Further tags

Η γυναίκα που είναι φανατική οπαδός ενός συγκροτήματος μουσικής, και συνουσιάζεται με ένα, περισσότερα ή όλα τα μέλη του γκρουπ, διαδοχικά ή ταυτοχρόνως. Ετυμολογείται από το «μουσικό γκρουπ», αλλά ίσως και από το γκρουπ σεξ. Το χαρακτηριστικό της γκρούπι είναι ότι μπορεί να πάει έτσι χύμα στο κύμα, να γνωρίσει τους μουσικούς και βουρ στον πατσά! Η γκρούπι συνήθως δεν το κουνάει ρούπι αν δεν πάρει αυτό που θέλει!

Η γκρούπι των πνευματικών ανθρώπων, ποιητών, φιλοσόφων, λογοτεχνών, μουσικών κτλ λέγεται Ηγερία. Η Ηγερία (Egeria) ήταν νύμφη της ρωμαϊκής θρησκείας, ερωμένη του βασιλιά της Ρώμης Νουμά Πομπιλίου κατά την παράδοση. Νομίζω ότι η μεγαλύτερη Ηγερία στην Ιστορία ήταν η Λου Σαλομέ, που αριθμούσε μεταξύ των εραστών και φίλων της το Νίτσε, τον Φρόιντ, τον Ρίλκε και τον Σνίτσλερ.

Η Κάρλα Μπρούνι πριν βρει τον έρωτα της ζωής της στο πρόσωπο του Σαρκοζίξ είχε υπάρξει και γκρούπι και Ηγερία, καθώς τα είχε και με τον Μικ Τζάγκερ, και με έναν Γάλλο φιλόσοφο και τον γιο του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η σιχαμερή λευκή ουσία, γνωστή επιστημονικά και ως σμήγμα, που πιάνουμε στην πούτσα όταν έχουμε να αλλάξουμε σώβρακο 2 βδομάδες. Χαρακτηριστικό της είναι η λευκή σαν τυρί υφή της και η απαίσια μυρωδιά της.

Το φετέισον προέρχεται από το temptation (μεγάλη επιτυχία του Arash) και την ελληνική φέτα.

  1. Πω ρε μαλάκα, έπιασα φετέισον στην πούτσα μου... Θες λίγο;

  2. - Έχω να κάνω μπάνιο 2 εβδομάδες και όχι μόνο αυτό, την παίζω και χύνω στο σώβρακο.
    - Ω ρε φίλε, θα έχεις πιάσει τρελό φετέισον.

KAVLI dick-cheese spread - το φέρνει και ο Βασιλόπουλος (από Vrastaman, 19/01/09)Φέτα is sexy και δεν πα να λέτε ό,τι θέλετε :-P (από Galadriel, 22/03/09)

Συνώνυμα: τυράκι. Σχετικά: τυρί, ούρδα, αλμυρόπουτσα, μυτζήθρα. Δες και -έισον, -έισιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρμένο από την αγγλική λέξη drugs, που σημαίνει ναρκωτικά.

Παίζει παρτάκι με ντρόγκια το Σάββατο...

Μηδοπάσα: Jeanoir (από Khan, 30/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πόλωση που δημιουργείται από τα polls, δηλαδή τις δημοσκοπήσεις (κατά το κωλονοσκοπήσεις). Ο σλανγκισμός εστιάζει κυρίως στο πνεύμα μισαλλοδοξίας και τεχνητής δέσμευσης που καλλιεργείται μέσα από τέτοιες pollώσεις. Συνηθίζονται στις μέρες μας να γίνονται συνέχεια δημοσκοπήσεις για το καθετί. Πολλές φορές είναι κατά παραγγελία, και στο ερώτημα, και ενδεχομένως και στην απάντηση. Οπότε εμείς οδεύουμε ως πρόβατα σε τεχνητές pollώσεις μας. Γιατί θεωρούμε μαγκιά και αξία μας ότι κάποιος ζητάει την γνώμη μας, κολακεύεται ο εγωισμός μας, και δεν καταλαβαίνουμε ότι έτσι απλώς εξυπηρετούμε τα συμφέροντα κάποιου. Στην χειρότερη περίπτωση πρόκειται για αυτοεκπληρούμενη προφητεία, δηλαδή κάτι που παρουσιάζεται ότι έχει περιγραφική μόνο δύναμη, αποκτά προκλητική δυναμική (λ.χ. άμα βλέπεις ότι όλοι οι άλλοι θεωρούν κάποιον καλό, λες «δεν μπορεί, δίκιο θά 'χουν»). Στην καλύτερη απλώς τεστάρεται το κοινωνικό σύνολο και η δύναμη των μηχανισμών διερεύνησης και διερμηνείας του.

Οι pollώσεις είναι πολλών ειδών. Θα σταχυολογήσω μερικές. 1. Οι pollώσεις με ερωτήματα «ποιος είναι ο καταλληλότερος για πρωθυπουργός ή για κυβέρνηση», ή «ποιος είναι ο πιο δημοφιλής πολιτικός» που, αναλόγως με το ερώτημα που θέτουν και την στιγμή που το θέτουν, καταλαβαίνεις ποια είναι η σκοπιμότητα του pollωτή. Λ.χ. σε λίγο παλιότερες περιόδους το να θέσεις ερώτημα για «καταλληλότερο πρωθυπουργό» έχω την εντύπωση ότι θα ήταν pollωση δεξιάς εφημερίδας για να βαραθρώσει έτι περαιτέρω τον Παπανδρέου (είπαμε πριν λίγα χρόνια), ενώ το ερώτημα για «καταλληλότερη κυβέρνηση» θα ήταν pollωση κεντροαριστερής για να δείξει την δυσαρέσκεια για την κυβέρνηση της Ν.Δ. Ομοίως οι pollώσεις αορίστως για πιο δημοφιλή πρόσωπα, γίνονταν στα 00ς σε στιγμές που κάποιος ήθελε να καταδειχτεί η δυναμική του Χριστόδουλου, του Στεφανόπουλου ή του Αβραμόπουλου, ή αντιθέτως να δείξει την πτώση τους. Σ' αυτού του είδους τις pollώσεις, η απάντηση βρίσκεται κατά κάποιον τρόπο μέσα στην ερώτηση, ήτοι στην σκοπιμότητα του εκάστοτε pollωτή.

  1. Οι exit-pollώσεις. Εδώ στήνονται pollωτικές κάλπες ή κάλπικες pollώσεις (όπως προτιμάτε), έξω από τα εκλογικά κέντρα, ώστε τα μύδια να τεκμάρουν μια ώρα αρχύτερα το αποτέλεσμα των εκλογών. Γενικά, είναι αρκετά χρήσιμο, αφού pollωνόμαστε που pollωνόμαστε με τις ίδιες τις εκλογές, τουλάστιχον να ξεpollωθούμε μια ώρα αρχύτερα. Αν και κατά τον ΚΥΡ η βραδιά των εκλογών είναι πάντα η πιο ευτυχισμένη νύχτα του Νεοέλληνα, αφού έχει φύγει ο ένας και δεν έχει προλάβει να έρθει ο άλλος. Τώρα λοιπόν τα μύδια έρχονται να μας κλέψουν κι αυτήν ακόμη την χαρά, σαν άλλος φεουδάρχης που διεκδικεί το jus primae noctis του. Άλλωστε, αυτές οι exit-pollώσεις κρύβουν πολλές εκπλήξεις. Όλοι θυμούνται τι έγινε το 2000, που η exit-pollωση έδειξε Ν.Δ. και η μέσα pollωση έδειξε μετά ΠΑΣΟΚ, ώστε ο Κωστάκης πιάστηκε Κώτσος! Οπότε οι μεν οπαδοί του ΠΑΣΟΚ έσπευσαν να κάνουν καζούρα στους αντιπάλους τους, οι δε οπαδοί της ΝΔ να αναπτύξουν (από τότε!) τις θεωρίες περί ασύμμετρων απειλών που στέρησαν απ' τον Κωστάκη τον θρίαμβό του, εκπορεύτηκε πολλή φημολογία, που δεν μου επιτρέπεται να σχολιάσω, μπορώ απλώς να το αναφέρω ως παράδειγμα του πώς η exit-pollωση λειτούργησε κι εδώ pollωτικά.

  2. Κι ένα διασκεδαστικό είδος pollωσης. Με την ανάπτυξη του Ιντερνετιού κάθε ιστοσελίδα και κάθε βλόγιο(ν) μπορεί να κάνει και την δική του pollωση, επί παντός επιστητού! Έτσι φτάνουμε σε ένα σημείο να ρίχνουμε καμιά εικοσαριά ψήφους την ημέρα, το οποίο δεν οδηγεί πουθενά, αλλά κολακεύει το αίσθημά μας ότι ζούμε σε μια δημοκρατία, κι όλοι προσμένουν με αγωνία την γνώμη μας. Τελικά, οι διαδικτυακές pollώσεις αποτελούν όντως ένα τεκμήριο δημοκρατικότητας του Διαδικτύου, αλλά με την έννοια που έχει η κοινοβουλευτική δημοκρατία και στην υπόλοιπη ζωή: ότι δηλαδή ζητάνε την επιλογή σου σε προκαθορισμένα από αυτούς ερωτήματα, με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι αρκούντως καθορισμένα και τα αποτελέσματα.

Σχετικές εκφράσεις: Δεν ξέρω, δεν απαντώ (έκφραση που εκπορεύτηκε από μία προσφερόμενη επιλογή στις pollώσεις και απέκτησε ευρύτερη σλανγκική σημασία).
γκαλοπάρω: δεν σημαίνει να καλπάζεις με άλογο, από το «gallop», αλλά να καλπάσεις στις pollώσεις, σπεύδοντας να ρίξεις όσες πιο πολλές ψήφους μπορείς σε μια μέρα, από το «gallup», το «γκάλοπ», που βγαίνει από το όνομα του πρώτου pollώσαντος George Gallup, που ίδρυσε το Ινστιτούτο Gallup.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα pollωσης τρίτου είδους είναι η pollωση σ' ένα βλόγιο(ν) που ζητούσε την γνώμη μας αν είναι γκέι ο Μπομπ Σφουγγαράκης. Οι επιλογές ήταν: 1) τελειωμένη, 2) straighter than Clint Eastwood.
Οι σλανγκιστές πιστεύω ότι θα ψήφιζαν το πρώτο, αν έχουν διαβάσει το εν λόγω λήμμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αφρώδες μείγμα λιπαντικού και κοπράνων, που αποτελεί κάποιες φορές παράπλευρη απώλεια κατά το πρωκτικό σεξ, το γνωστό πρωκτοζούμι.

Από το επώνυμο του αμερικανού πρώην γερουσιαστή Ρικ Σαντόρουμ.

Η λεξιπλασία έχει ηθικό εμπνευστή τον Νταν Σάβατζ, ο οποίος θέλησε με αυτόν τον τρόπο να αντιδράσει σε δηλώσεις του γερουσιαστή, κατά τις οποίες η ομοφυλοφιλία οφείλει να αντιμετωπίζεται ακριβώς όπως, μεταξύ άλλων, η σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκου και η κτηνοβασία, πράξεις που αντίκεινται στο θεσμό του γάμου και της οικογένειας και έτσι πλήττουν την κοινωνία.

Σε σύγκριση συνεπώς με το πρωκτοζούμι, το σαντορούμι αρμόζει σε ομοφυλοφιλικότερα συμφραζόμενα.

Πηγές: ο σχετικός ιστοχώρος του Σάβατζ, η σελίδα όπου πρότεινε την λεξιπλασία, σχετικά άρθρα της αγγλόφωνης Βικιπαίδειας για την λεξιπλασία και για τις δηλώσεις.

  1. Περάσαμε και γαμώ χθές με το τεκνό, αλλα γεμίσαμε τα σεντόνια σαντορούμι ρε να πάρει.

  2. Κάθε φορά που είναι να σοδομίσω τον γκέη ανύπαντρο σκύλο μου, του βάζω πρώτα κλύσμα, για να μήν μου κλάνει μετά σαντορούμι.

λήμμα [σχολής βράστα] (από xalikoutis, 26/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που θα λέγαμε ελληνιστί τσοντόφατσα. Χρησιμοποιείται κυρίως για άντρες, και εκτός από τη μακρυά μαλαπέρδα, είναι από τα βασικότερα προσόντα που πρέπει να έχει ένας πορνοστάρ αν θέλει να κάνει διαχρονική καριέρα στο χώρο.

Είναι η φάτσα που έχει κάτι το διεστραμμένο, το παρακμιακό αλλά και το διαχρονικό μαζί. Βέβαια τσόντα-face μπορεί να είναι και κάποιος που δεν είναι πορνοστάρ, αλλά «το 'χει», θα μπορούσε να είναι π.χ. Γεωργίτσης (ή μήπως έχει παίξει σε τσόντα αυτός;)

Νομίζω ότι τα μύδια θα βοηθήσουν στην κατανόηση του λήμματος, είναι τα απόλυτα τσόντα-faces, για όσους βλέπουνε καμιά τσοντούλα. Ειδικά της γενιάς μου (βλέπε νοικιασμένο VHS από το βιντεοκλαμπάδικο της γειτονιάς.)

(Μεταξύ αντροπαρέας που βλέπει τσόντα)

- Πάλι αυτός ο τύπος;
- Καλά σε πόσες τσόντες τον έχουμε πετύχει;;;;
- Απίστευτο τσόντα-face!!!!!!

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει απ' το loser (χαμένος) και το user (χρήστης).
Χρησιμοποιείται για κάποιον ανίκανο...

- Καλά ρε αυτός ο Ρούλης, πόσο πιο luser πια;
- Γιατί τ λες αυτό;
- Χθες έπιασε μια α' εθνικής, και αντί να τν ρίξει αμέσως, άρχισε ν τσ μιλάει για τη συλλογή του με τ γραμματόσημα!!
- LOL =]

Χρήστης Ελ. (από Galadriel, 07/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη επιστημονικής φαντασίας που εκφράζει κάτι ιδεατό. Αποδίδεται σε σημείο στο στοίχημα που υποτίθεται ότι είναι άχαστο και χωρίζει το σύνολο της ανθρωπότητας σε δύο εντελώς άνισα μέρη: Στους μαλάκες που δεν θα εκμεταλλευτούν την ευκαιρία για εύκολο κέρδος και στους αίλουρους που θα πλουτίσουν. Στην ουσία αποτελεί λέξη-ιδέα για κάτι που ίσως υπάρξει. Γνωρίζουμε τις ιδιότητές του, γνωρίζουμε το «σχήμα» του, γνωρίζουμε και τη χρησιμότητά του, αλλά απλά δεν υφίσταται. Ακριβώς όπως και το φωτόσπαθο, η μηχανή του χρόνου, τα ιπτάμενα αυτοκίνητα και τα γένια του φίλου μου του Χρήστου που γνωρίζουμε πώς θα είναι όταν δημιουργηθούν.

Λέξη-κράχτης γνωστών «παραγωγών» του ραδιοφώνου, το καλύτερο δόλωμα για τη μαρίδα του στοιχήματος, ο χειρότερος διώχτης για τους «γκουρού» και γενικά μία φράση που πολύ χρησιμοποιείται από τους κύκλους του αθλητικού τζόγου.

(Από γνωστή εκπομπή «μεγαλοπαραγωγού» ραδιοφώνου της Σαλονίκης)

- Έλα Παρ, λέω να παίξω στο στανταράκι το 238 τετραψήφιο ποσό. Ο μεγάλος άσος της Ίντερ έρχεται και πληρώνει. Καταλαβαίνω ότι όποιος δεν έχει φράγκα χάνει μεγάλη ευκαιρία αλλά, έτσι είναι η ζωή... άδικη.
- Δικέ μου λυπάμαι που είναι μέση του μήνα και είμαι στεγνός. Τα φράγκα θα πέσουν όπως και ο Καραγκούνης!

(Θα έγραφα για τον Άρη στον τελικό κυπέλλου που πάνω κάτω είπε τα ίδια αλλά 1ον: Με αυτό το παράδειγμα φαίνεται καλύτερα η ειρωνία, και 2ον: Πονάει ακόμα ρε γαμώτο...)

Συνώνυμο: σιγουράκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα τηλεοπτικά στούντιο ειδήσεων, η χειρίστρια γεννήτριας χαρακτήρων. Με άλλα λόγια, η κοπέλα -οι άνδρες είναι σπανιότατοι στο επάγγελμα- που κάθεται σ' ένα κομπιούτερ και ρίχνει τα σούπερ. Όπου σούπερ, είναι οι ταινίες ή κάρτες με τα γράμματα που εξηγούν ποιος μαϊντανός παπαρολόγος είναι σε κάθε παράθυρο, ποιος πανελίστας αφιερώνει αυτή τη στιγμή και πόσοι είναι οι νεκροί από τις επιθέσεις στη Βομβάη. Σε ορισμένα κανάλια, η σουπερατζού χειρίζεται επίσης και το λογισμικό που χωρίζει τα παράθυρα, φτιάχνει κάποια γραφικά κλπ. Οι σουπερατζούδες δουλεύουν υπό μεγάλη πίεση -διότι πολλά πρέπει να γίνουν ζωντανά και σε χρόνο dt και, έτσι κι αλλιώς, λόγω των ατόμων που τις περιστοιχίζουν.

Το σουπερατζού είναι κατ'αρχήν απαξιωτικό αλλά έχει καθιερωθεί. Πιο προσβλητικό είναι στην τρέχουσα το superwoman το οποίο εκφέρεται πάντα με μεγάλη δόση ειρωνείας από τους πολ μουρ συναδέλφους.

Μετά από συμπλήρωση εικοσαετίας σε αυτή τη δουλειά, οι σουπερατζούδες συνταξιοδοτούνται και η Εκκλησία μας τις ανακηρύσσει αγίες. Καμμία δεν έχει αντέξει τόσο πολύ.

- Νταξναούμ, το μάνα ρέιβερ έμεινε ... αλλά, είναι γεγονός ότι οι κοπέλες δουλεύουνε με φοβερή πίεση ...
- Ναι, ρε μαλάκα, αλλά έχουνε πλάκα ... προχτές θέλανε να πούνε «Εύα Καϊλή - τώρα» και στο σούπερ βγάλανε «Εύα Καυλή - τώρα» ...
- Πώς ήτανε εκείνο το έργο, ρε συ ... Τόρα-Τόρα-Τόρα ... τύφλα νάχει ο Μπεν Χουρ ...
- Γιατί, παιδιά, άδικο είχανε με την Καϊλή; ... Εγώ σας το λέω, δε φταίνε, οι σουπερατζούδες ... οι δημοσιοκάφροι τους τα λένε λάθος ... για να μη σου πω κι επίτηδες λάθος, για να γίνει τζόγος ...
- Σωστόστ ... σα την άλλη φορά πούχανε ρίξει «Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, φοιτητής στο Βελιγράδι» ...

(σ.σ. Όλα τα παραδείγματα είναι πραγματικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στις σχετικές με τον τίτλο του λήμματος ταινίες πρωταγωνιστούσαν οι Κριστόφ Λαμπέρ και Σον Κόνερυ. Στις ταινίες αυτές ο Χαϊλάντερ, ζούσε αθάνατος ανάμεσα στους κοινούς θνητούς εκτός αν τύχαινε κάτι που είχε προδιαγραφεί από τη μοίρα. Η λέξη κλειδί για τον συγκεκριμένο ορισμό είναι η αθανασία.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η έκφραση αναδύει τον προβληματισμό μας όταν βλέπουμε κάποιον Μαθουσάλα, κάποιον υπέργηρο που έχει ξεπεράσει κατά πολύ το μέσο όρο ζωής. Αφού δεν είναι υπόγειος, τον αποκαλούμε χιουμοριστικά Χαϊλάντερ, «θεωρώντας» πως και καλά... παίζει περίπτωση αθανασίας.

- Είδα χθες τον κυρ' Πέτρο, τον παλιό γείτονα σου;
- Ώπα ρε... Ζει ακόμα αυτό το ραμολί; Αυτόν φαίνεται πως τον έχει ξεχάσει ο Χάρος. Ποιος είναι; O Χαϊλάντερ είναι;

(από GATZMAN, 28/11/08)(από GATZMAN, 14/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified