Ίωση που προκαλείται απο τη συνεχή παρακολούθηση τηλεόρασης με θέμα τον Ζαχόπουλο και όλα τα παρεμφερή... Προκαλείται απο τον ιό Zachopoulitious Dividii και αντιμετωπίζεται με χορήγηση αγωγής απο άντι-Ζαχοπουλικούς ιατρούς.
Ουδέν σχόλιον.
Ίωση που προκαλείται απο τη συνεχή παρακολούθηση τηλεόρασης με θέμα τον Ζαχόπουλο και όλα τα παρεμφερή... Προκαλείται απο τον ιό Zachopoulitious Dividii και αντιμετωπίζεται με χορήγηση αγωγής απο άντι-Ζαχοπουλικούς ιατρούς.
Ουδέν σχόλιον.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ή αποκατάστα, μια κατάσταση που δεν είναι καλή.
Χάλια το πάρτυ, αποκατάστα σου λέω!
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός για άτομο που μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών έχει οδηγηθεί σε μέθη.
Χαρακτηρισμός για άτομο που κλαίει για τη γκόμενα που έχασε.
Χελώνα αφού επιχείρησε να περάσει την εθνική οδό.
Κοίτα τον! Πάλι πίτα είναι!
Τον καημένο τον Μάκη! Από τότε που τον άφησε η Γιάννα έχει γίνει πίτα!
Μπαμπά κοίτα την χελώνα! Είναι τελείως πίτα !
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μεγάλη συγκέντρωση αντρών (σουβλιών) σε κάποιο χώρο. Το αντίθετο της μουνοθύελλας.
- Άσε φίλε, στο Πολυτεχνείο είμαστε τίγκα στα σουβλιά σε μιλάω. Πάσχα έχουμε γίνει.
Βλ. και αρχιδόκαμπος, πουτσοχώραφο, πουτσοσπορά, ψωλαρία, πουτσοπανήγυρος.
Got a better definition? Add it!
Και κωλοφεράτζα. Τροπικό επίρρημα που συντάσσεται με ρήματα κίνησης (πάω, φέρνω κλπ.) και υποδηλώνει τη συντριπτική υπεροχή δια της βίας έναντι του άλλου.
- Τι έγινε ρε μπήχτη; Πλακώθηκες με το Μίμη στο Σύνταγμα;
- Ναι τον πούστη! Αλλά τον πήγα κωλοφεράντζα μέχρι το Μοναστηράκι για να στανιάρει.
Got a better definition? Add it!
αρχίδια + Ουσ (ή + Ρήμα):
Επιρρηματική χρήση της λέξης. Δηλώνει απαξίωση, διάψευση, δυσπιστία, κλπ
- Η Μάρα Μεϊμαρίδη έχει πάρει 4 διδακτορικά...
- Αρχίδια διδακτορικά έχει πάρει. Το ξέρω από πρώτο χέρι.
- Μα το είπε και στην τηλεόραση!
- Καλά, αρχίδια τηλεόραση βλέπεις.
Got a better definition? Add it!
Η αβάσταχτη ντροπή αν δεις συγγενή σου, έως και τρίτου βαθμού σε ριάλιτι σόου.
Και βλέπω τη θεια μου τη Βαρβάρα στο μεσημεριανάδικο! Μ'έπιασε Ριαλόνειδος.
Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!
Όρος της punk και metal κοινότητας που βρίσκεται όμως ακόμα σε μικρή ηλικία ή που αποτελείται από κατσαπάνκηδες και ποζέρια. Βασικά είναι το mosh. Θρυλικό στις χοροσπερίδες και στις συναυλίες, ειδικά με fear of the dark και αντίδραση.
-Πωπω ρε μαν! Πώς έγινες έτσι; Στην πέσανε τίποτα μουνοπανάδες για φέρμα;
-Όχι ρε μαλάκα. Είχα πάει που λες χτες στην χοροσπερίδα του σχολείου της έτσι μου, κι εκεί που την μπαλαμουτιάζω χαλαρά βάζει fear of the dark και με παρασέρνουν τα φρίκουλα μες στη σχιζοφρένεια! Γάμησέ τα....
Ακόμη: πόγκο, κολυμπηθρόξυλο.
Got a better definition? Add it!
Τα επεισόδια που γίνονται σε πορείες ή στα γήπεδα που δεν έχουν κάποιο νόημα ή ιδιαίτερο στόχο και απλά προκαλούν αναστάτωση.
Και ενώ είχε συμφωνηθεί πως η πορεία θα είναι ειρηνική, αρχίζουν κάτι πιτσιρικάδες τα μπάχαλα και σπάνε μια στάση λεωφορείου και κάτι καρτοτηλέφωνα. Ορμήσαν τα ΜΑΤ και πήραν όλη την πορεία στο κυνήγι.
Λέξεις του ντου: ανθρακωρύχος, αύρα, γηπεδικός, γκαζάκιας, θα περάσει κράνος, καπελάκιας, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο(ς), λίστα του ντου, λίτης, Λουκάνικος, ματατζής, μάχιμος, μπατσοθύελλα, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, μπατσόπτερο, μπάτσος, μπαχαλάκης / μπαχαλάκιας / μπάχαλος, μπάχαλο, μπλε / χακί, μπούκα, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, ντου, σπασιματίας, συλλαλητήριος, φασιστικιά, φλιτάρω, φυσουνιά, χαοτικός.
Got a better definition? Add it!
Κατάσταση κατά την οποία ένα η περισσότερα άτομα έχουν λιώσει και συνήθως βρίσκονται υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικού. Κοινώς είναι μια κατάσταση γάμησέ τα, ιδιαίτερα όταν το άτομο ή τα άτομα έχουν καταληφθεί από αρνητικά συναισθήματα.
- Άει παράτα με και συ ρε, μέσα στη γαμησετάια μου!
Got a better definition? Add it!