Τελικά γούσταρε το γκομενάκι και μάλιστα νομίζω ότι άρεσα και στην φίλη της οπότε ό,τι και να γίνει έχω και καβλάτζα.
Καβάτζα σε γκόμενα. Ρήμα: Καβαλατζώθηκα
Τελικά γούσταρε το γκομενάκι και μάλιστα νομίζω ότι άρεσα και στην φίλη της οπότε ό,τι και να γίνει έχω και καβλάτζα.
Καβάτζα σε γκόμενα. Ρήμα: Καβαλατζώθηκα
Got a better definition? Add it!
Published
Ασε τι έπαθα, νόμιζα ότι ήμουν ο πρώτος της αλλά τελικά αποδείχτηκε πεπειραμμένη βαλβιδοπνίχτρα...
Αρχική χρήση στη σατιρική εκπομπή "Πρωινό Φρικασέ". Περιγράφει αυτή που έχει ταλέντο στο να στρίβει σαν να "πνίγει" αντρικά μόρια σαν βαλβίδες συνήθως χρησιμοποιώντας τα χέρια ή στομα. Εκείνη που έχει συχνές και πολύ στενές επαφές με πολλαπλές "βαλβίδες" του αντίθετου φύλλου...
Got a better definition? Add it!
Published
Τέρμα ζουζουνιάρικη, γκομενίστικη έκδοση του επιρρήματος τόσο.
-Έλα ρε αγάπη άσε με να κοιμηθώ λίγο ακόμαα..
-Είναι δώδεκα ρε πότε θα κατέβουμε κέντρο;
-Τσότσο, τσότσο δα, δέκα λεπτάκια και σηκώνομαι.
Got a better definition? Add it!
Το βαθύ και απόκρημνο χάσμα του κόλπου, η λεγόμενη μουνοχαράδρα, όπου η ψωλή μπαίνει και χάνεται, αποτέλεσμα κληρονομικότητας ή απλά υπέρμετρου ξεμουνιάσματος.
Φίλε έριξα χθές μια αστραποψωλιά στην Μικαέλα, κόντεψα να φέρω βαρομετρικό χαμηλό μαλάκα... Μουνοβάραθρο του Ολύμπου βέβαια και κώλος δίευρω, σαν να γαμούσα το υπερπέραν ήταν. Βάζω στοίχημα πρέπει να την έχει καρφοκωλιάσει η μισή Δυτική Αττική.
Got a better definition? Add it!
Όρος που χαρακτηρίζει συνήθως γκόμενα κακοφτιαγμένης σωματικής διάπλασης όπου παραπέμπει αστραπιαία σε έκθεση/απορρόφηση τεραστίων ποσοτήτων ραδιενέργειας κατά το ατύχημα του Τσερνομπίλ το σωτήριον έτος 1986.
Εντούτοις μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συνώνυμο της φλόμπας, σώρας, φακλάνας πεταμένης κτλ Δεν έχει παρατηρηθεί προς το παρόν αν υποσυνείδητα μαγνητίζεται από τη ραδιενέργεια αυτός ο ξεχωριστός πληθυσμός γυναικών, έστω και εικονικά υπό την μορφή ταινιών(Godzilla, Hulk κτλ)
- Γιώργο κοίτα το καινούργιο μου δαχτυλίδι στο πόδι! Δεν είναι τρομερό?!!
- Μωρή Τσερνομπιλιάρα πως στραβώνει έτσι το δάχτυλο σου, τώρα το είδα!
- Αγαμήσου Γιώργο...
Got a better definition? Add it!
Να εκεί οι φακλάνες στήσαν φακλανοπήγαδο
ο όρος εντοπίζεται ήδη από τον 11ο αιώνα (προφανώς είναι αρκετά αρχαιότερος καθώς από το κείμενο φαίνεται ότι η καθομιλουμένη σατιρική γλώσσα ήταν πλήρως εξοικοιωμένη με τον όρο), και συνδέεται με το βυζαντινό ''φακλήν'', που το λεξικό Γουδία ερμηνεύει ως ''καλώς φαίνειν΄΄, όπως το φατλήν ως ''τηλόθεν φαίνειν''. άρα το φακλήν αφορά την κοκκέτα, τη γυναίκα (αλλά και άνδρα όπως θα δούμε) που ήθελε να φαίνεται όμορφη , ίσως με την έννοια της ματαιοδοξίας. Όντως, στην ''Ακολουθία του Σπανού'' αναφέρεται σατιρίζοντας :
''Σπανὲ πονηρὲ καὶ καρδία σατανᾶ καὶ λύκου γνώμη, τὰς τρεῖς σου τρίχας, ταπεινέ, ἃς ἔχῃς εἰς τὸ πιγούνιν ἀπὸ κακὴν ῥοπὴ τοῦ κώλου μας, σπανὲ ἀναχεσομούσουδε καὶ φακλανοπορδοτσουφάτε''
και αλλού πάλι,
''ἔτι δὲ καὶ ἀβγοπίγουνος καὶ κολοκυνθοκέφαλος καὶ μυρμηγκοσφόνδυλος καὶ δρεπανόραχος, ἀναχεσομύτης τε καὶ φακλανάτος, μᾶλλον δὲ καὶ εἰς τὸν κῶλον στυφάτος, ὄνομα δὲ τούτῳ ἦν Φατσιρλέας, ὁ υἱὸς τοῦ Φάσκατα,''
και το εκπληκτικό
''Στυφάτος εἰς τὸν κῶλον, βιλλάτος, φακλανάτος, σπανὸς τραγοσκελάτος.''
και αφού έχει ρίξει τις ''ευχές'' του (το έργο είναι γραμμένο με βάση την εκκλησιαστική ακολουθία με πλάγιο ήχο κτλ) , αναφέρει:
''Ἡμεῖς, ὅ τε παπὰ–Φιλίσκος ἀπὸ τοὺς Φιλίππους ἔτι δὲ καὶ <ἡ> κυρὰ Κουμμερτικίνα ἡ Κατσικοπορδοὺ ἀπὸ τὴν Ἀσφάμιαν, παπαδία του, παραδίδομεν εἰς τὸν γαμβρὸν ἡμῶν κὺρ Λέοντα τὸν Κατσαρέλην ἀπὸ τὴν Πέργαμον τὴν γνήσιαν ἡμῶν καὶ φιλτάτην θυγατέρα ὀνόματι Φακλάνα''
και ορίστε και ο επίλογος του σατιρικού αυτού ποιήματος, άγνωστο σε πολλούς Έλληνες :
''Σαββάτον σαββατώνω τον, σκάπτω λάκκον, βάνω τον, κατουρῶ καὶ ἀλείφω τον, χέζω καὶ θυμιάζω τον, Τρία ξυλοκέρατα εἰς τὸν τάφον σου. Ἐγὼ παπάς, εἰς τὰς εἴκοσι ἐννέα τοῦ Φακλανοῦ μηνὸς κάμνω σε μνημόσκυλον, φέρνω παπὰ γύφτικον, ψάλλει, θυμιάζω τον τὴν πορδήν μας λίβανον, σκατὰ εἰς τὸν τάφον του καὶ πηλὰ εἰς τὰ γένια του. Καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας. Τέλος.''
(Προσαρμογή από διαδικτυακό σχόλιο του Πάνου Λιούκα)
Got a better definition? Add it!
Published
Η γκόμενα.
(προφανώς συνδέεται με τους υπάρχοντες ορισμούς, αλλά βλέπουμε ότι το λήμμα μπορεί άνετα να καλύψει μεγαλύτερο εύρος περιπτώσεων)
Got a better definition? Add it!
Οποιοδήποτε υλικό αγαθό αποκτά μια γυναίκα με την χρήση των φυσικών της χαρισμάτων, ιδιαίτερα δε όταν το καταφέρει ξελογιάζοντας κανέναν φραγκάτο γερομπισμπίκη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ειδική περίπτωση μπάζου. Προς το ασχημούλα, αλλά όχι απελπιστικά, και μάλλον συμπαθητική. Στην κλίμακα γαμευσιμότητας βρίσκεται μακρυά απ' το κακό μπάζο, που δεν της τον δίνεις ούτε τα χριστούγεννα (για την καλή πράξη), αλλά πιο μακρυά και απ' τη μουνάρα.
Κοντά στο νηστίσιμη, με μια δόση συμπάθειας.
- Τη γνώρισες την Πέπη που σου έλεγε η δικιά μου τελικά;
- Ναι, μπαζάκι είναι ρε γαμώτο... Είναι ψηλή όμως, και μ' αρέσουν οι ψηλές. Μου ρίχνει ένα κεφάλι.
- Εσύ της έριχνες ένα;
Got a better definition? Add it!
Η ανύπανδρη μεγαλοκοπέλα που γεροντομουνιάζει, η εναπομείνασα εις το ράφι, η αραχνομούνα, η γεροντοκόρη.
- Ναι, είμαι μία γεροντομούνα. Γιατί ντρέπομαι να το πω, γιατί φοβάμαι να εντάξω αυτή τη λέξη ακόμα και στον εσωτερικό μου μουνόλογο;
Ντοπιολαλιά τση ορεινής Αρκαδίας, καταγεγραμμένη στο υπέροχο έργο του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά, Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013), σ. 44.
Got a better definition? Add it!