Further tags

Κούκος (μονός - διπλός) με ή χωρίς καπέλο: Παραλλαγή της γνωστής σε όλους μας πόκας .

Συνήθως το λέει κάποιος μάγκας στον άλλον, ενώ έχουν κάνει μαύρο, προτρέποντας τον , να παίξουν αυτήν την συγκεκριμένη παραλλαγή της πόκας ως ένδειξη ανδρείας...

- Έχεις κανα χαρτάκι μαζί σου ; - Φυσικά, πάμε κανένα κούκο μονό a volonte' (αβολοντέ)!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψεύτικο πράμα. Άδικο. Αβαβά. Απάτη. Κοροϊδία. Αμαρτία να γίνει τέτοιο πράμα και απόδειξη ότι κοιμήθηκε ο Θεός.

Χρησιμοποιείται στο ποδόσφαιρο, κυρίως για να χαρακτηρίσει αποφάσεις του διαιτητή. Επίσης στα χαρτιά, όταν η έκβαση της παρτίδας φαίνεται να 'χει πάει κόντρα στους νόμους των πιθανοτήτων.

Το πετσί μας το φοράνε ή μας το περνάνε.

  1. - Καλά, με πέτσινο πέναλτι κερδίσατε πάλι ... Τον δικό σου, φου να τον κάνεις και πέφτει με τη μία ...
    - Ρε συ, είσαι σοβαρός; Δηλαδή, πρέπει να κάτσει να τον γαμήσουν για να πάρει πέναλτι ... πεναλτάρα ήτανε, μαρς ...

  2. Ρε απίστευτε, πότε θα μάθεις μπουρλότο; Είναι ποτέ δυνατόν να έχουμε εμείς τα πιο πολλά ατού και να μας βγάζουν την αγορά; Μας το φορέσανε πάλι το πετσί, συγχαρητήρια ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην γλώσσα των αλογομούρηδων, το αουτσάιντερ άλογο, το αργό, με τις λιγότερες πιθανότητες να κερδίσει.

-Καλά πόνταρες το νούμερο 6;
-Ναι έχει καλή απόδοση.
-Επειδή είναι γαϊδούρι γι΄αυτό!

Βλ. και μουλάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τέταρτο παιχνίδι του ταβλίου που γνωρίζουν λίγοι και παίζουν ακόμη λιγότεροι. Έχει χαρακτηριστεί τυχερό παιχνίδι από τους αυτοθεωρούμενους επιστήμονες που απεχθάνονται την κωλοφαρδία. Βέβαια εκεί που η κωλοφαρδία ενσωματώνεται στη λογική, αρχίζει το γκιούλ. Εδώ βέβαια μπορεί να αρχίσει θεολογική, φυχολογική και παραψυχολογική συζήτηση, γιατί αφενός υπάρχει η ψυχολογική κωλοφαρδία (φέρνω ότι θέλω) αλλά και η τοποθέτηση του εγώ απέναντι στα θεία (αν θεωρήσουμε ότι η κωλοφαρδία είναι θεόπνευστη).

Παίζεται με τους γενικότερους όρους που διέπουν το «φεύγα» με τις εξής διαφορές:
Ο παίκτης μπορεί να τοποθετήσει αμέσως πούλια στην περιοχή του χωρίς να χρειάζεται να κατέβει στην περιοχή του αντιπάλου. Μετά και τη δεύτερη ζαριά, η οποία παίζεται φευγοειδώς (δηλαδή στην τρίτη ζαριά), «παίζονται» οι διπλές, δηλαδή όποιος φέρει μια διπλή (x,x) παίζει και όλες τις επόμενες διπλές {(x+1,x+1) έως (6,6)} με αύξουσα πάντα σειρά. Συνεπώς η μεγαλύτερη ζαριά είναι οι άσσοι (1,1). Ο κάθε παίκτης ουδεμία υποχρέωση έχει να αφήσει διαδρόμους στον αντίπαλο. Μπορεί να τον κλείσει παντού. Αν κάποιος παίκτης φέρει ζαριά που δεν έχει να παίξει (εξ ολοκλήρου ή τμήμα αυτής) αφού κάνει τις κινήσεις που μπορεί, τις υπόλοιπες τις παίζει ο αντίπαλος.

Εκ του ονόματος φαίνεται να έχει τούρκικη προέλευση, ωστόσο, ακολουθώντας την πάγια άποψη μου ότι οι Τούρκοι ήταν παντελώς ανίκανοι να αναπτύξουν εκ θεμελίων δικό τους πολιτισμό, αλλά ικανότατοι στην οικειοποίηση άλλων, βρήκα ότι είναι αραβικής προέλευσης (Μουλτεζίμ = > φεύγα και γκιούλ).εδώ

Πέρα από το τάβλι η λέξη χρησιμοποιείται για να δηλώσει την τύπου ντόμινο ακολουθία καταστάσεων.

Ούτε γκιούλ να έπαιζα ρε φίλε, με πήρε η κάτω βόλτα και δε μπορώ να σηκώσω κεφάλι. Από σφαλιάρα σε σφαλιάρα.

Γκιουλ Καντίμ, πρώην Λούβαρη, πρώην Φιξ (από johnblack, 04/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τέλη δεκαετίας '70, αρχές '80 απεκαλείτο ευρέως καρότσα η σπρωχτή (και όχι κοφτή και μονοκόμματη κομιλφό) στεκιά στο μπιλιάρδο, η οποία εθεωρείτο άκυρη και ζαβολιά.

Παρεμπίπταμπλυ, κορδόνι αποκαλείται το σύνολο των πως-διάολο-τα-λένε, αυτά μωρέ τα τρύπια που είναι περασμένα στον ειδικό άβακα για να μετράνε τις καραμπόλες. Νομίζω ήταν 25 σε κάθε σειρά, άρα 1 κορδόνι= 25 καραμπόλες.

Έχω να πιάσω στέκα από τότε που έπεσε εκείνος ο ρημαδιασμένος ο μετεωρίτης και δεν ενθυμούμαι πλέον ποίαν στεκιάν περιγράφαμε ως «μπρικόλα».

Ακούει κανείς ;

- Πετράκη, κερνάς τις μπύρες έτσι ; Είχα δεν είχα δύο κορδόνια σου 'ριξα στ' αυτιά.
- Άντε ρε μαλάκα, έτσι ξέρω κι εγώ. Αφού οι μισές στεκιές σου καρότσες ήτανε ρε απατεώνα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποκερικής προέλευσης λέξη, η σημασία της οποίας διευρύνθηκε συν τω χρόνω εντυπωσιακά. Ένας εξειδικευμένος τεχνικός όρος χαρτοπαιγνίου διάγει στας ημέρας μας έναν δεύτερο βίο, περιγράφοντας πάντοτε σύνθετα και συνδυαστικά φαινόμενα. Αναλυτικότερα:

  1. Κερδοφόρος συνδυασμός φύλλων στο πόκερ. Η απλή κέντα (straight) αποτελείται από 5 φύλλα σε αριθμητική σειρά, π.χ. Α, 2, 3, 4, 5, όχι όμως του ιδίου χρώματος. Η κέντα-φλος ή αλλιώς κέντα-χρώμα (straight flush) αποτελείται από 5 φύλλα σε αριθμητική σειρά και του ιδίου χρώματος, π.χ. 5, 6, 7, 8, 9 κούπα.

  2. Συνδυασμένη ενέργεια δύο ή παραπάνω ατόμων που στέφθηκε από επιτυχία αποφέροντας αξιόλογα οφέλη, συνήθως οικονομικής φύσεως. Η επιτυχία της ενέργειας-κέντας δεν είναι απαραίτητα τετελεσμένο γεγονός, αρκεί να εικάζεται με μεγάλες πιθανότητες. Με την ίδια περίπου σημασία χρησιμοποιείται κι ο όρος μόντα, που όμως είναι πιο γενικός.

- Kέντα κάνουν δυο φίλοι που βάζουν από κοινού λεφτά και αγοράζουν μια επιχείρηση, π.χ. παίρνουν το franchise για το everest, ή παίρνουν τον «αέρα» από κάποιο μπαράκι.
- Κέντα κάνουν (πάλι) δυο φίλοι που αποφασίζουν να συγκατοικήσουν ώστε να μοιράζονται τα έξοδα. - Κέντα κάνουν (ξανά μανά) δυο φίλοι φοιτητές που συνεννοούνται να αντιγράφει ο ένας απ' τον άλλο στις εξετάσεις.

  1. Άλλη μια λέξη για το γαμήσι, τη συνουσία. Και λέω συνουσία, διότι θέλω να δώσω έμφαση στο συν-αινετικό της υπόθεσης. Δυο άνθρωποι τα μιλάνε, τα συμφωνάνε κι αφού γίνουν αυτά πέφτει ο πήδουλας. Ένας βιασμός ποτέ δεν είναι κέντα, είναι ποινικώς κολάσιμη μονομερής ενέργεια. Εν προκειμένω, χρησιμοποιείται εναλλακτικά και το κέντημα, καθώς και το ρήμα κεντάω = γαμώ.

  2. Μεγάλη αστυνομική επιτυχία, συνήθως σύλληψη κάποιου «μεγάλου κεφαλιού» του οργανωμένου εγκλήματος, π.χ. Παλαιοκώστας. Ενέργεια που προετοιμαζόταν μεθοδικά και σχεδιαζόταν από καιρό, ενώ ήχθη εις πέρας με τη συνεργασία διαφορετικών υπηρεσιών (Ασφάλεια, Τροχαία, Άμεση Δράση).

  3. Στο χώρο των πρεζάκηδων, η κέντα είναι η σύλληψη ή κάποια άλλη ζημιά απ' τους μπάτσους, που όμως γίνεται κατά τύχη, επειδή απλά είχε καύλες ο μαλάκας ο Δίας. Δηλαδή οι μπάτσοι είχαν στηθεί για κάποιον άλλο, πιο μεγάλο (βλ. περίπτωση 4), έπεσαν ωστόσο στη φάκα τους μικρότερα ψάρια, που έκατσε να βρίσκονται φορτωμένοι με ντραγκς στο λάθος μέρος, τη λάθος ώρα. Μιλάμε για τρελή ατυχία, γι' αυτό και σε τέτοιες φάσεις πρέπει πάντα να είσαι στην τσίλια. Ποτέ δε ξέρεις που έχει στηθεί η κέντα και σε περιμένει. Αν την ψυλλιαστείς, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να πας πάσο, ήτοι να συμπεριφερθείς σα να μη τρέχει κάστανο...

  1. - Έμαθες ότι πουλιέται εκείνη η καφετέρια κοντά στον ηλεκτρικό στο Μαρούσι, που αράζαμε παλιά;
    - Α ναι ρε συ, κατάλαβα, μιλάς για την τρύπα που πηγαίναμε μετά το φροντιστήριο. Κάτσε να δεις πως τη λέγανε τώρα..
    - Τι σημασία έχει αγόρι μου πως τη λέγανε... Θα της βγάλουμε εμείς άλλο όνομα!
    - Για κάν' το μου πιο λιανά αυτό, τι εννοάς;
    - Ε να, έχεις εσύ κάτι φραγκάκια στην άκρη, θα χτυπήσω κι εγώ ένα δάνειο, στήνουμε χαλαρά την κέντα και το παίρνουμε το μαγαζί!
    - Το σκεφτόσουν πολλή ώρα αυτό;
    - Έλα ρε, σκέψου μόνο τα μουνιά που έχουμε να κεντήσουμε ως αφεντικά κι έτσι..

  2. Με τις πυτζάμες στο σπίτι τους, έπιασε τους δύο της Siemens, Σκαρπέλη και Γεωργίου σε Κηφισιά και Δάφνη, απόψε ο Γιάννης Ραχωβίτσας. Είχε ένταλμα από τον 4ο ανακριτή και το εκτέλεσε ακαριαία. Εαν δεν τους έπιανε θα τον έθαβαν ότι έκανε τα στραβά μάτια. Νωρίτερα δεν είχε ανοίξει μύτη με τα μέτρα στο Σύνταγμα στη πορεία των μουσουλμάνων. Κέντα για τον «Ραχώ». Να λέμε και κανα μπράβο. Το χρειάζονται. (Από εδώ)

  3. - Πώς κι έτσι στεγνός τώρα τελευταία; Εσύ μας κέρναγες πάντα τις καλύτερες κοακόλες όταν ερχόμασταν σπίτι σου, τι τρέχει τώρα;
    - Ξέρω γω, την άκρη μου ρώτα..
    - Ωχ, ο Σήφης ο κατσαρίδας; Τι έγινε, τον τσακώσανε; Λέγε ρε, αφού ξέρεις..
    - Οκ, αφού θες να τα μαθαίνεις όλα, έπεσε ο μαλάκας σε μια κέντα απάνω στο Σχιστό, στα γύφτικα. Για άλλον πήγαιναν και δέσανε το δικό μου, κωλοατυχία μου μέσα..

αυτή κι αν είναι κέντα. (από johnblack, 17/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θεμελιώδης όρος του ερασιτεχνικού μπιλιάρδου.

Πάγκος είναι καταρχήν το ίδιο το τραπέζι του παιχνιδιού. Κατ’ επέκταση, ο πάγκος αντιστοιχεί στο κόστος ενοικίασης του τραπεζιού για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, συνήθως λίγων ωρών.

Με αυτή τη δεύτερη έννοια είναι που χρησιμοποιείται κυρίως η λέξη. Σε αγώνες ερασιτεχνών, στο μπιλιαρδάδικο της γειτονιάς, το στοίχημα που μπαίνει είναι κατά κανόνα ο πάγκος, δηλ. όποιος χάσει την παρτίδα υποχρεούται να πληρώσει το μαγαζί για το χρόνο που χρησιμοποιήθηκε το τραπέζι. Όταν λοιπόν γίνεται λόγος για πάγκο, εννοούμε ότι ο χαμένος πάει ταμείο και πληρώνει τη λυπητερή, ενώ ο νικητής αράζει, έχοντας την ικανοποίηση ότι έπαιξε μπιλιαρδάκι τσάμπα στην υγειά του μαλάκα.

Συνήθεις οι προ του αγώνα προτάσεις: «παίζουμε τον πάγκο μωρή κότα;» ή «σε παίζω πάγκο αγορίνα μου». Θεωρείται λίαν τιμητικό για παίχτη, να πηγαίνει στο μπιλιαρδάδικο χωρίς μία στη τσέπη και να φεύγει μετά από αρκετές ώρες παιχνιδιού έχοντας στείλει ταμείο αρκετούς αντιπάλους, λιγότερο ή περισσότερο άμπαλους.

Στην προσπάθειά τους να προσελκύσουν υποψήφια θύματα που θα πληρώσουν τον πάγκο, οι περισσότερο ικανοί παίκτες προτίθενται να παραχωρήσουν εκ των προτέρων κάποια πλεονεκτήματα στον αντίπαλο, π.χ. στην παραλλαγή του αμερικάνικου μπιλιάρδου που είναι γνωστή ως «εννιάμπαλο», είθισται να χαρίζεται στον αδύναμο η τελευταία μπίλια – η εννιά – πράγμα που σημαίνει ότι για να κερδίσει χρειάζεται να βάλει μια μπάλα λιγότερη από τον έμπειρο. Αν το υποψήφιο θύμα είναι ακόμη μεγαλύτερος κάτσικας, ο ανώτερος για να τον δελεάσει να παίξουν μπορεί να του χαρίσει δύο μπίλιες (το 9 και το 8) ή και τρεις μπίλιες ακόμη (7, 8, 9).

Όταν οι δύο αντίπαλοι παίκτες συμφωνήσουν, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, να μοιραστούν από κοινού το κόστος χρήσης του τραπεζιού, δεν γίνεται λόγος για πάγκο. Τότε λέμε απλώς, όταν τελειώσουμε, πως πάμε να πληρώσουμε το τραπέζι.

Πάγκος εννοείται πως δεν υφίσταται σε αγώνες επαγγελματιών. Εκεί, εφόσον πρόκειται για παίκτες υψηλού επιπέδου, όλα τα έξοδα καλύπτονται από διοργανωτές, ομοσπονδίες κλπ. Στα επαγγελματικά διακυβεύονται πολύ περισσότερο πράγματα από ένα πάγκο, ο οποίος είναι μάλλον το στοίχημα του φτωχομπινέ μπιλιαρδόρου. Το αντίστοιχο του μπιλιαρδικού πάγκου στο μηχανοκίνητο αθλητισμό είναι η κλασικοί αυτοσχέδιοι αγώνες, που στήνονται ατάκα κι επί τόπου από τους καυλόγκαζους κοντράκηδες, με έπαθλο συνήθως λίγα ψωροευρά.

(στο μπιλιαρδάδικο, που αλλού;)

  1. - Λάζαρε σε παίζω πάγκο.
    - Μπα, άστο καλύτερα ρε φίλε, έτσι για βόλτα ήρθα..
    - Τι άστο ρε καραγκιόζη; Έλα, ένα παιχνιδάκι στα 3 κερδισμένα, μπαμ μπαμ.
    - Αφού θα μας ξεφλουδίσεις πάλι με την κωλοφαρδία που σε δέρνει.. Είναι απάλευτη η κατάσταση με την πάρτη σου.
    - Έλα ρε, μην πήζεις. Θα σου χαρίσω το 8..
    - Μην παιδεύεσαι άδικα. Δεν πα να μου χαρίσεις και τον άσο, εγώ μαζί σου δεν ξαναπαίζω. Βρες άλλο μαλάκα να πληρώνει.

  2. - Γιωργάκη ψήνεσαι για ένα στα εφτά;
    - Δε σου 'φτασε το χτεσινό γαμήσι που έφαγες αγορίνα μου και θες κι άλλο;
    - Άντε μωρή νούλα πάρτα πόδια σου κι έλα δω να σου κάνω ράμματα..
    - Α ρε θύμα.. Καλά που υπάρχουν μερικοί σαν κι εσένα και παίζουμε μπιλιαρδάκι τσάμπα. - Κατούρα και λίγο ρε γιωργάκη, μη γαμάς τόσο, θα πάθεις τίποτα..
    - Φίλε μου αν είχα σε μετρητό όλους τους πάγκους που έχω κερδίσει θα είχα κάνει την προίκα μου 7 φορές..

(από johnblack, 29/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τοίχος του μπιλιάρδου σε μορφή υποκοριστικού. Προκύπτει από το «μπρικόλα» που σημαίνει το ίδιο.

Μάλλον παράγεται από το αγγλικό μπρικ (τούβλο), εξ ου και ο τοίχος. Η κατάληξη ιταλίζει όμως και ίσως να οφείλεται στο ότι το έχω ακούσει να λέγεται έτσι από επτανήσιους.

Χρησιμοποιείται μεταφορικά στη φράση «μου 'φυγε το μπρικολέτο» και έχει την έννοια ξαφνιάστηκα, εξεπλάγην, μου 'φυγε το τσερβέλο, το καφάσι, κλπ.

Η λέξη και η έκφραση κυκλοφόρησε για λίγο στα τέλη του '80 και μετά εξαφανίστηκε, τουλάχιστον εγώ δεν την ξανάκουσα. Όποιος γνωρίζει κάτι παραπάνω, ελεύθερα να συμπληρώσει και να τροποποιήσει τον ορισμό.

  1. Έλα, δεν είναι δύσκολη στεκιά, παίξε την πράσινη με μπρικόλα στη μέση και θα μπει.

  2. Τι λε ρε φίλε, δεν το πιστεύω, μού 'φυγε το μπρικολέτο!

Βλέπε και γαλλικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται σε μια παρτίδα μπιλιάρδου τύπου γαλλικό, μια καραμπόλα που βγαίνει με απροσδόκητο, κωλόφαρδο τρόπο.

Συγκεκριμένα, στο γαλλικό υπάρχουν δύο άσπρες και μία βυσσινί μπάλα και σκοπός του παίκτη είναι να χτυπήσει με μια από τις άσπρες, τις άλλες δύο. Αν αυτό συμβεί με κατάφωρη τύχη μετά από ένα αδέξιο χτύπημα, τότε μιλάμε για φάφα.

Τοκερατόμου, πάλι φάφα έβγαλε το άτομο!

Βλέπε και φάβα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κιμωλία που τρίβεται στη μύτη της στέκας στο μπιλιάρδο. Προέρχεται από την τουρκική λέξη για την κιμωλία, tebeşir. Πιό αργκό συνώνυμα: φάλτσο, μαντέκα.

  1. Όσο τα σκέφτομαι [...] τόσο μου θυμίζει τις εκπληκτικές δικαιολογίες που σκαρώναμε για να δικαιολογήσουμε στην κυρία, γιατί δεν ετοιμάσαμε την εργασία που είχαμε για το σπίτι. Ή [...] τον τύπο που κερατώνει την γυναίκα του και πριν μπει στο σπίτι τρίβει λίγο τεμπεσίρι στα χέρια του και τα ρούχα του. Όταν η κυρά του τον αρπάζει από τα μούτρα και του φωνάζει «που ήσουν;», εκείνος ομολογεί την ύπαρξη ερωμένης, για να γυρίσει η σύζυγος τα χέρια του και όλο καμάρι για το αστυνομικό της δαιμόνιο να του φωνάξει «πάλι μπιλιάρδο έπαιζες!». (από ιστολόγιο)

  2. Λίγο τεμπεσίρι στην άκρη της στέκας, ένα χαμόγελο αυτοπεποίθησης και οι καραμπόλες ορίζουν τη βραδιά με βερεσέ αναψυκτικά. (από 'δώ)

  3. Παίζω μπιλιάρδο στην Κεϋλάνη / με ένα χαμάλη απ' το λιμάνι / Μα εκείνος έκανε χαρακίρι / γιατί είχε χάσει το τεμπεσίρι («Ζόμπι, το ξύπνημα των νεκρών», Τζίμης Πανούσης)

Νήσος Τεμπέσιρος (από GATZMAN, 26/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified