Further tags

Εκτός από επωνυμία γνωστού προϊόντος περιποίησης μαλλιών - «ζελές» και φυσικά το γνωστό σε όλους παίγνιο των πάλαι ποτέ ουφάδικων, το φλίπερ αποτελεί και όρο που απαντάται στον εξαίρετα δημοφιλή και προσφιλή τρόπο να ροκανίζει κανείς την ώρα που κανονικά θα έπρεπε να δουλεύει για να πληρώνει τα χρωστούμενα, το προ.

Όπως τραγούδησαν μια γαμημένη φορά οι λοκομόντοι και εν συνεχεία άκουσαν τρισεκατομμύρια φορές οι άμοιροι παίκτες, το προ αποτελεί τον Νο. 1 λόγο πρόκλησης οικιακών ατυχημάτων, διάλυσης χρόνιων φιλιών/σχέσεων, βλασφημίας αλλά και μέσο χαλάρωσης αν συνοδεύεται από τα κατάλληλα αξεσουάρ. Είναι φυσικό λοιπόν μια τόσο έντονη διαδικασία να διαθέτει δικό της λεξιλόγιο.

Ως φλίπερ ή, αν το κατέχετε και θέλετε να δείξετε μια κάποια οικειοτητα, φλιπεράκι νοούνται οι ασσύληπτα, από τους παίκτες του αντιπάλου, γρήγορες εναλλαγές της μπάλας με μπαλιές-τρύπες, 1-2 ή κορόιδο. Η μπάλα την στιγμή δημιουργίας του φλίπερ στο ηλεκτρονικό ποδοσφαιράκι ακουμπά την ταχύτητα της μπίλιας σε κανονικό παιχνίδι φλίπερ αφήνοντας τον άμοιρο αντίπαλο να αναρωτιέται με ποια σειρά προτεραιότητας πρέπει να κάνει δολοφονικό τάκλιν κόκκινης κάρτας και να ψάξει σακούλα για τον εμετό.

- Τι θα γίνει ρε Κικίτσα; Θα τελειώσεις καμιά φορά το παιχνίδι με 11 παίκτες;
- Σ' το έχω ξαναπεί Τασούλα μου, αν δεν σταματήσεις αυτά τα φλιπεράκια σου δεν σταματάω κι εγώ τα τάκλιν.
- Πάντα τα ίδια κάνεις ρε Κική, είτε παλεύουμε στη λάσπη με τα μαγιώ μας, είτε παίζουμε μαξιλαροπόλεμο με τα εσώρουχα πριν ξεκινήσουμε λεσβιακά, είτε παίζουμε στριπ πόκερ, είτε τεστάρουμε τις γνώσεις μας στα αυτοκίνητα πάντα τα ίδια. Δεν ξέρεις να χάνεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νταλαβέρι, το ντιλεριλίκι, εμπόριο ναρκωτικών ουσιών. Ο πληθυντικός παραπέμπει προπαντός στο μικρεμπόριο που κάνει το βαποράκι, προς εξασφάλιση της δόσης και τέρψη των φίλων του. Μεταγενέστερη είναι η εισαγωγή του ντιλ στον ενικό, που υιοθετήθηκε εδώ και καμιά δεκαετία νομίζω, το οποίον αναφέρεται σε νταλαβέρι εκατοντάδων εκατομμυρίων Ευρώ και άνω, υπάγεται στο χώρο του μεγάλου οργανωμένου οικονομικού εγκλήματος, με πολιτικούς, μίζες κλπ. και όχι της μικροπαραβατικότητας.

(Απελπισμένος χαρμάνης προς την τρίτη κατά σειρά άκρη που απευθύνεται:)
- Έλα ρε, τι γίνεται; Χαθήκαμε. - Ε, ναι, καλά όλα, ησυχία. Έχει πέσει πολλή δουλειά, δε βγαίνω πολύ. Τα ’χω κόψει και τα ντίλια.
- (Λυγμ!) Α, μάλιστα, καλά ρε συ, να βρεθούμε καμιά φορά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντροκομμένος πατσάς.

Σαλονικιώτικο, τολμώ να είπω. Και μάλιστα από την εποχή που άνθιζε το πατσατζίδικο στη Θεσσαλονίκη (Ηλίας - Λευτέρης - Θρακικόν κλπ.), τώρα με τις σουπερί έχουνε μπερδευτεί τα πράγματα.

Ο κλασικός πατσάς Θεσσαλονίκης λοιπόν, ήταν τρισυπόστατος, το μενού παρείχε τρεις επιλογές: 1) ψιλοκομμένος, 2) χοντροκομμένος = ντουσλαμάς και 3) ποδαράκια. Ενώ έπαιζε και ο ανάμικτος = σκεμπές με ποδαράκια. Ο πατσάς κοβόταν παρουσία του πελάτη, δηλαδή μετά την παραγγελία ο μάγειρας έβγαζε τον σκεμπές από το καζάνι (που ήταν στην ίδια αίθουσα με τα τραπέζια), τον άπλωνε στον πάγκο και τον έκανε κομματάκια στο επιθυμητό μέγεθος (ψιλο- ή χοντροκομμένο). Οι δε ρυθμικές και συνεχόμενες μπαλταδιές του μάγειρα στον πάγκο, παρείχαν και το ακουστικό συμπλήρωμα στη γευστική και οσφρητική απόλαυση του πατσά.

Μάστορα πιάσε έναν ντουσλαμά, δυο ψιλοκομμένα και έναν ανάμικτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μενού (γαλλ. menu) ως γνωστόν αφορά τον κατάλογο των εδεσμάτων που σερβίρονται σε ένα εστιατόριο.

Σήμερα όμως χρησιμοποιείται για τα περιεχόμενα ενός δωδ, ενός σάη κττ.

Επίσης, στον καθημερινό λόγο το λέμε χαριτολογώντας ή ειρωνικά για οτιδήποτε περιλαμβάνει μια οποιαδήποτε εκδήλωση / κατάσταση.

Βλ. και πούτσα το μενού.

  1. Γειά σας. Θέλω να δημιουργήσω ενα μενού στο site με την εξής μορφή: Ενότητα,Κατηγορία,Υποκατηγορία1,Υποκατηγορία2 κλπ,Αντικείμενα. (π.χ. Φορείς του Τόπου μας,Αθλητικοί Σύλλογοι,Σύλλογος1,Σύλλογος2 ...,Αντικείμενα δραστηριότητας των συλλόγων.... Προσπαθώ να βρώ στην διαχείρηση αλλά δεν βρίσκω τον τρόπο.Αν μπορεί να βοηθήσει κάποιος! Ευχαριστώ.

  2. Θέλω να βάλω στο grub των clients, την επιλογή Netboot πρώτη, αλλά δεν έχω καταλάβει που βρίσκεται το μενού του grub. (από το νέτι αμφότερα)

  3. - Πάμε στο μπαράκι όπου δουλεύει η Στέλλα; έχουν ζωντανή μουσική.
    - Και τι έχει το μενού;
    - Διάφορους πιτσιρικάδες από το schoolwave.

  4. - Άκουσες τις ειδήσεις;
    - Όχι, τι είχε το μενού;
    - Σεισμούς, λιμούς και καταποντισμούς, κανα φόνο, οικονομία κλασικά, αλλά το σπουδαιότερο: τον γάμο της χρονιάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντιγράφω κατά λέξη από τη Λεξιλογία, επειδή α. εμείς δεν το έχουμε, β. η Λεξιλογία δεν δίνει παραδείγματα βγαλμένα από το νέτι:

το παλμαρέ, το παλμαρές = record of achievements, list of achievements, palmarès

παλμαρέ (το) {άκλ.} κατάλογος νικητών ή επιτυχιών σε αγώνα, διαγωνισμό κ.λπ.: «στο μπάσκετ, το παλμαρέ τού Άρη είναι μοναδικό» (εφημ.). [ΕΤΥΜ. < γαλλ. palmarès < λατ. palmaris «αυτός που αξίζει να λάβει τον κλάδο τού φοίνικος (ως σύμβολο νίκης)» < palma «παλάμη - φοίνικας (μτφ. βραβείο, έπαθλο)»]. (ΛΝΕΓ)

Στα γαλλικά είναι και ο κατάλογος των βραβευμένων, ο κατάλογος των νικητών — και η λέξη που συστήνεται να χρησιμοποιούν για το hit parade. Στα ελληνικά είναι συνήθως αυτό που λέμε «ενεργητικό», π.χ. πρόσθεσε άλλη μια νίκη / άλλον έναν τίτλο στο παλμαρέ του > to his record, to his credit, under his belt.

Ελάχιστοι (260:32.000, Altavista) λένε «το παλμαρές» επειδή η γαλλική λέξη προφέρεται με τελικό σίγμα. Αλλά επειδή είναι μετρημένα στα δάχτυλα τα ουδέτερα σε –ές (το εξπρές, το ντεπιές, το προτσές και κάποια ουσιαστικοποιημένα επίθετα: το λυκαυγές, το πρανές, το βεληνεκές), οι περισσότεροι χρησιμοποιούν τη λέξη σαν όλες τις καλές γαλλικές λέξεις σε –έ, από το βεσέ και το γκισέ ως το τουπέ και το φουαγέ.

  1. Ο Θοδωρής Χατζηθεοδώρου ετοιμάζεται να προσθέσει σήμερα στο παλμαρέ του τον 28ο τίτλο της καριέρας του.

  2. Νέες κορυφές θα κατακτήσει τα επόμενα χρόνια ο Νίκος Μαγκίτσης, ο Βολιώτης ορειβάτης, που έχει στο παλμαρέ του αναβάσεις στα πιο ψηλά βουνά του πλανήτη.

  3. Εμπνευστές και δημιουργοί της ελλαδικής εταιρείας νανοτεχνολογίας, NanoPhos AE, οι Ιωάννης Αραμπατζής και Βασίλης Θεοχαράκης, βραβεύτηκαν τον Ιανουάριο του 2008 από τον ίδιο τον πρόεδρο της Microsoft, Μπιλ Γκέιτς, για την καινοτομία των προϊόντων τους, αποσπώντας το 1ο βραβείο καινοτομίας στην έκθεση 100% Detail, του Λονδίνου. Στο παλμαρέ των διακρίσεών τους συναντάμε τις βραβεύσεις στη World Expo 2010 της Σανγκάης και στη Διεθνή Έκθεση Οικοδομικών Υλικών BIG5, του Ντουμπάι…

-όλα από το δίχτυ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Αγαπημένο λινκ μας, το Favorite.

Το έβαλα στις φαβορίτες αλλά δεν το κράτησε, τι κάνω λάθος γιατρέ;

Οι προσωπικές φαβορίτες του Σταμάτη Κόκοτα. (από Khan, 13/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρή ποσότητα ή δόση πρέζας ή κόκας, αρκετή για να σε σιάξει. Εναλλακτικά ψάκι, ποδανιστί, ξαφίκι.

Εκ του αγγλικανικού fix.

- Σε διαθεσιμότητα για δύο φιξάκια ο Αστυφύλακας ... της Αμέσου Δράσεως, να κατέχει μικροποσότητα ναρκωτικών ουσιών
(εδώ)

- Ναι, η ζωή χρειάζεται αναισθητικά... Ας αποποινικοποιήσουμε και τα φιξάκια της ηρωίνης και τις μυτιές της κοκαΐνης... Τουλάχιστον αυτά δεν είναι επικίνδυνα για την υγεία όσων δε τα χρησιμοποιούν...
(εκεί)

- Από χθες ψάχνονται οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι πως βρέθηκε ένα φιξάκι ηρωίνης πεταμένο στη μέση του διαδρόμου του σωφρονιστικού καταστήματος ...
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διαβολή. Τα λόγια. Οι τσίτες, αλλιώτικα.

Μεταφορικά, από το λατινικό focus και manus, δηλαδή τη φωτιά που ανάβει με τα χέρια, με προσάναμμα, κατά λάθος εξεπίτηδες, από κάποιο καλόπαιδο, στο μυαλό του οποίου το αποτέλεσμα της ενέργειας επιφέρει ρίγη συγκινήσεων, είτε λόγω του αναμενόμενου οφέλους, είτε απλώς για πλάκα.

Προϊόν μεσογειακό, κάτι σαν την ελιά, τη ρίγανη, το σκόρδο, λίαν εύχρηστο ως άρτυμα ανιαρής και μονότονης καθημερινότητας σε μικροπεριβάλλοντα επαρχίας, γραφείου, γειτονιάς, σχολείου, δημ. υπηρεσίας κουτουλού, όπου δηλαδή το πήξιμο είναι προεξάρχον στοιχείο της ψυχικής καταστάσεως του υποκειμένου.

Όχι πως στα Βόρεια δηλαδή δεν απαντούν τα μαναφούκια, ο Μπράιαν όμως ο Άγγλος μεταφραστής, δεν ανάβει τόσο εύκολα λόγω φλέγματος, ο δε Φριτς εκφράζει μια λεκτική απαξίωση για την όλη φάση.

Σε αντίθεση με τη φωτιά που ανάβει τυχαία από κεραυνό, έκρηξη ηφαιστείου, ντηζελομηχανής, η επί τη θέα συγκεκριμένου αντιπροσώπου του ωραίου φύλου και προκαλεί επιθυμίες τ. παναφύ ή βαλσίματος, η διαβολή ως έργον του οξαποδώ καταλήγει σε μπουκέτο, πιάσιμο μαλλί με μαλλί, κλωτσοπατινάδα, μπούφλες και τέτοια τρυφερά.

Η λέξη χρησιμοποιείται στην Καρδίτσα και στις Β. Σποράδες. Το πώς πήδηξε το Ιόνιο και την Πίνδο και κατέληξε στο Αιγαίο, δεν είναι ξεκάθαρο.

Ο Παπαδιαμάντης την χρησιμοποιεί αρκετά, εξ ου και το παράδειγμα.

Έπαιρνε λόγια από τη μίαν και έβαζε μαναφούκια εις την άλλην. Και είτα εν ανέσει ενετρύφα εις τον καυγάν.

Το Μαναφούκι, του Ντίνου Οικονόμου (από poniroskylo, 14/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ουσιώδεις πληροφορίες, το παρασκήνιο ή τα κουτσομπολιά που εντοπίζονται κάτω από την επιφάνεια μιας γενικότερης πληροφορίας, κάτω δηλαδή από αυτό που εμφανίζεται επισήμως.

Κάποιοι το χρησιμοποιούν με την έννοια του μειονεκτήματος. Τραβηγμένο (ή από λάθος), αλλά θα κόλλαγε, εφόσον κάτι μη εμφανές και παρασκηνιακό είναι και βρώμικο ή προβληματικό (έλα, σας έκανα και ρίμα).

Από το γαλλικό dessous (από κάτω) και όχι από το dessus (της επιφανείας), αλλά επειδή και τα 2 προφέρονται στα ελληνικά «ντεσού», γίνεται γαμώ τα ρδεμπέματα, βλ. τελευταίο παράδειγμα, αρ. 6.

  1. - Τα έμαθες; Η Μιμίκος και η Μαίρη παντρεύονται.
    - Πώς; Αφού μισιούνταν!
    - Εμ, έπεσε έρωτας.
    - Δε μπορεί, πρέπει να μάθουμε τα ντεσού της ιστορίας. Κάτι παίζει εκεί.

  2. Τα «ντεσού» μιας αύξησης μετοχικού κεφαλαίου
    Η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΠΑΕ Παναθηναϊκός για να κλείσει η ταμειακή τρύπα είναι κάτι που αναμενόταν και είναι εντελώς ανεξάρτητο της διάθεσης συμμετοχής του καθενός εκ των μετόχων. Γεννά, όμως, μια σειρά ερωτημάτων στα οποία απαντά ο Δημήτρης Κριτής. Ο Γιώργος Τριανταφυλλίδης έχει το ρεπορτάζ από το ΔΣ.

  3. Τα ντεσού ενός προξενιού
    Από τη στιγμή που ο Γ. Παπανδρέου ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του Φ. Κουβέλη για συνεργασία στο Δήμο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης στα πρόσωπα του Γ. Καμίνη και του Γ. Μπουτάρη, ξεκίνησαν τα σενάρια για το μέλλον των σχέσεων ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και στη Δημοκρατική Αριστερά.

  4. Το ντεσού από το δείπνο με τον Μαρινάκη
    Το βράδυ της Δευτέρας (17/1), ο Βαγγέλης Μαρινάκης παρέθεσε δείπνο στους δημοσιογράφους -ρεπόρτερ- του Ολυμπιακού και κατέθεσε τις σκέψεις του για την ομάδα του Ολυμπιακού, τις μεταγραφές, τον Μιραλάς, τον Βαλβέρδε, αλλά και για τον Πατέρα.

  5. Τα <<ντεσού>> από το show της Βίσση στον Alpha

  6. διάλογος στο νέτι:
    Έχω έναν φίλο.Κέρδισε 100.000 ευρώ σε ένα παιχνίδι.Δεν το ξέρει κανένας παρά δυο-τρεις.Ένας κολλητός του εγώ κι άλλος ένας(;).Μου είπε ότι άλλαξε η ζωή του.Τον έκοψα όχι απλά χαρούμενο αλλά αποφασισμένο.Τρέχει και δεν φτάνει.Είχε και χρέη και τώρα φαντάζει ανακουφισμένος.Το μόνο ντεσού είναι ότι αρχίζει να αναθεωρεί την σχέση του.
    ...
    γνωρίζονται μεταξύ τους; να τους γνωρίσετε. το μόνο ντεσού είναι ότι θα αρχίσουν να αναθεωρούν την σχέση με τα λεφτά.
    τι είναι το ντεσού;
    ...
    Ντεσού:στα γαλλικά de choux=κατάγεται απ΄τα λάχανα=ελληνική ερμηνεία:σιγά τα λάχανα. (Σς: εδώ ελπίζουμε ότι κάνει Βρασταμάνειο πλάκα. Γιατί αφού ξέρει πώς λέγεται το λάχανο στα γαλλικά, ε, θα ξέρει και το σωστό)
    ...
    Εγώ ήξερα ότι το ντεσού είναι μειονέκτημα.
    ....
    Με αναγκάζετε να γίνω πάλι σπαστικός!
    Τα ντεσού(γαλλικά dessus)είναι τα από κάτω,τα κρυφά.Δεν είναι οπωσδήποτε μειονεκτήματα.Τα ντεσού μιας υπόθεσης πχ δεν είναι τα μειονεκτήματά της αλλά τα κρυφά της στοιχεία.Μάλιστα όπως το προφέρουμε στα ελληνικά σημαίνει ακριβώς το αντίθετο(dessous=τα από πάνω,τα φανερά).
    (Σς: άλαν ντάλον).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τοίχος του μπιλιάρδου σε μορφή υποκοριστικού. Προκύπτει από το «μπρικόλα» που σημαίνει το ίδιο.

Μάλλον παράγεται από το αγγλικό μπρικ (τούβλο), εξ ου και ο τοίχος. Η κατάληξη ιταλίζει όμως και ίσως να οφείλεται στο ότι το έχω ακούσει να λέγεται έτσι από επτανήσιους.

Χρησιμοποιείται μεταφορικά στη φράση «μου 'φυγε το μπρικολέτο» και έχει την έννοια ξαφνιάστηκα, εξεπλάγην, μου 'φυγε το τσερβέλο, το καφάσι, κλπ.

Η λέξη και η έκφραση κυκλοφόρησε για λίγο στα τέλη του '80 και μετά εξαφανίστηκε, τουλάχιστον εγώ δεν την ξανάκουσα. Όποιος γνωρίζει κάτι παραπάνω, ελεύθερα να συμπληρώσει και να τροποποιήσει τον ορισμό.

  1. Έλα, δεν είναι δύσκολη στεκιά, παίξε την πράσινη με μπρικόλα στη μέση και θα μπει.

  2. Τι λε ρε φίλε, δεν το πιστεύω, μού 'φυγε το μπρικολέτο!

Βλέπε και γαλλικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified