Ομοφοβικός μειωτικός χαρακτηρισμός για ανοικτά ομοφυλόφυλους υπερήρωες. Είναι ο εναλλακτικός Μπάτμαν που έχει ιδιαίτερες διαδράσεις με τον Ρόμπιν.
Τι Μπάτμαν της Αριστεράς δήλωσε ότι είναι στους Πρωκταγωνιστές; Να έλεγε buttman να το καταλάβω.(ΦΒ)
Ομοφοβικός μειωτικός χαρακτηρισμός για ανοικτά ομοφυλόφυλους υπερήρωες. Είναι ο εναλλακτικός Μπάτμαν που έχει ιδιαίτερες διαδράσεις με τον Ρόμπιν.
Τι Μπάτμαν της Αριστεράς δήλωσε ότι είναι στους Πρωκταγωνιστές; Να έλεγε buttman να το καταλάβω.(ΦΒ)
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο των πουτσοσκάμπιλο, πουτσοχάστουκο, ψωλοχάστουκο, ψωλοσκάμπιλο, προς τιμήν του δημάρχου του Βόλου Αχιλλέα Μπέου που έδωσε χαστούκι σε ψηφοφόρο του.
Έρωτας απ' το πρώτο μπεοχάστουκο. (Φέισμπουκ).
Got a better definition? Add it!
Μεταφορά στα ελληνικά του αγγλικού όρου golden boy, κυρίως με την οικονομική έννοια του λαμόγιου χρηματιστή.
Got a better definition? Add it!
Δεν αναφερόμαστε στο Βελιγράδι, αλλά στον Βόλο, όπου δήμαρχος είναι ο Αχιλλέας Μπέος.
Το Μπέογκραντ είναι γεμάτο λάσπες, αλλά μας μάραναν τα φωτάκια που θα εγκαινιάσουν την εορταστική περίοδο. (Φέισμπουκ).
Got a better definition? Add it!
Ο μπαχαλάκιας που πετάει καδρόνια σε διαδηλώσεις και σκηνικά με αστυνομικούς.
Από καδρόνιας έγινε υπηρέτης της Νέας Τάξης (Φέισμπουκ)
Got a better definition? Add it!
Το μέλος της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας που συμπεριφέρεται ως κυρ Παντελής, ως νοικοqueerαίος, δηλαδή θέλει να έχει οικογένεια και αξίες καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, όπως ένας αστός, ησυχία, τάξη, ασφάλεια κ.τ.ό., χωρίς να ασχολείται με την αντιστασιακή κινηματική διάσταση της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας.
Είχαμε τους κυρ-Παντελήδες που ψηφίζουν ΝΔ, τώρα θα έχουμε και τους queer Παντελήδες που θα ψηφίζουν Κασσελάκη (Φέισμπουκ).
Got a better definition? Add it!
To αντώνυμο του woke.
Σήμαινε αρχικά το να είσαι ο εαυτός σου και να μη νοιάζεσαι για το πώς σε βλέπουν οι άλλοι. Στην αρχή στην αφροαμερικανική σλανγκ σήμαινε το να συμπεριφέρεσαι σαν να έχεις εθιστεί στο κρακ. (Δες).
Έχω βαρεθεί το woke ξέπλυμα, θα γίνω based πάλι.
Got a better definition? Add it!
Ο προλετάριος των παραλιών που δεν έχει ή δεν θέλει να πληρώσει ομπρέλα και ξαπλώστρα σε σχετική επιχείρηση και κάθεται στην άμμο με την πετσέτα του.
Πολλοί πετσετάριοι έχουν αγκαλιάσει το κίνημα της πετσέτας που διεκδικεί ισότιμη πρόσβαση στους αιγιαλούς.
Got a better definition? Add it!
Φαυλιστικό ενάντια στους ομογενείς Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό, χρησιμοποιείται κυρίως από Συριζαίους ενάντια στο δικαίωμα των ομογενών να ψηφίζουν στις εθνικές εκλογές.
Θα ψηφίζει ο κάθε βρομογενής από το Αστόρια που εδώ και τρεις γενιές ζει στο μιούρικα και θα του μοιράζει τα ψηφοδέλτια ο παπάς της ενορίας και δεν θα ψηφίζει ο σερβιτόρος που λιώνει ως εποχικός στα νησιά.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!