Further tags

Το χέρι ή η παλάμη.

- Τί θα κάνουμε σήμερα το βράδυ; Πάμε για κάνα ποτάκι;
- Μπαα, βαριέμαι θα πέσω για ύπνο.
- Ναι καλά, έτσι το λέμε τώρα!! Πέσμας ότι πάλι με τον πενταδάχτυλο θα την βγάλεις και ασταυτά τα σάπια.

(από tasurmata, 03/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και το λήμμα παραπέμπει στο γνωστότατο χορό ή στο επίσης γνωστό μαντήλι, εδώ αναφέρεται στο πολύ καλής ποιότητος ελαφρό ναρκωτικό, παράγωγο της ινδικής κάνναβης, που φύεται στην Μεσσηνιακή πρωτεύουσα Καλαμάτα και πέριξ αυτής.

Όπως αναφέρει ο φίλος Azargled στο λήμμα κρητικό (βλ. και παρακάτω), το βασικό ουσιαστικό που είναι το «χασίσι» παραλείπεται, όχι μόνο χάριν συντομίας, αλλά και για την αποφυγή πλήρους κατανόησης της φράσης από πιθανή ανυποψίαστη ομήγυρη.

Συνώνυμα: αφγάνι, γάρο, γελαστό τσιγάρο, γκάντζα, ινδική κάνναβις, κανναβούρι, κρητικό, λεμόνι, Μαίρη Τζέην, μαριχουάνα, μαρουγάνα, μαυράκι, μαύρη, μαύρο, μελαχρινή, μονόφυλλο, μπάφος, νταμίρα, νταφού, πράσινο, σινσεμίλια, σκάνγκ / σκάνκ, σοκολάτα, τούφα, τρίφυλλο, τσιγαριλίκι, φοσμπά, φούντα, χασίς, χασίσι, χόρτο κ.α.. (Κοπί το πίτα και από εδώ).

- Πάρε πάστες κι έλα!
- Τι; είμαστε για επίσκεψη ή παίζει τίποτα καλό;
- Καλαματιανό αγόρι μου! Σου λέει τίποτα;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος του Σωκράτη Κόκκαλη, περήφανος πολίτης του κοκκαλιστάν, υπέρμαχος της αρχής ότι νόμος είναι το δίκιο του Σωκράτη (δίκαιον του κοκκαλεστέρου). Ο δόκιμος κοκκαλιάρης και ο σλανγκ είναι ποσά αντιστρόφως ανάλογα. Βλ. λ.χ. εδώ για τον όρο.

θείε, κοκκαλιάρη ή όπως αλλιώς σε αποκαλούσε στις κασέτες ο σπάθας, μπας και έκοψες και εσύ τμήμα του δώρου στους τσουκαλάδες-υπαλλήλους; γιατί τους βλέπω πολύ στραβωμένους.
εεε οοο πατέρα πως κατάντησες τον ολυμπιακό
κηπουρέ-φτάσανε και τα κορνέ (εδώ)

- Φάε κάτι βρε Θέμο, κοκκαλιάρης κατήντησες... (από Khan, 29/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην σλανγκ της φυλακής είναι ο κρατούμενος για οικονομικά εγκλήματα που, όπως και να το κάνουμε, είναι μερικά κλικ πιο κύριλλος από τους άλλους που ο καλύτερος έχει σκοτώσει τη μάνα του. Βέβαια οι κακοί είναι έξω από την φυλακή.

Φέρανε έναν σοβαρό σήμερα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συγκεκριμένο λήμμα έχει προφανές έτυμον από το αριθμητικό τρία και το ουσιαστικό μπάλα, και έχει διττή σλανγκίζουσα σημασία:

Α) Το σκορ σε ποδοσφαιρικό αγώνα που έχει ανέλθει ως προς την νικήτρια ομάδα στα τρία γκολ.

Β) Το Γαλλικό μπιλιάρδο που παίζεται με τρεις μπάλες και το σκορ καταγράφει τις καραμπόλες αυτών. Μετά από κάθε καραμπόλα ο παίκτης την σημειώνει σε ένα ιδιότυπο επιτοίχιο μετρητή ομοιάζοντα ως παιδικό αριθμητήριο, μετακινώντας κάθε φορά μια πεπλατυσμένη μπαλίτσα (ή μάρκα) εκ δεξιών προς τα αριστερά, καταγράφοντας έτσι το σύνολο των καραμπόλων.

Α. ... φετος ειναι φετος.θα παθαιτε οπως παθατε και χθες.υποτημησατε τους τουρκους να το τριμπαλο.προσεξτε μην παθετε την κυριακη το ιδιο με την υπεροψια σας.και βλεπω απο δευτερα το πρωι καρτα ανεργιας ο τενκατε και να φυγουν παιχτες σας.δεν ειπα οτι θα ειστε ευκολος αντιπαλος απλα μην κανετε το ιδιο λαθος που κανατε εχθες και φατε κανενα τριμπαλο και απο εμας..

από ένα εκ των απείρων ποδοσφαιρικών ιστοσελίδων -έχω αφήσει άθικτη την ορθογραφία του συντάκτου

Β: ...τώρα όσο για το μπιλιάρδο που το ξέρω πιο καλά -αν κ το σνούκερ (εγώ σνούκερ ξέρω αυτό που παίζεται στην Αγγλία κ είναι διαφορετικό-σε μεγαλύτερο τραπέζι- από το αμερικάνικο κ ποιο καλό κατά τη γνώμη μου)έχει μεγάλο ενδιαφέρον-ψηφίζω καραμπόλες(γαλλικό) ή τριμπαλο,όπως το είπε ο Πάνος (πιστεύω να εννοεί αυτό)...αυτά...κ περιμένουμε την
ημέρα ποίησης...;-)

... από κάποιο μπλογκ.

ετοιμος για καραμπολα (από perkins, 12/09/10)γαλλικο.... μπιλιαρδο (από perkins, 12/09/10)τριμπαλο έριξε η Σκόντα. (από perkins, 12/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τζούρα του τσιγάρου (που έχει φτάσει σχεδόν μέχρι το φίλτρο), κατά την οποία το βάζουμε ανάμεσα στις αρχές του δείκτη και του μέσου, κλείνουμε τη χούφτα σφιχτά και ρουφάμε από την τρύπα που δημιουργήθηκε ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη. Τέτοιες τζούρες παίρνουν συνήθως όσοι κάνουν οικονομία στα τσιγάρα.

Προφάνουσλυ η ονομασία έρχεται από την κούφια γροθιά που σχηματίζει ο χρήστης. Αρκετά θανατηφόρα τζούρα, οπότε με μέτρο.

- Τι κάνεις εκεί ρε;
- Κούφια. ...Oικονομική κρίση ψηλέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψητό λέμε τον μπάφο, γιατί όταν σκάει μυρίζει σαν μπριζόλα. Όταν σου πει κάποιος «πάμε για τίποτα ψητά», είναι συνθηματικό να πάτε για μπάφο.

— Τι θα κάνεις πιο αργά; Έχω κάτι ψητά σπίτι και λέω να τα δοκιμάσω.
Μέσα.

Δες και μπριζολάτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην θάλασσα καθώς παίζουμε και γελάμε... πιάνουμε κάποιον φίλο μας από το κεφάλι και τον βουτάμε μέσα, καθώς αυτός βουλιάζει έχουμε την ευκαιρία να πατήσουμε και με τα πόδια μας πάνω του ώστε να τον κρατήσουμε πιο πολύ ώρα μέσα στο νερό μπας και πιει λίγο και κλάσουμε στα γέλια.

  2. Τζούρα από μπάφο, όταν αυτός είναι στα τελευταία του.

  1. - Θα κάτσεις να σου κάνω μια πατητή; Δεν είμαι βαρύς..
    - Για μαλάκα ψάχνεις;

  2. Δεν μου σκας καμιά πατητή από αυτόν τον μπάφο; Δεν την έχω ακούσει ρε φίλε.

Στο 8:01. (από vikar, 10/06/11)

βλ. και πατητή μάρκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πανηγυριώτικα ή πανηγυρτζίδικα αποκαλούνται απ' «αυτούς που ξέρουν» εκείνα τα λαϊκά άσματα που αποτελούν μίγμα δημοτικού (καγκέλλι κατά προτίμηση), γύφτικου και καθαρού σκυλάδικου.

Οι στίχοι είναι συχνά χειρότεροι και από το σοζέμι, καθώς αποτελούν αληθινά συναξάρια του βίου φορτηγατζήδων, νταβατζήδων, ταξιτζήδων, σουβλατζήδων, σαματατζήδων, αεριτζήδων, μπανιστηρτζήδων κ.ο.κ. Τυπικοί εκπρόσωποι μπορούν να θεωρηθούν καλλιτέχνες όπως οι: Γιωργάκης Τρομάρας, Γιαννάκης Καψάλης, Σοφούλα Βόττα, Τασούλα Βέρρα κ. (άπειροι) ά.

Πήραν την ονομασία τους από το ότι ακούγονται κατά κόρον στα πανηγύρια, όπου αντικατέστησαν τα παραδοσιακά δημοτικά. Ακούγονται επίσης σε σκυλοκαταγώγια της Ομόνοιας, του Μεταξουργείου κ.τ.λ.

Κύρια όργανα: α) σόλο κλαρίνο, β) συνθεζάιζερ κινέζικο για γέμισμα, γ) ηλεκτρική κιθάρα για ρυθμό, αλλά με άθλιο ενισχυτή και άσχετες ρυθμίσεις, δ) ντραμ(ι)ς για φραμπαλά και κέφι, που το χτυπάνε σα γκαζοτενεκέ με κατσαρόλες μαζί.

Κλασικές εταιρείες που εξέδιδαν τέτοια τεχνουργήματα ήταν: ΣΥΜΠΑΝ SOUND, PANIVAR κ.ά.

— Θα 'ρθεις σπίτι τ' απόγε(υ)μα;
— Θα 'ναι κι ο πατέρας σου;
— Ναι, αλλά δεν έχει πρόβλημα.
— Έχω εγώ, όμως! Ακούει όλη μέρα εκείνα τα πανηγυριώτικα και φεύγω με το κεφάλι καζάνι!

Βλέπε και ντηλέυ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πορδή που δεν την ακούς, αλλά άμα τη μυρίσεις την... ακούς! Συνηθισμένη μέσα σε κινηματογράφους, στην ουρά για το ΙΚΑ, σε ταξί, σε ασανσέρ (οπότε λέγεται και ασανσεράτη). Η κλασική αντίδραση είναι να αρχίσουν όλοι να κοιτιούνται, για δύο λόγους: α) για να εντοπίσουν τον ένοχο, β) για να δείξουν ότι δεν παρήχθη από τα δικά τους άντερα.

Ο μόνος τρόπος για τον εντοπισμό του ενόχου είναι να εντοπίσει κανείς εκείνο το ελαφρό χαμογελάκι στο πρόσωπό του, καθώς και το πιο έντονο ρουθούνισμά του εν συγκρίσει προς τα θύματα.

Ο όρος προέρχεται από το αρχαίο «αιμοβόρος».

- Τι βρωμάει ρε παιδιά;
- Τα διυλιστήρια της Motor Oil θα είναι.
- Ποια διυλιστήρια μωρή βρωμιάρα; Τα δηλητήρια του κώλου σου είναι. Δε σε βλέπω που κρυφογελάς;
- Συγγνώμη Πάρη μου... Ήπια ληγμένη Σπράιτ η καημένη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified