Η κουραβέλτα, όπως έδειξε το Πονηρόσκυλο εδώ, σχηματίζεται από το θέμα της ρομανί kur- (βλ. kuřipe = συνουσία, kurela = συνουσιάζομαι) και το ρήμα avel (=είμαι, γίνομαι, έρχομαι, φτάνω βλ. αβέλω). Σε αυτό προστίθεται και η ιδιαίτερα σλανγκενεργή κατάληξη -(ό)σημο και έχουμε το κουραβελτόσημο, που κατά τον Ηλία Πετρόπουλο σημαίνει επίσης τη συνουσία. Μπορεί επίσης να σημάνει ό,τι και το μπαρόσημο και το παράσημο, δηλαδή το αφροδίσιο νόσημα που κολλάει δίκην παρασήμου. Σε μία, τέλος, αστειατόρικη χρήση στο ιντερνέτι το βλέπω να σημαίνει κάτι σαν ένα φανταστικό ένσημο, που πρέπει να κολλήσει κανείς κατά τη σεξουαλική πράξη.

  1. Να οι µπράτες, να τα κουταλιάσματα, να τα ντέζια, να τα κοντροσόλια και οι τζόκες, αλλά νάκα κουραβελτόσημο. (Αποκατέ).
  2. Τελικά κλείνω το τηλέφωνο, χωρίς να του πω για την καριέρα που θα μπορούσε να κάνει εάν κόλλαγε κανένα κουραβελτόσημο από την πούλη με κανένα τσόλι! (Αποκατέ).
  3. Να επεμβει ο Κουτρουμανης , να επιβαλει κουραβελτοσημο, το οποιο απεφυγαν -εργαζομενος και εργοδοτης- να πληρωσουν. (Αποκατέ).

"Μόνο στις κουραβέλτες είμαι τυχερή"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified