Ουσιαστικό, γένους αρσενικού. Ο καταπιόνας είναι το μέλος του σώματος από το οποίο καταπίνουμε τις τροφές μας, κοινώς ο λαιμός. Αυτή η συνώνυμη λέξη χρησιμοποιείται για να δoθεί έμφαση και για εντυπωσιασμό.

  1. Μπορείς να μου φέρεις λίγο νερό; Έχει στεγνώσει ο καταπιόνας μου.

  2. Μην με προκαλείς! Δεν μπορώ να μιλήσω γιατί με πονάει ο καταπιόνας μου!

Σχετικά: λαιμά, καρίτζαφλας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified