Further tags

Δέον να συσχετισθεί με δύο άλλα λήμματα του σλανγκρ.

  1. Ο πρωκτικάντζας. Είναι αυτός που έχει φάει καθήλωση στο πρωκτικό στάδιο ανάπτυξης και αντλεί ηδονjή από το να είναι τσιγκούνης, σπασαρχίδης, δυσκοίλιος, να κάνει παίγνjια εξουσίας, να φέρεται ως ο κακός πούστης που είναι. Συχνά είναι οπαδός του πολιτικά ορθού (παν Νιντέντο) και σε φλομώνει στην κορεκτίλα. Κατά τον ατσεγκέ λέγεται και σφιχτοκουράδας, βλ. σφιχτοκωλικό.

  2. Το αντίθετο του ανοιχτοκώλης. Εξηγούμαι αμέσως. Και τα δύο, και το ανοιχτοκώλης και το σφιχτοκώλης χρησιμοποιούνται ως ύβρεις. Αλλά όταν βρίζουμε κάποιον ως ανοιχτοκώλη εννοούμε ότι έχει πάρει όλο τον ντουνιά, οπότε θα τον γαμήσουμε για να τον γαμήσουμε, αλλά χωρίς αυτό να παρουσιάζει κάποια πρόκληση, ο κώλος του θα μας δεχτεί πολύ χαλαρά, εξάλλου ο ανοιχτοκώλης είναι κατά βάση ένας καλός πούστης, που σπάνια έχουμε κάτι να χωρίσουμε μαζί του. Όταν βρίζουμε κάποιον ως σφιχτοκώλη εννοούμε ότι για τους λόγους που ανέφερα στο 1, θα τον γαμήσουμε ευχαρίστως χάριν εκδικήσεως και νουθεσίας, όμως με ένα αίσθημα χαρμολύπης γιατί φοβόμαστε μήπως στραβοψωλιάσουμε. Βέβαια ο σφιχτός κώλος προσφέρει ηδονjικότερο γαμήσι και αποτελεί μεγαλύτερη πρόκληση, ωστόσο δεδομένου ότι γενικά ο τοιούτος είναι ξινόπουστας, εντέλει μάλλον θα μας την σπάσει την πούτσα ακόμη κι όταν θα τον γαμήσουμε. Δεν υπάρχει, λοιπόν, τρόπος να τη βγάλεις καθαρή μαζί του. Η βρισιά συνήθως σε εκφράσεις: Θα τον γαμήσω αυτόνα... Αλλά είναι και σφιχτοκώλης ο πούστης / ο άτιμος .

  1. α. Στην τελική μια πλάκα έκανα, όποιος έχει χιούμορ την έπιασε και γέλασε. Όποιος αντίστοιχα είναι πιο δυσκοίλιος και σφιχτοκώλης κι από τη μητέρα Τερέζα, αρχίζει τις βολές και τους «καλοπροαίρετους» χαρακτηρισμούς. (Δες).

β. Από τη μία στέκεται ο σφιχτοκώλης υπουργός με τις καβάτζες δήθεν κοινωνικά φιλελεύθερης πολιτικής της Ε.Ε. Όταν τα πράγματα στενεύουν χαλαρώνει με ντεμέκ μεγαλοσύνη το χαλινάρι της αποφατικής πολιτικής. Το μαντείο χαρίζεται ακόμα και στους πούστηδες. Λάου Λάου. Από την άλλη νεκρικές εικόνες από λεσβίες και πούστηδες ακτιβιστές που μειδιούν στο εκράν απέναντι σε γραφικούς του ancien regime, εγκαθιδρύοντας τη νέα γραφικότητα. Σαν κάτοικοι του South Park, μένουν ο περίγελως εν μέσω της εκζήτησης για μια πολιτική ορθότητα του ανορθόδοξου. (Δες).

γ. Η τσούλα παράγει κοινωνικό έργο. Ο σφιχτοκώλης άντρας (και η πολιτικώς ορθή γκόμενα) όχι. Συνεπώς, στην κλίμακα των αξιών ΔΕΝ είναι πάτος! Προσωπικά, ουδέποτε ξεχώρισα τις τσούλες από τις άλλες γυναίκες: τις αγαπώ εξίσου. Και πάντοτε είχα σε εκτίμηση τις αθλήτριες του έρωτα! (Δες).

δ. Ο Λίνεκερ απλά συμπαθής, αλλά σφιχτοκώλης φλεγματικός Άγγλος πως να το κάνουμε…Ο Ντιέγκο είναι αλήτης. Αλλά είναι αλήτης γιατί έτσι απλά είναι… Δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο. (Δες).

ε. Ο Σωκράτης φέτος (ειδικά) είναι σφιχτοκώλης με τις μεταγραφές. (Δες).

  1. α. einai poli sfixtokolis o poustis... (Δες).

β. Καλά άσε με να κοιμηθώ, γιατί το πρωί πρέπει να ξυπνήσω να γαμήσω τον Στηβ. Κι είναι και σφιχτοκώλης ο γαμιόλης. (Δες μήδι).

Στο 1.00 (από Khan, 26/11/10)Ο φιλόσοφος της υπευθυνότητας και του σφιχτοκωλισμού. (από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η κωλοφωτιά στο Κυκλαδίτικο ιδίωμα, το μαμούνι δηλαδή του γιαλού.

  2. Συνομοταξία πρηξαρχίδως που υπεραναλύει τα πάντα με τετριμμένα κλισέ της ποπ-ψυχολογίας. Εκ του γιαλόμα και του γαμοσλανγκοτέτοιου «-μούνα».

  1. - Σας στέλνω μια πανέμορφη πυγολαμπίδα να φωτίζει την κάθε σας στιγμή!!!zzzzzzzzzzzzzz.................... πείτε την και κωλοφωτίτσα :) ή και γιαλομαμούνα όπως τη λένε στα νησιά!!!
    (εδώ)

  2. - Το νησί που λαμπιρίζει σα γιαλομαμούνα στα περιοδικά και τις τηλεοράσεις, που αποκαλύπτει μια ντίσνεϋλαντ κι όχι έναν ιστορικό οικισμό καθώς πλησιάζεις απ’ τη θάλασσα, που μουλιάζει σαν τον μπακαλιάρο στις ακριβές πισίνες, που ξημερώνεται ντοπαρισμένο με live streaming στα κλαμπ και πουλάει την εσωτερική αρμονία στα spa...
    (για την Μύκονο, εκεί)

  3. Καυλαγόρας: - Τι όμορφη που είσαι σήμερα!
    Πρηξαρχίδοβα: - Και γιατί ειδικά σήμερα και όχι χθες; Και με ποια κριτήρια ορίζεις την ομορφιά; Καυλαγόρας: - Μπη στα διάλα, γιαλομαμούνα!

Το μικρό μαγαζάκι Γιαλομαμούνα στην Χώρα της Άνδρου... (από Vrastaman, 13/09/10)Γιαλομαμούνα Κυκλαδική (από Vrastaman, 13/09/10)Mme Yalom, teh original Yalomamouna (από Vrastaman, 13/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εδώ υπάρχει βέβαια και σαφέστατα ένα παιχνίδι ηχητικό. Παίζουμε με τις λέξεις ΠΑΣΟΚ, κομμούνα και μούνα.

Και τι υπονοεί ο ποιητής με τέτοιου είδους λογοπαίγνια; Πολύ απλά είναι τα πράγματα κυρίες και κύριοι. Στις οργανώσεις τού ΠΑΣΟΚ υπάρχουν ένα σωρό νεαρά μουνάκια που εύκολα τα χτυπάς παίζοντάς το αριστερών ιδεολογιών. Με πέντε-δέκα αριστερο-αφασό-μαλακιούλες τα έχεις ρίξει και πηδήξει. Έτσι κι αλλιώς κι αυτά τα δύστυχα δε θέλουν κάτι άλλο.

Μπουζουριέρα, βιτρίνα, είναι όλο το αριστερό στυλάκι τους. Να πηδηχτούνε θέλουν τα καημένα αλλά επειδή είναι και «ντροπαλά» το παίζουν πολιτικοποιημένα στο ροζ στυλάκι.

Στο ίδιο ροζ στυλάκι πηδιώντουσαν αδιάκριτα στα τέλη των '70 και τα άλλα παρόμοια θηλυκά της οργάνωσης «Ρήγας Φεραίος» τού ΚΚΕ εσωτερικού. Θυμάμαι να γινόμαστε μέλη του για να πηδήξουμε.

Αναρτήθηκε κατόπιν έκκλησης του Vrastaman.

Γαμώ το φελέκι μου, πρέπει να παραθέσω και παράδειγμα για να βγει το λήμμα, άντε κι ας βάλω κάτι πασίγνωστο :

- Τι έγινε τελικά ρε, την πήδηξες την πασοκoμούνα;
- Σιγά τα δύσκολα ρε, χώρια που με κυνηγάει τώρα να τρέχω στις μαζώξεις τους!

Και σιγά μην πάω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη παραπέμπει σε κάποιον που, προσπαθώντας να κάτσει πάνω σε βελόνες, ανασηκώνεται συνέχεια, γιατί τον τσιμπούν και δεν μπορεί να καθίσει ήσυχα στη θέση του.

Άρα αποκαλώντας κάποιον κωλοβελόνη, αναφερόμαστε σε κάποιον:

  • Τσιγκούνη, σε κάποιον τσίπη που ανησυχεί συνεχώς και διακαώς για τη διαχείριση των εξόδων του. Αυτός είναι μόνιμα σφιγμένος και μαζεμένος, λες και τα νώτα του βάλλονται συνεχώς από βελόνες που τον τσιμπάνε θέλοντας να ανοίξουν τρύπες από τις οποίες θα αποδράσει το χρήμα του. Αισθάνεται πως τον κυνηγάει μονίμως το τέρας της σπατάλης, γι' αυτό κι αυτός δεν χαλαρώνει ποτέ, προσπαθώντας σε μόνιμη βάση να βρίσκει νέους τρόπους οικονομικής διαχείρισης. Κάνει το σκατό του παξιμάδι, αλλά όπου βρεθεί κι όπου σταθεί κοιτάει να μην πάει ούτε ένα λεπτό τού ευρώ ανεκμετάλλευτο. Έτσι ζει μιζερομίζερα και στερημένα, φυλακίζοντας τα θέλω του σε ακραίο βαθμό (βλ. παρ. 1).Σχετικά λήμματα: καβούρια έχει στις τσέπες - καβουράκιας, Σπαγκάϊ Λάμα, σπαγγοράμα, πυρετό να 'χει, δεν σου δίνει, μαντζίρης, καρφώνω τη δεκάρα στον τοίχο.
  • Πολύ νευρικό και τσιτωμένο άνθρωπο που μη μπορώντας να ηρεμήσει και να χαλαρώσει με τίποτα λόγω εσωτερικής αναστάτωσης, πετάγεται συχνά από τη θέση του, τρέχοντας πάνω κάτω, λες και χίλιες βελόνες τον τρυπούν, ωθώντας τον σε διαρκή κινητικότητα. Μπορεί να μιλάμε είτε για μόνιμη, είτε για συγκυριακή κατάσταση (π.χ: ένα πρόβλημα που έχει πάρει γιγάντιες διαστάσεις στο μυαλό του) (βλ. παρ. 2).

    Σημείωση: Για την ιστορία αξίζει να αναφερθεί πως η ονομασία Κωλοβελόνης αποδίδεται επίσης και σε τύπο καλικαντζάρου. Αυτός ο τύπος καλικάντζαρου είναι λεπτός, σουβλερός και ψηλός σα μακαρόνι και μπορεί να τρυπώνει απ’ τις κλειδαριές, αλλά κι απ’ τις τρύπες του κόσκινου... Λέμε τώρα Δες εδώ

  1. - Ρε τι κωλοβελόνης είναι αυτός;
    - Γιατί το λες;
    - Πήγε και έβγαλε από τον ηλεκτρικό πίνακα, άκουσον άκουσον, τα ενδεικτικά λαμπάκια, για να καταναλώνει λέει... λιγότερη ενέργεια. Τώρα σκέπτεται τι πατέντα να κάνει, ώστε τα νερά του μπάνιου να τροφοδοτούν το καζανάκι της τουαλέτας...
    - Μαζεύτε τον βρεεε!

  2. Στη δουλειά:
    - Ωπ... Πάλι έφυγε ο Πέτρου; Καλά τι κωλοβελόνης είναι ρε συ αυτός; Μα να μη μπορεί να κάτσει ήσυχος σε ένα σημείο; Λες και του βάζουν νέφτι στον κώλο... χα χα χα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του γαλλικού μπιλιάρδου (carom, carambolage, το τραπέζι χωρίς τρύπες με τις τρεις μπάλες).

Στο κανονικό γαλλικό, στόχος είναι η μπάλα μας να πετύχει τις άλλες δύο. Αυτό λέγεται καραμπόλα. Στο τέλος, όποιος φτάσει πρώτος τον απαιτούμενο, προσυμφωνημένο, αριθμό από καραμπόλες, είναι και ο νικητής.

Στο τρίσποντο, καραμπόλα μετριέται μόνο αν η μπάλα μας χτυπήσει τρεις φορές σε σπόντα προτού βρει την τελευταία από τις άλλες δύο μπάλες (κάπου στην διαδρομή, πριν τις τρεις σπόντες, μετά ή ενδιάμεσα, εννοείται ότι έχει χτυπήσει και την πρώτη). Αυτή η καραμπόλα λέγεται και τρίσποντη.

Τρίσποντο παίζουν οι τιτανοτεράστιοι παίκτες, διότι είναι δύσκολο, και εκτός από το ότι πρέπει να κατέχεις γενικά το άθλημα, απαιτείται συγκροτημένη σκέψη, λόγω των υπολογισμών που χρειάζονται. Βέβαια υπάρχουν και τυφλοσούρτες μέθοδοι, αλλά απλά βοηθάνε στα πρώτα στάδια.

- Πάμε «ακαδημία» για τρίσποντο;
- Γάμησέ το, θα με πιάσει το κεφάλι μου. Δεν παίζουμε χαλαρά ένα απλό γαλλικό, να πιούμε και τις μπύρες μας;
- Νταξ, πάμε «ρόξι» τότε, να μπανίσουμε και κάνα κοριτσάκι, καθώς θα σενιάρω το κωλαράκι σου.

(από electron, 24/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Εβραίοι, οι μεγάλοι νταβατζήδες της Μέσης Ανατολής και όλου του πλανήτη.

- Άκου ρε Μήτσο, τι είπε στις ειδήσεις, 2000 άμαχοι παλαιστίνιοι έπεσαν νεκροί μετά από βομβαρδισμούς Ισραηλινών.
- Γαμώ τον Δαβίδ τους, με τους κωλοσταυρόχριστους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρσενικό της αγαθομούνας, δηλαδή ο αγαθιάρης, ο αφελής, ο καλοπροαίρετος μέχρι ανοησίας, τελικά ο μαλακάκος.

Να σημειωθούν:

  1. Ορισμένα (όχι όλα!) θηλυκά ουσιαστικά με β' συνθετικό το -μούνα έχουν αρχίσει να σχηματίζουν και αρσενικό αντίστοιχο. Κλασικό παράδειγμα το κλαψομούνης. Μάλλον όμως αποδίδουμε σ' αυτούς τους άντρες -μούνηδες μια βασικά θηλυκή συμπεριφορά (με την κακή έννοια).

  2. Το αρχαίο ιδανικό καλός καγαθός έχει σλανγκιστεί από το Νεοέλληνα με τελείως αρνητική σημασία ως καλοκαγαθιάρης , δηλαδή αγαθομούνης. Μια θεαματική ανατροπή!

Σύγκρινε: χαζομούνης, χαφτομούνης.

Αγαθομούνης σήμερα, κερατάς αύριο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος αποχαυνώνεται όταν δει ωραία γυναίκα.

Tι κοιτάς ρε σα χαυνομούνης, πήγαινε μίλα της.

Δες και -μούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος:

  1. Πηγαίνει με αλλοδαπές
  2. Δεν ξέρει με πόσες έχει πάει.

- Είδα τον Νίκο ρε συ προχτές!
- Τί κάνει αυτός ο μπασταρδομούνης;
- Γιατί τον λες έτσι;
- Όλο με κάτι Αφρικανοπακιστανές τη βγάζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος ανδρός που απλώς περιφέρεται γύρω από γυναίκα, η οποία αφήνει τεχνηέντως να πλανάται στον αέρα η πιθανότητα του sex, χωρίς όμως να έχει το θάρρος για τα περαιτέρω. Αρκείται απλώς στη μυρωδιά που αναδύεται από την «ευαίσθητη περιοχή»... Σχεδόν πάντα είναι παρατρεχάμενός της και της κάνει θελήματα.

Τον έχει για θελήματα κι' αυτός αντί να την κουτουπώσει, τη μυρίζει μόνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified