Further tags

Αυτός που δεν ξέρει να κάνει τη δουλειά του και το παίζει ειδικός. Κάνει αλχημείες, μπαλώματα, πασαλείμματα, βλέπε και ξυλοσχίστης. Ρεμπέτικη έκφραση σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες. Την έλεγαν για όποιον έκανε φάλτσα σε κάποιο μουσικό όργανο.

Μου το γάμησες το τραγούδι στα λάθη. Φύγε απο δω ρε καλαμπόρτσο, θα μου το κλείσεις το γκρουπ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανεκπαίδευτος και αστοιχείωτος επαγγελματίας, ο αλμπάνης.

Λέγεται και: ξυλοσκίστης.

- Θα πας στο γιατρό Χ;
-Τρελός είμαι να πάω σ' αυτόν τον ξυλοσχίστη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα κάπως μεγάλης ηλικίας που συμπεριφέρεται και ντύνεται σαν νεαρή κοπέλα και προσπαθεί ατυχώς να μιμηθεί τους σεξουαλικούς κώδικες του φλέρτ των νεαρών κοριτσιών.

Αρσενικό: πουρότεκνο, πουρογκόμενος.

-Η Χ στο Ψ σόου στην τηλεόραση κάνει τη μπέμπα και όλο χαριεντίζεται με τους παίκτες!
- Κλασική πουρογκόμενα, είναι τουλάχιστον 50 και το παίζει εικοσάρα!

(από Khan, 21/05/14)(από Khan, 21/05/14)

Σχετικά: γρέτζω, ξεκωλόγρια, πιπινόγρια, Γρετζώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ευρύτατα στην περιοχή της Θεσσαλίας. Δηλώνει άτομο συνήθως χαμηλής μόρφωσης και καλλιέργειας, με παρουσιαστικό στα όρια της κακογουστιάς (μαλλιά & ντύσιμο) που σε παρέες διασκεδάζει κάνοντας φασαρία και ενοχλώντας τους διπλανούς του.

Στο μπαρ χθες το βράδυ ήταν ωραία, μέχρι που πλάκωσαν κάποια γκαφάλια και την πέφτανε στις σερβιτόρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρακτικός, συνήθως περιπλανώμενος ιατρός (τις παλαιότερες εποχές), ο σκιτζής ιατρός.

Παλιός, κλασσικός όρος, που δεν πρέπει να λείπει από το λεξικό αυτό.

- Δεν φταίει κανείς άλλος, φταις εσύ, που πίστεψες αυτόν τον κομπογαννίτη, ότι με την λοσιόν που σου πούλησε θα έβγαζες μαλλιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατοαπασχολούμενη χαμηλοαμοιβόμενη φυλή ανθρώπων με αμφίβολο παρόν και μέλλον. Σκοπός της φυλής είναι μια μεγάλη μέρα κάποιος εκπρόσωπός της (ο μεσσίας σύμφωνα με τα χαλκινα βιβλία) να καταφέρει να πάρει ένα LADA (το άγιο δισκοπότηρο) από μια μάντρα ή έναν γκρεμό να το φτιάξει και να το κάνει όσο πιο άσχημο και θορυβώδες γίνεται (που είναι το εύκολο κομμάτι), αλλά και να μπορεί να βάλει κάτω για πλάκα οποιαδήποτε Ferrari, Lamborghini ή ότι άλλο χρειαστεί (που είναι το δύσκολο κομμάτι). Σημειώνεται ότι εργαστηριακές έρευνες έδειξαν ότι δεν θα τα καταφέρει ποτέ κανείς, οπότε μοιραία ολόκληρη η φυλή είναι καταδικασμένη να αυτοκαταστραφεί.

-Πού χάθηκες ρε καραβανά;
-Πήγα Παρίςςςς που με είπαν για ένα καλό Lada σ' έναν γκρεμό, αλλά δε μ΄άρεσε.

Βλ. και καραβανάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που νομίζει ότι γνωρίζει κάτι, αλλά στην ουσία είναι άσχετος. Κυρίως για αθλητικές δραστηριότητες.

-Άκουσες τι είπε ο Γεωργίου για το παιχνίδι;
-Έλα μωρέ τώρα με τον μυρωδιά τον Γεωργίου, νομίζει ότι ξέρει κιόλας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τον συνδυασμό γλάστρα + Μαστροκώστα.
Χαρακτηρίζει χαζογκόμενες που νομίζουν ότι έχουν ταλέντο.

Δεν χρειάζεται. Οι περισσότερες απο τις μισές στην τηλεόραση τέτοιες είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων αραιωμένη την κορυφή του τριχωτού της κεφαλής και αφήνει κοτσίδα ή μακριά μαλλιά, κατάλοιπο νεανικών χρόνων.

Πουλικάκος, τίποτα άλλο.

(από Cunning Linguist, 20/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για να καλέσουμε κάποιον, όπως λέμε φίλε, πατριώτη, μάγκα, ψηλέ κλπ.

Πιθανότατα διαδόθηκε όταν η Αννίτα Πάνια αποκαλούσε αρχηγέ (και αρχηγόπουλο) τα ψώνια που ερχόταν στην εκπομπή της.

Επίσης υπάρχει η πιθανότητα η ίδια να το έχει πάρει από τη Φωλιά του Κούκου, όπου ο Τζακ Νίκολσον αποκαλούσε «Αρχηγό» έναν μουγκό Ινδιάνο στο ψυχιατρείο.

Ρε αρχηγέ, έχεις κάνα τσιγάρο;

Σχετικά: γιατρέ μου, μάστορας, μεγάλε, ψηλός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified