Στα καλιαρντά είναι ο καυλιάρης, για την ακρίβεια αυτός που έχει γεμάτα τα αρχίδια του, τα μπελερίνια του, τα (μ)πελέ του (εκ της ρομανί). Το πλένο- ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το ισπανικό pleno για το γεμάτο, ενώ ανάλογα έχουμε σε όλες τις λατινογενείς γλώσσες.

- Μωρὴ Γεωργία ποιό τεκνὸ βουέλεις κατετζόρνα; % - Τὸ Μανωλιὸ τὸν πλενομπελέ, ποὺ ἀβέλει μποὺτ πακέ.
- Ἀχούύύύ! Τί ἀθοριτομπενάβεις μωρὴ τζασλή; Τοῦ ἄβελα κοντιερὴ γιὰ νὰ φασωθοῦμε στῆς Μπέτης τῆς χοντρῆς καὶ μᾶς βγῆκε φιόγκος!! (Παράδειγμα Αἴαντος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκδοχή της κοινής πουτάνας.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου εκ του λάτιν putidus (σάπιο, ρυπαρό και δύσοσμο).

Βλ. και πουτί.

Τότε, και ενώ η Υβόννη εψιθύριζε: « Καλά να πάθης, πούτα... », η Έθελ, µη δυναµένη να αναµείνη ούτε ένα λεπτόν, έθεσε τήν δεξιάν της χείρα εις τό αιδοίον της και, στηριζοµένη µόνον µε τήν αριστεράν επί τού πάγκου, ήρχισε να τό τρίβη γρήγορα, εις τήν θέσιν που ευρίσκετο, ώστε να προκαλέση τουλάχιστον µόνη της, διά τού αυνανισµού, τόν οργασµόν.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified