Ο καθυστερημένος, βλάκας, αρκετά ηλίθιος. Από τον γνωστό πολυτάλαντο καλλιτέχνη.
- Πήρα τηλέφωνο στο ΚΕΠ να κανονίσω τα χαρτιά μου, και μου βγήκε ένας Κατέλης και δεν έβγαλα άκρη...
Ο καθυστερημένος, βλάκας, αρκετά ηλίθιος. Από τον γνωστό πολυτάλαντο καλλιτέχνη.
- Πήρα τηλέφωνο στο ΚΕΠ να κανονίσω τα χαρτιά μου, και μου βγήκε ένας Κατέλης και δεν έβγαλα άκρη...
Βλ. και κατελισμός / Σχετικά: αρπαγμένος, κάθυστερ - καθυστέρα, βραδυφλεγής, richard, Σελήνη, ριτάρντεντ, μογγόλι, το, ληγμένος, -η, -ο
Got a better definition? Add it!
Ιδιότητα που χαρακτηρίζει καθυστερημένο, ηλίθιο άτομο. Από τον Κατέλη.
Με τον κατελισμό που τον διακρίνει, πως να μην τα σκατώσει ο βλάκας...
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται από τις αρχές του 1900, αντί του μπεκροκανάτα, δηλ. του μόνιμα μεθυσμένου.
Ο ρεμπέτης Κώστας Ρούκουνας.
Βλ. και τσικουδόχοιρος
Got a better definition? Add it!
Ο χάλιας, τόσο από εξωτερική εμφάνιση, όσο και ψυχολογικά.
- Έτσι θα πας στη συνέντευξη ρε; Χαλιαμπάλιας;
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται ειρωνικά για άτομα που περιαυτολογούν για την σεξουαλική τους ζωή.
Από τον ομώνυμο Έλληνα πορνοστάρ.
- Καλά, πήδηξα μία εχθές...
- Σιγά ρε Τέλη Σταλόνε...
Got a better definition? Add it!
Έλληνας πρωταγωνιστής ταινιών πορνό. Τον έλεγαν Τέλη, αλλά η φάτσα του έφερνε λίγο σε Σιλβέστερ Σταλόνε.
Τέλης Σταλόνε: - Γλύψε την κεντρική αρτηρία!»
Γυναίκα πορνοστάρ: - Σλουρπ!
Got a better definition? Add it!