Further tags

Αυτός που κάθεται πολύ στο σπίτι και δεν ξέρει τόσο από τη ζωή έξω, ο αντικοινωνικός. Συνήθως λέγεται για τους καμμένους και τους μαμάκηδες.

- Ο Νίκος είναι τελείως άβγαλτος, όταν τα άλλα παιδιά μπλέκαμε με τη φούντα αυτός έπαιζε μανιωδώς Chessmaster στο PC.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται το χυδαίο βρίσιμο, κοινώς το μπινελίκι.

... ίσα μωρή λινάτσα μην ακούσεις κανα γαλλικό... (από φόρουμ)

espèce de patsavoure! (από Vrastaman, 19/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που επιθυμεί πολύ ναρκωτική κυρίως ουσία. Το βιομηχανικό τσιγάρο ή το προερχόμενο από άλλου είδους ζαρζαβατικά.

  2. Προέρχεται από το τούρκικο harman, που είναι η έλλειψη τσιγάρου, το χαρμάνιασμα.

  3. Ρήμα: χαρμανιάζω.

  1. «Χαρμάνης είμαι απ΄το πρωί πάω για να φουμάρω...» (το λέει και το song)

  2. Ρε συ πάμε για ένα τσιγάρο, χαρμάνιασα τόση ώρα.

Μαύρα Χαρμάνια (από panos1962, 06/11/09)Χαρμάνης (από panos1962, 06/11/09)Να τελειώνουμε παιδιά, χαρμάνιασα! (από panos1962, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φιλάργυρος και συμφεροντολόγος άνθρωπος που εκμεταλλεύεται τους αδύναμους. Λέξη τουρκικής προελεύσεως < çιfιt, σημαίνει τσιγκούνης και φιλάργυρος.

- Ήρθε ο παλιοτσιφούτης ο ιδιοκτήτης για το ενοίκιο σήμερα. Μου είπε ότι έτσι και δεν το πληρώνουμε την πρώτη μέρα του μήνα, θα μας κάνει έξωση. Απίστευτος μαλάκας!

βλ. και τσιαφούτης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γρήγορο και εύκολο κέρδος προερχόμενο είτε από προχειροδουλειά, είτε από αρπαγή / κλοπή.

Η πρώτη περίπτωση αρπαχτής περιλαμβάνει το φτωχομπινεδιάρικο και ευκαιριακό γδάρσιμο εύκολης λείας (πχ αισχροκέρδεια από ταρίφες σε ανυποψίαστους τουρίστες). Ανεμομαζώματα, δηλαδή, διαβολοσκορπίσματα.

Στη δεύτερη (και πιο σοβαρή) εκδοχή της, η αρπαχτή επιτυγχάνεται χάρη στην άλωση των νόμων και θεσμών μέσω προσωπικών σχέσεων και διαπλοκών. Πρόκειται για οικονομικές αλλαξοκωλιές όπου η αρπαχτή διαπράττεται από δύο ή περισσότερους συνεργούς και πάντα σε βάρος του κερασφόρου φορολογούμενου πολίτη. Πρόσφατες περιπτώσεις περιλαμβάνουν τα Ολυμπιακά έργα και την υπόθεση Μονής Βατοπεδίου.

Δεν έχουν τα κότσια να κάνουν μια μήνυση στην μαμά-SIEMENS για τις αρπαχτές της. Τώρα θα μου πείτε ποιοι να κάμουν την μήνυση; Αυτοί που συμμετείχαν στην αρπαχτή ως μικροί άρπαγες;; (Από blog)

Βλ. και σχετικό λήμμα μίζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μποξεράκι, κοινώς το περιπολικό.

- Μην πολυτρέχεις. Στα 300 μέτρα την έχει στήσει ένα μπατσικό και έτσι και μας πιάσουνε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δέν κάνει σωστά ή μεθοδικά τη δουλειά του. Συνώνυμα: σκιτζής, κομπογιαννίτης.

- Ωραίο το σπίτι ρε σύ, αλλα γιατί το έβαψες έτσι, αλλού εμετί αλλού κατουρλί;
- Άς όψεται ο ελαιοχρωματιστής.
- Και πού τον πέτυχες τέτοιον μπασματζή;
- Έ, ξάδερφος της Κούλας...
- Δουλειές με γυναίκες και συγγενείς δέν κάνουμε, ρέεε, σχολείο δέν πήγες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο τρελάρας.
  2. Ο ηλίθιος.
  3. Σε επιρρηματική χρήση (οπότε και προφέρεται μακρόσυρτα): τέλεια, γαμάτα, και γαμώ.
  1. - Της είπα ότι τά 'χω με άλλες δύο παράλληλα.
    - Έλα ρε όργιο! Και πώς το πήρε;

  2. - Τι λες ρε όργιο; Χάνεις λάδια;

  3. - Και πώς περάσατε;
    - όοοργιο!

(από ironick, 23/05/09)

Σχετικά: θέατρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακός τεχνίτης.

Αυτόν φώναξες να σου διορθώσει τη βλάβη; Αυτός είναι σκιτζής!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης.

- Μα τι ψωριάρης είναι αυτός ο Κώστας; Ακόμα και για εναν καφέ να βγει με τη κοπέλα του, ζητάει να πληρώνουν μισό - μισό. Απορώ πώς είναι μαζί του ακόμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified