Further tags

Η ασυμμετρία μεταξύ των δύο βυζιών, όταν μια θηλυκότητα είναι αλληθωροβύζα, κατά κανόνα ύστερα από όχι επιτυχημένη πλαστική επέμβαση που έχει ως συνέπεια να είναι στραβά τα βυζιά της. Λογοπαίγνιο με την οφθαλμολογική πάθηση στραβισμός.

Ύστερα από την τελευταία πλαστική που έκανε, πάσχει από στραβυζμό.

Got a better definition? Add it!

Published

Η σεξιστική ιδεολογία και πρακτική κατά την οποία θεωρείται ως προνόμιο το να έχει κανείς πέος και να μπορεί να διεισδύει κατά τη σεξουαλική πράξη, ενώ υποτιμάται αυτός/ή που έχει τον ρόλο του διεισδυόμενου/ης.

Κι εδώ μια βασική πλέον διαφορά, μια καινούρια στιγμή της εποχής της κρίσης. Στο θέμα της ομοφοβίας φαίνεται ίσως πιο ξεκάθαρα: αν οι παλιές έμφυλες και σεξουαλικές ιεραρχίες στην Ελλάδα κατέληγαν στο τι δεν μπορεί να είναι ένας καλός Έλληνας/μια καλή Ελληνίδα (πούστης, λεσβία, γαμημένη κωλοτρυπίδα, πόρνη κ.ο.κ.), αν δηλαδή παλιότερα οι ιεραρχίες προέβαλλαν τα αποκείμενά τους ως εθνικώς διαγραμμένα, οι καινούριες τους επιβιώσεις τα φαντασιώνονται, όλο και περισσότερο, ως νεκρά. Σε αυτό, η νέα ομοφοβία και ο νέος φαλλοσεξισμός έρχονται να συναντήσουν το νέο ρατσισμό, που κι αυτος, την εποχή της κρίσης, (ξανα)δουλεύει όλο και περισσότερο όχι με εικόνες αποκλεισμένων ή διωγμένων Άλλων, αλλά νεκρών ή ζωντανόνεκρων. Σαν το νέο ρατσισμό, έτσι και η νέα ομοφοβία και ο νέος φαλλοσεξισμός «της κρίσης»: γίνονται, όλο και περισσότερο, όχι μόνο βιοπολιτικές στρατηγικές, αλλά και θανατοπολιτικές. Έτσι, αν σήμερα ο εθνικισμός, ο μάτσο ανδρισμός, η εθνομαγκιά και η εθνοφοβία μανατζάρουν σώματα ανθρώπων στην υπηρεσία της εθνοβιοπολιτικής (μας λένε: «Κλειστείτε μέσα και όλα θα πάνε καλά»), η ομοφοβία, ο ρατσισμός και ο νεοσεξισμός, καλούνται να μανατζάρουν και την εικόνα οιονεί νεκρών, στην υπηρεσία μιας αναγκαίας και παραπληρωματικής θανατοπολιτικής (μας λένε: «Εκεί έξω κυκλοφορούν ζόμπι»). (Δημήτρης Παπανικολάου, Αυγή).

Got a better definition? Add it!

Published

Εκτός από την ακρίδα και τον βήχα (ετυμολογία: αλβανικό karkalec + -ι < βουλγαρικό скакалец < скачам / skáčam (πηδώ) +‎ -алец) είναι και η άτσαλη βουτιά σε θάλασσα ή πισίνα.

Ώπα, καρκαλέτσι!

Got a better definition? Add it!

Published

Παλαιακός τρόπος για να χαρακτηριστεί το κορίτσι με αρρενωπά χαρακτηριστικά, τύπου τομ μπόι, το οποίο έχει στερεοτυπικά "αγορίστικη" συμπεριφορά. Θεωρείται πλέον παλαιός κακοποιητικός τρόπος για να χαρακτηριστεί μια λεσβία με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά.

Τι γυρίζεις όρη σα το σερνικοθήλυκο? Βάλε μια βέστα απάνω σου μια....να νοστιμίσεις τότσο!! (Κερκυραϊκή ποικιλία στο Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία της Σαλαμίνας (< Αμαλίτσα < Αμαλία). Κέρμα 25 λεπτών (1/4 δραχμής) επί Όθωνα και 20 λεπτών επί Γεωργίου. Χρησιμοποιείται στην Κούλουρη, λόγω κάποιων ομοιοτήτων που φέρει η φορεσιά της Κούλουρης με τη φορεσιά της Αμαλίας, την οποία καθιέρωσε ως βασίλισσα, αντικαθιστώντας τη μουσουλμανική μαντίλα που έβλεπε να φοράνε οι γυναίκες της Ελλάδας και θέλοντας να φέρει τον ευρωπαϊκό τρόπο ενδυμασίας.

Οι μαλίτσες στολίζουν το τάσι πάνω στο φέσι της κουλουριώτικης φορεσιάς.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο βρικόλακας στην ποικιλία της Σαλαμίνας και μεταφορικά ο άνθρωπος που δεν κοιμάται το βράδυ.

Σαν τον λουγκάτη απόψε δεν κοιμήθηκα καθόλου.

Got a better definition? Add it!

Published

Το γατάκι στην ποικιλία της Κρήτης, καθώς και σε άλλες ποικιλίες, όπως της Σαλαμίνας. Χρησιμοποιείται και για άνθρωπο αδύναμο και τρυφερό.

Άντρες θαμαστούς εφτά ήπνιξα ωσάν κατσούλια (Μάρκος-Αντώνιος Φώσκολος, Φορτουνάτος, π. 1655, Δ´ 292· Δ´ 204).

Got a better definition? Add it!

Published

1.Ιδιωματισμός για την ακρίδα, σε χρήση στην Ήπειρο, σε περιοχές με επαφή με την αλβανική γλώσσα ή τα αρβανίτικα.

Ιούνιος 1932, Στα Μέγαρα έπεσαν σύννεφα από καρκαλέτσια, φάγανε όλα τα αμπέλια των Μεγάρων (Ιστορία των Μεγάρων)

2.Ο επίμονος βήχας, ο κοκκύτης, αναφερόμενος και ως κάρκαλος ή καρκαλέτζης ή καρκαλιάς.

Ο επίμονος και ιδιόρρυθμος βήχας, που σε περίοδο παροξυσμού κόβει την ανάσα, κάνει τη διαφορά και οδηγεί όλους στην ασφαλή διάγνωση: Καρκαλέτσι. Αλλιώς καρκαλιάς. (Χρήστος Παπακίτσος, "Το καρκαλέτσι και τα γιατροσόφια του", Τζουμερκιώτικα Χρονικά, 2012, σ. 28).

3.Μεταφορικά ο ψηλός και κάτισχνος άνθρωπος.

Τι καρκαλέτσι πήγε και παντρεύτηκε! Είναι σαν τη Μητρόπολη με τον Άγιο Λευτέρη.

Got a better definition? Add it!

Published

Παλαιακός χαρακτηρισμός για λεσβία με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά, τύπου νταλίκα ή μπουτς, λαχαναγορίτης, νταλικιέρης κ.τ.ό., ενώ από τον 21ο αιώνα η αντίληψη αυτή έχει δώσει τη θέση της στην αναζήτηση πιο εναλλακτικών προς τους αμιγείς πατριαρχικούς ρόλους και εναλλασσόμενων επιτελέσεων με μεγαλύτερη αμοιβαιότητα.

Μην περιμένεις να δεις κάνα ντουβάρι λιμενεργάτη, η Μαρία είναι stylish butch.

Got a better definition? Add it!

Published