλ' τη σκούφια σου και βάρα με» καθώς και το «πετάω τη σκούφια μου».

Τα ευρωπαϊκά καπέλα, ημίψηλα, καθιερώθηκαν μεταξύ 1830-1880. Μέχρι τότε καπέλο δεν είχανε δει τα άγια τούτα χώματα, που κακά σκουριά δεν πιάνουνε, λέμε τώρα. Ο λαουτζίκος φορούσε κούκους, σκούφιες, φέσια, σαρίκια, κεφαλομάντηλα, μαντήλες, (τσεμπέρια) οι γυναίκες και άλλα ωραία.

Όταν πρωτοεμφανίστηκε το καπέλο, μαζί με την ευρωπαϊκή φορεσιά, (κουστούμι), αντιμετωπίστηκε με την δέουσα ειρωνεία και σκώμμα από την λαϊκή σάτιρα. Σχετική η φιγούρα του Ζακυνθινού Σιορ Διονύση στον Καραγκιόζη που σατιρίζει το ευρωπαϊκό ντύσιμο.

Ο Καζαντζάκης στον Καπετάν Μιχάλη, (μπούρδα μυθιστόρημα, αλλά γεμάτο αυθεντικές πληροφορίες για τον παλιό Χάνδακα), χρησιμοποιεί την λέξη «ψαλιδόκωλος» γι΄ αυτούς που φοράνε φράκο.

Η μαρίδα γιουχάριζε τους ευρωπαίους περιηγητές που σκάγανε μύτη στην Ψωροκώσταινα με την παράξενη αμφίεσή τους.

Το καπέλο σιγά σιγά όμως πέρασε και στις λαϊκές τάξεις. Βλ. το γνωστό άσμα για τον Μπάρμπα Γιάννη κανατά, που φορούσε «ψηλό καπέλο και παπούτσια λάστιχα».

Θησαυρό σχετικών γνώσεων και πληροφοριών (αλλά και σλανγκ εκφράσεων) αποτελεί η «Η τραγιάσκα» του Ηλία Πετρόπουλου.

Τα περισσότερα τα έχουμε, οπότε δεν βάζω παράδειγμα. Επίσης οι περισσότερες εκφράσεις είναι κλασικές και υπάρχουν και στα λεξικά, οπότε ούτε κει βάζω παραδείγματα. Περιορίζομαι στα εξής :

  1. Φίλε, για να κάνω επιλογή, πρέπει όχι μόνο να έχω κατεβάσει σημαία, αλλά και να έχω μαζέψει το καπέλο. Αν έχεις σηκωμένο το καπέλο, πρέπει να πάρεις τον πελάτη, ακόμα και αν πηγαίνει στου διαόλου το κέρατο, διαφορετικά μπορεί να σε καταγγείλει. (εξειδικευμένη ταριφολογία για προχωρημένους).

  2. Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
    κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
    (παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
    κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω. (Ν. Καββαδίας, Μαραμπού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένεκα που η ανάπτυξη της τεχνολογίας έθεσε τέλος σε πολλά πράγματα και καταστάσεις, έτσι και η έλευση του βίντεο αρχικά και των ντιβιντί αργότερα, καθώς και η ραγδαία πώληση πορνοταινιών στα περίπτερα (έναντι του κλασικού καλυμμένου χώρου των βίντεοκλαμπ) οδήγησε τα παραδοσιακά τσοντάδικα του ορισμού σε παρακμή, αλλά δημιούργησε την εξής διεύρυνση του όρου: Αντί για τους παραδοσιακούς κινηματογράφους πορνοταινιών, τσοντάδικα πλέον αποκαλούνται τα εξειδικευμένα βίντεοκλαμπ που πουλάνε (πλέον και ενοικιάζουν όπως και τα παραδοσιακά βιντεοκλάμπ) πορνοταινίες, ήτοι τσόντες, για όλα τα γούστα και διαθέσεις.

Η τωρινή έννοια του τσοντάδικου δεν κάνει διαχωρισμό ανάμεσα στο κατάστημα με σταθερή έδρα και σε αυτό που δραστηριοποιείται εμπορικά μέσω του διαδικτύου. Και τα δύο είναι εξίσου τσοντάδικα, εφόσον η πραμάτεια τους αφορά προϊόντα του συγκεκριμένου κλάδου. Επίσης, δεν έχει σημασία αν τα ίδια τα καταστήματα αυτοπροσδιόριζονται ως sex shop, καθότι το μεγαλύτερο μέρος των εμπορευμάτων τους αφορά ταινιακό υλικό (στην Ελλάδα πάντα, στο εξωτερικό δεν είναι ο κανόνας -για την ακρίβεια, εκεί συχνά υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ των καταστημάτων που πωλούν ερωτικά αξεσουάρ και εξαρτήματα, και αυτών που δραστηριοποιούνται στις ταινίες και το έντυπο υλικό), άρα στην συνείδηση του ευρύ κοινού παραμένουν τσοντάδικα.

Ενίοτε δε, τσοντάδικα αποκαλούνται και απλά οι ιστοσελίδες πορνογραφικού ή αισθησιακού περιεχομένου, δείγμα της συγχρονίας του όρου με τις τωρινές εξελίξεις.

Βλ.επίσης τσόντα.

  1. Εμ δεν έχω forum για blogs, τσοντάδικο έχω. Πώς αλλιώς να εξηγήσω τον τόσο μεγάλο αριθμό ατόμων που έρχονται στο forum για το μοναδικό ουσιαστικά blog που υπάρχει με θέμα το sex;

Το τελευταίο διάστημα 9 από τα 10 top keywords που έψαχνε ο κόσμος ήταν σχετικά με sex. Το δέκατο είχε σχέση με χρήματα.

Αξιοσημείωτη όμως είναι η πρώτη τριάδα που έχει ως εξής:

  1. ερωτικες ιστοριες
  2. ερωτικεσ ιστοριεσ
  3. ερωτικές ιστορίες

Για να είναι περισσότερο ολοκληρωμένη η φράση, να προσθέσω ότι το keyword “ερωτικές ιστοριες” καταλάμβανε την έβδομη θέση, ενώ το keyword “ερωτικες ιστορίες” την δέκατη.

Όπως παρατηρούμε λοιπόν, η αναζήτηση της φράσης με σωστή ορθογραφία πήρε την τρίτη θέση, ενώ η ίδια φράση χωρίς τόνους είχε τον τριπλάσιο αριθμό ατόμων.

Τι είπαμε πως ψάχνουν οι Έλληνες στο internet; (Από εδώ)

  1. Απ' το μεσημέρι ψάχνω τη Visa μου.
    Ήμαρτον. Και θέλω να πληρώσω τη συνδρομή στο τσοντάδικο. (Εκεί)

  2. Το Τσοντάδικο κανονικά τον λένε βιντεο κλαμπ Έβδομη Τέχνη. Αλλά επειδή, εκτός από μερικά μπιμούβια για ξεκάρφωμα βασικά έχει τσόντες το λέμε έτσι. Μιλάμε για πολύ τσόντα. Ό,τι ανωμαλία θες ο Ίγκι το 'χει ή θα σ' το βρει. Που κανονικά δεν τον λένε Ίγκι άλλα Μπίλι αλλά επείδη είναι σαν τον Ίγκι Ποπ στα νιάτα του τον λέμε έτσι. Εκεί που λες μαζέυονται διάφοροι μαλάκες να δουν τι καινουριο παίζει στο χώρο του πορνό κι άμα είσαι καλός πελάτης ο Ίγκι ξηγιέται ουισκάκι. Άρχιδια μέρος για να πάω αλλά μόνο εκεί μπορούσα να πιω κάτι τζάμπα. (Παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σορτάρω, δάνειο εκ του shorting της αγγλόφωνης χρηματιστηριακής ιδιολέκτου, που σημαίνει πως «επιδίδομαι στην χρηματιστηριακή πρακτική του short selling», δηλαδή της πώλησης μετοχών τις οποίες δεν έχω ακόμη στην κατοχή μου αλλά τις έχω ως δανεικές (με την προοπτική πως θα τις ξαναγοράσω όταν θα πέσει η αξία τους), το οποίο αν και έχει μεταφραστεί ως ανοικτή πώληση, μολαταύτα χρησιμοποιείται αυτούσιο στον οικονομικό τύπο και τους ελληνικούς χρηματιστηριακούς κύκλους.

Εμπεριστατωμένη ανάλυση και σχόλια περί του φαινομένου και στο λήμμα σορτάκιας.

  1. Επίσης δάνειο του αγγλικού sort out, που σημαίνει ξεδιαλέγω, ξεσκαρταρίζω. Η χρήση του όμως δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη.

Πάσα: Πειρατίνα Τζένη (από την Υεμένη;)

  1. - Η κρίση, που έμεινε γνωστή ως κρίση των καταθέσεων και δανείων, έληξε επίσημα το 1995 και το Resolution Trust Corporation ενσωματώθηκε στον εγγυητικό μηχανισμό της Fed (Federal Deposit Insurance Corporation), που είχε δημιουργηθεί την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης τη δεκαετία του '30, με στόχο τη ρύθμιση του τραπεζικού συστήματος και την προστασία των αποταμιευτών σε περιπτώσεις τραπεζικών πτωχεύσεων. Σε μια ακόμη δραματική εξέλιξη στο πλαίσιο της επιχείρησης σωτηρίας των διεθνών κεφαλαιαγορών, οι βρετανικές χρηματιστηριακές αρχές ανακοίνωσαν την απαγόρευση της πρακτικής των ανοιχτών πωλήσεων (short selling), δηλαδή της πώλησης μετοχών που δεν έχουν υπό την κατοχή τους οι επενδυτές, αλλά τις έχουν δανειστεί και η οποία θεωρείται ως μία από τις πηγές της πρόσφατης χρηματιστηριακής αστάθειας. (Από εδώ)

  2. - Στον SP500 θα διακινδυνέψω σορτάρισματα τις επόμενες εβδομάδες γιατί πιστεύω ότι η «τύχη θα είναι με το μέρος μου». Αλλά προσοχή είναι για μεγάλα παιδιά παιχνίδι. ΠΧ... Εαν δω μια «παράλογη ανοδική αντίδραση» παρακολουθώ 60λεπτα διαγράμματα και μόλις το σύστημα δώσει κορυφή εγώ σορτάρω. Αυτό με δεδομένο ότι η βραχυχρόνια τάση είναι καθοδική. Δεν ξέρω πως παίζεις εσύ τα παράγωγα αλλά εγώ είμαι πολυ προσεκτικός γιατί δεν έχω λεφτά για πέταμα. Γενικά τα παράγωγα τα προτείνω μόνο σε πολύ έμπειρους αλλιώς μοιάζει σαν να δίνεις πυρηνικά όπλα σε έναν μαθητευόμενο μάγο! Ποια θα είναι νομοτελειακά η κατάληξη; (Εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Mαγαζί προϊόντων ή υπηρεσιών, με ατελείωτη και συνεχή πελατεία. Ο μαγαζάτορας δεν προλαβαίνει να πουλάει και να κόβει μονέδα αβέρτα. Σα να έχει δηλαδή μία μηχανή και να κόβει λεφτά. Η ποιότητα είναι αντιστρόφως ανάλογη της επιτυχίας του στην αγορά. Στην εξυπηρέτηση ισχύει το «φύγε εσύ, έλα εσύ». Η επιτυχία του είναι αποτέλεσμα καλής διαφήμισης, δημοσίων σχέσεων και της αγελαίας νοοτροπίας αυτών που προθύμως καταθέτουν τον οβολό τους. Κοφτήρια μπορεί να χαρακτηριστούν οιεσδήποτε επιχειρήσεις, από περίπτερα ή φαστφουντάδικα, μαγαζιά γωνία, μέχρι ιατρικές κλινικές και δικηγορικά γραφεία. Το άκουσα από κάποιον που μιλούσε για κλινικές εξωσωματικής γονιμοποίησης.

  2. Επικίνδυνο οδικό σημείο, για οδηγούς ή πεζούς. Π.χ., για τους πεζούς που διασχίζουν το δρόμο, η Κηφισίας στο ύψος της Εθνικής Αντιστάσεως ή του Φάρου Ψυχικού. Μουστάκια, τον παίρνεις.

  3. Κοφτήριο (και κόφτης), λέγεται ο αμυντικός ποδοσφαιριστής με ειδικότητα στα τζατζαρίσματα και τα κλαδέματα των αντιπάλων επιθετικών. Επικίνδυνος αλλά αποτελεσματικός.

  1. Κοφτήριο λιρών είναι αυτά τα καλσόν, άσε που πιάνεις και κανένα μπουτάκι από τα μοντέλα που τα δοκιμάζουν (από ιστολόγιο).

  2. βλέπω στα αριστερά, πάνω στο δρόμο, δύο σκυλιά. το ένα ξαπλωμένο, το άλλο από πάνω του στηλωμένο να το κοιτά. εκείνο το σημείο είναι «κοφτήριο». όποτε μπαίνω γκαζώνω μη με πάρει αμπάριζα το ρεύμα της Ηλιουπόλεως που κατεβαίνει αλαφιασμένο. έτσι μπήκα και χτες, προσπέρασα τα σκυλιά, προσέχοντας απλά μην με πάρουν στο κατόπιν. ομόνοια, εφημερίδες, μια έγνοια μην και δεν έκλεισα τον εξαερισμό και τον ακούνε οι γείτονες όλη νύχτα, πάλι πίσω, ήταν κλειστός. ξανά Ηλιουπόλεως, η κίνηση κάλμα. τα σκυλιά-είκοσι λεπτά μετά-ασάλευτα στην ίδια θέση. τα προσπερνάω αργά αργά και τα κοιτώ. το ξαπλωμένο είναι σκοτωμένο με το αίμα στην άσφαλτο. το όρθιο, με τονα πόδι αριστερά και το άλλο δεξιά από το ψοφίμι, το κοιτά μπρος του αδιαφορώντας παντελώς για τα αμάξια που έρχονται από πίσω του στη λωρίδα της ταχείας κυκλοφορίας. παρκάρω κανένα τέταρτο παρακάτω και κοιτώ από τον καθρέφτη τα δύο σκυλιά. τέτοιο ξενύχτι νεκρού δεν έχω ξαναδεί... (από ιστολόγιο, έβαλα όλη την παράγραφο γιατί μου άρεζε)

  3. Ο Καλλιτζάκης ήταν μεγάλο κοφτήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη Κουτάλας παραπέμπει στο διασημότερο ίσως περίπτερο της ευρύτερης μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας. Κατά καιρούς του έχουν γίνει διάφορα χαζο-αφιερώματα σε περιοδικά κλπ. Βρίσκεται στην παραλιακή λεωφόρο, στην κάθοδο, αμέσως μετά τη διασταύρωση της Βάρης και καμιά κατοσταριά μέτρα από εκεί που τελειώνει η λεωφ. Βουλιαγμένης.

Διατί Κουτάλας; Διότι σ' αυτό το περίπτερο όλοι σχεδόν οι πελάτες εξυπηρετούνται όντες εντός του αυτοκινήτου τους, μέσω μιας μακριάς κουτάλας (πιο πολύ φέρνει σε φτιάρι που 'χει για λαβή ένα σκουπόξυλο) που χειρίζεται ο επιδέξιος περιπτερούχος. Οι εποχούμενοι πελάτες, αφούν πουν τι θέλουν, τοποθετούν πρώτα το αντίτιμο στην αδηφάγο κουτάλα. Κατόπιν, αφού ο κουτάλας τσεπώσει το μπακίρι, η κουτάλα επιστρέφει γέμουσα αγαθών.

Εννοείται πως ο Κουτάλας έχει θησαυρίσει και τρώει κυριολεκτικά με χρυσά κουτάλια. Είναι κυριολεκτικά μαγαζί-γωνία. Δεν υπάρχει παραλιόβιος που να μη γνωρίζει το πέρασμα αυτό. Όλα τα σκυλιά της αθηναϊκής (καλοκαιρινής) νύχτας έχουν κάποτες αφήσει τον οβολό τους εκεί. Το ίδιο ισχύει και για τα στίφη των λουόμενων του καλοκαιριού, που κατευθύνονται προς τις παραλίες της Βουλιαγμένης, της Βάρκιζας, της Σαρωνίδας κ.ο.κ.

Διότι (και αυτό είναι πολύ σημαντικό) μετά τον Κουτάλα, τα περίπτερα στην παραλιακή μετριούνται στα δάχτυλα του μισού χεριού. Εκτός αυτού, είναι ψιλοχωμένα και δεν βρίσκονται ακριβώς απάνω στον κεντρικό δρόμο, ώστε να σκάσεις εκεί μπαμ με το αμαξικό σου και να τσιμπήσεις κύριος τα σιγαρέτα σου ή ότι άλλο γουσταρίζεις. Πρέπει να κάνεις παρακάμψεις και μανούβρες για να τα προσεγγίσεις, όπως π.χ. με το περίπτερο που ειναι στο Λαιμό της Βουλιαγμένης. Μανουριάρικες καταστάσεις, όπου χάνεις χρόνο και γίνονται τα νεύρα σου ζαρτιέρες.

Και στο πέρασμα του Κουτάλα όμως παίζει να γίνουν τα νεύρα σου κρόσια, εξαιτίας του τράφικ που δημιουργείται εκεί από αυτοκίνητα που περιμένουν στην ουρά να εξυπερετεθούν. Αν τώρα εσύ υπήρξες τόσο μαλάκας, ώστε προνόησες να καβατζωθείς με τσιγάρα κλπ και να μην ψάχνεις τελευταία στιγμή, τότε καλά να πάθεις. Θα τους λουστείς και θα περιμένεις μαζί τους...

Σ.ς.: Το παρόν λήμμα αναφέρεται σε συγκεκριμένο φαινόμενο του λεκανοπεδίου Αττικής και ειδικότερα της παραλιακής λεωφόρου. Ως εκ τούτου, ζητούμε την κατανόηση χρηστών μη εξοικειωμένων, για οποιοδήποτε λόγο, με το μαγικό κόσμο της και καλούα ελληνικής Ριβιέρας.

  1. - Μαλάκα ελπίζω να πήρες τσιγάρα.
    - Ω ρε πούστη μου το ξέχασα τελείως. Θα σταματήσουμε στον κουτάλα.

  2. - Άντε ρεεεεε...! Τσουλάτε καμιά ώρα τα καρότσα σας να φύγουμε!
    - Κουλ ντάουν βρε μαλάκα! Δλδ τι περίμενες, Κυριακή μεσημέρι καλοκαιριάτικο και να μην έχει κίνηση στην παραλία;
    - Δεν κατάλαβες, είναι που όλοι οι μαλάκες έχουν σταματήσει εδώ στον κουτάλα και κλείνουν το δρόμο.
    - Ε νταξ ρε φίλε, τότε ας πρόσεχες να μην έπιανες δεξιά λωρίδα σαν τους γέρους.
    - Βρε δε γαμιέσαι κι εσύ κι ο κουτάλας λέω γω;

Φωτό: Βράσταγκιρλ. (από Vrastaman, 21/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ναυτική (αλλά και τελευταίως στην αεροναυτική) slang, γαλατάς (και γαλατάδικο), ονομάζεται το σκάφος -από μικρό καϊκάκι μέχρι μεσαίο φορτηγό- που εκτελεί, πολλές φορές καθημερινά, συγκεκριμένα δρομολόγια τροφοδοσίας.

Στα μεγαλύτερα παπόρια, ο γαλατάς περιφέρεται από λιμάνι σε λιμάνι, κάνοντας σκάντζα φορτία, πολλές φορές χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Τέτοια πλοία, συνήθως σκυλοπνίχτες, χρησιμοποιούταν, παλαιότερα ιδίως, για μεταφορά πάσης φύσεως λαθραίου, ναρκωτικού και όπλων.

Τελευταία όμως, μία από τις βασικές και νομιμοφανείς χρήσεις τους είναι η μεταφορά νόμιμων μεν φορτίων, αλλά η χρήση του μεταφερόμενου προϊόντος χρησιμοποιείται για να χρηματοδοτήσει παράνομους σκοπούς. Αγαπημένα λιμάνια των γαλατάδων είναι το Μογκαντίσου, η Μομπάσα, το Λάγκος και η Μονρόβια.

  1. - Ποιος ρε ο Μπάμπης; Παράτησε την γέφυρα και έχει γίνει γαλατάς! Κάθε μέρα, πάνω-κάτω Ερμιόνη-Ύδρα-Σπέτσες-Ερμιόνη.
    - Ε, του το'χα πει, αυτή μέχρι μουστάκι θα τον βάλει να ξυρίσει!

  2. Σε νηοψία από Νατοϊκούς νερόμπατσους, έξω απ΄το Άντεν:
    - Μα αγαπητέ κύριε μου, κοιτάξτε το cargo manifest, όλα είναι εντάξει δηλωμένα! Εκατό τόνοι ζάχαρης για Mογκαντίσου! - Τι λες ρε μαγκίτη, κι αυτοί που σε περιμένουν με τα αντι-αρματικά για να το παραλάβουν, τι θα κάνουν με τόση ζάχαρη, μαλλί της γριάς;
    - Εγώ δεν ξέρω μίστερ, γαλατάδικο κουμαντάρω! Αλλά έχω ακούσει ότι αυτοί οι Σομαλοί, πίνουν το τσάι σερμπέτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νόθευση ναρκωτικής ουσίας. Μείωση της καθαρότητάς της μέσω προσμείξεων. Συνηθέστατη πρακτική. Το κόψιμο μπορεί να φτάσει και σε ποσοστό 95%. Σε χώρες όπως η Ελλάδα αυτό δεν είναι καθόλου σπάνιο.

Κομμένη: νοθευμένη ναρκωτική ουσία. Η μη κομμένη είναι η καθαρή. Κόβω: νοθεύω ναρκωτικά (με σκοπό προφάνουσλυ το κέρδος)

Όλες σχεδόν οι ντρόγκες κόβονται. Η καθεμιά και με διαφορετικό υλικό. Είναι ανεδαφικό ωστόσο να μιλάμε για τυποποίηση στους τρόπους και τα υλικά των κοψιμάτων. Ο καθένας χρησιμοποιεί ό,τι έχει εύκαιρο, ό,τι βρει μπροστά του. Φουλ αυτοσχεδιασμός. Φαντασία να 'χεις κι η δουλειά θα γίνει. Πενία τέχνας κατεργάζεται.

Στη διαιωνιζόμενη πραγματικότητα του κοψίματος, οφείλεται η συντριπτική πλειοψηφία των θανάτων από ναρκωτικά. Αυτό που συχνά ακούγεται, «πέθανε από υπερβολική δόση» είναι μέγιστη ανακρίβεια, παραμύθι για μικρά παιδιά. Οι χρήστες –μιλάμε βασικά για τους πρεζάκηδες– δεν είναι ηλίθιοι. Γνωρίζουν πολύ καλά πόσο πρέπει να πιουν, μέχρι ποιο σημείο τους παίρνει. Η στραβή κάθεται συνήθως στην εξής περίπτωση: κάνεις χρήση νοθευμένης πρέζας για καιρό, και συνεπώς ξέρεις τι ποσότητα επαρκεί για να την ακούσεις, π.χ. 1 τζι (γραμμάριο) την ημέρα. Καμιά φορά όμως, σκάει μύτη στις πιάτσες σταφ υψηλότερης της συνήθους καθαρότητας. Ο πρεζάκιας, αν δεν την σακουλευτεί τη φάση και βαρέσει με την ίδια ποσότητα, την πούτσισε... Η κατ' εξαίρεση διοχέτευση καθαρής πρέζας στις πιάτσες, είναι συνήθως ενέργεια των ντηλεράδων καθ' όλα σκόπιμη, όταν θέλουν να απαλλαγούν από κάποιον / κάποιους ιδιαιτέρως ενοχλητικούς πελάτες...

Το αντίστροφο της παραπάνω φάσης –που επίσης αποβαίνει μοιραίο– έχει ως ακολούθως: κάποιος που είναι καθαρός καιρό, αν ξαναπέσει απότομα στην παραμύθα, κάνοντας το λάθος να ξεκινήσει με την ποσότητα που έπαιρνε παλιά, θα φάει χοντρό πακέτο, ίσως και να ψωνίσει κάνα ξύλινο παλτό... Αυτό συμβαίνει λόγω άγνοιας των μηχανισμών ανοχής του σώματος. Όταν πίνεις τακτικά, αναπτύσσεις ανοχή, που όσο πάει και μεγαλώνει (μιθριδατισμός). Με την απεξάρτηση όμως, επανέρχεσαι στα φυσιολογικά επίπεδα ανοχής, αυτά ενός «κανονικού» ανθρώπου. Έτσι τουλάστιχον λένε, γιατί υπάρχει κι η άποψη «once a junkie, always a junkie». Αλλά αυτό το ρητό μάλλον αναφέρεται στην ψυχολογική όψη της εξάρτησης, η οποία σε αντίθεση με την καθαρά σωματική, είναι πολύ πιο μανουριάρικη. Η Ηρώ είναι μια γκόμενα που δεν ξεχνάς ποτέ. Όποιος έχει νιώσει τη ζεστή θαλπωρή και τους απανωτούς οργασμούς του πρώτου λεπτού μετά το βάρεμα, θα καταλάβει.

Τρόποι και υλικά κοψίματος

Το χασίς κόβεται με χένα. Επίσης, του αφαιρείται το λάδι, το χασισέλαιο (απολαδοποίηση), οπότε χάνει το 60-80% της ποιοτικής του αξίας και γίνεται μπουρούχα.

Στις σκόνες συνηθίζεται η ζάχαρη, η λακτόζη, το μανιτόλ (φαρμακευτική σκόνη άσπρη σαν τη ζάχαρη, αλλά με ουδέτερη γεύση), το κινίνο, η καυστική σόδα, το ταλκ, η κιμωλία. Έχουν αναφερθεί ακόμη και μαρμαρόσκονη / τριμμένος σοβάς, χώμα και έτερα οικοδομικά υλικά. Οι ουσίες αυτές, μαζί με λίγο σταφ μπορούν π.χ. να ανακατευτούν σε μίξερ με έναν κύβο Κνορ, που με το λίπος του «δένει» το όλο μείγμα. Επίσης χρησιμοποιούνται διάφορα χάπια, π.χ. depon, τριμμένα ή και ψημένα, ώστε να πάρουν την τυπική καφετιά πρεζόμορφη απόχρωση. Καμιά φορά το κόψιμο γίνεται και με κανονικά δηλητήρια, π.χ. στρυχνίνη. Η κλασική κίνηση που κάνουν οι μπάτσοι στις ταινίες, να δοκιμάζουν με την άκρη του δαχτύλου τη σκόνη για να δουν τι σκατά είναι (σημειωτέον πως η πρέζα έχει πικρή γεύση), κατά καιρούς έχει στείλει μερικούς από δαύτους να δουν τα ραδίκια να φυτρώνουν απ' τη μέσα μεριά...

  1. Το κόψιμο της σκόνης (ηρωίνης, κοκαΐνης, μορφίνης) λαμβάνει χώρα όταν η ουσία βρίσκεται στη συμπυκνωμένη μορφή της λεγόμενης «βάσης», ένα βήμα πριν το λιανικό εμπόριο.

  2. Στην Ελλάδα διαθέτουμε, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, την πλέον κομμένη πρέζα όλης της Ευρώπης: μόλις 20% καθαρότητα κατά μέσο όρο.

  3. Οποιοσδήποτε μπορεί να κόψει λίγη κόκα και να την πουλήσει πολλαπλασιάζοντας το κέρδος του. Στην κουζίνα της μαμάς σου θα βρεις ό,τι χρειάζεσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως κλωστές χαρακτηρίζονται οι εταιρείες που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο στον κλάδο των κλωστοϋφαντουργιών.

Μην ασχολείσαι με τις κλωστές, έχει ψοφήσει ο κλάδος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κουβαλά ναρκωτικά ή άλλα παράνομα είδη.

-Μαλάκα, μπάτσοι! Κόψε δεξιά όπου βρεις!
-Φορτωμένος είσαι;
-Όχι.
-Στ' αρχίδια μας λοιπόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tο σπάσιμο της παρθενιάς από έφηβο, η πρώτη φορά που πηδάει.

Δανεισμένο από την τουρκική λέξη σεφτές που χρησιμοποιείται στο εμπόριο για να δηλώσει τον πρώτο πελάτη της ημέρας, το πρώτο νταραβέρι οικονομικής χροιάς.

- Αδερφέ χτες πήγα στα κορίτσια και με έκαναν άντρα και διάλεξα την Πάολα την κωλομπιάνα

- Μπράβο ρε συ καλό τσουτσού σεφτέ έκανες…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified