Selected tags

Further tags

Αποκαλούνται οι πολεμιστές θηλυκού γένους, οι οποίες απαρτίζουν τις σκανδιναβικές θηλυκές ορδές που κατακλείουν τα ελληνικά νησιά το καλοκαίρι, και οι οποίες βρίσκουν τρε καβλωτίκ, τον μαυροτσούκαλο και τριχωτό τύπο του νεοέλληνα.

Βεβαίως πρέπει να δώσουμε τα εύσημα στο σουηδικό σύστημα εκπαίδευσης, που εμποτίζει αυτά τα χαριτωμένα ξανθά κεφάλια (εμάς βέβαια ως φυλή, μας ενδιαφέρει το υπόβαθρο), με την έννοια του φιλελληνισμού. Διότι όλα ξεκινούν από το μυαλό.

- Τι έγινε χθες το βράδυ;
- Προσπάθησα να κρατήσω την εικόνα του έθνους ψηλά, αλλά παραδόθηκα...
- Δηλαδή;
- Αντί να τη ξεζουμίσω εγώ την Πενίλα, με ξεζούμισε αυτή. Μετά το τρίτο, αποκοιμήθηκα, και αυτή συνέχισε μόνη της.
- Γιατί δεν τηλεφώναγες ρεεεε;
- Ρε τσίσια, να βρεις την δικιά σου βίκινγκ ζουλιάρη. Ε, ζουλιάρη. Ζέχνει ο τόπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα της οποίας τα θέλγητρα παραπέμπουν στην γνωστή ιέρεια του έρωτα και η οποία διανθίζει την κατά τα άλλα βαρετή αναπαραγωγική διαδικασία με διάφορες τεχνικές, αξεσουάρ και ειδικά εφέ.

Στον δρόμο που χάραξε η Τσιτσιολίνα.

Η Αυτής Εξοχότης Cicciοlina (από allivegp, 30/11/09)Δρόμος στα Μελίσσια (από Khan, 12/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βούρλο ονομάζονταν παλαιότερα πριν το Β'ΠΠ και η γυναίκα ιερόδουλος η οποία θεωρούνταν πολύ χαζή. Η ονομασία συνδέονταν με το Μέγα-Πορνείο των Βούρλων που υπήρχε στον Πειραιά (Δραπετσώνα). Πιθανόν επίσης βούρλο να ονομάζονταν κόρες αυστηρών οικογενειών οι οποίες έχασαν την τιμή τους εκτός γάμου και οι "γονείς" τους τις έστειλαν να δουλέψουν στα Βούρλα. Υπάρχουν υποψίες ότι αυτό πράγματι είχε συμβεί αρκετές φορές.

.

Η έκφραση "άντε ρε βούρλο" είναι υποτιμητική και προέρχεται από τα πιοπάνω λήμματα ή ειδικότερα την τραγική κατάσταση μιας ιερόδουλης στο πορνείο των Βούρλων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για γυναίκα που κάνει παντρεύεται με ομοφυλόφιλο άντρα για να διατηρήσει για λόγους status την ψευδαίσθηση πως είναι ετεροφυλόφιλος

Είναι γνωστό πως ο Kanye είναι gay (ή έστω bi) και η Kim είναι γένια

Got a better definition? Add it!

Published

Η ανύπανδρη μεγαλοκοπέλα που γεροντομουνιάζει, η εναπομείνασα εις το ράφι, η αραχνομούνα, η γεροντοκόρη.

- Ναι, είμαι μία γεροντομούνα. Γιατί ντρέπομαι να το πω, γιατί φοβάμαι να εντάξω αυτή τη λέξη ακόμα και στον εσωτερικό μου μουνόλογο;

Ντοπιολαλιά τση ορεινής Αρκαδίας, καταγεγραμμένη στο υπέροχο έργο του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά, Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013), σ. 44.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γεωργία Γκέλλερ: αναφέρεται σε θηλυκό με εξέχουσες σεξουαλικές επιδόσεις που φτάνουν σε σημείο να λυγίζουν τα πουλάκια όπως ο Γιούρι (ελληνιστί Γεώργιος) Γκέλλερ τα κουταλάκια.

- Τι έγινε ρε συ Κώστα ο Μάκης; Πού έχει χαθεί;

- Άστα. Έμπλεξε με μια γκόμενα πολύ Γεωργίτσα Γκέλλερ. Δεν μπορεί να πάρει τα ποδιά του από την πολύ καβάλα!

Yuri Geller (από panos1962, 28/11/09)Νόσος τοῦ Peyronie: Μάγκες, μή γελᾶτε καθόλου. (από aias.ath, 04/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γριά, συνήθως μαυροντυμένη, με άσπρο αφράτο μαλλί (ή περουκί) που κυκλοφορεί με λεωφορεία, σπάει τ' αρχίδια όλων των επιβατών μέχρι να κάτσει κάτω αυτή και η σακούλα με τα ραδίκια και λοιπά ζαρζαβατικά που λογικά έχει μαζί της.

(Στη γαλαρία)
- Μαλάκα, τι γίνεται εκεί μπροστά;
- Ε, μπήκε μια γιαγιούμπα και τα 'χει κάνει όλα πουτάνα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H χήρα του John Lennon έδωσε το όνομά της σε όλες τις γυναίκες οι οποίες:

α) είναι υστερικές και λόγω της ξινομουριάς, κακάσχημες, αλλά κάποιος στραβώθηκε και τις έπιασε γκόμενες,
β) έχουν περίοδο κάθε μέρα,
γ) τουπεδιάζουν επειδή ο γκόμενός τους είναι κάποιος,
δ) δεν αφήνουν τους γκόμενους να κάνουν βήμα χωρίς αυτές,
ε) χειραγωγούν τους γκόμενους (για να μη πω ψωλ-αγωγούν) (σημείωση: υποψιάζομαι πως πρέπει να είναι άσσοι στις πίπες και στα κόλπα, διότι αλλιώς δε κατανοώ το κόλλημα των γκόμενών τους),
στ) δεν τους αφήνουν να τη βρίσκουν με τα φιλαράκια τους,
ζ) χώνονται στις παρέες τους και σπέρνουν τη διχόνοια,
η) ζηλεύουν,
θ) παρεμβαίνουν σε επαγγελματικά, οικογενειακά και σαφώς ορισμένα προσωπικά ζητήματα,
ι) παρ' όλα τα παραπάνω, ο γκόμενος τις έχει θεές και τις υπακούει σα σκύλος.

Προσοχή σε δύο πράγματα:

  1. Για να χαρακτηριστεί μια γυναίκα ως Γιόκο (το Όνο μπορεί να παραλειφθεί) πρέπει να πληρεί όλες τις παραπάνω προϋποθέσεις.
  2. Μια γυναίκα μπορεί να είναι Γιόκο, αλλά να μη το εμφανίζει μέχρι να βρει τον Λένον της, δηλαδή τον κατάλληλο λαλάκη που θα την ανεχτεί και δεν θα τη σουτάρει με τη πρώτη γιαπωνεζιά.

Η γκόμενα του Κυριάκου είναι σκέτη Γιόκο. Τον έβαλε και τσακώθηκε με τα αδέλφια του, δεν τον αφήνει να βγαίνει μόνος με φίλους, του έχει απαγορέψει να κάνει επαγγελματικά ταξίδια στην επαρχία και εχτές που του έβαλε τις φωνές επειδή δε κατέβασε τα σκουπίδια, με πήρε τηλέφωνο και μου κλαιγόταν σαν μπούλης 3 ώρες...

Οποία ξευτίλα! (από Hank, 13/03/09)Λιώνω όπως ο Λένον για τη Γιόκο Όνο λιώνω (από Khan, 07/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος χαρακτηρισμός για τα μπουζουκομούνια, που εστιάζει στο χώρο του μηχανοκίνητου αθλητισμού αντί για τις μουσικές προτιμήσεις.

Η γκαραζογκόμενα είναι η λάικα γκόμενα που κράζουμε σ' ένα γενικότερο, αλλά ποθούμε διακαώς να πηδήξουμε λόγω των συστημάτων που κουβαλάει πάνω της και του εν γένει σεξουαλικού αέρα που αποπνέει.

Φήμες θέλουν τη λέξη να σχετίζεται με το γεγονός ότι κάθε συνεργείο αυτοκινήτων που σέβεται τον εαυτό του έχει ανηρτημένο στον τοίχο ημερολόγιο με γκομενάκια που φοράνε στην χειρότερη περίπτωση πολύ μικροσκοπικά μαγιό και που οπτικώς προσομοιάζουν στις προαναφερθείσες κατηγορίες.

- Ααααχ....
- Τι αχ και βαχ ρε μαλάκα;
- Η Τασία...
- Ποια Τασία ρε; Εκείνη η γκαραζογκόμενα που γνωρίσαμε στο Γονίδη προχθές; Ξεκόλλα ρεεεε... - Τασία και τα μυαλά στα κάγκελα μεγάλε. Θέλω να της τον περτσινώσω τώρα όμως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανάλαφρος νεολογισμός με ιταλοπρεπή κατάληξη για το γκομενάκι, το παστάκι.

Συντόμως: νέτο.

Λέγεται και για άντρες (πώς λέμε μουνάρα).

  1. Πώς να βρείτε γκομενέτο...αν είστε σοφερίνες

  2. Πάει με χώρισε το γκομενέτο... Η αστοχία μου στις γκομενοπροβλέψεις και η αδυναμία να κεράσω ποτό την χαρωπή δεσποινίδα που μου κρατάει συντροφιά, με οδήγησε στο χωρισμό...

  3. Είσαι από τους τυχερούς δηλαδή που δεν έχει πάει με το γκομενέτο για ψώνια...

  4. δε μιλανε ετσι σε ενα γκομενετο, ακομα κ αν ειναι δεσμευμενο. μπορει αυριο να χωρισει

(όλα από το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified